50. Οι διατάξεις των άρθρων 51 έως 56 ισχύουν από την ημερομηνία κατά την οποία θα τεθεί σε εφαρμογή απαίτηση κάλυψης της ρευστότητας σύμφωνα με κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που θα εκδοθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση, δυνάμει του Άρθρου 460 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
51.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να απαιτεί από πιστωτικό ίδρυμα κράτους-μέλους, που έχει υποκατάστημα στην Δημοκρατία, να υποβάλλει ανά τακτά χρονικά διαστήματα έκθεση για τις δραστηριότητες που ασκούνται στη Δημοκρατία.
(2) Οι εκθέσεις αυτές ζητούνται μόνον για ενημερωτικούς ή στατιστικούς σκοπούς, για την εφαρμογή του Άρθρου 51 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, ή για σκοπούς εποπτείας σύμφωνα με τα Άρθρα 40 έως 48 της εν λόγω Οδηγίας και υπόκεινται στην τήρηση απαιτήσεων επαγγελματικού απορρήτου που είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που προβλέπονται στο Άρθρο 53, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ.
(3) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται ως κράτος-μέλος υποδοχής ιδίως να απαιτεί πληροφορίες από τα πιστωτικά ιδρύματα που αναφέρονται στο εδάφιο (1) προκειμένου να μπορεί να αξιολογήσει κατά πόσον ένα υποκατάστημα είναι σημαντικό σύμφωνα με το Άρθρο 51, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ.
52-(1) Εάν η Κεντρική Τράπεζα ως αρμόδια αρχή κράτους-μέλους υποδοχής, με βάση πληροφορίες που λαμβάνει από τις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους προέλευσης δυνάμει του Άρθρου 50 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, διαπιστώσει ότι πιστωτικό ίδρυμα, το οποίο διαθέτει υποκατάστημα ή παρέχει υπηρεσίες στη Δημοκρατία, πληροί μια από τις ακόλουθες προϋποθέσεις σε σχέση με τις δραστηριότητες που ασκεί στη Δημοκρατία, ενημερώνει σχετικά τις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους προέλευσης προκειμένου να λάβει τα ενδεικνυόμενα μέτρα:
(α) το πιστωτικό ίδρυμα δεν συμμορφώνεται προς τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή προς τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή τις δυνάμει αυτών εκδιδόμενες οδηγίες, κατευθυντήριες γραμμές ή εγκύκλιους επιστολές,
(β) υπάρχει σοβαρός κίνδυνος το πιστωτικό ίδρυμα να μην συμμορφωθεί προς τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή προς τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή τις δυνάμει αυτών εκδιδόμενες οδηγίες, κατευθυντήριες γραμμές ή εγκύκλιους επιστολές.
(2) Εάν η Κεντρική Τράπεζα ενεργώντας ως αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους υποδοχής, θεωρεί ότι οι αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους προέλευσης δεν εκπλήρωσαν ή δεν θα εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους, ήτοι τη λήψη κατάλληλων μέτρων προκειμένου να διασφαλιστεί η συμμόρφωση του πιστωτικού ιδρύματος ως προς τη συμμόρφωση με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αρ. 575/2013, δύναται να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ και να ζητήσει τη συνδρομή της σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
(3) Η Κεντρική Τράπεζα ως η αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους προέλευσης εάν λάβει από αρμόδια αρχή κράτους-μέλους όπου ΑΠΙ διαθέτει υποκατάστημα πληροφορίες σε σχέση με τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 51, λαμβάνει χωρίς καθυστέρηση όλα τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί ότι το υπό αναφορά ΑΠΙ θα διορθώσει τη μη συμμόρφωσή του ή θα λάβει μέτρα αποτροπής του κινδύνου μη συμμόρφωσης. Η Κεντρική Τράπεζα γνωστοποιεί τα εν λόγω μέτρα χωρίς καθυστέρηση στην αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους υποδοχής.
