52.—(1) Κάθε σχέδιο, ο διευθυντής και ο εμπιστευματοδόχος του διασφαλίζουν ότι τηρούνται τα βιβλία και αρχεία, που κατά καιρούς ορίζει η Τράπεζα με κανονισμούς, και πληροφορούν την Τράπεζα αναφορικά με τη διεύθυνση όπου τα εν λόγω βιβλία ή αρχεία τηρούνται, για σκοπούς επιθεώρησης τους.
(2) Για σκοπούς επιθεώρησης η Τράπεζα εισπράττει το καθορισμένο δικαίωμα.
(3)(α) Εξουσιοδοτημένο πρόσωπο δύναται, παρουσιάζοντας την εξουσιοδότησή του από την Τράπεζα, να επιθεωρεί, λαμβάνει αντίγραφα και διερευνά οτιδήποτε κατά την κρίση του αφορά—
(i) Βιβλία και αρχεία που τηρούνται δυνάμει του Νόμου ή διοικητικής πράξης που εκδίδεται δυνάμει αυτού·
(ii) οποιοδήποτε άλλο έγγραφο του σχεδίου, του διευθυντή ή εμπιστευματοδόχου που σχετίζεται με τις εργασίες του σχεδίου.
(β) Πρόσωπο το οποίο έχει υπό τον έλεγχο του ή στην κατοχή του ή διαθέτει την ευχέρεια προσκόμισης οποιουδήποτε από τα προαναφερθέντα βιβλία, αρχεία ή άλλα έγγραφα έχει υποχρέωση, ύστερα από αίτηση από εξουσιοδοτημένο πρόσωπο—
(i) Να τα παρουσιάσει και να επιτρέψει στο εξουσιοδοτημένο πρόσωπο να τα επιθεωρήσει και να εφοδιαστεί με αντίγραφα·
(ii) να παρέχει οποιεσδήποτε πληροφορίες οι οποίες μπορεί εύλογα να ζητηθούν σε σχέση με αυτά· και
(iii) να παρέχει οποιαδήποτε εύλογη υπό τις περιστάσεις βοήθεια και πληροφορία.
(γ) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, οι όροι "βιβλία", "αρχεία" ή "άλλα έγγραφα" περιλαμβάνουν και οποιαδήποτε έγγραφα ή πληροφορίες που τηρούνται σε μη αναγνώσιμη μορφή με τη χρήση ηλεκτρονικών ή άλλων μέσων και τα οποία επιδέχονται αναπαραγωγή σε αναγνώσιμη μορφή και όλα τα ηλεκτρονικά ή άλλα αυτόματα μέσα, αν υπάρχουν, από τα οποία είναι δυνατή η αναπαραγωγή οποιουδήποτε τέτοιου εγγράφου ή πληροφορίας.
(4) Βιβλία και αρχεία που τηρούνται δυνάμει του παρόντος άρθρου είναι επιπρόσθετα εκείνων για τα οποία υπάρχει υποχρέωση να τηρούνται δυνάμει οποιουδήποτε άλλου νόμου, και φυλάσσονται για τόση περίοδο, όση η Τράπεζα ορίζει.
(5)(α) Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού, "εξουσιοδοτημένο πρόσωπο" σημαίνει—
(i) Αξιωματούχο ή υπάλληλο της Τράπεζας, ή
(ii) οποιοδήποτε πρόσωπο που, κατά τη γνώμη της Τράπεζας, κατέχει κατάλληλα προσόντα ή πείρα και που διορίζεται από την Τράπεζα να διεξάγει την επιθεώρηση στην οποία αναφέρεται το άρθρο αυτό ή μέρος της.
(β) Η Τράπεζα δύναται να αποφασίζει ότι οποιαδήποτε έξοδα του εξουσιοδοτημένου προσώπου που σχετίζονται με την εκτέλεση των εργασιών του δυνάμει του άρθρου αυτού καταβάλλονται από το σχέδιο, το διευθυντή ή τον εμπιστευματοδόχο του.
53.—(1) Χωρίς επηρεασμό των εξουσιών της Τράπεζας δυνάμει του Νόμου, η Τράπεζα δύναται να υποβάλλει αίτηση στο δικαστήριο και οφείλει να το πράξει αν της ζητηθεί από μεριδιούχους που κατέχουν το δέκα τοις εκατόν ή περισσότερο της καθαρής αξίας του σχεδίου και το δικαστήριο δύναται, αν ικανοποιείται ότι υφίστανται οι προϋποθέσεις, που προβλέπονται στο εδάφιο (2) να διορίζει έναν ή περισσότερους επιθεωρητές για να διερευνήσουν τις εργασίες που διεξάγει το σχέδιο, ο διευθυντής ή ο εμπιστευματοδόχος του και, όταν το δικαστήριο κρίνει ότι είναι απαραίτητο, τις εργασίες οποιωνδήποτε συνδεδεμένων οργανισμών των προαναφερομένων και να υποβάλει σχετική έκθεση σύμφωνα με τις οδηγίες του δικαστηρίου.
