Προοίμιο
ΜΕΡΟΣ I ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Συνοπτικός τίτλος

1. Ο Νόμος αυτός θα αναφέρεται ως ο περί Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού Νόμος του 1999.

Ερμηνεία

2. Στο Νόμο αυτό, εκτός αν προκύπτει από το κείμενο διαφορετική έννοια—

«Αρχή» σημαίνει την Αρχή Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού Κύπρου που αναφέρεται στο άρθρο 3·

«Γενικός Διευθυντής» σημαίνει το Γενικό Διευθυντή της Αρχής που διορίζεται σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 13·

«Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών» σημαίνει το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών που καθιδρύθηκε δυνάμει του Άρθρου 12 των περί Ετησίων Αδειών με Απολαβές Νόμων του 1967 έως 1999 και περιλαμβάνει και κάθε Τμήμα του·

«Διοικητικό Συμβούλιο» σημαίνει το Διοικητικό Συμβούλιο που συνιστάται σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 10·

«επιθεωρητής» σημαίνει πρόσωπο που εξουσιοδοτήθηκε να ενεργεί ως επιθεωρητής σύμφωνα με το άρθρο 15·

«εργατική διαφορά» σημαίνει οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ εργοδοτών και εργοδοτουμένων ή μεταξύ εργοδοτουμένων και εργοδοτουμένων, σχετικά με την απασχόληση ή μη απασχόληση ή με τις συνθήκες και τους όρους απασχόλησης οποιωνδήποτε προσώπων είτε εργοδοτουμένων από τον εργοδότη με τον οποίο εγείρεται η διαφορά είτε όχι·

«εργοδοτούμενος» σημαίνει πρόσωπο που εργάζεται για άλλο πρόσωπο είτε με σύμβαση εργασίας ή μαθητείας είτε κάτω από τέτοιες περιστάσεις από τις οποίες μπορεί να συναχθεί η ύπαρξη σχέσης εργοδότη εργοδοτουμένου, ο δε όρος «εργοδότης» θα ερμηνεύεται ανάλογα αλλά δε θα περιλαμβάνει την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας:

Νοείται ότι ο όρος «εργοδοτούμενος» περιλαμβάνει και πρόσωπα μη εργαζόμενα τα οποία θεωρούνται ως να ήσαν εργαζόμενα, προς το σκοπό της παροχής σ' αυτά κατάρτισης και αναζήτησης εργασίας και απασχόλησης μετά το πέρας της κατάρτισής τους:

Νοείται περαιτέρω ότι ο ίδιος πιο πάνω όρος περιλαμβάνει και οποιαδήποτε πρόσωπα απασχολούμενα, μόνιμα ή προσωρινά, σε οργανική ή άλλη θέση από οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή από οποιοδήποτε άλλο οργανισμό δημοσίου δικαίου χωρίς νομική προσωπικότητα, που ιδρύονται με νόμο προς το δημόσιο συμφέρον:

Νοείται έτι περαιτέρω ότι ο όρος «εργοδοτούμενος» περιλαμβάνει και κάθε πρόσωπο το οποίο είναι μέτοχος σε ιδιωτική εταιρεία, όπως ο όρος αυτός καθορίζεται στον περί Εταιρειών Νόμο, και εργάζεται στην εταιρεία αυτή, όχι όμως με σύμβαση εργασίας ή κάτω από περιστάσεις από τις οποίες μπορεί να συναχθεί η ύπαρξη σχέσης εργοδότη και εργοδοτουμένου·

«καθορίζεται» μαζί με τις γραμματικές παραλλαγές του όρου και συγγενείς εκφράσεις, σημαίνει καθορίζεται με Κανονισμούς που εκδίδονται σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου αυτού·

«καθορισμένη θέση» σημαίνει θέση που καθορίζεται ως τέτοια από το Υπουργικό Συμβούλιο δυνάμει του άρθρου 14Α·

«καταβλητέες απολαβές» περιλαμβάνει κάθε χρηματική αντιμισθία από απασχόληση του εργοδοτουμένου ή κάθε κέρδος από την απασχόληση αυτή δεκτικό χρηματικής αποτίμησης καθώς και την εισφορά που καταβάλλεται στο Κεντρικό Ταμείο Αδειών που ιδρύθηκε με τους περί Ετησίων Αδειών με Απολαβές Νόμους του 1967 έως 1999, εξαιρούνται όμως έκτακτες προμήθειες και κατά χάρη (ex-gratia) πληρωμές·

«κατάρτιση» σημαίνει την προγραμματισμένη και συστηματική διαδικασία εξ υπαρχής μάθησης, επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ατόμων, που οδηγεί στην αποτελεσματική εκτέλεση της εργασίας μέσα από την απόκτηση, ανάπτυξη και βελτίωση των γνώσεων και των δεξιοτήτων ή τη διαφοροποίηση του τρόπου σκέψης και αντίληψης και στοχεύει στη βελτίωση της αποδοτικότητας της οικονομίας. Τα άτομα δυνατό να απασχολούνται ή να προτίθενται να απασχοληθούν σε οποιοδήποτε επάγγελμα και οποιαδήποτε βαθμίδα του προς ικανοποίηση αναγκών της οικονομίας σε ανθρώπινο δυναμικό. Ο όρος «πρόγραμμα κατάρτισης» θα ερμηνεύεται ανάλογα:

Νοείται ότι ο όρος «κατάρτιση» δεν περιλαμβάνει οποιαδήποτε σχολική εκπαίδευση·

«κατηγορία εργοδοτουμένων» σημαίνει όλους τους εργοδοτουμένους που απασχολούνται στο ίδιο επάγγελμα, έχοντας αυτό ως κύριο επάγγελμα·

«Οδηγός» σημαίνει Οδηγό που εκδίδεται από την Αρχή δυνάμει της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 21·

«οικονομικό έτος» σημαίνει χρονική περίοδο που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου και λήγει στις 31 Δεκεμβρίου κάθε έτους·

«Ταμείο» σημαίνει το Ταμείο Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού που αναφέρεται στο άρθρο 18·

«τέλος» σημαίνει τέλος που καταβάλλεται από τους εργοδότες στο Ταμείο·

«υπάλληλος της Αρχής» σημαίνει οποιοδήποτε υπάλληλο της Αρχής που κατέχει θέση σ' αυτή είτε μόνιμα είτε προσωρινά είτε αναπληρωτικά, περιλαμβάνει δε και το Γενικό Διευθυντή της Αρχής·

«υποστατικό» σημαίνει οποιοδήποτε τόπο ή οίκημα όπου απασχολούνται εργοδοτούμενοι, καθώς και οποιοδήποτε άλλο τόπο όπου στεγάζονται Ιδρύματα ή Κέντρα ή Οργανισμοί Κατάρτισης ή όπου αλλού εφαρμόζονται προγράμματα κατάρτισης που έχουν τύχει της έγκρισης της Αρχής ή διεξάγονται άλλες δραστηριότητες που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες της Αρχής·

«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

ΜΕΡΟΣ ΙΙ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΚΥΠΡΟΥ
Ίδρυση Αρχής και έμβλημα αυτής

3.—(1) Η Αρχή Βιομηχανικής Καταρτίσεως Κύπρου που ιδρύθηκε δυνάμει των προνοιών των περί Βιομηχανικής Καταρτίσεως Νόμων του 1974 έως (Αρ. 2) του 1980 και η οποία αποτελεί νομικό πρόσωπο και έχει όλες τις εξουσίες και ιδιότητες νομικού προσώπου, θα συνεχίσει να υφίσταται και να λειτουργεί με την επωνυμία «Αρχή Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού Κύπρου» δυνάμει των προνοιών του παρόντος Νόμου.

(2) Το έμβλημα της Αρχής είναι αυτό που παρουσιάζεται στον Πίνακα του παρόντος Νόμου, σε οποιοδήποτε χρώμα.

Γενικός σκοπός της Αρχής

4. Σκοπός της Αρχής είναι η ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού σε όλες τις βαθμίδες και τομείς απασχόλησης μέσα στα πλαίσια και προτεραιότητες της εκάστοτε οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής της Δημοκρατίας.