53.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα, προτού ακολουθήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο Άρθρο 41 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ ως αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους υποδοχής δύναται, σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης, ενόσω εκκρεμεί η λήψη μέτρων από τις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους προέλευσης ή μέτρων αναδιοργάνωσης σύμφωνα με το Άρθρο 3 της Οδηγίας 2001/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Απριλίου 2001, για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων, να λαμβάνει τα αναγκαία προληπτικά μέτρα για προστασία από ενδεχόμενη χρηματοοικονομική αστάθεια που θα απειλούσε σοβαρά τα συλλογικά συμφέροντα των καταθετών, των επενδυτών και των πελατών στη Δημοκρατία.
(2)(α) Οποιαδήποτε προληπτικά μέτρα λαμβάνει η Κεντρική Τράπεζα δυνάμει του εδαφίου (1) είναι αναλογικά προς τον σκοπό τους να προστατεύσουν από χρηματοοικονομική αστάθεια που ενδεχομένως θα απειλούσε σοβαρά τα συλλογικά συμφέροντα των καταθετών, των επενδυτών και των πελατών στη Δημοκρατία. Στα προληπτικά μέτρα αυτά δύναται να περιλαμβάνεται η αναστολή πληρωμών.
(β) Τα προληπτικά μέτρα δεν δύναται να οδηγούν σε προνομιακή μεταχείριση των πιστωτών του πιστωτικού ιδρύματος στη Δημοκρατία έναντι των πιστωτών του πιστωτικού ιδρύματος σε άλλα κράτη-μέλη.
(3) Τα τυχόν ληφθέντα δυνάμει του εδαφίου (1) προληπτικά μέτρα παύουν να ισχύουν μόλις οι διοικητικές ή δικαστικές αρχές του κράτους-μέλους προέλευσης λάβουν μέτρα αναδιοργάνωσης δυνάμει του Άρθρου 3 της προαναφερόμενης Οδηγίας 2001/24/ΕΚ.
(4) H Κεντρική Τράπεζα αίρει τα προληπτικά μέτρα μόλις θεωρήσει ότι τα εν λόγω μέτρα έχουν καταστεί άνευ αντικειμένου βάσει του Άρθρου 41 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, εκτός εάν παύσουν να ισχύουν σύμφωνα με το εδάφιο (3) του παρόντος άρθρου.
(5) Η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει αμελλητί την Επιτροπή, την ΕΑΤ και τις αρμόδιες αρχές των κρατών-μελών προέλευσης καθώς και τις άλλες επηρεαζόμενες αρμόδιες αρχές για τα προληπτικά μέτρα που λαμβάνει δυνάμει του εδαφίου (1).
(6) Εάν η Κεντρική Τράπεζα ως αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους προέλευσης ή ως οποιαδήποτε άλλη επηρεαζόμενη αρχή έχει αντιρρήσεις ως προς προληπτικά μέτρα που λήφθηκαν από την αρμόδια αρχή κράτους-μέλους υποδοχής δύναται να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ και να ζητήσει τη συνδρομή της σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
54.-(1) Η προληπτική εποπτεία επί των ΑΠΙ που έχουν συσταθεί στη Δημοκρατία, η οποία καλύπτει και τις βάσει των άρθρων 10Γ και 10Γδις του παρόντος Νόμου δραστηριότητές τους, ασκείται από την Κεντρική Τράπεζα ως αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους προέλευσης με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος Νόμου και της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ που απονέμουν αρμοδιότητα στις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους υποδοχής.
(2) Η προληπτική εποπτεία επί των υποκαταστημάτων στη Δημοκρατία ασκείται από την Κεντρική Τράπεζα ως αρμόδια αρχή κράτους-μέλους υποδοχής ή ως αρμόδια αρχή αδειοδότησης ΑΠΙ που εδρεύει σε τρίτη χώρα ως η αρμοδιότητα αυτή απονέμεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(3) Το εδάφιο (1) δεν θίγει την αρμοδιότητα της Κεντρικής Τράπεζας για εποπτεία σε ενοποιημένη βάση.
(4) Τα μέτρα που λαμβάνονται από την Κεντρική Τράπεζα ως αρμόδια αρχή κράτους-μέλους υποδοχής δεν επιτρέπουν άνιση ή περιοριστική μεταχείριση έναντι υποκαταστήματος βάσει του γεγονότος ότι το πιστωτικό ίδρυμα έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος-μέλος.
