1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Χορήγησης Κοινωνικής Σύνταξης Νόμος του 1995.
2.-(1) Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
"αιτητής" σημαίνει πρόσωπο το οποίο υποβάλλει αίτηση για κοινωνική σύνταξη·
"Διευθυντής" σημαίνει το Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων
"δικαιούχος" σημαίνει πρόσωπο στο οποίο πληρώνεται κοινωνική σύνταξη δυνάμει του παρόντος Νόμου·
"εξουσιοδοτημένος λειτουργός" σημαίνει λειτουργό εξουσιοδοτημένο από το διευθυντή δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 8·
"κοινωνική σύνταξη" σημαίνει σύνταξη που πληρώνεται δυνάμει του παρόντος Νόμου·
"Υπουργός" σημαίνει τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
(2) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου ένα πρόσωπο λογίζεται ότι-
(α) είναι πέρα από ορισμένη ηλικία, αν έχει συμπληρώσει την ηλικία αυτή·
(β) είναι μεταξύ δύο ορισμένων ηλικιών, αν έχει συμπληρώσει τη μικρό τερη ηλικία, χωρίς όμως να έχει συμπληρώσει τη μεγαλύτερη ηλικία·
(γ) δεν έχει συμπληρώσει ορισμένη ηλικία πριν από την ημέρα της αντί στοιχης επετείου της γεννήσεώς του.
(3) Όλοι οι άλλοι όροι και φράσεις, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια, έχουν την έννοια που τους αποδίδουν οι περί Κοινωνι κών Ασφαλίσεων Νόμοι του 1980 έως 1993.
3.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού, πρόσωπο δικαιούται κοινωνική σύνταξη, αν-
(α) Συμπλήρωσε την ηλικία των 65 χρόνων,
(β) με τη συμπλήρωση της ηλικίας αυτής ή μετέπειτα, ικανοποιεί τις προϋποθέσεις διαμονής όπως καθορίζονται στο εδάφιο (2), και
(γ) δε δικαιούται από οποιαδήποτε πηγή σύνταξη ή άλλη παρόμοια πληρωμή, της οποίας το μηνιαίο ύψος είναι τουλάχιστον ίσο ή μεγαλύτερο από το μηνιαίο ύψος της κοινωνικής σύνταξης, όπως καθορίζεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 4.
(2) Οι προϋποθέσεις διαμονής είναι-
(α) Νόμιμη διαμονή στην Κύπρο για συνολική περίοδο 20 τουλάχιστον χρόνων από την ημερομηνία από την οποία ο αιτητής έχει συμπληρώ σει την ηλικία των 40 χρόνων, ή
(β) νόμιμη διαμονή στην Κύπρο για συνολική περίοδο 35 χρόνων από την ημερομηνία από την οποία ο αιτητής έχει συμπληρώσει την ηλικία των 18 χρόνων.
(3) Για σκοπούς, υπολογισμούς της περιόδου διαμονής όπως καθορίζεται στο εδάφιο (2), οποιαδήποτε περίοδος απουσίας από την Κύπρο για χρονικό διάστημα μικρότερο των δύο μηνών, σε οποιοδήποτε ημερολογιακό χρόνο, θα θεωρείται ως περίοδος διαμονής στην Κύπρο.
4.-(1) Το μηνιαίο ύψος της κοινωνικής σύνταξης στην περίπτωση προσώπου το οποίο δε δικαιούται από οποιαδήποτε πηγή σύνταξη η άλλη παρόμοια πληρωμή είναι ίσο με το ογδόντα ένα τοις εκατό του εκάστοτε μηνιαίου ανώτατου ποσού της βασικής παροχής σύνταξης γήρατος το οποίο θα μπορούσε να καταβληθεί σε δικαιούχο σύνταξης γήρατος χωρίς εξαρτώμενο:
(2) Στην περίπτωση κατά την οποία πρόσωπο δικαιούται από οποιαδήποτε πηγή σύνταξη ή άλλη παρόμοια πληρωμή της οποίας το μηνιαίο ύψος είναι κατώτερο του ύψους της κοινωνικής σύνταξης το οποίο καθορίζεται στο εδάφιο (1), το μηνιαίο ύψος της κοινωνικής σύνταξης είναι τόσο, ώστε προστιθέμενο στο μηνιαίο ύψος της σύνταξης ή άλλης παρόμοιας πληρωμής να μην υπερβαίνει το καθοριζόμενο στο εδάφιο (1) μηνιαίο ύψος.
