19.-(1) [Διαγράφηκε].
(2) Κάθε πιστωτικό ίδρυμα οφείλει να διαθέτει άρτιο πλαίσιο διακυβέρνησης, που περιλαμβάνει σαφή οργανωτική δομή με ευκρινείς, διαφανείς και συνεπείς γραμμές ευθύνης, αποτελεσματικές διαδικασίες εντοπισμού, διαχείρισης, παρακολούθησης και αναφοράς των κινδύνων στους οποίους εκτίθεται ή ενδέχεται να εκτεθεί, καθώς και επαρκείς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου περιλαμβανομένων κατάλληλων διοικητικών και λογιστικών διαδικασιών καθώς και πολιτικές και πρακτικές αποδοχών που να συνάδουν προς και να προωθούν τις αρχές της χρηστής και αποτελεσματικής διαχείρισης κινδύνων. Οι πολιτικές και πρακτικές αποδοχών πρέπει να είναι ουδέτερες προς το φύλο.
(3) Οι ρυθμίσεις, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί που αναφέρονται στο εδάφιο (2) είναι εκτενή και αναλογικά προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων που ενέχουν το επιχειρηματικό μοντέλο και οι δραστηριότητες του πιστωτικού ιδρύματος. Λαμβάνονται υπόψη τα τεχνικά κριτήρια που ορίζονται στις παραγράφους 5(1) και (2)(α) έως (β) και (3), 6(δ) και (ε), 8(1) και (2), 9(1) και (5), 12(3), 17(1) και (2), 26(1)(γ) και (δ) και (5), 35(1), (2) και (3), 41(1)(α), (β), (γ) και (δ), 42, 43(1) και (2), 44, 50, 51(α) έως (ζ), 52, 63, 64, 65, 66(1) και (2), 67(1), (3), (4) και (5), 68, 69(1) και (2), 70(1) και (2), 71(1), (2), (3), (4), (5), (6), (7), (8), (9), (10), (11) και (12), 76(1), 78(1) και (2), 84(1), (2) και (3) της Οδηγίας Διακυβέρνησης και στα άρθρα 19Β(2), 19Γ(1), (2) και (3), 19Δ(1) και (2), 22Ε, 24Α(1), (2), (3) και (4), 24Β, 26(12), (13) και (14) και 26Γ(1) του παρόντος Νόμου.
(4) Τα μέλη του διοικητικού οργάνου μιας χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μιας μικτής χρηματοοικονομικής εταιρεία συμμετοχών πρέπει να έχουν τα απαιτούμενα εχέγγυα ήθους και αρκετές γνώσεις, ικανότητα και πείρα, για την άσκηση των καθηκόντων τους, όπως προνοείται, σε σχέση με τα μέλη του διοικητικού οργάνου ΑΠΙ στην περί της Αξιολόγησης της Ικανότητας και Καταλληλότητας Μελών του Διοικητικού Οργάνου και των Διευθυντών των Αδειοδοτημένων Πιστωτικών Ιδρυμάτων Οδηγία του 2014 λαμβάνοντας υπόψη το συγκεκριμένο ρόλο της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή της μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών.
(5) Η Κεντρική Τράπεζα εκδίδει οδηγία δυνάμει του άρθρου 41, όσον αφορά τις ρυθμίσεις, τις διαδικασίες και τους μηχανισμούς που αναφέρονται στο εδάφιο (2), σύμφωνα με το εδάφιο (3), καθώς και τον καθορισμό των τεχνικών κριτηρίων για την οργάνωση και την αντιμετώπιση κινδύνων που οφείλουν να εφαρμόζουν τα πιστωτικά ιδρύματα.
19Α.-(1) Τα ΑΠΙ που συστάθηκαν στη Δημοκρατία οφείλουν να διαθέτουν αξιόπιστες, αποτελεσματικές και πλήρεις στρατηγικές και διαδικασίες για την αξιολόγηση και τη διατήρηση σε διαρκή βάση του ύψους, της σύνθεσης και της κατανομής των εσωτερικών κεφαλαίων που θεωρούν επαρκή για την κάλυψη της φύσης και του επιπέδου των κινδύνων στους οποίους έχουν εκτεθεί ή στους οποίους ενδέχεται να εκτεθούν.