Εξουσίες και αρμοδιότητες της Αρχής

5. Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας του προηγουμένου άρθρου, προς επίτευξη του σκοπού της η Αρχή, ειδικότερα, έχει αρμοδιότητα και εξουσία να—

(α) Συντονίζει και μεριμνά για την προσφορά κατάρτισης σε παγκύπρια κλίμακα·

(β) ιδρύει, αναλαμβάνει, λειτουργεί ή εποπτεύει ιδρύματα ή κέντρα κατάρτισης·

(γ) ετοιμάζει και εγκρίνει προγράμματα κατάρτισης και παίρνει όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα για εφαρμογή τους, μεριμνά για τη διεξαγωγή εξετάσεων και εκδίδει τα σχετικά πιστοποιητικά·

(δ) ορίζει πρότυπα επαγγελματικών προσόντων για οποιαδήποτε κατηγορία ή κατηγορίες εργοδοτουμένων, μεριμνά για τη διεξαγωγή εξετάσεων και εκδίδει τα σχετικά πιστοποιητικά επαγγελματικών προσόντων·

(ε) παρέχει τεχνική ή οικονομική βοήθεια σε ιδρύματα, οργανισμούς και επιχειρήσεις ή άλλα πρόσωπα ή αρχές·

(στ) παρέχει ή εξασφαλίζει επιδόματα και υποτροφίες ή άλλες διευκολύνσεις σε καταρτιζομένους·

(ζ) παρέχει ή εξασφαλίζει χορηγήματα σε εργοδότες σε σχέση με δαπάνες κατάρτισης των εργοδοτουμένων τους·

(η) παρέχει συμβουλευτικές υπηρεσίες επί θεμάτων κατάρτισης και απασχόλησης και γενικότερα πληρέστερης αξιοποίησης του ανθρώπινου δυναμικού·

(θ) παρέχει ή βοηθεί στην παροχή υπηρεσιών μέσω των οποίων άτομα που προσφέρουν και άτομα που αναζητούν απασχόληση να έρχονται σε επικοινωνία μεταξύ τους·

(ι) παρέχει ή βοηθεί στην παροχή υπηρεσιών για καθοδήγηση και πληροφόρηση σε σχέση με επιλογή επαγγέλματος και απασχόλησης· (ια) λειτουργεί σχέδια ή φροντίζει για τη λειτουργία σχεδίων απόκτησης εργασιακής πείρας·

(ιβ) φροντίζει για την παροχή κατάρτισης σε άτομα τα οποία συμπληρώνουν ή διακόπτουν την εκπαίδευσή τους σε σχολές μέσης, ανώτερης ή και ανώτατης παιδείας, προς το σκοπό ομαλής ένταξής τους στην αγορά εργασίας·

(ιγ) συγκεντρώνει, αναλύει και διανέμει πληροφορίες που σχετίζονται με τον προγραμματισμό, αξιοποίηση και ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού, περιλαμβανομένων στατιστικών στοιχείων, προβλέψεων, δεικτών, συμπερασμάτων μελετών

(ιδ) διεξάγει έρευνες και μελέτες για θέματα που σχετίζονται με τις αρμοδιότητες και τις υπηρεσίες της και δημοσιοποιεί τα αποτελέσματά τους·

(ιε) παρέχει υπηρεσίες, είτε στην Κύπρο είτε στο εξωτερικό, αναφορικά με σχέδια ανάπτυξης ανθρώπινου δυναμικού ξένων χωρών με οποιοδήποτε τρόπο κρίνεται πρόσφορος, μετά από σύμφωνη γνώμη του Υπουργού. Προς το σκοπό αυτό δύναται να είναι μέλος ή να συνάπτει ειδικές συμφωνίες με ιδρύματα ή αρχές άλλων χωρών ή διεθνείς οργανώσεις και σώματα που ασχολούνται με αρμοδιότητες παρόμοιες με αυτές της Αρχής·

(ιστ) εξασφαλίζει τις υπηρεσίες ή συνεργάζεται με οποιοδήποτε πρόσωπο, όργανο ή αρχή στην Κύπρο ή στο εξωτερικό·

(ιζ) αποκτά, μισθώνει ή κατέχει οποιασδήποτε φύσης κινητή ή ακίνητη ιδιοκτησία-

(ιη) συνάπτει οποιεσδήποτε συμβάσεις για την κτήση ή μίσθωση οποιασδήποτε περιουσίας ή υπηρεσίας, περιλαμβανομένων συμβάσεων ή διευθετήσεων για την από άλλο πρόσωπο, οργανισμό, όργανο ή αρχή λειτουργία προγραμμάτων κατάρτισης ή παροχή διευκολύνσεων αναγκαίων για την εφαρμογή και λειτουργία, εν όλω ή εν μέρει, οποιουδήποτε προγράμματος κατάρτισης·

(ιθ) αναθέτει σε άλλο πρόσωπο, οργανισμό, όργανο ή δημόσια ή άλλη αρχή την άσκηση οποιασδήποτε από τις αρμοδιότητές της που αναφέρονται στο παρόν άρθρο·

(κ) πράττει οτιδήποτε ήθελε κριθεί συναφές, βοηθητικό ή αναγκαίο προς την προώθηση και επίτευξη των σκοπών ή οποιασδήποτε αρμοδιότητας ή επί μέρους σκοπού της Αρχής.

Υποχρέωση υποβολής σχεδίων προς τον Υπουργό

6. Η Αρχή μεριμνά ώστε—

(α) Από καιρό σε καιρό να υποβάλλει στον Υπουργό λεπτομέρειες των σχεδίων και προγραμμάτων που προτίθεται να εφαρμόσει μέσα στα πλαίσια άσκησης των αρμοδιοτήτων της·

(β) οι δραστηριότητες και τα προγράμματά της να συνάδουν προς οποιεσδήποτε οδηγίες δίδονται σ' αυτή από τον Υπουργό, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7.

Εξουσίες Υπουργού

7.—(1) Ο Υπουργός δύναται από καιρό σε καιρό, να εκδίδει προς την Αρχή οδηγίες γενικής φύσης σε σχέση προς την ακολουθούμενη από την Αρχή πολιτική και γενικά τις δραστηριότητες και τα προγράμματά της.

(2) Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας του εδαφίου (1), ο Υπουργός δύναται αναφορικά προς οποιαδήποτε σχέδια ή προγράμματα που υποβάλλονται από την Αρχή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6, να τα εγκρίνει με ή χωρίς οποιεσδήποτε τροποποιήσεις, η δε Αρχή οφείλει να εφαρμόζει οποιοδήποτε σχέδιο ή πρόγραμμά της όπως αυτό δυνατό να εγκριθεί ή τροποποιηθεί από τον Υπουργό.

Εξουσίες για λήψη πληροφοριών

8. Η Αρχή δύναται, όποτε θεωρηθεί αναγκαίο για τους σκοπούς άσκησης των αρμοδιοτήτων της, να ζητήσει με έγγραφη ειδοποίηση—

(α) Από οποιοδήποτε εργοδότη όπως, μέσα σε τέτοια χρονική περίοδο που θα ορίζεται στην ειδοποίηση, δίνει πληροφορίες αναφορικά προς οποιοδήποτε πρόσωπο που εργοδοτείται από αυτόν,

(β) από οποιοδήποτε κέντρο, ίδρυμα ή οργανισμό κατάρτισης, επιχείρηση, εργοδοτούμενο, διοικητικό σύμβουλο ή άλλο αξιωματούχο, εκπαιδευτή ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο έχει ή είχε σχέση ή ανάμειξη με πρόγραμμα κατάρτισης ή σχέδιο ή άλλη δραστηριότητα της Αρχής, ή από καταρτισθέντες ή καταρτιζόμενους που συμμετέχουν ή συμμετείχαν σε πρόγραμμα κατάρτισης, ή σχέδιο ή άλλη δραστηριότητα της Αρχής, όπως, μέσα σε τέτοια χρονική περίοδο που θα ορίζεται στην ειδοποίηση, δίνουν πληροφορίες αναφορικά με οποιαδήποτε προγράμματα κατάρτισης ή σχέδια ή άλλες δραστηριότητες της Αρχής.

Εξουσία για αναγκαστική απαλλοτρίωση ακίνητης ιδιοκτησίας

9.—(1) Η Αρχή έχει εξουσία κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της να προβαίνει σε αναγκαστική απαλλοτρίωση ακίνητης ιδιοκτησίας σύμφωνα προς τις διατάξεις του εκάστοτε ισχύοντος Νόμου περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης.

(2) Η Αρχή δύναται, μετά από έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου, να διαθέτει οποιαδήποτε ακίνητη ιδιοκτησία της με δωρεά, πώληση, ανταλλαγή ή άλλο τρόπο.

ΜΕΡΟΣ III ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Διοικητικό Συμβούλιο

10.—(1) Η Αρχή διοικείται από Διοικητικό Συμβούλιο το οποίο αποτελείται από δεκατρία μέλη που διορίζονται, με πρόταση του Υπουργού, από το Υπουργικό Συμβούλιο. Από τα μέλη, τα πέντε εκπροσωπούν την Κυβέρνηση και τα άλλα 8 εξίσου τις πλέον αντιπροσωπευτικές εργοδοτικές και εργατικές οργανώσεις. Το Υπουργικό Συμβούλιο ορίζει ένα από τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου ως Πρόεδρο αυτού και ένα ως Αντιπρόεδρο. Ο Αντιπρόεδρος θα έχει όλες τις εξουσίες και θα εκτελεί τα καθήκοντα του Προέδρου σε περίπτωση προσωρινής απουσίας ή προσωρινού κωλύματος του Προέδρου ή τυχόν προσώπου που διορίζεται προσωρινά ως Πρόεδρος δυνάμει του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου:

Νοείται ότι το υφιστάμενο αμέσως πριν την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου Διοικητικό Συμβούλιο που συστάθηκε δυνάμει των προνοιών των περί Βιομηχανικής Καταρτίσεως Νόμων του 1974 έως (Αρ. 2) του 1980, θα συνεχίσει να λειτουργεί και θα θεωρείται ως Διοικητικό Συμβούλιο συσταθέν δυνάμει του παρόντος άρθρου μέχρι της λήξεως της θητείας των μελών του σύμφωνα με τους όρους διορισμού τους:

Νοείται περαιτέρω ότι το Υπουργικό Συμβούλιο μετά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου θα ορίσει ένα από τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου ως Αντιπρόεδρο αυτού.