(3) Για σκοπούς καθορισμού του μηνιαίου ποσού της κοινωνικής σύνταξης, με βάση το εδάφιο (2) για οποιοδήποτε έτος λαμβάνεται υπόψη το μηνιαίο ύψος της σύνταξης ή άλλης παρόμοιας πληρωμής το οποίο καταβλήθηκε στο δικαιούχο το Νοέμβριο του προηγούμενου χρόνου. Αν η σύνταξη ή άλλη παρόμοια πληρωμή χορηγήθηκε μετά το Νοέμβριο, λαμβάνεται υπόψη το μηνιαίο ύψος της μέσα στον πρώτο μήνα της χορήγησής της.
(4) Το μηνιαίο ύψος της κοινωνικής σύνταξης στρογγυλεύεται στο πλησιέστερο σεντ.
(5) Το Δεκέμβριο κάθε χρόνου χορηγείται πρόσθετη κοινωνική σύνταξη ίση με το ένα δωδέκατο του ολικού ποσού της σύνταξης, το οποίο πληρώθηκε για το χρόνο εκείνο. Σε περίπτωση που η πληρωμή της κοινωνικής σύνταξης τερματίζεται πριν από το Δεκέμβριο, η πρόσθετη σύνταξη πληρώνεται μέσα στο μήνα τερματισμού.
5. Η πληρωμή κοινωνικής σύνταξης αρχίζει την πρώτη του μήνα που έπε ται του μήνα μέσα στον οποίο αποκτάται το δικαίωμα σύνταξης και τερματί ζεται την τελευταία ημέρα του μήνα μέσα στον οποίο το εν λόγω δικαίωμα παύει.
6.-(1) Απαραίτητη προϋπόθεση για τη χορήγηση κοινωνικής σύνταξης σ' οποιοδήποτε πρόσωπο είναι η από μέρους του υποβολή αιτήσεως στον τύπο που εγκρίνει για το σκοπό αυτό ο Διευθυντής. Η αίτηση πρέπει να συνο δεύεται από τα δικαιολογητικά και τα στοιχεία που ο Διευθυντής θεωρεί ανα γκαία για την εξέτασή της.
(2) Κάθε αίτηση για χορήγηση κοινωνικής σύνταξης υποβάλλεται το αργό τερο μέσα σε τρεις μήνες από την ημέρα που αποκτάται δικαίωμα για σύνταξη.
(3) Παράλειψη υποβολής αιτήσεως μέσα στην προθεσμία που ορίζει το εδά φιο (2) συνεπάγεται απώλεια του δικαιώματος στη σύνταξη για οποιοδήποτε μήνα πέρα από τους τρεις μήνες που προηγούνται εκείνου μέσα στον οποίο υποβλήθηκε η αίτηση. Αν ο αιτητής ικανοποιήσει το Διευθυντή ότι η καθυστέρηση
στην υποβολή της αίτησης οφειλόταν σ' εύλογη αιτία, ο Διευθυντής δύναται κατά την κρίση του να χορηγήσει σύνταξη αναδρομικά για περίοδο μέχρι και δώδεκα μήνες από το μήνα μέσα στον οποίο υποβλήθηκε η αίτηση.
7.-(1) Η πληρωμή κοινωνικής σύνταξης γίνεται αναδρομικά στο τέλος κάθε μήνα με επιταγή ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο ήθελε εγκρίνει για το σκοπό αυτό ο Διευθυντής.
(2) Όταν ο δικαιούχος κοινωνικής σύνταξης δεν την εισπράξει την ημέρα κατά την οποία αυτή είναι εισπρακτέα, το δικαίωμα για λήψη της σύνταξης αποσβένεται μετά την παρέλευση δώδεκα μηνών από την εν λόγω ημέρα.