(2) Το δικαστήριο δύναται να διορίζει επιθεωρητή δυνάμει του παρόντος άρθρου, όταν ικανοποιείται ότι υπάρχουν περιστάσεις που δείχνουν ότι—
(α) Παραβλάπτονται ή παραγνωρίζονται τα συμφέροντα των μεριδιούχων· ή
(β) δεν παρέχονται στους μεριδιούχους όλες οι εύλογα αναμενόμενες πληροφορίες αναφορικά με τις εργασίες του σχεδίου· ή
(γ) οι εργασίες του σχεδίου διεξάγονται με τρόπο που είναι δυνατό να εξαπατήσει τους μεριδιούχους ή πιστωτές του ή τους πιστωτές οποιουδήποτε άλλου προσώπου ή διεξάγονται με οποιοδήποτε άλλο μη νόμιμο τρόπο· ή
(δ) το σχέδιο, ο διευθυντής ή ο εμπιστευματοδόχος του παραλείπουν κατ' επανάληψη να συμμορφωθούν με τις απαιτήσεις του Νόμου ή διοικητικής πράξης που εκδίδεται δυνάμει αυτού· ή
(ε) ο διορισμός του επιθεωρητή επιβάλλεται χάριν της αποτελεσματικότερης ρύθμισης της λειτουργίας διεθνών συλλογικών επενδυτικών σχεδίων.
(3) Το δικαστήριο, κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας δυνάμει της διάταξης αυτής, δύναται να λαμβάνει υπόψη οτιδήποτε είναι δυνατό να το υποβοηθήσει στην έκδοση της απόφασής του, συμπεριλαμβανομένων και γεγονότων που συμβαίνουν εκτός της Δημοκρατίας.
(4) Η Τράπεζα, πριν υποβάλει αίτηση στο δικαστήριο για διορισμό επιθεωρητή δυνάμει του άρθρου αυτού, δύναται να ειδοποιήσει γραπτώς, αν είναι της γνώμης ότι τέτοια ειδοποίηση δεν είναι επιβλαβής για το συμφέρον των μεριδιούχων ή πιστωτών του σχεδίου, το σχέδιο, το διευθυντή και τον εμπιστευματοδόχο του, για την πρόθεσή της και τους λόγους στους οποίους αυτή στηρίζεται, και σε τέτοια περίπτωση, οι προαναφερόμενοι μέσα σε τέτοια περίοδο όπως η Τράπεζα ορίζει στην ειδοποίηση, έχουν δικαίωμα να δώσουν γραπτώς σχετικές επεξηγήσεις στην Τράπεζα σχετικά με τις ενέργειές τους.
(5) Όταν ο επιθεωρητής θεωρεί αναγκαίο για τους σκοπούς της έρευνας δυνάμει του εδαφίου (1) να διερευνήσει τις εργασίες οποιουδήποτε άλλου σχεδίου, υποβάλλει αίτηση στο δικαστήριο για έκδοση διατάγματος για διεύρυνση των σκοπών της έρευνάς του, και σε περίπτωση έκδοσης τέτοιου διατάγματος, ο επιθεωρητής δικαιούται να διερευνήσει και τις εργασίες του άλλου αυτού σχεδίου, του διευθυντή ή εμπιστευματοδόχου του, και οποιωνδήποτε συνδεδεμένων οργανισμών των προαναφερομένων και οφείλει να περιλάβει στην έκθεσή του αναφορά για τις εργασίες τους.
(6) Όταν το δικαστήριο διορίζει επιθεωρητή δυνάμει του εδαφίου (1), δύναται οποτεδήποτε να δίνει τέτοιες οδηγίες, όπως αυτό θεωρεί κατάλληλο, με σκοπό να διασφαλίζει ότι η έρευνα διεξάγεται με τον πιο αποδοτικό και οικονομικό τρόπο.