(2) Η θητεία των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου ορίζεται σε τρία έτη: Νοείται ότι το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί σε οποιοδήποτε χρόνο πριν από τη λήξη της θητείας οποιουδήποτε μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου να τερματίσει το διορισμό του:

Νοείται περαιτέρω ότι κάθε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, εκτός από τα μέλη που εκπροσωπούν την Κυβέρνηση, δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο πριν από τη λήξη της θητείας του να υποβάλει εγγράφως την παραίτησή του στον Υπουργό:

Νοείται έτι περαιτέρω ότι και ο Πρόεδρος δικαιούται να υποβάλει εγγράφως προς τον Υπουργό παραίτηση έστω και αν προέρχεται από τα μέλη που εκπροσωπούν την Κυβέρνηση.

(3) Το Διοικητικό Συμβούλιο δύναται να ενεργεί ανεξάρτητα από τη χηρεία οποιασδήποτε θέσης του.

(4) Κατά τη διάρκεια προσωρινής απουσίας ή προσωρινού κωλύματος του Προέδρου, Αντιπροέδρου ή άλλου μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου, ο Υπουργός δύναται να διορίσει άλλο πρόσωπο να εκτελεί τα καθήκοντα του Προέδρου, Αντιπροέδρου ή άλλου μέλους, ανάλογα με την περίπτωση, κατά τη διάρκεια της απουσίας αυτής ή του κωλύματος και κάθε πρόσωπο που διορίζεται με αυτό τον τρόπο έχει όλες τις εξουσίες του Προέδρου, Αντιπροέδρου ή άλλου μέλους του οποίου εκτελεί τα καθήκοντα.

(5) Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου δύνανται να παίρνουν αποζημίωση, όπως ορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο.

(6) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου αυτού το Υπουργικό Συμβούλιο έχει εξουσία να πληρώνει οποιαδήποτε κενή θέση μέλους του Συμβουλίου με διορισμό νέου μέλους για την υπόλοιπη περίοδο της θητείας του μέλους του οποίου η θέση κενώθηκε.

(7) Το Διοικητικό Συμβούλιο δύναται να προβαίνει στη σύσταση –

(α) επιτροπών από ένα ή περισσότερα μέλη του, στις οποίες δύνανται να συμμετέχουν ως μέλη και ο Γενικός Διευθυντής και άλλοι υπάλληλοι της Αρχής, και να μεταβιβάζει σ΄ αυτές οποιεσδήποτε από τις αρμοδιότητές του˙ ή/και

(β) υπηρεσιακών επιτροπών, αποτελουμένων αποκλειστικά από ένα ή περισσότερους υπαλλήλους της Αρχής, και να μεταβιβάζει σ΄ αυτές οποιεσδήποτε από τις αρμοδιότητές του αναφορικά με θέματα προσφορών ή διαγωνισμών.

Συνεδρίες του Διοικητικού Συμβουλίου

11.—(1) Οι συνεδρίες του Διοικητικού Συμβουλίου συγκαλούνται από τον Πρόεδρο ο οποίος και προεδρεύει αυτών. Σε περίπτωση απουσίας σε οποιαδήποτε συνεδρία του Προέδρου ή τυχόν προσώπου που διορίζεται προσωρινά ως Πρόεδρος δυνάμει του εδαφίου (4) του άρθρου 10 και του Αντιπροέδρου, τα μέλη που είναι παρόντα εκλέγουν ένα από αυτά για να προεδρεύει της συνεδρίας αυτής.

(2) Απαρτία αποτελούν ο Προεδρεύων της συνεδρίας και έξι παρόντα μέλη.

(3) Το Διοικητικό Συμβούλιο αποφασίζει με πλειοψηφία, σε περίπτωση δε ισοψηφίας ο Προεδρεύων της συνεδρίας έχει δεύτερη ή τη νικώσα ψήφο.

(4) Ο Γενικός Διευθυντής δύναται να παρίσταται σε όλες τις συνεδρίες του Διοικητικού Συμβουλίου, να λαμβάνει μέρος στις διεξαγόμενες συζητήσεις και να εκφράζει τη γνώμη του, αλλά δεν έχει δικαίωμα ψήφου.

(5) Το Διοικητικό Συμβούλιο δύναται με εσωτερικούς κανονισμούς να ρυθμίζει θέματα που αφορούν τα των εργασιών του ως και οιωνδήποτε επιτροπών που συστήνονται δυνάμει του εδαφίου (7) του άρθρου 10 και ιδιαίτερα τη σύγκληση των συνεδριών, την ειδοποίηση που πρέπει να δίδεται για τη σύγκληση συνεδριών, τη διαδικασία που θα ακολουθείται κατά τις συνεδριάσεις και την τήρηση των πρακτικών.

(6) Το Διοικητικό Συμβούλιο ορίζει, από τους υπαλλήλους της Αρχής, το Γραμματέα του και τον αντικαταστάτη του Γραμματέα, ο οποίος παρίσταται στις συνεδρίες και έχει τη φροντίδα για τη σύνταξη και ετοιμασία των πρακτικών των συνεδριάσεων του Συμβουλίου και των επιτροπών αυτού. Με την άδεια του Διοικητικού Συμβουλίου, ο Γραμματέας ή ο αντικαταστάτης του δύναται να χρησιμοποιήσουν και βοηθό από τους υπαλλήλους της Αρχής για την τήρηση των πρακτικών, ο οποίος θα παρίσταται στις συνεδρίες για το σκοπό αυτό.

(7) Στις συνεδρίες του Συμβουλίου ή οποιασδήποτε επιτροπής του που συστάθηκε δυνάμει του εδαφίου (7) του άρθρου 10, δύνανται να παρίστανται και υπάλληλοι του οργανισμού, σύμβουλοι, εμπειρογνώμονες και οποιαδήποτε άλλα πρόσωπα για παροχή πληροφοριών, συμβουλών, απόψεων και για υποβολή εκθέσεων σε σχέση με θέματα που εξετάζει το Συμβούλιο. Στη συνέχεια τα πιο πάνω πρόσωπα αποχωρούν από τη συνεδρία και δε μετέχουν στη συζήτηση θεμάτων ή στη λήψη απόφασης από το Διοικητικό Συμβούλιο.

Συμβουλευτικές Επιτροπές

12.—(1) Το Διοικητικό Συμβούλιο δύναται να προβαίνει στη σύσταση τριμερών ή υπηρεσιακών ή άλλων συμβουλευτικών επιτροπών και υπεπιτροπών αυτών, αποτελούμενων μερικών ή ολικώς από μέλη του, υπαλλήλους της Αρχής ή άλλα πρόσωπα για να το συμβουλεύουν επί θεμάτων της αρμοδιότητας της Αρχής:

Νοείται ότι τα μέλη των τριμερών επιτροπών και υπεπιτροπών θα εκπροσωπούν την Κυβέρνηση και τις πλέον αντιπροσωπευτικές εργοδοτικές και εργατικές οργανώσεις.

(2) Η θητεία των μελών, οι όροι εντολής και ο τρόπος διεξαγωγής των εργασιών των συμβουλευτικών επιτροπών και υπεπιτροπών αυτών αποφασίζονται από το Διοικητικό Συμβούλιο:

Νοείται ότι κάθε μέλος δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο να παραιτηθεί από τη θέση του με έγγραφη παραίτηση που θα δίδεται στον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου:

ΜΕΡΟΣ IV ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ
Γενικός Διευθυντής

13.—(1) Το Διοικητικό Συμβούλιο διορίζει, με την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου και με τους όρους που αυτό θα εγκρίνει, το Γενικό Διευθυντή της Αρχής ο οποίος προΐσταται των υπηρεσιών και των υπαλλήλων της Αρχής και κατευθύνει την εργασία τους:

Νοείται ότι ο υπηρετών αμέσως πριν την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου, Γενικός Διευθυντής της Αρχής, ο οποίος διορίστηκε δυνάμει των περί Βιομηχανικής Καταρτίσεως Νόμων του 1974 έως (Αρ. 2) του 1980, θα συνεχίσει να υπηρετεί και να θεωρείται ως Γενικός Διευθυντής, διορισθείς δυνάμει του παρόντος άρθρου.

(2) Ο Γενικός Διευθυντής εκτελεί τις αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου εντός των ορίων που εκάστοτε τίθενται από αυτό και υπόκειται στον έλεγχο του.

(3) Το Διοικητικό Συμβούλιο δύναται να μεταβιβάζει στο Γενικό Διευθυντή οποιεσδήποτε από τις αρμοδιότητές του:

Νοείται ότι το Διοικητικό Συμβούλιο δύναται να εξουσιοδοτεί το Γενικό Διευθυντή να μεταβιβάζει, χωρίς την άδειά του, σε άλλους υπαλλήλους της Αρχής τέτοιες από τις αρμοδιότητες που μεταβιβάστηκαν σ' αυτόν από το Διοικητικό Συμβούλιο οι οποίες απαιτούνται για την αποτελεσματική διεξαγωγή των τρεχουσών εργασιών της Αρχής. Οποιεσδήποτε άλλες αρμοδιότητες μεταβιβάζονται από το Γενικό Διευθυντή σε άλλους υπαλλήλους με την άδεια του Διοικητικού Συμβουλίου.