55.-(1)(α) Η Κεντρική Τράπεζα συνεργάζεται στενά με τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών-μελών για την εποπτεία, ιδίως όσον αφορά της δραστηριότητες των ΑΠΙ που λειτουργούν μέσω υποκαταστήματος, σε ένα ή περισσότερα άλλα κράτη-μέλη καθώς και για την εποπτεία υποκαταστημάτων που λειτουργούν στη Δημοκρατία δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 10Α.
(β) Η Κεντρική Τράπεζα ανταλλάσει πληροφορίες με τις αρμόδιες αρχές, που σχετίζονται με τη διοίκηση, τη διαχείριση και το ιδιοκτησιακό καθεστώς των πιστωτικών ιδρυμάτων που αναφέρονται στην πρώτη παράγραφο, που δύναται να διευκολύνουν την εποπτεία της και την εξέταση των όρων χορήγησης άδειας λειτουργίας της, καθώς και τις πληροφορίες που μπορούν να διευκολύνουν την παρακολούθηση αυτών των πιστωτικών ιδρυμάτων, ιδίως όσον αφορά τη ρευστότητα, τη φερεγγυότητα, την εγγύηση των καταθέσεων, τον περιορισμό των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων, της παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν το συστημικό κίνδυνο που αντιπροσωπεύει το πιστωτικό ίδρυμα, της διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες και της μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου.
(2) Η Κεντρική Τράπεζα όταν ενεργεί ως αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους προέλευσης-
(α) παρέχει πάραυτα στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών υποδοχής κάθε πληροφορία ή ευρήματα που αφορούν την εποπτεία της ρευστότητας, σύμφωνα με το Έκτο Μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και το εδάφιο (4) του άρθρου 19, τα εδάφια (2), (6), (6δις), (6Α), (8) και (9) του άρθρου 27, τα εδάφια (5), (7), (8), (9), (10), (10Α), (11), (11Α), (12) και (13) του άρθρου 39, τα άρθρα 39Α, 39Β, 39Γ, 39Δ, 39Ε, 39Γ και 39ΣΤ και το εδάφιο (4) του άρθρου 42 του παρόντος Νόμου των δραστηριοτήτων που ασκεί το ΑΠΙ μέσω των υποκαταστημάτων του, στον βαθμό που οι πληροφορίες και τα ευρήματα αυτά είναι σχετικά με την προστασία των καταθετών ή των επενδυτών στο κράτος-μέλος υποδοχής,
(β) ενημερώνει αμέσως τις αρμόδιες αρχές των κρατών-μελών υποδοχής όταν προκύπτει ή αναμένεται ευλόγως να προκύψει κρίση ρευστότητας και στην ενημέρωση αυτή περιλαμβάνει της λεπτομέρειες σχετικά με τον σχεδιασμό και την εφαρμογή σχεδίου ανάκαμψης καθώς και με ενδεχόμενα προληπτικά εποπτικά μέτρα που λαμβάνονται σε αυτό το πλαίσιο,
(γ) ενημερώνει και εξηγεί, εφόσον της ζητηθεί, τις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους υποδοχής πως ελήφθησαν υπόψη οι πληροφορίες και τα ευρήματα που της κοινοποιήθηκαν από αυτές,
(δ) εάν διαφωνεί με τα μέτρα που πρόκειται να ληφθούν από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, δύναται να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ και να ζητήσει τη συνδρομή της σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
(3)(α) Η Κεντρική Τράπεζα όταν ενεργεί ως η αρμόδια αρχή κράτους-μέλους υποδοχής ενημερώνεται από τις αρμόδιες αρχές κράτους-μέλους προέλευσης για τον τρόπο με τον οποίο ελήφθησαν υπόψη πληροφορίες και ευρήματα που η Κεντρική Τράπεζα της διαβίβασε.