(7)(α) Σε περίπτωση έρευνας δυνάμει του άρθρου αυτού—
(i) Το σχέδιο, ο διευθυντής και ο εμπιστευματοδόχος του ή οποιοσδήποτε συνδεδεμένος οργανισμός των προαναφερομένων και όλοι οι αξιωματούχοι τους περιλαμβανομένων προσώπων και εκτός της Δημοκρατίας,
(ii) οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, περιλαμβανομένων και προσώπων εκτός της Δημοκρατίας, που ο επιθεωρητής θεωρεί ότι δυνατό να κατέχουν ή να έχουν τη δυνατότητα να προσκομίσουν οποιαδήποτε πληροφορία που αφορά τις εργασίες του σχεδίου, έχουν καθήκον, όταν τους ζητηθεί, να παρουσιάσουν στον επιθεωρητή όλα τα βιβλία, αρχεία ή άλλα έγγραφα που έχουν σχέση με τις εργασίες σχεδίου που διερευνά δυνάμει των εδαφίων (1) ή (5) και τα οποία βρίσκονται υπό τον έλεγχό τους, στην κατοχή τους ή που έχουν τη δυνατότητα να προσκομίσουν και να εμφανιστούν ενώπιον του επιθεωρητή σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο και να παράσχουν σ' αυτόν κάθε εύλογα δυνατή βοήθεια σχετικά με την έρευνα.
(β) Αν ο επιθεωρητής έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι οποιοδήποτε πρόσωπο διατηρεί ή διατηρούσε, τώρα ή κατά οποιοδήποτε χρόνο στο παρελθόν, λογαριασμό οποιασδήποτε μορφής σε τράπεζα ή σε οποιοδήποτε άλλο χρηματοοικονομικό οργανισμό που—
(i) Χρησιμοποιήθηκε στη χρηματοδότηση οποιασδήποτε συναλλαγής, διευθέτησης ή συμφωνίας που σχετίζεται με τις εργασίες σχεδίου για το οποίο διεξάγεται έρευνα δυνάμει του άρθρου αυτού, και
(ii) συνδέθηκε με οποιοδήποτε τρόπο με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη, ή με σειρά πράξεων ή παραλείψεων, που συνιστούν δόλια ή μη κακοδιαχείριση έναντι του σχεδίου, ή οποιουδήποτε μεριδιούχου ή πιστωτή του σχεδίου, ο επιθεωρητής δύναται να ζητήσει από το πρόσωπο αυτό να προσαγάγει σ' αυτόν όλα τα έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή του ή υπό τον έλεγχό του αναφορικά με τον εν λόγω λογαριασμό.
(γ) Όταν οποιοδήποτε πρόσωπο που αναφέρεται σ' αυτό το άρθρο αρνείται να προσαγάγει στον επιθεωρητή οποιαδήποτε βιβλία, αρχεία ή άλλα έγγραφα ή αρνείται να εμφανιστεί ενώπιον του επιθεωρητή ή αρνείται να απαντήσει οποιαδήποτε ερώτηση υποβαλλόμενη σ' αυτό από τον επιθεωρητή σχετικά με τις εργασίες του σχεδίου, οι εργασίες του οποίου διερευνώνται δυνάμει του άρθρου αυτού, ο επιθεωρητής δύναται με γραπτή αναφορά του να πληροφορήσει το δικαστήριο για την πιο πάνω άρνηση. Το δικαστήριο ακολούθως δύναται να διερευνήσει την υπόθεση και, αφού ακούσει μάρτυρες που δυνατό να καταθέσουν εναντίον ή εκ μέρους του εν λόγω προσώπου και οποιαδήποτε δήλωση προβάλλεται για υπεράσπιση, να εκδώσει οποιοδήποτε διάταγμα ή οδηγία, όπως αυτό θεωρεί κατάλληλο, περιλαμβανομένης—
(i) Οδηγίας που ν' απευθύνεται στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο να παρουσιάσει συγκεκριμένα βιβλία, αρχεία, ή άλλα έγγραφα ή να εμφανιστεί ενώπιον του επιθεωρητή ή να απαντήσει σε συγκεκριμένη ερώτηση υποβαλλόμενη σ' αυτό από τον επιθεωρητή, ή
(ii) οδηγίας ότι το εν λόγω πρόσωπο δε χρειάζεται να παρουσιάσει συγκεκριμένα βιβλία, αρχεία ή άλλα έγγραφα ή να εμφανιστεί ενώπιον του επιθεωρητή ή να απαντήσει συγκεκριμένη ερώτηση υποβαλλόμενη σ' αυτό από τον επιθεωρητή.