(4) Ο Γενικός Διευθυντής δύναται, προς το σκοπό της ταχύτερης και αποτελεσματικότερης διεκπεραίωσης των εργασιών της Αρχής, να μεταβιβάζει οποιεσδήποτε από τις αρμοδιότητες τις οποίες έχει ο ίδιος σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, σε άλλους υπαλλήλους της Αρχής.

Διάρθρωση υπηρεσιών και ορισμός θέσεων της Αρχής, υπάλληλοι, Κανονισμοί για τους όρους υπηρεσίας αυτών κλπ.

14.—(1) Η Αρχή ορίζει, με την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου, τη διάρθρωση των υπηρεσιών και τις θέσεις της διάρθρωσης, καταρτίζει σχέδια υπηρεσίας των θέσεων αυτών και αποφασίζει το μισθό και τη μισθοδοτική κλίμακα κάθε θέσης.

(2) Η Αρχή προσλαμβάνει τους αναγκαίους για την άσκηση των αρμοδιοτήτων και εξουσιών της υπαλλήλους.

(3) Η Αρχή εκδίδει με την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου, Κανονισμούς που διέπουν-

(α) Τα σχετικά με τους όρους υπηρεσίας των υπαλλήλων της, κυρίως τα σχετικά με διορισμό, προαγωγή, άδεια, απόλυση, ιατρική πρόνοια, σχέδιο ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, σχέδιο συντάξεων και χορηγημάτων ή οποιοδήποτε άλλο ταμείο ή σχέδιο το οποίο η Αρχή θα έκρινε αναγκαίο για τους σκοπούς της υπηρεσίας των υπαλλήλων, και τα σχετικά χορηγήματα ή άλλα ωφελήματα αφυπηρέτησης λόγω ορίου ηλικίας ή με άλλο τρόπο·

(β) τα σχετικά με την πειθαρχία των υπαλλήλων της, και την άσκηση πειθαρχικής δίωξης εναντίον τους και τα σχετικά με το δικαίωμα προσφυγής σε περίπτωση καταδίκης τους σε πειθαρχική ποινή·

(γ) οποιοδήποτε θέμα παρεμπίπτον, συμπληρωματικό και παρεμφερές προς αυτά που αναφέρονται στο εδάφιο αυτό.

Θέση που συνεπάγεται άμεση ή έμμεση συμμετοχή στην άσκηση δημόσιας εξουσίας

14Α. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 14, θέση που συνεπάγεται άμεση ή έμμεση συμμετοχή στην άσκηση δημόσιας εξουσίας και στη διαφύλαξη των γενικών συμφερόντων της Αρχής, καθορίζεται ως τέτοια με Διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

Επιθεωρητές

15.—(1) Η Αρχή δύναται να διορίζει έναν ή περισσότερους υπαλλήλους ή άλλα πρόσωπα ως επιθεωρητή ή επιθεωρητές για τους σκοπούς του Νόμου αυτού και οποιωνδήποτε Κανονισμών που εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου αυτού.

(2) Κάθε πρόσωπο που εξουσιοδοτείται να ενεργεί ως επιθεωρητής πρέπει να είναι εφοδιασμένο με πιστοποιητικό διορισμού του, το οποίο και επιδεικνύει αν του ζητηθεί, όταν ζητά να επισκεφθεί οποιοδήποτε υποστατικό.

Εξουσίες επιθεωρητή

16.—(1) Κάθε επιθεωρητής έχει εξουσία, για τους σκοπούς εφαρμογής του Νόμου αυτού και οποιωνδήποτε Κανονισμών που θα εκδοθούν σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου αυτού, όπως-

(α) Σε οποιοδήποτε εύλογο χρόνο εισέρχεται σε οποιοδήποτε υποστατικό, εξαιρουμένης κατοικίας, όπου δικαιολογημένα πιστεύει ότι απασχολούνται εργοδοτούμενοι·

(β) προβαίνει στην αναγκαία εξέταση και έρευνα για να εξακριβώσει αν σε οποιοδήποτε υποστατικό τηρούνται οι διατάξεις του Νόμου αυτού ή οποιωνδήποτε Κανονισμών που εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού·

(γ) αναφορικά με οποιαδήποτε θέματα που αφορούν στο Νόμο αυτό, ή οποιουσδήποτε Κανονισμούς οι οποίοι εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις του, για τα οποία εύλογα μπορεί ή είναι αναγκαίο να ζητήσει πληροφορίες, εξετάσει με ερωτήσεις είτε μόνος του είτε, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, στην παρουσία οποιουδήποτε άλλου προσώπου, κάθε πρόσωπο που θα βρεθεί σε οποιοδήποτε υποστατικό ή το οποίο δικαιολογημένα πιστεύει ότι είναι ή υπήρξε εργοδοτούμενος και απαιτήσει από αυτό να υποβληθεί σε αυτή την αναγκαία εξέταση·

(δ) προβαίνει σε κάθε άλλη ενέργεια αναγκαία για την εφαρμογή του Νόμου αυτού και οποιωνδήποτε Κανονισμών που εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις του.

(2) Ο κάτοχος κάθε υποστατικού και κάθε άλλο πρόσωπο το οποίο απασχολεί ή απασχολούσε οποιοδήποτε εργοδοτούμενο, οι αντιπρόσωποι αυτών, καθώς και κάθε εργοδοτούμενος οφείλουν να παρέχουν σε οποιοδήποτε επιθεωρητή κάθε πληροφορία και να προσκομίζουν σ' αυτόν για εξέταση κάθε έγγραφο που αυτός εύλογα θα απαιτήσει.

Εφαρμογή Ποινικού Κώδικα

17. Οι υπάλληλοι της Αρχής καθώς και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο εξουσιοδοτημένο να εκτελεί οποιοδήποτε καθήκον ή να ασκεί οποιαδήποτε εξουσία σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου αυτού θεωρούνται για τους σκοπούς του Ποινικού Κώδικα ως εάν υπηρετούσαν στη Δημόσια Υπηρεσία.

ΜΕΡΟΣ V ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Ταμείο Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού

18.—(1) Το Ταμείο Βιομηχανικής Κατάρτισης που ιδρύθηκε και λειτουργεί σύμφωνα με τους περί Βιομηχανικής Καταρτίσεως Νόμους του 1974 έως (Αρ. 2) του 1980 και το οποίο αποτελεί περιουσία της Αρχής, θα συνεχίσει τη λειτουργία του με την επωνυμία «Ταμείο Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού» σύμφωνα με τις πρόνοιες του παρόντος Νόμου.

(2) Στο Ταμείο κατατίθενται-

(α) Όλα τα τέλη που καταβάλλονται από τους εργοδότες, σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου αυτού·

(β) οποιαδήποτε δικαιώματα εισπράττονται από την Αρχή σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου αυτού ή Κανονισμών που εκδίδονται σύμφωνα με αυτόν·

(γ) το προϊόν οποιουδήποτε δανείου εισπράττεται από την Αρχή·

(δ) όλες οι χρηματικές ποινές που επιβάλλονται σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου αυτού ή Κανονισμών που εκδίδονται σύμφωνα με αυτόν·

(ε) οποιαδήποτε έσοδα της Αρχής προέρχονται από πώληση ή μίσθωση οποιασδήποτε ιδιοκτησίας, ή από υπηρεσίες που παρέχονται από την Αρχή ή από οποιαδήποτε σύμβαση που έγινε από την Αρχή·

(στ) οποιεσδήποτε Κυβερνητικές ή άλλες χορηγίες ή δωρεές που γίνονται προς την Αρχή.

Χρησιμοποίηση του Ταμείου

19. Κάθε ποσό που κατατίθεται στο Ταμείο και η περιουσία της Αρχής χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την εκπλήρωση του σκοπού και άσκηση των αρμοδιοτήτων και εξουσιών της Αρχής.

Υποχρέωση εργοδοτών για καταβολή τέλους

20.—(1) Κάθε εργοδότης υποχρεούται να καταβάλλει στο Ταμείο τέλος που δε θα υπερβαίνει το ένα τοις εκατόν των καταβλητέων απολαβών σε κάθε ένα από τους εργοδοτούμενούς του, όπως εκάστοτε θα καθορίζεται.

(2) Η Αρχή με την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου καθορίζει με Κανονισμούς τον τρόπο και το χρόνο καταβολής του τέλους που θα καταβάλλεται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου αυτού.

Καταβολή χορηγήματος σε εργοδότες σε ορισμένες περιπτώσεις

21.-(1)(α) Η Αρχή έχει εξουσία όπως, τηρουμένων των διατάξεων του περί Ελέγχου των Κρατικών Ενισχύσεων Νόμου και των διατάξεων των εδαφίων (2) και (3) του παρόντος άρθρου, καταβάλλει από το Ταμείο χορήγημα σε εργοδότες, αναφορικά με ποσά τα οποία οι ίδιοι δαπάνησαν ή οφείλουν προς το σκοπό παροχής κατάρτισης σε εργοδοτούμενα από αυτούς άτομα, σύμφωνα με διαδικασία και κάτω από όρους και προϋποθέσεις που θα ορίζονται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής.