(2) Οι στρατηγικές και διαδικασίες που αναφέρονται στο εδάφιο (1) υπόκεινται σε τακτική εσωτερική επιθεώρηση, ώστε να εξασφαλιστεί ότι παραμένουν πλήρεις και αναλογικές προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του ΑΠΙ.
(3) Για σκοπούς του παρόντος άρθρου, η Κεντρική Τράπεζα εκδίδει οδηγία δυνάμει του άρθρου 41.
19Β.-(1) Η πλειοψηφία των μελών του διοικητικού οργάνου και ο Πρόεδρος του διοικητικού οργάνου του ΑΠΙ είναι ανεξάρτητα. Τα κριτήρια ανεξαρτησίας των μελών του διοικητικού οργάνου ορίζονται στην οδηγία της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου με τίτλο περί της Αξιολόγησης της Ικανότητας και Καταλληλότητας των Μελών του Διοικητικού Οργάνου και των Διευθυντών ΑΠΙ Οδηγία του 2014.
(2) Τα μέλη του διοικητικού οργάνου των ΑΠΙ οφείλουν να διασφαλίζουν ότι τα ανώτατα διοικητικά στελέχη είναι ικανά και κατάλληλα προς τη διεκπεραίωση των αρμοδιοτήτων και ευθυνών που τους αναθέτουν.
19Γ.-(1)(α) H Κεντρική Τράπεζα θεωρεί ότι ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία που είναι σημαντικό από πλευράς μεγέθους, εσωτερικής οργάνωσης και της φύσεως, του μεγέθους και της πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων του ενισχύει σημαντικά τις διαδικασίες αντιμετώπισης πιστωτικού κινδύνου με την ανάπτυξη εσωτερικών προσεγγίσεων για την αξιολόγηση του πιστωτικού κινδύνου και την αυξημένη χρήση της προσέγγισης που βασίζεται στις εσωτερικές του αξιολογήσεις για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον πιστοληπτικό κίνδυνο, ιδίως στις περιπτώσεις που τα ανοίγματά του είναι σημαντικά σε απόλυτες τιμές και όταν έχει ταυτόχρονα ένα μεγάλο αριθμό σημαντικών αντισυμβαλλόμενων.
(β) Το παρόν εδάφιο δεν θίγει την εκπλήρωση των κριτηρίων που ορίζονται στο Τρίτο Μέρος, Τίτλος Ι, Κεφάλαιο 3, Τμήμα 1, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
(2) ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του, δεν πρέπει να βασίζεται αποκλειστικά ή μηχανιστικά σε εξωτερικές αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας για την αξιολόγηση της φερεγγυότητας μιας οντότητας ή ενός χρηματοοικονομικού μέσου.
(3)(α) Η Κεντρική Τράπεζα θεωρεί ότι ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία και που είναι σημαντικό από πλευράς μεγέθους, εσωτερικής οργάνωσης και τη φύση, το μέγεθος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του ενισχύει σημαντικά τις διαδικασίες αντιμετώπισης του κινδύνου αγοράς με την ανάπτυξη εσωτερικών ικανοτήτων για την αξιολόγηση του εσωτερικού πιστοληπτικού κινδύνου και την αυξημένη χρήση εσωτερικών υποδειγμάτων για τον υπολογισμό των απαιτήσεων περί ιδίων κεφαλαίων για τον ειδικό κίνδυνο των χρεωστικών τίτλων του χαρτοφυλακίου καθώς και εσωτερικά υποδείγματα για τον υπολογισμό των απαιτήσεων περί ιδίων κεφαλαίων για τους κινδύνους αθέτησης και μετατόπισης ιδίως όταν η έκθεσή του σε συγκεκριμένο κίνδυνο είναι σημαντική σε απόλυτες τιμές και όταν έχουν πολλές καθαρές θέσεις σε χρεόγραφα διαφορετικών εκδοτών.
