11. Εκτός αν από τους όρους της σύμβασης συνάγεται διαφορετική πρόθεση, πρόνοιες για το χρόνο πληρωμής δε θεωρούνται ουσιώδεις για τη σύμβαση πώλησης. Το κατά πόσο οποιαδήποτε άλλη πρόνοια για το χρόνο είναι ουσιώδεις για τη σύμβαση ή όχι εξαρτάται από τους όρους της σύμβασης.
12.-(1) Ρήτρα σε σύμβαση πώλησης σχετικά με αγαθά που αποτελούν το αντικείμενο αυτής δύναται να αποτελεί ουσιώδη όρο ή εγγυητική διαβεβαίωση της σύμβασης.
(2) Ουσιώδης όρος είναι ρήτρα βασική για την επίτευξη του κύριου σκοπού της σύμβασης, παράβαση της οποίας παρέχει το δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης ως τερματισθείσας.
(3) Εγγυητική διαβεβαίωση είναι ρήτρα συμπληρωματική για την επίτευξη του κύριου σκοπού της σύμβασης, παράβαση της οποίας δημιουργεί αξίωση για αποζημιώσεις, δεν παρέχει όμως δικαίωμα απόρριψης των αγαθών και καταγγελίας της σύμβασης ως τερματισθείσας.
(4) Το κατά πόσο ρήτρα σε σύμβαση πώλησης είναι ουσιώδεις όρος ή εγγυητική διαβεβαίωση εξαρτάται σε κάθε περίπτωση από την ερμηνεία της σύμβασης. Η ρήτρα δυνατό να είναι ουσιώδεις όρος έστω και αν καλείται στη σύμβαση εγγυητική διαβεβαίωση.
13.-(1) Όταν σύμβαση πώλησης υπόκειται σε οποιοδήποτε ουσιώδη όρο που πρέπει να εκπληρωθεί από τον πωλητή, ο αγοραστής δύναται να παραιτηθεί από τον ουσιώδη όρο ή να επιλέξει να θεωρήσει την παράβαση ουσιώδους όρου παράβαση εγγυητικής διαβεβαίωσης και όχι λόγο καταγγελίας της σύμβασης ως τερματισθείσας.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 43, όταν σύμβαση πώλησης δεν είναι δεκτική διαχωρισμού και ο αγοραστής έχει αποδεχτεί τα αγαθά ή μέρος αυτών ή όταν η σύμβαση αφορά συγκεκριμένα αγαθά των οποίων η κυριότητα έχει περιέλθει στον αγοραστή, η παράβαση οποιουδήποτε ουσιώδους όρου που πρέπει να εκπληρωθεί από τον πωλητή δύναται να θεωρηθεί μόνο παράβαση εγγυητικής διαβεβαίωσης και όχι λόγος απόρριψης των αγαθών και καταγγελίας της σύμβασης ως τερματισθείσας, εκτός αν υπάρχει όρος στη σύμβαση, ρητός ή σιωπηρός για το σκοπό αυτό.
(3) Καμιά διάταξη του άρθρου αυτού δεν επηρεάζει την περάτωση οποιουδήποτε ουσιώδους όρου ή εγγυητικής διαβεβαίωσης, της οποίας η μη εκπλήρωση δικαιολογείται εκ του νόμου λόγω αδυναμίας εκπλήρωσης ή άλλως πως.
14. Στη σύμβαση πώλησης, εκτός αν οι περιστάσεις της σύμβασης είναι τέτοιες, ώστε να φανερώνουν διαφορετική πρόθεση, υπάρχει-
(α) Σιωπηρός ουσιώδης όρος εκ μέρους του πωλητή, ότι, σε περίπτωση πώλησης, αυτός έχει το δικαίωμα να πωλήσει τα αγαθά και ότι, σε περίπτωση συμφωνίας για πώληση αυτός έχει το δικαίωμα να πωλήσει τα αγαθά κατά το χρόνο που η κυριότητα πρόκειται να μεταβιβασθεί˙
(β) σιωπηρή εγγυητική διαβεβαίωση ότι ο αγοραστής θα έχει και απολαμβάνει ανενόχλητα την κατοχή των αγαθών˙
(γ) σιωπηρή εγγυητική διαβεβαίωση ότι τα αγαθά είναι ελεύθερα από κάθε επιβάρυνση ή εμπράγματο βάρος υπέρ οποιουδήποτε τρίτου μέρους που δε δηλώθηκε ή που δε γνώριζε ο αγοραστής πριν ή κατά το χρόνο που γίνεται η σύμβαση.
15.-(1) Σε σύμβαση πώλησης αγαθών κατά περιγραφή, υπάρχει σιωπηρός ουσιώδης όρος ότι τα αγαθά θα ανταποκρίνονται στην περιγραφή.
(2) Αν η πώληση έγινε βάσει δείγματος, όπως επίσης και κατά περιγραφή, δεν αρκεί ότι το σύνολο των αγαθών ανταποκρίνεται στο δείγμα, αν τα αγαθά δεν ανταποκρίνονται επίσης στην περιγραφή.
(3) Η πώληση αγαθών δεν αποκλείεται να συνιστά πώληση κατά περιγραφή για μόνο το λόγο ότι αυτά, αφού εκτεθούν για πώληση ή μίσθωση, επιλέγονται από τον αγοραστή.
16.-(1) Εκτός όπως προνοείται στο άρθρο αυτό και στο άρθρο 17 και τηρουμένων των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου νόμου, δεν υπάρχει σιωπηρός ουσιώδης όρος ή σιωπηρή εγγυητική διαβεβαίωση αναφορικά με την ποιότητα ή την καταλληλότητα, για οποιοδήποτε ειδικό σκοπό, των αγαθών που προμηθεύονται δυνάμει σύμβασης πώλησης.