(β) Η Αρχή θα ενημερώνει κάθε εργοδότη, επιχείρηση, ίδρυμα ή οργανισμό κατάρτισης ή άλλο ενδιαφερόμενο πρόσωπο, για τη διαδικασία, τους όρους ή τις προϋποθέσεις που θα ισχύουν εκάστοτε δυνάμει του εδαφίου (1), διά της εκδόσεως Οδηγού ή Οδηγών που θα είναι διαθέσιμοι στα γραφεία της ή θα δημοσιοποιούνται, εάν η Αρχή το κρίνει απαραίτητο, με οποιοδήποτε τρόπο η Αρχή ήθελε κρίνει κατάλληλο.

(2) Τίποτε στο εδάφιο (1) δεν παρέχει το δικαίωμα στην Αρχή να καταβάλλει οποιοδήποτε χορήγημα σε εργοδότη –

(α) αναφορικά με κατάρτιση που παρασχέθηκε χωρίς την προηγούμενη έγκριση της Αρχής˙

(β) αναφορικά με κατάρτιση που παρασχέθηκε, χωρίς να ικανοποιούνται οι όροι και προϋποθέσεις που καθορίσθηκαν από την Αρχή.

(3) Οι Οδηγοί, που εκδίδονται δυνάμει της παραγράφου (β) του εδαφίου (1), δύνανται να προνοούν, μεταξύ άλλων –

(α) τον τύπο της αίτησης για έγκριση προγράμματος κατάρτισης και τα στοιχεία που πρέπει να περιέχονται στην αίτηση ή να τη συνοδεύουν˙

(β) τον τύπο της αίτησης για καταβολή χορηγήματος, τα στοιχεία που πρέπει να περιέχονται στην αίτηση ή να τη συνοδεύουν, καθώς και τη δυνατότητα εκχώρησης του δικαιώματος είσπραξης του χορηγήματος στην επιχείρηση, στο ίδρυμα ή οργανισμό που εφάρμοσε το πρόγραμμα κατάρτισης, για το οποίο υποβάλλεται η αίτηση˙

(γ) το χρόνο και τον τρόπο υποβολής των αιτήσεων και της εξέτασής τους.

Δάνεια και επενδύσεις

22.—(1) Η Αρχή έχει εξουσία με σκοπό την καλύτερη άσκηση των αρμοδιοτήτων της, να συνάπτει δάνεια με τους όρους που θα εγκρίνει το Υπουργείο Οικονομικών.

(2) Η Αρχή δύναται, με την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου, να επιβαρύνει ολόκληρη ή μέρος της περιουσίας της για εξασφάλιση οποιουδήποτε δανείου, το οποίο αυτή συνάπτει.

(3) Ο Υπουργός Οικονομικών έχει εξουσία, μετά από απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, να εγγυάται, με τον τρόπο και με τους όρους που κρίνει αναγκαίους, την αποπληρωμή οποιουδήποτε δανείου που συνάπτει η Αρχή.

(4) Όλα τα χρήματα τα οποία δεν απαιτούνται για τη λειτουργία της Αρχής ή για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της, επενδύονται από αυτή σε επενδύσεις που θα εγκρίνει ο Υπουργός Οικονομικών.

Προϋπολογισμός

23.—(1) Η Αρχή υποβάλλει μέσω του Υπουργού, το αργότερο τρεις μήνες πριν από την έναρξη του οικονομικού έτους στο οποίο αυτός αφορά, τον ετήσιο Προϋπολογισμό εσόδων και εξόδων, καθώς και κάθε συμπληρωματικό προϋπολογισμό, στη Βουλή των Αντιπροσώπων, υπό μορφή νομοσχεδίου, κατόπιν επεξεργασίας του από το Υπουργικό Συμβούλιο. Ουδεμία υπέρβαση του Προϋπολογισμού επιτρέπεται εκτός αν ληφθεί προηγουμένως η έγκριση του Υπουργού.

(2) Ο Προϋπολογισμός καταρτίζεται με βάση λεπτομέρειες που ο Υπουργός δυνατό να ορίσει.

Λογαριασμοί

24. Η Αρχή τηρεί ακριβείς λογαριασμούς-

(α) Των ποσών που εισπράχθηκαν ή που δαπανήθηκαν από αυτή, και των αντικειμένων για τα οποία έγινε αυτή η είσπραξη ή δαπάνη· και

(β) για το ενεργητικό και παθητικό της Αρχής τα οποία προετοιμάζονται για να δείχνουν ξεχωριστά το πάγιο ή κεφαλαιουχικό ενεργητικό της Αρχής και τα δανεισθέντα ποσά ή τα οφειλόμενα για δάνεια ή προκαταβολές.

Απολογισμός και Ισολογισμός

25.—(1) Η Αρχή μετά το τέλος του οικονομικού έτους συντάσσει απολογισμό εσόδων και εξόδων της χρήσης του οικονομικού έτους που έληξε καθώς και ισολογισμό κατά την 31η Δεκεμβρίου και τους υποβάλλει για έλεγχο όχι αργότερα από τις 30 Απριλίου.

(2) Η Αρχή υποβάλλει, μέσω του Υπουργού, στο Υπουργικό Συμβούλιο, τον Απολογισμό και Ισολογισμό του οικονομικού έτους, δεόντως ελεγμένους, καθώς και έκθεση των πεπραγμένων της κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους αυτού.

(3) Οι ελεγχθέντες με αυτό τον τρόπο λογαριασμοί, μαζί με την έκθεση του Γενικού Ελεγκτή της Δημοκρατίας, δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

(4) Μετά την υποβολή του Απολογισμού και Ισολογισμού καθώς και της ετήσιας έκθεσης πεπραγμένων της Αρχής στο Υπουργικό Συμβούλιο, αντίγραφο όλων αυτών κατατίθεται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για ενημέρωσή της.

Έλεγχος λογαριασμών

26.—(1) Οι οικονομικές δοσοληψίες της Αρχής, οι λογαριασμοί και η εν γένει οικονομική διαχείρισή της ελέγχονται από το Γενικό Ελεγκτή της Δημοκρατίας.

(2) Ο Γενικός Ελεγκτής δύναται, κατά τον έλεγχο των λογαριασμών της Αρχής, να καλέσει οποιοδήποτε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου ή υπάλληλο της Αρχής να του δώσει πληροφορίες ή επεξηγήσεις ή να του προσκομίσει οποιοδήποτε βιβλίο, συμβόλαιο, σύμβαση, λογαριασμό, τιμολόγιο ή άλλο έγγραφο αναγκαίο για τον ασκούμενο έλεγχο.

(3) Τα ελεγκτικά έξοδα καταβάλλονται από την Αρχή.

Απαλλαγή της Αρχής από Φορολογία και τέλη χαρτοσήμων

27. Η Αρχή απαλλάσσεται-

(α) [Καταργήθηκε].

(β) από οποιαδήποτε τέλη χαρτοσήμων που καταβάλλονται σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας περί τελών χαρτοσήμων που ισχύει κάθε φορά.

ΜΕΡΟΣ VI ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Παροχή δικαιοδοσίας στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών

28. Ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε άλλες ή περί του αντιθέτου διατάξεις στο άρθρο 12 του περί Ετησίων Αδειών με Απολαβές νόμων του 1967 έως 1997 και οποιαδήποτε άλλη διάταξη οποιουδήποτε άλλου νόμου, το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών έχει αποκλειστική δικαιοδοσία να επιλαμβάνεται και να αποφασίζει για οποιαδήποτε εργατική διαφορά, περιλαμβανομένου και οποιουδήποτε θέματος παρεμπίπτοντος ή συμπληρωματικού προς αυτή, η οποία εγείρεται από την εφαρμογή του Νόμου αυτού ή οποιωνδήποτε Κανονισμών οι οποίοι εκδόθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου αυτού ή και των δύο.

Είσπραξη ποσών που επιδικάζονται από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών

29.—(1) Απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών κατά την άσκηση της δικαιοδοσίας του δυνάμει του άρθρου 28 του παρόντος Νόμου, που επιδικάζει οποιοδήποτε ποσό, εκτελείται κατά τον ίδιο τρόπο όπως και απόφαση πολιτικού Δικαστηρίου.

(2) Ποσό που επιδικάζεται όπως προβλέπεται στο εδάφιο (1) από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών περιλαμβάνεται μεταξύ των χρεών τα οποία-

(α) Δυνάμει του άρθρου 38 του περί Πτωχεύσεως Νόμου, κατά τη διανομή της ιδιοκτησίας ή των στοιχείων του ενεργητικού πτωχεύσαντος· και

(β) δυνάμει του άρθρου 300 του περί Εταιρειών Νόμου, κατά τη διάλυση εταιρείας· πρέπει να πληρώνονται κατά προτεραιότητα έναντι όλων των υπόλοιπων χρεών, όταν υποβληθεί αίτηση στο Δικαστήριο, στη μεν περίπτωση (α) πριν από την ημερομηνία του Διατάγματος Παραλαβής, στη δε περίπτωση (β) πριν από την ημερομηνία έναρξης της διάλυσης της εταιρείας.

