ΜΕΡΟΣ ΙΙ ΚΑΤΑΡΤΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ
Σύμβαση της Πώλησης
Πώληση και συμφωνία πώλησης

4.-(1) Σύμβαση πώλησης αγαθών είναι η σύμβαση με την οποία ο πωλητής μεταβιβάζει ή συμφωνεί να μεταβιβάσει στον αγοραστή την κυριότητα αγαθών έναντι τιμήματος. Σύμβαση πώλησης δύναται να υπαρξει και μεταξύ κύριου μέρους των αγαθών και άλλου.

(2) Σύμβαση πώλησης δύναται να είναι απόλυτη ή με όρους.

(3) Όταν δυνάμει σύμβασης πώλησης η κυριότητα των αγαθών μεταβιβάζεται από τον πωλητή στον αγοραστή, η σύμβαση καλείται πώληση, αλλά όταν η μεταβίβαση της κυριότητας των αγαθών πρόκειται να γίνει σε μελλοντικό χρόνο ή υπόκειται σε κάποιο όρο που πρόκειται να εκπληρωθεί μεταγενέστερα, η σύμβαση καλείται συμφωνία πώλησης.

(4) Συμφωνία πώλησης καθίσταται πώληση μόλις παρέλθει ο χρόνος ή εκπληρωθούν οι όροι υπό τους οποίους η κυριότητα των αγαθών πρόκειται να μεταβιβασθεί.

Διατυπώσεις της Σύμβασης
Τρόπος σύναψης της σύμβασης πώλησης

5.-(1) Σύμβαση πώλησης συνάπτεται με πρόταση για αγορά ή πώληση αγαθών έναντι τιμήματος και με την αποδοχή τέτοιας πρότασης. Η σύμβαση δύναται να προνοεί την άμεση παράδοση των αγαθών ή την άμεση πληρωμή του τιμήματος ή για αμφότερα, ή την τμηματική παράδοση ή την πληρωμή με δόσεις ή ότι η παράδοση ή η πληρωμή ή αμφότερα θα γίνουν μεταγενέστερα.

(2) Τηρουμένων των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου εκάστε εν ισχύι νόμου, σύμβαση πώλησης δύναται να συναφθεί γραπτώς ή προφορικώς ή εν μέρει γραπτώς και εν μέρει προφορικώς ή να συμπεραίνεται από τη συμπεριφορά των μερών.

Αντικείμενο της Σύμβασης
Υπάρχοντα ή μελλοντικά αγαθά

6.-(1) Τα αγαθά τα οποία αποτελούν το αντικείμενο σύμβασης πώλησης δύνανται να είναι είτε αγαθά που υπάρχουν, ανήκουν ή είναι στην κατοχή του πωλητή, είτε αγαθά που θα υπάρξουν στο μέλλον.

(2) Σύμβαση πώλησης δύναται να υπάρξει και σχετικά με αγαθά των οποίων η απόκτηση από τον πωλητή εξαρτάται από γεγονός το οποίο ενδέχεται να συμβεί ή όχι.

(3) Όταν με σύμβαση πώλησης ο πωλητής φέρεται να εκτελεί παρούσα πώληση για μελλοντικά αγαθά, η σύμβαση λειτουργεί ως συμφωνία για πώληση των αγαθών.

Αγαθά που φθάρηκαν πριν τη σύναψη της σύμβασης

7. Όταν υπάρχει σύμβαση για πώληση συγκεκριμένων αγαθών, η σύμβαση είναι άκυρη, αν κατά το χρόνο της σύναψης της σύμβασης, τα αγαθά εν αγνοία του πωλητή φθάρηκαν ή υπέστησαν τέτοια βλάβη, ώστε να μην ανταποκρίνονται πλέον στην περιγραφή τους στη σύμβαση.

Αγαθά που φθάρηκαν πριν την πώληση αλλά μετά τη συμφωνία για πώληση

8. Όταν υπάρχει συμφωνία για πώληση συγκεκριμένων αγαθών, και ακολούθως, προτού ο κίνδυνος περιέλθει στον αγοραστή, χωρίς οποιοδήποτε σφάλμα εκ μέρους του πωλητή ή του αγοραστή, τα αγαθά φθαρούν ή υποστούν τέτοια βλάβη, ώστε να μην ανταποκρίνονται πλέον προς την περιγραφή τους στη συμφωνία, η συμφωνία κατά συνέπεια ακυρώνεται.