(3) Για τους σκοπούς του εδαφίου (2), η ημέρα κατά την οποία η κοινωνική σύνταξη είναι εισπρακτέα σημαίνει την πρώτη ημέρα κατά την οποία η σχετική επιταγή είναι εξαργυρωτέα ή, αν η σύνταξη πληρώνεται στο δικαιούχο με τρόπο άλλο από επιταγή, την πρώτη ημέρα κατά την οποία δύναται να εισπραχθεί η σύνταξη.
8.-(1) Κάθε αίτηση για χορήγηση κοινωνικής σύνταξης εξετάζεται από το Διευθυντή ή από οποιοδήποτε λειτουργό των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφα λίσεων, τον οποίο ο Διευθυντής ήθελε εξουσιοδοτήσει για το σκοπό αυτό. Ο Διευθυντής ή ο εξουσιοδοτημένος λειτουργός δύναται να εγκρίνει την αίτηση εν όλω ή εν μέρει ή να την απορρίψει.
(2) Ζητήματα που αναφύονται κατόπιν οποιασδήποτε αμφισβήτησης ή αμ φιβολίας ως προς την ύπαρξη δικαιώματος σε κοινωνική σύνταξη ή ως προς το πρόσωπο του δικαιούχου της σύνταξης αποφασίζονται από το Διευθυντή.
(3) Όταν ο Διευθυντής ή ο εξουσιοδοτημένος λειτουργός απορρίπτει εν όλω ή εν μέρει οποιαδήποτε αίτηση για κοινωνική σύνταξη αποστέλλει στον αιτητή μέσα σε δέκα ημέρες γραπτή γνωστοποίηση της απόρριψης, δίνοντας και τους λόγους της απόρριψης.
(4) Ο Διευθυντής ή ο εξουσιοδοτημένος λειτουργός δύναται να αναθεωρή σει οποιαδήποτε απόφασή του σχετική με αίτηση για κοινωνική σύνταξη, αν ικανοποιηθεί ότι-
(α) Όταν εξέδωσε την απόφαση, αγνοούσε ουσιώδες γεγονός ή τελούσε υπό πλάνη σε σχέση με ουσιώδες γεγονός, ή
(β) από της εκδόσεως της αποφάσεως επήλθε μεταβολή στις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης.
9. Δικαιούχος εκπίπτει του δικαιώματός του για λήψη κοινωνικής σύνταξης-
(α) Αν αποκτήσει από οποιαδήποτε πηγή δικαίωμα σύνταξης ή άλλης παρόμοιας πληρωμής της οποίας το ύψος είναι τουλάχιστον ίσο ή μεγαλύτερο από το ύψος της κοινωνικής σύνταξης, όπως καθορίζεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 4· ή
(β) αν είναι εξαρτώμενος για τον οποίο καταβάλλεται σε πρόσωπο το οποίο δικαιούται σύνταξη γήρατος, ανικανότητας, χηρείας, χήρου, αναπηρίας ή επίδομα αγνοουμένου, αύξηση, της οποίας το μηνιαίο ύψος είναι ίσο ή μεγαλύτερο του μηνιαίου ύψους της κοινωνικής σύνταξης, όπως καθορίζεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 4· ή
(γ) για κάθε ημερολογιακό μήνα μετά το δεύτερο ημερολογιακό μήνα οποιουδήποτε χρονικού διαστήματος, αν κατά τη διάρκειά του ο δικαιούχος, εκτίει ποινή φυλάκισης ή τελεί υπό νόμιμη κράτηση.