(3) Όταν κατά το χρόνο της επιδίκασης από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών έχει αρχίσει διαδικασία αναφορικά προς εργοδότη σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Πτωχεύσεως Νόμου ή του Μέρους V του περί Εταιρειών Νόμου, ο εργοδοτουμένος προς τον οποίο έγινε η επιδίκαση εισπράττει από το Ταμείο ολόκληρο το ποσό που επιδικάστηκε. Τα δικαιώματα του εργοδοτουμένου, αναφορικά προς κάθε πληρωμή που επιδικάστηκε, τα οποία είναι καταβλητέα απευθείας από τον εργοδότη μεταβιβάζονται στο Ταμείο.

Αδικήματα

30.—(1) Οποιοσδήποτε ο οποίος-

(α) Με οποιοδήποτε τρόπο παρεμποδίζει επιθεωρητή από την άσκηση των εξουσιών που παρέχονται σ' αυτόν από τις διατάξεις του άρθρου 16·

(β) χωρίς εύλογη αιτία, παραλείπει να συμορφωθεί με οποιαδήποτε ειδοποίηση δόθηκε από την Αρχή σύμφωνα με το άρθρο 8, ή παρόλο που συμμορφώνεται με αυτή προβαίνει σε δήλωση που εν γνώσει του είναι ψευδής ως προς κάποιο ουσιώδες στοιχείο της, είναι ένοχος αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τον ένα χρόνο, ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.

(2) Οποιοσδήποτε ο οποίος παραβαίνει ή παραλείπει να συμορφωθεί με οποιαδήποτε άλλη διάταξη του Νόμου αυτού είναι ένοχος αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πεντακόσιες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.

Διοικητικές κυρώσεις

31.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), η Αρχή δικαιούται, ανεξάρτητα του αν συντρέχει ή όχι περίπτωση ποινικής ευθύνης δυνάμει του παρόντος ή άλλου Νόμου, να επιβάλει οποιεσδήποτε διοικητικές κυρώσεις ήθελε κρίνει κατάλληλες, σε οποιοδήποτε εργοδότη, επιχείρηση, κέντρο, ίδρυμα ή οργανισμό κατάρτισης, διοικητικό σύμβουλο ή άλλο αξιωματούχο, εκπαιδευτή ή εργοδοτούμενο, καταρτισθέντα ή καταρτιζόμενο που συμμετέχουν ή συμμετείχαν σε πρόγραμμα κατάρτισης, ή σχέδιο ή άλλη δραστηριότητα της Αρχής ή σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο έχει ή είχε σχέση ή ανάμειξη με οποιοδήποτε πρόγραμμα ή σχέδιο ή άλλη δραστηριότητα της Αρχής, το οποίο παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε διάταξη του παρόντος Νόμου, ή οποιαδήποτε πρόνοια Κανονισμών ή Οδηγών που εκδίδονται σύμφωνα με τις πρόνοιες του παρόντος Νόμου, ή υποβάλλει ψευδείς ή παραπλανητικές δηλώσεις, στοιχεία ή πληροφορίες στο πλαίσιο συμμόρφωσής του με οποιαδήποτε ειδοποίηση ήθελε δοθεί από την Αρχή σύμφωνα με το άρθρο 8 ή στο πλαίσιο οποιασδήποτε διαδικασίας προνοούμενης από το Νόμο ή από οποιουσδήποτε Κανονισμούς ή Οδηγό που εκδίδονται σύμφωνα με τις πρόνοιες του παρόντος Νόμου ή συμπράττει με ή βοηθά άλλο πρόσωπο να διαπράξει οποιαδήποτε από τις πάνω πράξεις ή παραλείψεις.

(2) Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας του εδαφίου (1), οι διοικητικές κυρώσεις που δύνανται να επιβληθούν δυνάμει του εδαφίου (1) περιλαμβάνουν τη διακοπή της παροχής ωφελημάτων από την Αρχή ή τη διακοπή της συνεργασίας με την Αρχή για οποιαδήποτε χρονική περίοδο, ή επ΄ αόριστο, ή την επιβολή διοικητικού προστίμου, το οποίο σε καμιά περίπτωση δε θα υπερβαίνει τις χίλιες λίρες (Λ.Κ.1.000,00) και θα υπάρχει η δυνατότητα να επιβληθεί πέραν της μιας διοικητικής κύρωσης στο ίδιο πρόσωπο.

(3) Προτού επιβληθεί οποιαδήποτε διοικητική κύρωση δυνάμει του παρόντος Νόμου, θα παρέχεται δικαίωμα ακρόασης σε κάθε πρόσωπο, στο οποίο δυνατόν να επιβληθεί διοικητική κύρωση.

(4) Το δικαίωμα ακρόασης δυνάμει του εδαφίου (3)  θα ασκείται είτε αυτοπροσώπως είτε διά δικηγόρου της εκλογής του ενδιαφερομένου και είτε προφορικώς είτε γραπτώς, όπως θα ορίζει η Αρχή.

(5) Η Αρχή δύναται να ρυθμίζει, με εσωτερικούς κανονισμούς, τη διαδικασία που θα ακολουθείται για την εξέταση υποθέσεων που ενδεχομένως να οδηγήσουν στην επιβολή διοικητικών κυρώσεων.

(6) Σε περίπτωση παράλειψης πληρωμής οποιουδήποτε διοικητικού προστίμου που επιβάλλεται σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο, η Αρχή δύναται να λάβει δικαστικά μέτρα και να εισπράξει το οφειλόμενο ποσό ως αστικό χρέος οφειλόμενο στην Αρχή, ή δύναται να το εισπράξει κατακρατώντας το από οποιοδήποτε ποσό που οφείλεται ως χορήγημα ή άλλως πως προς το πρόσωπο στο οποίο επιβλήθηκε το πρόστιμο.

Χρηματικές ποινές που εισπράττονται καταβάλλονται στο Ταμείο

32. Όλες οι χρηματικές ποινές, που επιβάλονται σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου αυτού και των Κανονισμών που εκδίδονται σύμφωνα με αυτόν, καταβάλλονται στο Ταμείο, εκτός αν καθοριστεί διαφορετικά.

Εξουσίες Υπουργικού Συμβουλίου για μεταβίβαση αρμοδιοτήτων και περιουσιακών στοιχείων στην Αρχή

33.—(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί με απόφασή του-

(α) Να μεταβιβάζει στην Αρχή, με τους όρους που αυτό κρίνει αναγκαίους, τη διαχείριση ή κυριότητα της περιουσίας οποιωνδήποτε υφιστάμενων, κατά την ημερομηνία έναρξης του Νόμου αυτού, δημόσιων Ιδρυμάτων, Κέντρων ή Οργανισμών κατάρτισης και τις αρμοδιότητες, ευθύνες, υποχρεώσεις ή δικαιώματα σε σχέση με αυτά·

(β) να ορίζει όπως, από ημερομηνία που θα καθορίζεται στην απόφασή του, αρμοδιότητες του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ή οποιουδήποτε δημόσιου Ιδρύματος, Κέντρου ή Υπηρεσίας που υπάγεται σ' αυτό ή άλλου, τις οποίες η Αρχή εξουσιοδοτείται με το Νόμο αυτό να ασκεί, περιέλθουν στην Αρχή με τέτοιους όρους και περιορισμούς που θα αποφασίσει το Υπουργικό Συμβούλιο.

(2) Οποιαδήποτε απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου σύμφωνα με τις Διατάξεις του άρθρου αυτού δύναται να προνοεί, εκτός των άλλων, για την υποχρέωση της Αρχής να συνεχίσει οποιοδήποτε πρόγραμμα κατάρτισης που εφαρμόζεται από το Ίδρυμα, Κέντρο ή Υπηρεσία κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Νόμου αυτού, για τους όρους της συνέχισης αυτής, και για οποιαδήποτε άλλα συναφή θέματα για την απρόσκοπτη και ομαλή διαδοχή της λειτουργίας, οποιουδήποτε από αυτά τα Ιδρύματα, Κέντρα ή Υπηρεσίες.

Μεταβατικές εξουσίες

34. Πρόσθετα προς τις διατάξεις του άρθρου 5, η Αρχή έχει εξουσία όπως αναφορικά προς οποιεσδήποτε αρμοδιότητες ή Ιδρύματα, Κέντρα ή Υπηρεσίες που μεταβιβάζονται ή περιέχονται στην Αρχή δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 33-

(α) Συνεχίσει οποιοδήποτε πρόγραμμα αναφέρεται σε απόφαση που εκδόθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του εδαφίου (2) του άρθρου 33·

(β) αναγνωρίζει για τους σκοπούς του Νόμου αυτού οποιαδήποτε κατάρτιση παρασχέθηκε με τους όρους που θα κρίνει σκόπιμο:

Νοείται ότι τίποτε στο άρθρο αυτό δεν εμποδίζει την Αρχή από του να τροποποιήσει οποιοδήποτε πρόγραμμα που αναλαμβάνει με αυτό τον τρόπο ή να ορίσει ότι αυτό θα συνεχίσει να λειτουργεί σύμφωνα με τα πρότυπα επαγγελματικών προσόντων και τα επίπεδα ποιότητας που ορίζονται από την Αρχή.