Τίμημα
Καθορισμός του τιμήματος

9.-(1) Το τίμημα σε σύμβαση πώλησης δύναται να καθοριστεί στη σύμβαση ή δύναται να αφεθεί για καθορισμό με τον τρόπο που συμφωνήθηκε σε αυτή ή δύναται να προσδιοριστεί κατά την πορεία της μεταξύ των μερών συναλλαγής.

(2) Όταν το τίμημα δεν καθορίζεται σύμφωνα με τις πιο πάνω διατάξεις, ο αγοραστής καταβάλλει στον πωλητή εύλογο τίμημα. Τι είναι εύλογο τίμημα αποτελεί πραγματικό ζήτημα που εξαρτάται από τις περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης.

Συμφωνία για πώληση κατόπιν εκτίμησης τρίτου

10.-(1) Όταν υπάρχει συμφωνία για πώληση αγαθών με τον όρο ότι το τίμημα θα καθοριστεί με την εκτίμηση τρίτου μέρους, και το τρίτο αυτό μέρος αδυνατεί ή δεν προβαίνει σε τέτοια εκτίμηση, η συμφωνία κατά συνέπεια ακυρώνεται:

Νοείται ότι, αν τα αγαθά ή οποιοδήποτε μέρος αυτών παραδόθηκαν στον αγοραστή και αυτός τα ιδιοποιήθηκε, ο αγοραστής καταβάλλει εύλογο τίμημα γι’ αυτά.

(2) Όταν το τρίτο μέρος εμποδίζεται να προβεί στην εκτίμηση λόγω σφάλματος του πωλητή ή του αγοραστή, το ανυπαίτιο μέρος δύναται να εγείρει αγωγή για αποζημίωση εναντίον του υπαίτιου μέρους.

Ουσιώδεις Όροι και Εγγυητικές Διαβεβαιώσεις
Πρόνοιες για το χρόνο

11. Εκτός αν από τους όρους της σύμβασης συνάγεται διαφορετική πρόθεση, πρόνοιες για το χρόνο πληρωμής δε θεωρούνται ουσιώδεις για τη σύμβαση πώλησης. Το κατά πόσο οποιαδήποτε άλλη πρόνοια για το χρόνο είναι ουσιώδεις για τη σύμβαση ή όχι εξαρτάται από τους όρους της σύμβασης.

Ουσιώδης όρος και εγγυητική διαβεβαίωση

12.-(1) Ρήτρα σε σύμβαση πώλησης σχετικά με αγαθά που αποτελούν το αντικείμενο αυτής δύναται να αποτελεί ουσιώδη όρο ή εγγυητική διαβεβαίωση της σύμβασης.

(2) Ουσιώδης όρος είναι ρήτρα βασική για την επίτευξη του κύριου σκοπού της σύμβασης, παράβαση της οποίας παρέχει το δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης ως τερματισθείσας.

(3) Εγγυητική διαβεβαίωση είναι ρήτρα συμπληρωματική για την επίτευξη του κύριου σκοπού της σύμβασης, παράβαση της οποίας δημιουργεί αξίωση για αποζημιώσεις, δεν παρέχει όμως δικαίωμα απόρριψης των αγαθών και καταγγελίας της σύμβασης ως τερματισθείσας.

(4) Το κατά πόσο ρήτρα σε σύμβαση πώλησης είναι ουσιώδεις όρος ή εγγυητική διαβεβαίωση εξαρτάται σε κάθε περίπτωση από την ερμηνεία της σύμβασης. Η ρήτρα δυνατό να είναι ουσιώδεις όρος έστω και αν καλείται στη σύμβαση εγγυητική διαβεβαίωση.

Πότε ουσιώδης όρος θεωρείται εγγυητική διαβεβαίωση..

13.-(1) Όταν σύμβαση πώλησης υπόκειται σε οποιοδήποτε ουσιώδη όρο που πρέπει να εκπληρωθεί από τον πωλητή, ο αγοραστής δύναται να παραιτηθεί από τον ουσιώδη όρο ή να επιλέξει να θεωρήσει την παράβαση ουσιώδους όρου παράβαση εγγυητικής διαβεβαίωσης και όχι λόγο καταγγελίας της σύμβασης ως τερματισθείσας.

(2) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 43, όταν σύμβαση πώλησης δεν είναι δεκτική διαχωρισμού και ο αγοραστής έχει αποδεχτεί τα αγαθά ή μέρος αυτών ή όταν η σύμβαση αφορά συγκεκριμένα αγαθά των οποίων η κυριότητα έχει περιέλθει στον αγοραστή, η παράβαση οποιουδήποτε ουσιώδους όρου που πρέπει να εκπληρωθεί από τον πωλητή δύναται να θεωρηθεί μόνο παράβαση εγγυητικής διαβεβαίωσης και όχι λόγος απόρριψης των αγαθών και καταγγελίας της σύμβασης ως τερματισθείσας, εκτός αν υπάρχει όρος στη σύμβαση,  ρητός ή σιωπηρός για το σκοπό αυτό.