(δ) για κάθε ημερολογιακό μήνα μετά τον έκτο ημερολογιακό μήνα οποιουδήποτε χρονικού διαστήματος, εάν κατά τη διάρκειά του ο δικαιούχος απουσιάζει από την Κύπρο:
10. Όταν πρόσωπο το οποίο υπέβαλε αίτηση για χορήγηση κοινωνικής σύνταξης ή το οποίο ισχυρίζεται ότι δικαιούται ή εδικαιούτο τέτοιας σύντα ξης ή στο οποίο πρέπει να πληρωθεί κοινωνική σύνταξη, είναι για οποιοδήπο τε λόγο ανίκανο να ενεργήσει ή αποθνήσκει, ο Διευθυντής μπορεί να ορίσει οποιοδήποτε πρόσωπο θεωρεί κατάλληλο, για να υποβάλει την αίτηση, να διεκδικήσει ή να εισπράξει την κοινωνική σύνταξη, ως αντιπρόσωπος ή για λογαριασμό ή εκ μέρους του εν λόγω προσώπου.
11.—(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, είναι άκυρη η εκ χώρηση ή επιβάρυνση της κοινωνικής σύνταξης, καθώς και κάθε συμφωνία για εκχώρηση ή επιβάρυνση, και σε περίπτωση πτώχευσης προσώπου το οποίο δικαιούται κοινωνική σύνταξη, αυτή δεν περιέρχεται στο σύνδικο της πτώχευσης ή σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λογαριασμό των πιστω τών του.
(2) Ουδεμία παροχή υπόκειται σε κατάσχεση δυνάμει του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου.
12. Κάθε δικαιούχος κοινωνικής σύνταξης υποχρεούται να γνωστοποιεί στο Διευθυντή χωρίς αμέλεια οποιαδήποτε αλλαγή των συνθηκών που επηρεάζουν το δικαίωμά του στη σύνταξη αυτή.
13.-(1) Αν αποδειχθεί ότι ένα πρόσωπο πήρε οποιοδήποτε ποσό με τη μορφή κοινωνικής σύνταξης χωρίς να το δικαιούται, το πρόσωπο αυτό υπο χρεούται να επιστρέψει το εν λόγω ποσό.
(2) Αν το πρόσωπο, το οποίο υποχρεούται δυνάμει του προηγούμενου εδα φίου να επιστρέψει οποιοδήποτε ποσό, αποδείξει ότι πήρε το ποσό αυτό με καλή πίστη και χωρίς να γνωρίζει ότι δεν το εδικαιούτο, το εν λόγω ποσό δύναται να παρακρατηθεί από την κοινωνική σύνταξη που του οφείλεται για οποιαδήποτε περίοδο, χωρίς να αποκλείεται η διεκδίκηση του ποσού αυτού με οποιοδήποτε άλλο νόμιμο μέσο.
14.—(1) Πρόσωπο που δεν ικανοποιείται από απόφαση, η οποία εκδόθηκε δυνάμει του παρόντος Νόμου από το Διευθυντή ή εξουσιοδοτημένο λειτουρ γό, δύναται μέσα σε τριάντα ημέρες από της γνωστοποιήσεως σ' αυτό της αποφάσεως να την προσβάλει στον Υπουργό με γραπτή αιτιολογημένη προ σφυγή.
(2) Ο Υπουργός εξετάζει την προσφυγή χωρίς αδικαιολόγητη βραδύτητα, αποφασίζει πάνω σ' αυτή και κοινοποιεί χωρίς καθυστέρηση την απόφαση του στον προσφεύγοντα.
(3) Πριν εκδώσει οποιαδήποτε απόφαση δυνάμει του εδαφίου (2), ο Υπουργός δύναται, κατά την κρίση του, ν' ακούσει τον προσφεύγοντα ή να δώσει σ' αυτόν την ευκαιρία να υποστηρίξει τους λόγους πάνω στους οποίους στηρίζει την προσφυγή του. Ο Υπουργός δύναται επίσης ν' αναθέσει σε λειτουργό ή σε επιτροπή λειτουργών του Υπουργείου του να εξετάσει ορι σμένα θέματα που αναφύονται από την προσφυγή και να του υποβάλει το πόρισμα της εξετάσεως πριν αυτός εκδώσει την απόφασή του.
(4) Μέχρι της εκδόσεως αποφάσεως από τον Υπουργό, σε περίπτωση προ σφυγής σ' αυτόν ή σε περίπτωση μη προσφυγής στον Υπουργό μέχρι της εκ πνοής της προβλεπόμενης στο εδάφιο (1) προθεσμίας, η απόφαση του Διευθυ ντή ή του εξουσιοδοτημένου λειτουργού δεν καθίσταται εκτελεστή.