(β) Σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα, μετά την κοινοποίηση των πληροφοριών και ευρημάτων, θεωρεί ότι οι αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους προέλευσης δεν έχουν λάβει κατάλληλα μέτρα, μπορεί, αφού πρώτα ενημερώσει τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης και την ΕΑΤ, να λάβει κατάλληλα μέτρα προκειμένου να προληφθούν περαιτέρω παραβάσεις ούτως ώστε να προστατευθούν τα συμφέροντα των καταθετών, των επενδυτών και άλλων της οποίους παρέχονται υπηρεσίες ή για να προστατευθεί η σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος.
(4) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να παραπέμπει στην ΕΑΤ περιπτώσεις κατά της οποίες αίτημα συνεργασίας, ειδικά ανταλλαγής πληροφοριών, απορρίφθηκε ή δεν διεκπεραιώθηκε εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.
56.-(1)(α) Η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, δύναται να ζητεί είτε από την αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή, στις περιπτώσεις που εφαρμόζεται το εδάφιο (6) του άρθρου 27, είτε από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής όπως θεωρηθεί σημαντικό υποκατάστημα πιστωτικού ιδρύματος.
(β) Στο αίτημα παρατίθενται οι λόγοι για τους οποίους το υποκατάστημα πρέπει να θεωρηθεί σημαντικό, ιδιαίτερα όσον αφορά τα εξής:
(i) Κατά πόσο το μερίδιο αγοράς σε καταθέσεις που κατέχει το υποκατάστημα του πιστωτικού ιδρύματος υπερβαίνει το δύο τοις εκατό (2%) στη Δημοκρατία·
(ii) τον πιθανό αντίκτυπο από την αναστολή ή την παύση της λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος στη συστημική ρευστότητα καθώς και στα συστήματα πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού στη Δημοκρατία· και
(iii) το μέγεθος και τη σημασία του υποκαταστήματος ως προς τον αριθμό των πελατών στο πλαίσιο του τραπεζικού ή του χρηματοοικονομικού συστήματος της Δημοκρατίας.
(2)(α) Η Κεντρική Τράπεζα ως αρμόδια αρχή είτε κράτους-μέλους υποδοχής είτε κράτους-μέλους προέλευσης είτε ως αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή στις περιπτώσεις στις οποίες εφαρμόζεται το εδάφιο (6) του άρθρου 27, καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε με τις άλλες εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές να καταλήξουν σε κοινή απόφαση ως προς τον προσδιορισμό ενός υποκαταστήματος ως σημαντικού.
(β) Εάν δεν επιτευχθεί κοινή απόφαση εντός δύο μηνών από την λήψη αιτήματος βάσει της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου, η Κεντρική Τράπεζα όταν ενεργεί ως αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους υποδοχής λαμβάνει αυτοτελώς απόφαση εντός νέας προθεσμίας δύο (2) μηνών, σχετικά με τον προσδιορισμό του υποκαταστήματος ως σημαντικό. Για την απόφαση αυτή, λαμβάνει υπόψη όλες τις απόψεις και τις επιφυλάξεις της αρμόδιας για την ενοποιημένη εποπτεία αρχής ή των αρμόδιων αρχών του κράτους-μέλους προέλευσης.
(γ) Οι αποφάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β) του παρόντος εδαφίου, παρατίθενται σε έγγραφο που περιέχει την πλήρως αιτιολογημένη απόφαση και διαβιβάζονται στις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές, αναγνωρίζονται δε ως καθοριστικές και εφαρμόζονται από τις αρμόδιες αρχές στα εμπλεκόμενα κράτη-μέλη.
(δ) Ο προσδιορισμός ενός υποκαταστήματος ως σημαντικού δεν επηρεάζει τα δικαιώματα και τις αρμοδιότητες των αρμόδιων αρχών βάσει του παρόντος Νόμου και της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ.