(δ) Ο επιθεωρητής δύναται να εξετάζει ενόρκως προφορικά ή ενόρκως με γραπτό ερωτηματολόγιο οποιοδήποτε πρόσωπο αναφέρεται στο εδάφιο 7(α)και δύναται για το σκοπό αυτό—
(i) Να δέχεται ένορκες δηλώσεις και
(ii) να καταγράφει τις απαντήσεις του εξεταζόμενου προσώπου τις οποίες ν' απαιτεί από το πρόσωπο αυτό να τις υπογράψει.
(8)(α) Τα έξοδα της έρευνας, περιλαμβανομένων των δικαιωμάτων του επιθεωρητή που έχει διοριστεί από το δικαστήριο δυνάμει του εδαφίου (1), καταβάλλονται από την Τράπεζα, αλλά το δικαστήριο δύναται να διατάξει οποιοδήποτε πρόσωπο που αναφέρεται στην έκθεση να πληρώσει στην Τράπεζα οποιαδήποτε έξοδα ή μέρος αυτών στα οποία η Τράπεζα έχει υποβληθεί.
(β) Ο επιθεωρητής δύναται, αν κρίνει σκόπιμο, και υποχρεούται, αν το δικαστήριο διατάξει, να περιλάβει στην έκθεσή του σύσταση αναφορικά με οποιεσδήποτε οδηγίες που υπό το φως της έρευνάς του θεωρεί πρέπον να εκδοθούν* δυνάμει του εδαφίου (8)(α).
(9)(α) Ο επιθεωρητής δύναται, αν κρίνει σκόπιμο, και υποχρεούται, αν το δικαστήριο διατάξει, να υποβάλει ενδιάμεση έκθεση στο δικαστήριο και έχει υποχρέωση, αφού συμπληρωθεί η έρευνά του, να υποβάλει τελική έκθεση, αλλά οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της έρευνας, έστω και αν δεν έχει υποβάλει ενδιάμεση έκθεση, δύναται να πληροφορήσει το δικαστήριο για οτιδήποτε περιέρχεται στην αντίληψή του ως αποτέλεσμα της έρευνας, που τείνει να καταδείξει ότι διαπράχθηκε αδίκημα.
(β) Όταν υποβάλλεται έκθεση δυνάμει του άρθρου αυτού το δικαστήριο—
(i) Αποστέλλει αντίγραφο της έκθεσης στην Τράπεζα και
(ii) αν κρίνει σκόπιμο—
— εφοδιάζει με αντίγραφο αυτής το σχέδιο, το διευθυντή, τον εμπιστευματοδόχο του και τον ελεγκτή του σχεδίου,
— παρέχει αντίγραφο αυτής κατόπιν αιτήματος και με πληρωμή τέτοιων δικαιωμάτων, όπως το δικαστήριο καθορίζει, σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που είναι μεριδιούχος του σχεδίου ή του οποίου τα συμφέροντα επηρεάζονται ως πιστωτή του σχεδίου είτε με οποιοδήποτε άλλο τρόπο,
— μεριμνά για την εκτύπωση και δημοσίευση της έκθεσης,
— διατάζει να μη συμπεριληφθεί οποιοδήποτε μέρος της έκθεσης που γίνεται σύμφωνα με το άρθρο αυτό σε αντίγραφο που στέλλεται, εφοδιάζεται ή δημοσιεύεται δυνάμει του εδαφίου αυτού.
(10) Το δικαστήριο, κατόπιν μελέτης της έκθεσης που υποβάλλεται δυνάμει του εδαφίου (9), δύναται να—
(i) Εκδώσει οποιοδήποτε διάταγμα σε σχέση με θέματα που προκύπτουν από την έκθεση περιλαμβανομένου—
— διατάγματος για την εκκαθάριση ή διάλυση του σχεδίου,
— διατάγματος για την αποκατάσταση οποιασδήποτε βλάβης την οποία υφίσταται οποιοδήποτε πρόσωπο του οποίου τα συμφέροντα επηρεάστηκαν δυσμενώς από τη διαχείριση των εργασιών του σχεδίου, νοουμένου ότι το δικαστήριο, κατά την έκδοση τέτοιου διατάγματος, λαμβάνει υπόψη τα συμφέροντα οποιουδήποτε προσώπου τα οποία δυνατό να επηρεαστούν δυσμενώς από το διάταγμα·
(ii) παραπέμψει οποιοδήποτε θέμα που προκύπτει από την εν λόγω έκθεση στο Γενικό Εισαγγελέα για διερεύνηση.
54.—(1) Σχέδιο, ο διευθυντής και ο εμπιστευματοδόχος του οφείλουν να παρέχουν στην Τράπεζα τέτοιες πληροφορίες και καταστάσεις που αφορούν την εργασία του σχεδίου, του διευθυντή ή του εμπιστευματοδόχου του, οποτεδήποτε η Τράπεζα κατά καιρούς ορίζει, και οι οποίες κρίνονται από την Τράπεζα απαραίτητες για την πρέπουσα εκπλήρωση των κατά νόμο λειτουργιών της.