Υπάλληλοι της Αρχής κατά προτίμηση πρώην δημόσιοι υπάλληλοι

35.—(1) Δημόσιοι υπάλληλοι, οι οποίοι απασχολούνται με αρμοδιότητες που μεταβιβάζονται στην Αρχή δυνάμει του άρθρου 33 και οι υπηρεσίες των οποίων δεν είναι πλέον αναγκαίες στην Κυβέρνηση εξαιτίας της μεταβίβασης, θα προσληφθούν από την Αρχή, με όχι λιγότερο ευνοϊκούς όρους εργοδότησης.

(2) Κάθε δημόσιος υπάλληλος που θα προσληφθεί από την Αρχή όπως προβλέπει το εδάφιο (1) του άρθρου αυτού για περίοδο δύο ετών από την πρόσληψή του δεν μπορεί να απολυθεί παρά μόνο με όποιες προϋποθέσεις θα μπορούσε να απολυθεί από τη δημόσια υπηρεσία κατά το χρόνο της τελευταίας εργοδότησής του σ' αυτή, διατηρεί δε προς το σκοπό αυτό τα δικαιώματα τα οποία απολάμβανε κατά το χρόνο εκείνο.

Μεταφορά δημόσιων υπαλλήλων στην Αρχή

36.—(1) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων των άρθρων 13 και 35, κάθε δημόσιος υπάλληλος ο οποίος αμέσως πριν από τη μεταβίβαση υπηρετεί σε αρμοδιότητες που μεταβιβάζονται στην Αρχή, δύναται με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, να μεταφερθεί από την ημερομηνία της μεταβίβασης στην υπηρεσία της Αρχής και τοποθετείται από αυτή, εφόσον αυτό είναι πρακτικά δυνατό, σε θέση οι λειτουργίες της οποίας είναι ανάλογες προς τις λειτουργίες της θέσης που κατέχεται από αυτόν στη δημόσια υπηρεσία της Δημοκρατίας.

(2) Κάθε δημόσιος υπάλληλος δύναται είτε μέσα σε ένα μήνα από την ημερομηνία αυτής της μεταφοράς, ή μετά από αυτή τη μεταφορά, μέσα σε ένα μήνα από την κοινοποίηση σ' αυτόν των όρων υπηρεσίας της θέσης του και της διάρθρωσης των υπηρεσιών της Αρχής, να δηλώσει με έγγραφη γνωστοποίηση προς την Αρχή ότι δεν επιθυμεί αυτή την υπηρεσία στην Αρχή, οπότε παύει να είναι στην υπηρεσία της Αρχής μετά πάροδο έξι μηνών από την ημερομηνία της γνωστοποίησής του για την επιθυμία του αυτή και σ' αυτή την περίπτωση δικαιούται στα ίδια ωφελήματα που θα δικαιούτο αν αποχωρούσε από τη δημόσια υπηρεσία της Δημοκρατίας σύμφωνα με τις διατάξεις του ισχύοντος τότε περί Συντάξεων Νόμου που είχαν εφαρμογή στη δική του περίπτωση.

(3) Η υπηρεσία του δημόσιου αυτού υπαλλήλου στην Αρχή θα θεωρείται χωρίς διακοπή συνέχιση της υπηρεσίας του στη δημόσια υπηρεσία της Δημοκρατίας και η αντιμισθία και οι υπόλοιποι όροι υπηρεσίας του στην Αρχή δεν μπορούν να μεταβληθούν δυσμενώς γι' αυτόν κατά τη διάρκεια της συνέχισης της υπηρεσίας του στην Αρχή.

Για τους σκοπούς του εδαφίου αυτού «όροι υπηρεσίας» περιλαμβάνουν ότι αφορά στην άδεια, παύση ή αποχώρηση, σύνταξη, πρόσθετα χορηγήματα ή άλλα παρόμοια επιδόματα:

Νοείται ότι για οποιαδήποτε τυχόν σύνταξη ή άλλα ωφελήματα αποχώρησης μέχρι την ημέρα μεταφοράς του δημόσιου υπαλλήλου στην υπηρεσία της Αρχής παραμένει υπεύθυνη η Δημοκρατία και μετά την ημέρα αυτή μέχρι την ημέρα αποχώρησής του από την Αρχή είναι υπεύθυνη η Αρχή.

(4) Κάθε δημόσιος υπάλληλος που μεταφέρεται στην υπηρεσία της Αρχής σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού, κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του στην Αρχή, τηρουμένων οποιωνδήποτε εσωτερικών κανονισμών ή οδηγιών της Αρχής, απολαμβάνει όλων των δικαιωμάτων και ωφελημάτων και υπόκειται σε όλες τις υποχρεώσεις και καθήκοντα των δημόσιων υπαλλήλων σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου νόμου που τροποποιεί ή αντικαθιστά αυτόν.

(5) Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται ως προς άλλον υπάλληλο της Αρχής, παρά μόνο ως προς αυτούς που αναφέρονται στο εδάφιο (1).

Κανονισμοί

37.—(1) Η Αρχή εκδίδει, με την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου, Κανονισμούς για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου αυτού και για τον καθορισμό κάθε θέματος το οποίο σύμφωνα με τις διατάξεις ή για τους σκοπούς του Νόμου αυτού χρήζει ή είναι επιδεκτικό καθορισμού, ή προνοείται από το Νόμο αυτό ότι δύναται να καθορίζεται με Κανονισμούς.

(2) Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας των εξουσιών που παρέχονται με το εδάφιο (1), οι Κανονισμοί δύνανται να ρυθμίζουν ή καθορίζουν όλα ή οποιοδήποτε από τα ακόλουθα θέματα:

(α) Τη διοργάνωση, εφαρμογή ή λειτουργία οποιουδήποτε προγράμματος κατάρτισης, τη μορφή κατάρτισης ή τον καθορισμό και τη ρύθμιση πρότυπων επαγγελματικών προσόντων·

(β) τη διεξαγωγή εξετάσεων και έκδοση πιστοποιητικών και τον καθορισμό των τελών που θα καταβάλλονται σε σχέση με αυτά·

(γ) τον καθορισμό, επιβολή και είσπραξη τελών·

(δ) τον καθορισμό, επιβολή και είσπραξη δικαιωμάτων για οποιεσδήποτε παρεχόμενες υπηρεσίες ή για οποιοδήποτε άλλο θέμα·

(ε) τη διοίκηση και ρύθμιση του Ταμείου, περιλαμβανομένου του καθορισμού του χρόνου και τρόπου καταβολής οποιωνδήποτε τελών και δικαιωμάτων-

(στ) την καταβολή χορηγημάτων σε εργοδότες ή εργοδοτουμένους.

(3) Κανονισμοί που εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού δύνανται να προνοούν ότι η παράβασή τους συνιστά αδίκημα το οποίο τιμωρείται με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πεντακόσιες λίρες ή με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή και με τις δύο ποινές. Επίσης αυτοί δύνανται να προνοούν για επιβολή διοικητικών κυρώσεων σε περίπτωση παραβάσεώς τους.

(4) Κανονισμοί που εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού καταθέτονται στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Αν μέσα σε εξήντα ημέρες από την κατάθεσή τους η Βουλή των Αντιπροσώπων με απόφασή της δεν τροποποιήσει ή ακυρώσει τους Κανονισμούς που κατατέθηκαν, στο σύνολο τους ή μερικώς, τότε αυτοί, αμέσως μετά από την πάροδο της πιο πάνω προθεσμίας, δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και αρχίζει η ισχύς τους από τη δημοσίευση αυτή. Σε περίπτωση τροποποίησής τους από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, στην ολότητά τους ή μερικώς, αυτοί δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας όπως τροποποιήθηκαν από τη Βουλή των Αντιπροσώπων και αρχίζει η ισχύς τους από τη δημοσίευση αυτή.

(5) Κανονισμοί εκδιδόμενοι δυνάμει του παρόντος άρθρου δύνανται να έχουν αναδρομική ισχύ.

Καταργήσεις και επιφυλάξεις

38.—(1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου οι περί Βιομηχανικής Καταρτίσεως Νόμοι του 1974 έως (Αρ. 2) του 1980 καταργούνται.