15. Οι κοινωνικές συντάξεις και οποιεσδήποτε άλλες δαπάνες που συνεπά γεται η εφαρμογή του παρόντος Νόμου καταβάλλονται από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας.
16. Για το σκοπό υλοποιήσεως οποιασδήποτε συμφωνίας, η οποία προβλέπει για αμοιβαιότητα σε ζητήματα συντάξεων μεταξύ της κυβερνήσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας και της κυβερνήσεως οποιασδήποτε άλλης χώρας, το Υπουργικό Συμβούλιο, με την επιφύλαξη των διατάξεων του Άρθρου 169 του Συντάγματος, δύναται με διάταγμα να διαφοροποιεί τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, με σκοπό την εφαρμογή αυτών στις περιπτώσεις που καλύπτονται από τη συγκεκριμένη συμφωνία.
17.-(1) Κάθε πρόσωπο το οποίο, για να εξασφαλίσει κοινωνική σύνταξη είτε για τον εαυτό του είτε για άλλο πρόσωπο ή για οποιοδήποτε, άλλο σκοπό, σχετιζόμενο με τον παρόντα Νόμο-
(α) Εν γνώσει του ή κατόπιν βαριάς αμέλειας κάνει ψευδή έκθεση ή ψευδή παράσταση· ή
(β) παρουσιάζει ή παρέχει ή προκαλεί ή επιτρέπει την παρουσίαση ή πα ροχή εγγράφων ή πληροφοριών, τα οποία γνωρίζει ότι είναι -ψευδή σε ουσιώδες στοιχείο τους,
είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρη ματική ποινή μέχρι χίλιες λίρες ή σε φυλάκιση μέχρι δύο χρόνια ή και στις δύο αυτές ποινές.
(2) Πρόσωπο το οποίο παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με τη διάταξη του άρθρου 13 διαπράττει αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι εκατό λίρες.
(3) Σε περίπτωση καταδίκης οποιουδήποτε προσώπου για αδίκημα με βάση το εδάφιο (1) ή (2), το δικαστήριο που εκδικάζει το αδίκημα δύναται, επιπρό σθετα προς την ποινή, να διατάξει την επιστροφή οποιωνδήποτε ποσών λή φθηκαν ως αποτέλεσμα του αδικήματος.
18. Τηρουμένων οποιωνδήποτε οδηγιών του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας-
(α) Ποινική δίωξη για αδίκημα που προβλέπεται από τον παρόντα Νόμο ασκείται από το Διευθυντή·
(β) οποιοσδήποτε λειτουργός των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ο οποίος θα εξουσιοδοτείτο από το Διευθυντή, με τη συναίνεση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δύναται, αν και δεν είναι εγγε γραμμένος δικηγόρος, να ασκήσει τη δίωξη, να εμφανισθεί, να παρα στεί στο δικαστήριο και να ενεργήσει σε κάθε δικαστική διαδικασία, η οποία αρχίζει δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου για οποιοδήποτε αδίκημα το οποίο δικάζεται συνοπτικά.
19. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 13, τίποτε δεν εμποδίζει το Διευθυντή να διεκδικεί με πολιτική αγωγή οποιοδήποτε ποσό πληρώθηκε κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου, υπό μορφή χρέους οφειλό μενου στη Δημοκρατία.
20. Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος Νόμου θα αρχίσει σε ημερομηνία που θα ορίσει το Υπουργικό Συμβούλιο με διάταγμα που θα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν.56(I)/1996] αρχίζει κατά την ημερομηνία που θα ορίσει το Υπουργικό Συμβούλιο με διάταγμα που θα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 53(I)/1999] αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 1999.
Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν.12(I)/2000] τίθεται σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2000.
Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν.97(I)/2000] λογίζεται ότι άρχισε την 1η Ιουλίου 2000.
Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν.178(I)/2012] τίθεται σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2013.