(2) Το εδάφιο (1) εφαρμόζεται και στην περίπτωση των συνδεδεμένων οργανισμών στο βαθμό που οι πληροφορίες και οι καταστάσεις που ζητούνται από την Τράπεζα είναι, κατά τη γνώμη της, ουσιωδώς σχετικές με την κατάλληλη εκτίμηση των εργασιών του σχεδίου.
55. Καμιά αλλαγή στα ιδρυτικά έγγραφα ή στην πρόσκληση για εγγραφή ή στο όνομα σχεδίου δεν επιτρέπεται χωρίς την προηγούμενη έγκριση της Τράπεζας.
56.—(1) Όταν η Τράπεζα κρίνει ότι οποιαδήποτε από τα απαιτούμενα κριτήρια για την αναγνώριση σχεδίου έπαυσαν να πληρούνται ή ότι το σχέδιο, ο διευθυντής ή ο εμπιστευματοδόχος—
(α) Δεν είναι σε θέση ή δεν αναμένεται να είναι σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του έναντι των μεριδιούχων ή των πιστωτών του σχεδίου· ή
(β) έχει παραβεί οποιαδήποτε διάταξη του Νόμου ή διοικητική πράξη που εκδίδεται δυνάμει αυτού, ή εν γνώση του έχει υποβάλει στην Τράπεζα αναληθείς, ανακριβείς ή παραπλανητικές πληροφορίες· ή
(γ) δεν εκπληρώνει πλέον τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται από την Τράπεζα σχετικά με κεφαλαιουχική επάρκεια, δύναται να απαιτήσει γραπτώς από το σχέδιο, το διευθυντή ή τον εμπιστευματοδόχο του να λάβουν τα μέτρα που, κατά τη γνώμη της, είναι αναγκαία για την αποτελεσματική ρύθμιση του σχεδίου ή για την προστασία των μεριδιούχων ή των πιστωτών του σχεδίου, περιλαμβανομένης και της εκκαθάρισης ή της διάλυσης του σχεδίου ή της αναστολής των εργασιών.
(2) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1) η Τράπεζα δύναται να λαμβάνει υπόψη οτιδήποτε αφορά το σχέδιο, το διευθυντή, τον εμπιστευματοδόχο του ή συνδεδεμένο οργανισμό των προαναφερομένων.
(3) Η Τράπεζα δύναται οποτεδήποτε να ανακαλεί την απαίτησή της για λήψη μέτρων η οποία εκδόθηκε δυνάμει του εδαφίου (1).
(4) Ενόσω διαρκεί η απαίτηση που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου αυτού, το δικαστήριο δύναται κατόπιν αίτησης της Τράπεζας να εκδώσει διάταγμα για την παρεμπόδιση οποιασδήποτε διάθεσης στοιχείων του ενεργητικού του σχεδίου.
57.—(1) Η Τράπεζα δύναται να ανακαλεί την αναγνώριση σχεδίου, αν διαπιστώνει ότι—
(α) Οποιαδήποτε από τα απαιτούμενα κριτήρια για την αναγνώριση του σχεδίου δεν πληρούνται πλέον· ή
(β) για σκοπούς προστασίας των συμφερόντων των μεριδιούχων είναι ανεπιθύμητη η συνέχιση της αναγνώρισης του σχεδίου· ή
(γ) το σχέδιο, ο διευθυντής ή ο εμπιστευματοδόχος του έχουν παραβεί οποιαδήποτε διάταξη του Νόμου ή διοικητική πράξη που εκδίδεται δυνάμει αυτού, ή εν γνώση τους έχουν υποβάλει στην Τράπεζα αναληθείς, ανακριβείς ή παραπλανητικές πληροφορίες.
(2) Η Τράπεζα δύναται να ανακαλεί την αναγνώριση του σχεδίου κατόπιν αίτησης από το σχέδιο, το διευθυντή ή τον εμπιστευματοδόχο, αλλά δύναται να αρνηθεί να το πράξει αν κρίνει ότι οποιοδήποτε ζήτημα σχετικά με το σχέδιο πρέπει να διερευνηθεί προτού ληφθεί οποιαδήποτε απόφαση σχετικά με την ανάκληση της αναγνώρισης, ή ότι η ανάκληση δεν είναι προς το συμφέρον των μεριδιούχων.