(3) Η Κεντρική Τράπεζα όταν ενεργεί ως αρμόδια αρχή κράτους-μέλους προέλευσης-
(α) διαβιβάζει στις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους υποδοχής όπου είναι εγκατεστημένο σημαντικό υποκατάστημα τις πληροφορίες που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (iii) και (iv) της παραγράφου (δ) του εδαφίου (10Α) του άρθρου 39 και εκτελεί τις εργασίες που αναφέρονται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (6) του άρθρου 27, σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους υποδοχής,
(β) εάν αντιληφθεί κατάσταση έκτακτης ανάγκης κατά το εδάφιο (8) του άρθρου 27, ειδοποιεί το συντομότερο πρακτικά δυνατό τις αρχές που προβλέπονται στο εδάφιο (4) του άρθρου 27Γ, και τις αρχές της Δημοκρατίας που προβλέπονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 28Γ,
(γ) διαβιβάζει στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής όπου είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα τα αποτελέσματα των αξιολογήσεων κινδύνων των ΑΠΙ στα οποία ανήκουν τα εν λόγω υποκαταστήματα όπως αναφέρεται στα εδάφια (6) έως (9Α) του άρθρου 26 και, κατά περίπτωση στις παραγράφους (β) και (γ) του εδαφίου (6Α) του άρθρου 27, και διαβιβάζει τις αποφάσεις δυνάμει του άρθρου 26Θ και 30 στον βαθμό που οι εν λόγω αξιολογήσεις και αποφάσεις αφορούν αυτά τα υποκαταστήματα,
(δ) διαβουλεύεται με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής όπου είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα σχετικά με τα επιχειρησιακά μέτρα που απαιτούνται βάσει της περί Ρυθμίσεων Διακυβέρνησης και Διαχείρισης Πιστωτικών Ιδρυμάτων Οδηγίας του 2014, όταν αυτό ενδείκνυται όσον αφορά τους κινδύνους ρευστότητας στο νόμισμα του κράτους μέλους υποδοχής,
(ε) εάν δεν έχει διαβουλευθεί με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής ή εάν, μετά τη διαβούλευση αυτή, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής επιμένουν ότι τα επιχειρησιακά μέτρα που απαιτούνται βάσει της περί Ρυθμίσεων Διακυβέρνησης και Διαχείρισης Πιστωτικών Ιδρυμάτων Οδηγίας του 2014, δεν είναι κατάλληλα, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής μπορούν να παραπέμψουν το ζήτημα στην ΕΑΤ και να ζητήσουν τη συνδρομή της σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
(4)(α) Στις περιπτώσεις στις οποίες δεν έχει εφαρμογή το εδάφιο (11Α) του άρθρου 39, η Κεντρική Τράπεζα, όταν εποπτεύει ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία το οποίο έχει σημαντικά υποκαταστήματα σε άλλα κράτη-μέλη, συστήνει σώμα εποπτών υπό την προεδρία της, προκειμένου να διευκολύνει τη συνεργασία που προβλέπεται στο εδάφιο (3) του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 55.
(β) Η σύσταση και η λειτουργία του σώματος εποπτών βασίζεται σε γραπτές διευθετήσεις που καθορίζονται από την Κεντρική Τράπεζα μετά από διαβούλευση με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές. Η Κεντρική Τράπεζα ως αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους προέλευσης αποφασίζει ποιες αρμόδιες αρχές συμμετέχουν στις εκάστοτε συνεδριάσεις ή δραστηριότητες του σώματος.
(γ) Για την προβλεπόμενη στην παράγραφο (α) απόφαση η Κεντρική Τράπεζα λαμβάνει υπόψη τη σημασία της εποπτικής δραστηριότητας που προγραμματίζεται ή συντονίζεται για τις εμπλεκόμενες αρχές, ιδίως δε τις ενδεχόμενες επιπτώσεις στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος στα εμπλεκόμενα κράτη-μέλη, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (1Β) του άρθρου 26, και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο εδάφιο (3) του παρόντος άρθρου.
(δ) Η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους προέλευσης, ενημερώνει εκ των προτέρων και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος εποπτών σχετικά με την οργάνωση αυτών των συνεδριάσεων, τα κύρια θέματα προς συζήτηση και τις κυριότερες δραστηριότητες προς εξέταση. Η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει επίσης εγκαίρως και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με τις ενέργειες που αναλαμβάνονται σε αυτές τις συνεδριάσεις ή με τα μέτρα που λαμβάνονται.