(β) Το παρόν εδάφιο δεν θίγει την εκπλήρωση των κριτηρίων που ορίζονται στο Τρίτο Μέρος, Τίτλος IV, Κεφάλαιο 5, Τμήματα 1 έως 5, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
19Δ.-(1) Τα ΑΠΙ που έλαβαν άδεια για να χρησιμοποιούν εσωτερικές προσεγγίσεις για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων ή των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων εκτός του λειτουργικού κινδύνου, γνωστοποιούν τα αποτελέσματα των υπολογισμών των εσωτερικών προσεγγίσεών τους για τα ανοίγματα ή τις θέσεις τους που περιλαμβάνονται στα χαρτοφυλάκια αναφοράς. Τα ΑΠΙ υποβάλλουν τα αποτελέσματα των υπολογισμών τους μαζί με επεξήγηση των μεθοδολογιών που χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή τους, σύμφωνα με τον μορφότυπο που ανέπτυξε η ΕΑΤ, στην Κεντρική Τράπεζα και στην ΕΑΤ ετησίως.
(2) Σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα αναπτύσσει ειδικά χαρτοφυλάκια, τα ΑΠΙ γνωστοποιούν τα αποτελέσματα των υπολογισμών χωριστά από τα αποτελέσματα των υπολογισμών για τα χαρτοφυλάκια της ΕΑΤ.
19Ε.-(1)(α) Κάθε ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία, που δεν είναι ούτε θυγατρική στη Δημοκρατία ούτε μητρική επιχείρηση, και κάθε ΑΠΙ που δεν περιλαμβάνεται στην ενοποίηση σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 οφείλει να τηρεί τις υποχρεώσεις που ορίζονται στο άρθρο 19Α του παρόντος Νόμου σε ατομική βάση.
(β) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να απαλλάσσει πιστωτικό ίδρυμα από τις απαιτήσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 19Α εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στο Άρθρο 10 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
(2) ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία και που αποτελεί μητρική επιχείρηση στη Δημοκρατία, στο μέτρο και με τον τρόπο που ορίζεται στο Πρώτο Μέρος, Τίτλος ΙΙ, Κεφάλαιο 2, Τμήματα 2 και 3, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οφείλει να τηρεί τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 19Α του παρόντος Νόμου σε ενοποιημένη βάση.
(3) [Διαγράφηκε].
(4) ΑΠΙ που συστάθηκαν στη Δημοκρατία και που είναι θυγατρικά ιδρύματα, εφαρμόζουν τις απαιτήσεις του άρθρου 19Α σε υποενοποιημένη βάση αν αυτά ή η μητρική επιχείρηση, αν αυτή είναι χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, έχει πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοδοτικό ίδρυμα ή εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων όπως ορίζονται στην Οδηγία 2002/87/ΕΚ, ως θυγατρική τους σε τρίτη χώρα ή κατέχουν συμμετοχή σε τέτοια επιχείρηση.
19ΣΤ.-(1) Εκτός εάν η Κεντρική Τράπεζα κάνει χρήση της παρέκκλισης του Άρθρου 7 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, τα ΑΠΙ τηρούν σε ατομική βάση τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 19(2), (3) και (5), 19Β(2), 19Γ, 19Δ, 22Ε, 24Α, 24Β, 26(12) έως (14), 26Γ(1) και (2), 26Δ και 22Ε του παρόντος Νόμου και στις παραγράφους 5(1) έως (3), 6(δ) και (ε), 8, 9(1) και (5), 12(3), 17(1), (2) και (5), 26(1)(γ) και (δ) και (5), 35(1) έως (3), 41(1)(α) έως (δ), 42, 43(1) και (2), 44, 50, 51, 52, 62(4), 63, 64, 65, 66, 67, 68, 69, 70, 71, 76(1), 78(1) και (2), 84, 108(3), 109(4)(β) της Οδηγίας Διακυβέρνησης.
(2)(α) Η Κεντρική Τράπεζα απαιτεί από τα ΑΠΙ που συνιστούν μητρικές επιχειρήσεις ή θυγατρικές επιχειρήσεις να τηρούν τις προβλεπόμενες στο εδάφιο (1) υποχρεώσεις σε ενοποιημένη ή υποενοποιημένη βάση και να διασφαλίζουν ότι οι ρυθμίσεις, διαδικασίες και μηχανισμοί, που απαιτούνται με βάση το εδάφιο (1) του παρόντος Νόμου και την Οδηγία Διακυβέρνησης, είναι συνεπείς και καλά ενσωματωμένες και ότι δύναται να παραχθούν οποιαδήποτε δεδομένα και στοιχεία αφορούν τον σκοπό εποπτείας.