(3) Η Τράπεζα ειδοποιεί αμέσως μετά την ανάκληση της αναγνώρισης το σχέδιο, το διευθυντή και τον εμπιστευματοδόχο του και το γρηγορότερο δυνατό δημοσιεύει ανακοίνωση της ανάκλησης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και σε μία τουλάχιστο ημερήσια εφημερίδα του εξωτερικού με διεθνή κυκλοφορία, ενώ στην περίπτωση διεθνούς επενδυτικής εταιρείας και διεθνούς επενδυτικού συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης αποστέλλει αντίγραφο της ανακοίνωσης αυτής στον Έφορο.
(4) Το δικαστήριο ύστερα από αίτηση της Τράπεζας δύναται να εκδίδει διάταγμα για την παρεμπόδιση οποιασδήποτε διάθεσης στοιχείων του ενεργητικού του σχεδίου του οποίου η αναγνώριση ανακλήθηκε.
(5) Σχέδιο, η αναγνώριση του οποίου έχει ανακληθεί, εκκαθαρίζεται ή διαλύεται το γρηγορότερο δυνατό και είναι καθήκον του σχεδίου, του διευθυντή και του εμπιστευματοδόχου του να εξασφαλίζουν ότι το σχέδιο εκκαθαρίζεται ή διαλύεται το γρηγορότερο δυνατό.
58.—(1) Η Τράπεζα δύναται, κατά την κρίση της, να απαιτήσει την αντικατάσταση του διευθυντή ή του εμπιστευματοδόχου σχεδίου με άλλο διευθυντή ή εμπιστευματοδόχο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η Τράπεζα ικανοποιείται ότι ο διευθυντής ή ο εμπιστευματοδόχος—
(α) Απέτυχε να επιδείξει την εύλογα αναμενόμενη από αυτόν ικανότητα και ακεραιότητα στην εκτέλεση των καθηκόντων του· ή
(β) έπαψε να χαίρει καλής φήμης· ή
(γ) δεν είναι προς το συμφέρον των μεριδιούχων να παραμείνει ως διευθυντής ή εμπιστευματοδόχος· ή
(δ) έπαψε να πληρεί τα απαιτούμενα κριτήρια, δυνάμει των άρθρων 39 ή 46, ανάλογα με την περίπτωση· ή
(ε) έχει παραβεί οποιαδήποτε διάταξη του Νόμου ή διοικητική πράξη που εκδίδεται δυνάμει αυτού ή εν γνώση του έχει υποβάλει στην Τράπεζα αναληθείς, ανακριβείς ή παραπλανητικές πληροφορίες.
(2) Οι ευθύνες του διευθυντή ή του εμπιστευματοδόχου ο οποίος αντικαθίσταται με άλλον, δυνάμει του άρθρου αυτού, δεν επηρεάζονται όσον αφορά τα χρέη και τις υποχρεώσεις του σχεδίου.
59.—(1) Όταν η Τράπεζα προτίθεται να απαιτήσει γραπτώς τη λήψη μέτρων δυνάμει του άρθρου 56 ή να ανακαλέσει την αναγνώριση του σχεδίου δυνάμει του άρθρου 57 ή να απαιτήσει την αντικατάσταση του διευθυντή ή του εμπιστευματοδόχου, δυνάμει του άρθρου 58, δίνει στο σχέδιο, στο διευθυντή ή στον εμπιστευματοδόχο ειδοποίηση σχετικά με την εν λόγω πρόθεσή της.
(2) Με τη λήψη της πιο πάνω ειδοποίησης το σχέδιο, ο διευθυντής ή ο εμπιστευματοδόχος φροντίζει ώστε οι μεριδιούχοι να ενημερωθούν σχετικά με το περιεχόμενο της εν λόγω ειδοποίησης της Τράπεζας.
(3) Το σχέδιο, ο διευθυντής ή ο εμπιστευματοδόχος ή οποιοσδήποτε μεριδιούχος δύναται να προβεί σε γραπτές παραστάσεις προς την Τράπεζα μέσα σε δεκαπέντε μέρες ή μέσα σε άλλη προθεσμία την οποία η Τράπεζα ορίζει από την ημέρα της επίδοσης της ειδοποίησης, σύμφωνα με το εδάφιο (1).
(4) Η Τράπεζα έχει υποχρέωση να λαμβάνει υπόψη οποιεσδήποτε παραστάσεις έγιναν σύμφωνα με το εδάφιο (3), πριν αποφασίσει αν θα απαιτήσει να ληφθούν μέτρα ή αν θα ανακαλέσει την αναγνώριση του σχεδίου ή αν θα αντικαταστήσει το διευθυντή ή τον εμπιστευματοδόχο, ανάλογα με την περίπτωση.