(2) Όταν ο πωλητής πωλεί αγαθά κατά τη διεξαγωγή των εργασιών του, υπάρχει σιωπηρός ουσιώδης όρος ότι τα αγαθά τα οποία προμηθεύει δυνάμει της σύμβασης είναι αποδεκτής ποιότητας.
(3) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, αγαθά είναι αποδεκτής ποιότητας, αν ανταποκρίνονται στο επίπεδο το οποίο κάποιο λογικό πρόσωπο θα θεωρούσε ως αποδεκτό, αφού ληφθεί υπόψη οποιαδήποτε περιγραφή των αγαθών, η τιμή (εφόσο είναι σχετική) και κάθε άλλης συναφής περίσταση.
(4) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, η ποιότητα των αγαθών περιλαμβάνει την κατάσταση τους, τα ακόλουθα δε (μεταξύ άλλων) αποτελούν σε κατάλληλες περιπτώσεις παράγοντες συναφείς με την ποιότητα των αγαθών, δηλαδή-
(α) Η καταλληλότητα για όλους τους σκοπούς για τους οποίους τα αγαθά του συγκεκριμένου είδους συνήθως προμηθεύονται,
(β) η εμφάνιση και η τελική επεξεργασία,
(γ) η ανυπαρξία μικροελαττωμάτων,
(δ) η ασφάλεια,
(ε) η ανθεκτικότητα,
Για τους σκοπούς του εδαφίου αυτού “ανθεκτικότητα” σημαίνει εύλογη αντοχή στο χρόνο και τη χρήση και περιλαμβάνει, όπου απαιτείται, τη διαθεσιμότητα ανταλλακτικών και ειδικευμένων τεχνικών για τη διασφάλιση της.
(στ) η ικανότητα, προκειμένου περί ηλεκτρονικών υπολογιστών, λογισμικών ή συσκευών που εργάζονται με τη βοήθεια μικροεπεξεργαστών, να ανταποκριθούν στην αλλαγή της χρονολογίας μετά την έλευση του ημερολογιακού έτους 2000, χωρίς να είναι αναγκαία οποιαδήποτε τροποποίηση ή άλλη επέμβαση επί του πωλούμενου αγαθού.
(5) Ο σιωπηρός ουσιώδης όρος που αναφέρεται στο εδάφιο (2) δεν εκτείνεται σε οποιοδήποτε θέμα που καθιστά την ποιότητα των αγαθών απαράδεκτη-
(α) Για το οποίο επισύρεται ειδικά η προσοχή του αγοραστή πριν από τη σύναψη της σύμβασης, ή
(β) όταν ο αγοραστής εξετάζει τα αγαθά πριν από τη σύναψη της σύμβασης, το οποίο όφειλε να αποκαλύψει αυτή η εξέταση αυτή, ή
(γ) προκειμένου για σύμβαση πώλησης βάσει δείγματος, το οποίο θα ήταν έκδηλο μετά από εύλογη εξέταση του δείγματος.
(6) Όταν ο πωλητής πωλεί αγαθά κατά τη διεξαγωγή των εργασιών του και ο αγοραστής, ρητά ή σιωπηρά, γνωστοποιεί στον πωλητή οποιοδήποτε ειδικό σκοπό για τον οποίο τα αγοράζει υπάρχει σιωπηρός ουσιώδης όρος ότι τα αγαθά τα οποία προμηθεύονται δυνάμει της σύμβασης είναι ευλόγως κατάλληλα για το σκοπό αυτό, ανεξάρτητα από το σκοπό για τον οποίο προμηθεύονται συνήθως τέτοια αγαθά, εκτός όπου οι περιστάσεις δείχνουν ότι ο αγοραστής δε βασίζεται, ή ότι δε δικαιολογείται για αυτόν να βασιστεί στη δεξιότητα ή την κρίση του πωλητή.
(7) Σιωπηρός ουσιώδης όρος ή σιωπηρή εγγυητική διαβεβαίωση αναφορικά με την ποιότητα ή την καταλληλότητα για κάποιο ειδικό σκοπό δύναται να προσαρτηθεί από τη συνήθη εμπορική πρακτική.
(8) Οι πιο πάνω διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται σε πώληση από πρόσωπο το οποίο κατά τη διεξαγωγή των εργασιών του ενεργεί ως αντιπρόσωπος άλλου, όπως αυτές εφαρμόζονται σε πώληση από κάποιο αντιπροσωπευόμενο κατά τη διεξαγωγή των εργασιών του, εκτός όταν αυτός ο άλλος δεν πωλεί κατά τη διεξαγωγη των εργασιών του και είτε ο αγοραστής γνωρίζει το γεγονός αυτό είτε λαμβάνονται εύλογα μέτρα για να περιέλθει αυτό σε γνώση του αγοραστή πριν από τη σύναψη της σύμβασης.
- 10(I)/1994
- 101(I)/1999
17.-(1) Σύμβαση πώλησης βάσει δείγματος είναι η σύμβαση πώλησης που περιέχει ρητό ή σιωπηρό όρο που καθιστά βάση της σύμβασης πώλησης δείγμα του πωλούμενου αγαθού.
(2) Στην περίπτωση σύμβασης πώλησης βάσει δείγματος υπάρχει σιωπηρός ουσιώδης όρος ότι-
(α) Το σύνολο των αγαθών θα ανταποκρίνεται στο δείγμα ως προς την ποιότητα˙
(β) τα αγαθά θα είναι απαλλαγμένα από οποιοδήποτε ελάττωμα που καθιστά την ποιότητα τους απαράδεκτη, και το οποίο δε θα ήταν φανερό μετά από εύλογη εξέταση του δείγματος.