(β) Τα ΑΠΙ που προβλέπονται στην παράγραφο (α), εφαρμόζουν τις εν λόγω ρυθμίσεις, διαδικασίες και μηχανισμούς στις θυγατρικές τους που δεν υπόκεινται στις εναρμονιστικές με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ νομοθετικές διατάξεις, συμπεριλαμβανομένων και όσων εδρεύουν σε υπεράκτια (offshore) οικονομικά κέντρα∙ οι εν λόγω ρυθμίσεις, διαδικασίες και μηχανισμοί απαιτείται να είναι συνεπείς και καλά ενσωματωμένες και οι εν λόγω θυγατρικές να είναι σε θέση να παράγουν οποιαδήποτε δεδομένα και στοιχεία αφορούν τον σκοπό της εποπτείας.
(γ) Οι θυγατρικές επιχειρήσεις που δεν υπόκεινται οι ίδιες στις εναρμονιστικές με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ νομοθετικές διατάξεις, συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που αφορούν ειδικά τον τομέα τους σε ατομική βάση.
(3) Δεν εφαρμόζονται οι προβλεπόμενες στο εδάφιο (1) υποχρεώσεις επί θυγατρικών επιχειρήσεων, οι οποίες δεν υπόκεινται οι ίδιες στις εναρμονιστικές με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ νομοθετικές διατάξεις, εάν το μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ δύναται να αποδείξει στην Κεντρική Τράπεζα ότι είναι παράνομη σύμφωνα με τη νομοθεσία της τρίτης χώρας στην οποία είναι εγκατεστημένη η θυγατρική, η εφαρμογή των αναφερόμενων στο εδάφιο (1) διατάξεων του παρόντος Νόμου και της Οδηγίας Διακυβέρνησης.
(4) Οι απαιτήσεις αποδοχών, που ορίζονται στις παραγράφους 35, 42, 43, 50 και 51 της Οδηγίας Διακυβέρνησης, δεν εφαρμόζονται σε ενοποιημένη βάση στις ακόλουθες οντότητες:
(α) Θυγατρικές επιχειρήσεις εγκατεστημένες στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όταν υπόκεινται σε ειδικές απαιτήσεις αποδοχών σύμφωνα με νομικές πράξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης άλλες από την Οδηγία 2013/36/ΕΕ,
(β) θυγατρικές επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε τρίτη χώρα, εφόσον θα υπόκειντο σε ειδικές απαιτήσεις αποδοχών σύμφωνα με νομικές πράξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης άλλες από την Οδηγία 2013/36/ΕΕ, εάν ήταν εγκατεστημένες στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
(5) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του εδαφίου (4) και για την αποφυγή της καταστρατήγησης των κανόνων που ορίζονται στις παραγράφους 35, 42, 43, 50 και 51 της Οδηγίας Διακυβέρνησης, οι απαιτήσεις που προβλέπονται στις εν λόγω παραγράφους εφαρμόζονται στα μέλη του προσωπικού των θυγατρικών, οι οποίες δεν υπόκεινται στις εναρμονιστικές με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ νομοθετικές διατάξεις σε ατομική βάση, εφόσον-
(α) η θυγατρική είναι είτε εταιρεία διαχείρισης είτε επιχείρηση που παρέχει τις επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες που απαριθμούνται στο Παράρτημα I, Τμήμα Α, σημεία 2), 3), 4), 6) και 7) της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ∙ και
(β) τα εν λόγω μέλη του προσωπικού έχουν λάβει εντολή να εκτελούν επαγγελματικές δραστηριότητες που έχουν άμεσο ουσιώδη αντίκτυπο στα χαρακτηριστικά κινδύνου ή τις δραστηριότητες των ιδρυμάτων εντός του ομίλου.
(6) Ανεξαρτήτως των διατάξεων των εδαφίων (4) και (5), η Κεντρική Τράπεζα δύναται να εφαρμόζει τις απαιτήσεις αποδοχών που ορίζονται στις παραγράφους 35, 42, 43, 50 και 51 της Οδηγίας Διακυβέρνησης σε ενοποιημένη βάση σε ευρύτερο φάσμα θυγατρικών επιχειρήσεων και στο προσωπικό τους.