(5) Ανεξάρτητα από τις προηγούμενες διατάξεις, η Τράπεζα απαιτεί γραπτώς τη λήψη μέτρων, ανακαλεί την αναγνώριση του σχεδίου ή αντικαθιστά το διευθυντή ή τον εμπιστευματοδόχο, χωρίς να δώσει ειδοποίηση δυνάμει του εδαφίου (1), αν κρίνει ότι αυτό είναι προς το συμφέρον των μεριδιούχων ή των πιστωτών του σχεδίου.
60.—(1) Το δικαστήριο κατόπιν αίτησης της Τράπεζας, αφού πεισθεί ότι σχέδιο ή ο διευθυντής ή ο εμπιστευματοδόχος του παρέλειψε να συμμορφωθεί προς οποιαδήποτε διάταξη του Νόμου ή διοικητική πράξη που εκδίδεται δυνάμει αυτού, δύναται με διάταγμα να απαγορεύσει τη συνέχιση της παράλειψης ή να επιβάλει στο σχέδιο, στο διευθυντή ή στον εμπιστευματοδόχο του συμμόρφωση προς το Νόμο ή προς διοικητική πράξη που εκδίδεται δυνάμει αυτού.
(2) Το δικαστήριο κατά την εξέταση οποιασδήποτε αίτησης υποβάλλεται δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου αυτού, δύναται να εκδώσει προσωρινό ή ενδιάμεσο διάταγμα.
(3) Αίτηση δυνάμει του άρθρου αυτού κοινοποιείται στο σχέδιο, στο διευθυντή ή στον εμπιστευματοδόχο.
(4) Με τη λήψη της ειδοποίησης για την αίτηση, δυνάμει του άρθρου αυτού, το σχέδιο, ο διευθυντής ή ο εμπιστευματοδόχος φροντίζει, ώστε οι μεριδιούχοι να πληροφορηθούν χωρίς καθυστέρηση το περιεχόμενο της ειδοποίησης.
61.—(1) Τηρουμένου του εδαφίου (2) του άρθρου αυτού, αν το δικαστήριο κατόπιν αίτησης του εκκαθαριστή ή της Τράπεζας ή οποιουδήποτε μεριδιούχου ή πιστωτή σχεδίου που τελεί υπό εκκαθάριση ή διάλυση και δεν είναι σε θέση να πληρώσει όλα τα χρέη του κρίνει ότι υπήρξε παράβαση οποιουδήποτε άρθρου του Νόμου ή διοικητικής πράξης που εκδίδεται δυνάμει αυτού, η οποία—
(α) Συνέβαλε στην αδυναμία του σχεδίου να πληρώσει τα χρέη του· ή
(β) οδήγησε σε ουσιώδη αβεβαιότητα ως προς το ενεργητικό και τις υποχρεώσεις του σχεδίου, τις συνεισφορές των μεριδιούχων και τις επενδύσεις του εν λόγω σχεδίου· ή
(γ) ουσιωδώς παρεμπόδισε την εύρυθμη εκκαθάρισή του, δύναται να προβεί στη δήλωση ότι οποιοσδήποτε από τους νυν ή πρώην αξιωματούχους του σχεδίου, ο διευθυντής ή ο εμπιστευματοδόχος του ευθύνεται για την παράβαση και είναι προσωπικά υπεύθυνος για το σύνολο ή για το μέρος των χρεών και των άλλων υποχρεώσεων του σχεδίου, όπως καθορίζει το δικαστήριο.
(2) Κατά την ακρόαση της αίτησης δυνάμει του εδαφίου (1), το πρόσωπο που υποβάλλει την αίτηση δύναται να προσκομίζει αποδείξεις ή να καλεί μάρτυρες.
(3)(α) Όταν το δικαστήριο προβαίνει σε δήλωση δυνάμει του εδαφίου (1) δύναται ταυτόχρονα να δίνει τις οδηγίες που κρίνει αναγκαίες, ώστε η δήλωση να καταστεί αποτελεσματική, και ειδικότερα να προνοεί ότι η ευθύνη οποιουδήποτε προσώπου αναφέρεται στη δήλωση αποτελεί επιβάρυνση—
(i) Επί οποιουδήποτε χρέους ή οποιασδήποτε υποχρέωσης οφείλεται από το σχέδιο στο εν λόγω πρόσωπο·
(ii) επί οποιασδήποτε υποθήκης ή επιβάρυνσης ή συμφέροντος επί οποιασδήποτε υποθήκης ή επιβάρυνσης επί του ενεργητικού του σχεδίου το οποίο κέκτηται το εν λόγω πρόσωπο ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο για λογαριασμό του εν λόγω προσώπου και δύναται κατά καιρούς να εκδίδει διάταγμα το οποίο θεωρεί αναγκαίο για σκοπούς εκτέλεσης οποιασδήποτε επιβάρυνσης επιβάλλεται δυνάμει του εδαφίου αυτού.