(3) Καμιά διάταξη του άρθρου αυτού δεν επηρεάζει την περάτωση οποιουδήποτε ουσιώδους όρου ή εγγυητικής διαβεβαίωσης, της οποίας η μη εκπλήρωση δικαιολογείται εκ του νόμου λόγω αδυναμίας εκπλήρωσης ή άλλως πως.

Σιωπηρή ανάληψη υποχρέωσης αναφορικά με τον τίτλο κλπ.

14. Στη σύμβαση πώλησης, εκτός αν οι περιστάσεις της σύμβασης είναι τέτοιες, ώστε να φανερώνουν διαφορετική πρόθεση, υπάρχει-

(α) Σιωπηρός ουσιώδης όρος εκ μέρους του πωλητή, ότι, σε περίπτωση πώλησης, αυτός έχει το δικαίωμα να πωλήσει τα αγαθά και ότι, σε περίπτωση συμφωνίας για πώληση αυτός έχει το δικαίωμα να πωλήσει τα αγαθά κατά το χρόνο που η κυριότητα πρόκειται να μεταβιβασθεί˙

(β) σιωπηρή εγγυητική διαβεβαίωση ότι ο αγοραστής θα έχει και απολαμβάνει ανενόχλητα την κατοχή των αγαθών˙

(γ) σιωπηρή εγγυητική διαβεβαίωση ότι τα αγαθά είναι ελεύθερα από κάθε επιβάρυνση ή εμπράγματο βάρος υπέρ οποιουδήποτε τρίτου μέρους που δε δηλώθηκε ή που δε γνώριζε ο αγοραστής πριν ή κατά το χρόνο που γίνεται η σύμβαση.

Πώληση κατά περιγραφή

15.-(1) Σε σύμβαση πώλησης αγαθών κατά περιγραφή, υπάρχει σιωπηρός ουσιώδης όρος ότι τα αγαθά θα ανταποκρίνονται στην περιγραφή.

(2) Αν η πώληση έγινε βάσει δείγματος, όπως επίσης και κατά περιγραφή, δεν αρκεί ότι το σύνολο των αγαθών ανταποκρίνεται στο δείγμα, αν τα αγαθά δεν ανταποκρίνονται επίσης στην περιγραφή.

(3) Η πώληση αγαθών δεν αποκλείεται να συνιστά πώληση κατά περιγραφή για μόνο το λόγο ότι αυτά, αφού εκτεθούν για πώληση ή μίσθωση, επιλέγονται από τον αγοραστή.

Σιωπηροί ουσιώδεις όροι αναφορικά με την ποιότητα ή την καταλληλότητα των αγαθών

16.-(1) Εκτός όπως προνοείται στο άρθρο αυτό και στο άρθρο 17 και τηρουμένων των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου νόμου, δεν υπάρχει σιωπηρός ουσιώδης όρος ή σιωπηρή εγγυητική διαβεβαίωση αναφορικά με την ποιότητα ή την καταλληλότητα, για οποιοδήποτε ειδικό σκοπό, των αγαθών που προμηθεύονται δυνάμει σύμβασης πώλησης.

(2) Όταν ο πωλητής πωλεί αγαθά κατά τη διεξαγωγή  των εργασιών του, υπάρχει σιωπηρός ουσιώδης όρος ότι τα αγαθά τα οποία προμηθεύει δυνάμει της σύμβασης είναι αποδεκτής ποιότητας.

(3) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, αγαθά είναι αποδεκτής ποιότητας, αν ανταποκρίνονται στο επίπεδο το οποίο κάποιο λογικό πρόσωπο θα θεωρούσε ως αποδεκτό, αφού ληφθεί υπόψη οποιαδήποτε περιγραφή των αγαθών, η τιμή  (εφόσο είναι σχετική) και κάθε άλλης συναφής περίσταση.