57.-(1)(α) Όταν ένα πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος-μέλος ασκεί τη δραστηριότητά του και στη Δημοκρατία μέσω υποκαταστήματος, η αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους προέλευσης δύναται, αφού ενημερώσει προηγουμένως την Κεντρική Τράπεζα, ως αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους υποδοχής, να προβαίνει, η ίδια ή μέσω εντεταλμένου προς τούτο προσώπου, στον επιτόπιο έλεγχο των πληροφοριών που προβλέπονται στο άρθρο 55 καθώς και στις επιθεωρήσεις αυτών των υποκαταστημάτων.
(β) Ο έλεγχος υποκαταστημάτων που λειτουργούν στη Δημοκρατία δυνάμει του άρθρου 10Α, υπόκειται επίσης, με προσφυγή της αρμόδιας αρχής του κράτους-μέλους προέλευσης, στις άλλες διαδικασίες που προβλέπονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 27.
(γ)(i) Η Κεντρική Τράπεζα ως αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους υποδοχής, έχει την εξουσία να διεξάγει, κατά περίπτωση, επιτόπιους ελέγχους και επιθεωρήσεις των δραστηριοτήτων που διενεργούν τα υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων στο έδαφος της Δημοκρατίας και να απαιτεί πληροφόρηση από το εκάστοτε υποκατάστημα σχετικά με τις δραστηριότητές του καθώς και για λόγους εποπτείας, εφόσον το κρίνει σκόπιμο για λόγους σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος της Δημοκρατίας.
(ii) Πριν από τη διεξαγωγή των ελέγχων και επιθεωρήσεων που προβλέπονται στην υποπαράγραφο (i), η Κεντρική Τράπεζα πραγματοποιεί διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους προέλευσης.
(iii) Μετά από τους ελέγχους και τις επιθεωρήσεις αυτές, η Κεντρική Τράπεζα μεταβιβάζει στις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους προέλευσης τις πληροφορίες που λαμβάνει και τα ευρήματα που είναι σχετικά με την αξιολόγηση κινδύνων του πιστωτικού ιδρύματος ή για τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος της Δημοκρατίας προκειμένου αυτές να καθορίσουν το πρόγραμμα εποπτικής εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 26Ε, και προκειμένου να λάβουν επίσης υπόψη τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος της Δημοκρατίας ως κράτος-μέλος υποδοχής.
(2)(α) Όταν ένα ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία ασκεί τη δραστηριότητά του και σε άλλο κράτος-μέλος μέσω υποκαταστήματος, η Κεντρική Τράπεζα δύναται αφού ενημερώσει προηγουμένως την αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους υποδοχής, να προβεί, η ίδια ή μέσω εντεταλμένου προς τούτο προσώπου, στον επιτόπιο έλεγχο των πληροφοριών που προβλέπονται στο άρθρο 55 καθώς και στις επιθεωρήσεις των υποκαταστημάτων.
(β) Η Κεντρική Τράπεζα, ως αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους προέλευσης, δύναται επίσης να προσφεύγει, για τον έλεγχο υποκαταστημάτων σε άλλο κράτος-μέλος, σε μια από τις άλλες διαδικασίες που προβλέπονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 27.
(γ) Η Κεντρική Τράπεζα ως αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους προέλευσης λαμβάνει δεόντως υπόψη τις πληροφορίες και τα ευρήματα που της διαβιβάζει η αρμόδια αρχή κράτους-μέλους υποδοχής προκειμένου να καθορίσει το πρόγραμμα εποπτικής εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 39Β και επίσης λαμβάνει υπόψη τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος του κράτους-μέλους υποδοχής.
(3) Οι επιτόπιοι έλεγχοι και επιθεωρήσεις των υποκαταστημάτων διεξάγονται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο διεξάγεται ο έλεγχος ή η επιθεώρηση.
- Ιστορικό Τροποποιήσεων
- 35(I)/2015
- 71(Ι)/2015
- 93(I)/2015
- 109(I)/2015
- 152(I)/2015
- 38(I)/2017