(β) Στις περιπτώσεις διεθνών επενδυτικών εταιρειών και διεθνών επενδυτικών συνεταιρισμών περιορισμένης ευθύνης αντίγραφο της δήλωσης που αναφέρεται στην παράγραφο 3(α) πιο πάνω κατατίθεται στον Έφορο, ενώ στην περίπτωση διεθνών εμπιστευμάτων μονάδων σχεδίου κατατίθεται μόνο στην Τράπεζα και είναι διαθέσιμη για δημόσιο έλεγχο.
(4) Το δικαστήριο κατά την ακρόαση της αίτησης, δυνάμει του εδαφίου (1), σχετικά με οποιοδήποτε πρόσωπο, λαμβάνει υπόψη τα ακόλουθα:
(α) Ότι το εν λόγω πρόσωπο πήρε όλα τα εύλογα μέτρα για την εξασφάλιση συμμόρφωσης του σχεδίου, του διευθυντή ή του εμπιστευματοδόχου του προς τις διατάξεις του Νόμου ή διοικητικής πράξης που εκδίδεται δυνάμει αυτού·
(β) ότι το εν λόγω πρόσωπο εύλογα πίστευε ότι ικανό και αξιόπιστο πρόσωπο που επίσημα διορίστηκε για το σκοπό αυτό ήταν επιφορτισμένο με το καθήκον να διασφαλίζει ότι το σχέδιο, ο διευθυντής και ο εμπιστευματοδόχος του συμμορφώνονταν προς τις διατάξεις του Νόμου ή διοικητικής πράξης που εκδίδεται δυνάμει αυτού.
(5) Το άρθρο αυτό εφαρμόζεται παρά το ότι το πρόσωπο, σε σχέση με το οποίο ζητείται η δήλωση δυνάμει του εδαφίου (1), υπόκειται σε ποινική δίωξη για αδίκημα που διαπράχθηκε σε σχέση με τα ίδια γεγονότα βάσει των οποίων ζητείται η δήλωση ή έχει καταδικαστεί για τέτοιο αδίκημα.
(6)(α) Αν για σχέδιο που τελεί υπό εκκαθάριση ή διάλυση και αδυνατεί να πληρώσει όλα τα χρέη του το δικαστήριο κρίνει ότι υπήρξε παράβαση οποιουδήποτε άρθρου του Νόμου ή διοικητικής πράξης που εκδίδεται δυνάμει αυτού, η οποία—
(i) Συνέβαλε στην αδυναμία του σχεδίου να καταβάλει τα χρέη του· ή
(ii) οδήγησε σε ουσιώδη αβεβαιότητα ως προς το ενεργητικό και τις υποχρεώσεις του, τις συνεισφορές των μεριδιούχων και τις επενδύσεις του εν λόγω σχεδίου· ή
(iii) ουσιωδώς παρεμπόδισε την εύρυθμη εκκαθάριση του, κάθε αξιωματούχος του σχεδίου, του διευθυντή ή του εμπιστευματοδόχου του που ευθύνεται για την παράβαση του Νόμου ή διοικητικής πράξης που εκδίδεται δυνάμει αυτού είναι ένοχος αδικήματος.
(β) Σε περίπτωση ποινικής δίωξης για αδίκημα που διαπράχθηκε δυνάμει του άρθρου αυτού αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο το να αποδείξει ότι—
(i) Πήρε όλα τα εύλογα μέτρα για την εξασφάλιση συμμόρφωσης του σχεδίου, του διευθυντή ή του εμπιστευματοδόχου του προς τις διατάξεις του Νόμου ή διοικητικής πράξης που εκδίδεται δυνάμει αυτού· ή
(ii) εύλογα πίστευε ότι ικανό και αξιόπιστο πρόσωπο που επίσημα διορίστηκε για το σκοπό αυτό ήταν επιφορτισμένο με το καθήκον να διασφαλίζει ότι το σχέδιο, ο διευθυντής και ο εμπιστευματοδόχος του συμμορφώνονταν προς τις διατάξεις του Νόμου ή διοικητικής πράξης δυνάμει αυτού.