(4) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, η ποιότητα των αγαθών περιλαμβάνει την κατάσταση τους, τα ακόλουθα δε (μεταξύ άλλων) αποτελούν σε κατάλληλες περιπτώσεις παράγοντες συναφείς με την ποιότητα των αγαθών, δηλαδή-

(α) Η καταλληλότητα για όλους τους σκοπούς για τους οποίους τα αγαθά του συγκεκριμένου είδους συνήθως προμηθεύονται,

(β) η εμφάνιση και η τελική επεξεργασία,

(γ) η ανυπαρξία μικροελαττωμάτων,

(δ) η ασφάλεια,

(ε) η ανθεκτικότητα,

Για τους σκοπούς του εδαφίου αυτού “ανθεκτικότητα” σημαίνει εύλογη αντοχή στο χρόνο και τη χρήση και περιλαμβάνει, όπου απαιτείται, τη διαθεσιμότητα ανταλλακτικών και ειδικευμένων τεχνικών για τη διασφάλιση της.

(στ) η ικανότητα, προκειμένου περί ηλεκτρονικών υπολογιστών, λογισμικών ή συσκευών που εργάζονται με τη βοήθεια μικροεπεξεργαστών, να ανταποκριθούν στην αλλαγή της χρονολογίας μετά την έλευση του ημερολογιακού έτους 2000, χωρίς να είναι αναγκαία οποιαδήποτε τροποποίηση ή άλλη επέμβαση επί του πωλούμενου αγαθού.

(5) Ο σιωπηρός ουσιώδης όρος που αναφέρεται στο εδάφιο (2) δεν εκτείνεται σε οποιοδήποτε θέμα που καθιστά την ποιότητα των αγαθών απαράδεκτη-

(α) Για το οποίο επισύρεται ειδικά η προσοχή του αγοραστή πριν από τη σύναψη της σύμβασης, ή

(β) όταν ο αγοραστής εξετάζει τα αγαθά πριν από τη σύναψη της σύμβασης, το οποίο όφειλε να αποκαλύψει αυτή η εξέταση αυτή, ή

(γ) προκειμένου για σύμβαση πώλησης βάσει δείγματος, το οποίο θα ήταν έκδηλο μετά από εύλογη εξέταση του δείγματος.

(6) Όταν ο πωλητής πωλεί αγαθά κατά τη διεξαγωγή των εργασιών του και ο αγοραστής, ρητά ή σιωπηρά, γνωστοποιεί στον πωλητή οποιοδήποτε ειδικό σκοπό για τον οποίο τα αγοράζει υπάρχει σιωπηρός ουσιώδης όρος ότι τα αγαθά τα οποία προμηθεύονται δυνάμει της σύμβασης είναι ευλόγως κατάλληλα για το σκοπό αυτό, ανεξάρτητα από το σκοπό για τον οποίο προμηθεύονται συνήθως τέτοια αγαθά, εκτός όπου οι περιστάσεις δείχνουν ότι ο αγοραστής δε βασίζεται, ή ότι δε δικαιολογείται για αυτόν να βασιστεί στη δεξιότητα ή την κρίση του πωλητή.

(7) Σιωπηρός ουσιώδης όρος ή σιωπηρή εγγυητική διαβεβαίωση αναφορικά με την ποιότητα ή την καταλληλότητα για κάποιο ειδικό σκοπό δύναται να προσαρτηθεί από τη συνήθη εμπορική πρακτική.

(8) Οι πιο πάνω διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται σε πώληση από πρόσωπο το οποίο κατά τη διεξαγωγή των εργασιών του ενεργεί ως αντιπρόσωπος άλλου, όπως αυτές εφαρμόζονται σε πώληση από κάποιο αντιπροσωπευόμενο κατά τη διεξαγωγή των εργασιών του, εκτός όταν αυτός ο άλλος δεν πωλεί κατά τη διεξαγωγη των εργασιών του και είτε ο αγοραστής γνωρίζει το γεγονός αυτό είτε λαμβάνονται εύλογα μέτρα για να περιέλθει αυτό σε γνώση του αγοραστή πριν από τη σύναψη της σύμβασης.

Πώληση βάσει δείγματος

17.-(1) Σύμβαση πώλησης βάσει δείγματος είναι η σύμβαση πώλησης που περιέχει ρητό ή σιωπηρό όρο που καθιστά βάση της σύμβασης πώλησης δείγμα του πωλούμενου αγαθού.

(2) Στην περίπτωση σύμβασης πώλησης βάσει δείγματος υπάρχει σιωπηρός ουσιώδης όρος ότι-

(α) Το σύνολο των αγαθών θα ανταποκρίνεται στο δείγμα ως προς την ποιότητα˙

(β) τα αγαθά θα είναι απαλλαγμένα από οποιοδήποτε ελάττωμα που καθιστά την ποιότητα τους απαράδεκτη, και το οποίο δε θα ήταν φανερό μετά από εύλογη εξέταση του δείγματος.