(2) Ανεξάρτητα από την κατάργηση των περί Βιομηχανικής Καταρτίσεως Νόμων του 1974 έως (Αρ. 2) του 1980-

(α) Οι πράξεις, αποφάσεις και ενέργειες της Αρχής και των υπηρεσιών της που λήφθηκαν ή έγιναν σύμφωνα με τις διατάξεις των περί Βιομηχανικής Καταρτίσεως Νόμων του 1974 έως (Αρ. 2) του 1980 και των Κανονισμών που εκδόθηκαν με βάση αυτούς δεν επηρεάζονται·

(β) όλες οι διεξαχθείσες εργασίες από το Διοικητικό Συμβούλιο και το Γενικό Διευθυντή της Αρχής Βιομηχανικής Κατάρτισης Κύπρου και όλες οι ληφθείσες από αυτούς αποφάσεις μέχρι την ημερομηνία της έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, εξακολουθούν να ισχύουν και να θεωρούνται έγκυρες και μετά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου·

(γ) προγράμματα κατάρτισης, σχέδια κατάρτισης, χορηγήματα, επιδόματα, υποτροφίες ή άλλα θέματα που σχετίζονται με την κατάρτιση και άρχισαν ή αποφασίστηκαν ή παραχωρήθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις των περί Βιομηχανικής Καταρτίσεως Νόμων του 1974 έως (Αρ. 2) του 1980 δεν επηρεάζονται και μπορούν να συνεχίζουν και να ολοκληρώνονται με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου-

(δ) περιουσία και έσοδα της Αρχής που αποκτήθηκαν ή υποχρεώσεις που δημιουργήθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις των περί Βιομηχανικής Καταρτίσεως Νόμων του 1974 έως (Αρ. 2) του 1980 συνεχίζουν να αποτελούν περιουσιακά στοιχεία ή υποχρεώσεις της Αρχής σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου·

(ε) τα έσοδα που θα βρίσκονται στο Ταμείο Βιομηχανικής Κατάρτισης, το οποίο ιδρύθηκε και λειτουργούσε με βάση τους περί Βιομηχανικής Καταρτίσεως Νόμους του 1974 έως (Αρ. 2) του 1980, κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, θεωρούνται, ως εάν αποτελούσαν έσοδα του Ταμείου Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού·

(στ) οι υπάλληλοι που αμέσως πριν την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου ήσαν υπάλληλοι της Αρχής Βιομηχανικής Καταρτίσεως Κύπρου σύμφωνα με τις πρόνοιες των περί Βιομηχανικής Καταρτίσεως Νόμων του 1974 έως (Αρ. 2) του 1980, συνεχίζουν να είναι υπάλληλοι της Αρχής με την ονομασία Αρχή Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου και η υπηρεσία τους θεωρείται ότι συνεχίζεται χωρίς διακοπή με τα ίδια ωφελήματα, δικαιώματα και υποχρεώσεις που είχαν αμέσως πριν την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου·

(ζ) Κανονισμοί που εκδόθηκαν σύμφωνα με τις πρόνοιες των περί Βιομηχανικής Καταρτίσεως Νόμων του 1974 έως (Αρ. 2) του 1980 και που βρίσκονται σε ισχύ αμέσως πριν την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, θεωρούνται από εκείνη την ημερομηνία ότι είναι Κανονισμοί που εκδόθηκαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του παρόντος Νόμου, θα εφαρμόζονται με οποιεσδήποτε αναγκαίες τροποποιήσεις, και θα ισχύουν μέχρις ότου τροποποιηθούν, καταργηθούν ή αντικατασταθούν από Κανονισμούς που ήθελαν εκδοθεί δυνάμει του παρόντος Νόμου.

Κατάργηση του περί Μαθητευομένων Νόμου

39. Ο περί Μαθητευομένων Νόμος του 1966 καταργείται, χωρίς επηρεασμό όλων όσων έγιναν σύμφωνα με τις διατάξεις του, από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος άρθρου.

Έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου

40.—(1) Ο Νόμος αυτός, εκτός από το άρθρο 39 αυτού θα τεθεί σε ισχύ από την ημερομηνία της δημοσίευσης του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

(2) Το άρθρο 39 του παρόντος Νόμου θα τεθεί σε ισχύ σε ημερομηνία που θα καθορισθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο με γνωστοποίηση που θα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ
ΠΙΝΑΚΑΣ
Σημείωση
2 του Ν.136(I)/2002Κατάργηση δασμολογικών απαλλαγών

ΠΙΝΑΚΑΣ

(Άρθρο 2)

Ο περί Ελέγχου Σιτηρών Νόμος, Κεφ. 68 και Νόμοι 18 του 1960, 54 του 1962, 27 του 1963, 30 του 1964, 83 του 1966, 189 του 1989 και 50 του 1991. άρθρο 9(α) και (β)
Ο περί Αναπτύξεως Ηλεκτρισμού Νόμος, Κεφ. 171 και Νόμοι 10 του 1960, 16 του 1960, 24 του 1963, 45 του 1969, 53 του 1977, 31 του 1979, 116 του 1990, 250 του 1990, 40(Ι) του 1995, 15(Ι) του 1996, 75(Ι) του 1998, 143(Ι) του 1999 και 158(Ι) του 2000. άρθρο 25(α)
Ο περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου Νόμος, Κεφ. 300Α και Νόμοι 46 του 1959, 20 του 1960, 21 του 1960, 27 του 1961, 69 του 1961, 26 του 1962, 39 του 1963, 61 του 1972, 52 του 1977, 21 του 1979, 68 το 1985, 212 του 1987, 284 του 1987, 9 του 1988, 204 του 1991, 238 του 1991, 38(Ι) του 1995, 8(Ι) του 1998, 24(Ι) του 2000, 7(Ι) του 2001, 40(Ι) του 2001, 60(Ι) του 2001 και 83(Ι) του 2001. άρθρο 32(1)(α)
Ο περί Υπηρεσίας Τηλεπικοινωνιών Νόμος, Κεφ. 302, και Νόμοι 20 του 1960, 34 του 1962, 25 του 1963, 54 του 1977, 98 του 1988, 21 του 1989, 39(Ι) του 1995,20(Ι) του 1998, 159(Ι) του 2000 και 149(Ι) του 2001. άρθρο 21(α)
Ο περί Ρυθμίσεως και Ελέγχου της Βιομηχανίας Αμπελουργικών Προϊόντων Νόμος 52 του 1965 και Νόμοι 33 του 1966, 77 του 1970, 59 του 1973, 46 του 1976, 131 του 1987, 6 του 1988 και 155 του 1989. άρθρο 15(α)
Ο περί Αρχής Κρατικών Εκθέσεων Νόμος 93 το 1968 και Νόμοι 28 του 1973, 10(Ι) του 1995 και 36(Ι) του 1995. άρθρο 15(α)
Ο περί Κυπριακού Οργανισμού Αθλητισμού Νόμος 41 του 1969 και Νόμοι 22 του 1972, 2 του 1973, 51 του 1977, 79 του 1980, 87 του 1985, 140 του 1991, 70(Ι) του 1992, 101(Ι) του 1992, 86(Ι) του 1995 και 87(Ι) του 1996. άρθρο 20(α)
Ο περί Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού Νόμος 54 του 1969 και Νόμοι 50 του 1977, 48 του 1978, 62 του 1979, 66 του 1980, 63 του 1981, 16 του 1985, 34 του 1995, 3(Ι) του 1997 και 19(Ι) του 1999. άρθρο 19(α)
Ο περί Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου Νόμος 71 του 1970 και Νόμοι 36 του 1972, 68 του 1979, 87(Ι) του 1995 και 147(Ι) του 1999. άρθρο 15(α)
Ο περί Αρχής Λιμένων Κύπρου Νόμος 38 του 1973 και Νόμοι 59 του 1977, 28 του 1979, 195 του 1986,20 του 1987, 62 του 1987,207 του 1988,229 του 1989,59(Ι) του 1992,51(Ι) του 1993 και 2(Ι) του 1997. άρθρο 29(α)
Ο περί Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού Νόμος 125(Ι) του 1999. άρθρο 27(α)
Ο περί Κυπριακών Προτύπων και Ελέγχου Ποιότητος Νόμος 68 του 1975 και Νόμοι 6 του 1977, 16 του 1983 και 24(Ι) του 1996. άρθρο 22(α)
Ο περί Γεωργικής Ασφαλίσεως Νόμος 19 του 1977 και Νόμοι 1 του 1978, 11 του 1980, 26 του 1980, 12 του 1985, 35 του 1987, 235 του 1988, 178 του 1990, 207 του 1991, 17(Ι) του 1992, 25(Ι) του 1993, 12(Ι) του 1995, 20(Ι) του 1995 , 74(Ι) του 1997,2(Ι) του 1998 και 58(Ι) του 1998. άρθρο 32(1)(α)
Ο περί Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης Νόμος 43 του 1980 και Νόμοι 18 του 1982, 34 του 1991, 36(Ι) του 1996, 17(Ι) του 1998, 26(Ι) του 2000 και 132(Ι) του 2000. άρθρο 21 (γ)
Ο περί Κυπριακού Οργανισμού Αναπτύξεως Γης Νόμος 42 του 1980 και Νόμοι 48 του 1988 και 99 του 1988. άρθρο 29(γ)
Ο περί Σφαγείων Νόμος 69 του 1981 και Νόμοι 53 του 1989, 73(Ι) του 1995 και 114(Ι) του 1996. άρθρο 24(α)
Ο περί Εμπορίας Κυπριακών Πατατών Νόμος 59 του 1964 και Νόμοι 83 του 1968, 132 του 1987, 106(Ι) του 1995 και 32(Ι) του 2000. άρθρο 59Α(1)
Ο περί Κυπριακού Οργανισμού Σήμανσης Αντικειμένων από Πολύτιμα Μέταλλα Νόμος 179 του 1991 και Νόμοι 13(Ι) του 1998, 46(Ι) του 2000 και 139(Ι) του 2000. άρθρο 32(1)(α)
Ο περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (Κεντρικό Αποθετήριο και Κεντρικό Μητρώο Αξιών) Νόμος 27(Ι) του 1996 και 62(Ι) του 2001. άρθρο 23
Σημείωση
3 του Ν.136(I)/2002Έναρξη ισχύος του Ν.136(I)/2002

Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν.136(I)/2002] τίθεται σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2003.