ΜΕΡΟΣ III ΝΑΥΤΙΚΑ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΑ ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ
Έννοια ναυτικού

23. Εις τις επόμενες διατάξεις του παρόντος Νόμου, εκτός εάν άλλως πως ειδικά ορίζεται, ο όρος "ναυτικός" περιλαμβάνει και τον πλοίαρχο.

Ναυτικά πειθαρχικά αδικήματα

24.—(1) Συνιστά ναυτικό πειθαρχικό αδίκημα τιμωρούμενο κατά τα οριζόμενα στο Μέρος αυτό-

(α) Η τέλεση ποινικού αδικήματος από τα προβλεπόμενα στον παρόντα Νόμο, η λαθρεμπορία, η πρόκληση ναυαγίου ή τέλος η τέλεση άλλου ποινικού αδικήματος που ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα· και

(β) κάθε παράβαση των υπηρεσιακών καθηκόντων του ναυτικού.

(2) Ναυτικός που διώκεται για ποινικό αδίκημα και απαλλάσεται της κατηγορίας δεν επιτρέπεται να διωχθεί για πειθαρχικό αδίκημα με την ίδια κατηγορία. Η απαλλακτική όμως απόφαση του δικαστηρίου δεν αποκλείει τη δίωξή του για πειθαρχικό αδίκημα που προκύπτει από διαγωγή η οποία σχετίζεται μεν προς την ποινική υπόθεση δεν εγείρει όμως το ίδιο επίδικο θέμα, όπως αυτό της κατηγορίας κατά την ποινική δίωξη.

Πειθαρχικές ποινές

25. Τα ναυτικά πειθαρχικά αδικήματα τιμωρούνται με τις ακόλουθες πειθαρχικές ποινές:

(α) Της προειδοποίησης-

(β) της επίπληξης-

(γ) του προστίμου. Το πρόστιμο ορίζεται μέχρι του ενός πέμπτου του αναγραφόμενου στο ναυτολόγιο μηνιαίου μισθού ή, σε περίπτωση τέλεσης δεύτερου πειθαρχικού αδικήματος σε διάστημα δύο μηνών, μέχρι του ενός τρίτου του μηνιαίου μισθού- και

(δ) της στέρησης του δικαιώματος προς άσκηση του ναυτικού επαγγέλματος, προσωρινής ή οριστικής, κατά τα οριζόμενα στις επόμενες διατάξεις του Μέρους αυτού.

Προσωρινή στέρηση του δικαιώματος προς άσκηση του ναυτικού επαγγέλματος

26. Προσωρινή στέρηση του δικαιώματος προς άσκηση του ναυτικού επαγγέλματος δύναται να επιβληθεί, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) Για ναυτικό πειθαρχικό αδίκημα ιδιαίτερα βαρύ-

(β) μετά τελεσίδικη δικαστική καταδίκη για ποινικό αδίκημα από τα προβλεπόμενα εις τον παρόντα Νόμο ή για λαθρεμπορία- και

(γ) στις περιπτώσεις του επόμενου άρθρου, εφόσον κρίνεται ότι δεν συντρέχει λόγος επιβολής της ποινής της οριστικής στέρησης του δικαιώματος προς άσκηση του ναυτικού επαγγέλματος.

Οριστική στέρηση του δικαιώματος προς άσκηση του ναυτικού επαγγέλματος

27. Οριστική στέρηση του δικαιώματος προς άσκηση του ναυτικού επαγγέλματος δύναται να επιβληθεί στις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) Επί ναυτικού ατυχήματος που οφείλεται σε δόλο, ή επί ναυτικού ατυχήματος που οφείλεται σε βαρειά αμέλεια, εφόσον συνεπεία του ατυχήματος επήλθε ολική πραγματική ή τεκμαρτή απώλεια του πλοίου, θάνατος ή βαρειά σωματική βλάβη-

(β) για πράξεις ή παραλείψεις που θέτουν σε άμεσο κίνδυνο την ασφάλεια του πλοίου, της ζωής ή της περιουσίας στη θάλασσα ή στο θαλάσσιο περιβάλλον- και

(γ) μετά τελεσίδικη δικαστική καταδίκη σε ποινή φυλάκισης μεγαλύτερης του έτους, για παράβαση των διατάξεων περί κατοχής ή εμπορίας ναρκωτικών ή για ποινικό αδίκημα που ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα.

Αναστολή ισχύος ή ακύρωση πιστοποιητικών

28. Η επιβολή της πειθαρχικής ποινής της προσωρινής ή οριστικής στέρησης του δικαιώματος προς άσκηση του ναυτικού επαγγέλματος καταχωρίζεται στο Μητρώο Ναυτικής Απογραφής και επάγεται, ανάλογα με την περίπτωση, την προσωρινή ή οριστική αφαίρεση του βιβλιαρίου ταυτότητας και ναυτικής υπηρεσίας του καταδικασθέντος ναυτικού καθώς και την αναστολή της ισχύος ή της ακύρωσης του πιστοποιητικού ναυτικής ικανότητας που κατέχει, ή της θεωρήσεως του πιστοποιητικού αυτού, κατά τα οριζόμενα στο Μέρος VI του παρόντος Νόμου.

Μετατροπή ποινής προσωρινής στέρησης του δικαιώματος προς άσκηση του ναυτικού επαγγέλματος

29. Η πειθαρχική ποινή της προσωρινής στέρησης του δικαιώματος προς άσκηση του ναυτικού επαγγέλματος δύναται να μετατραπεί, κατά την κρίση του εκδικάζοντος το αδίκημα Πειθαρχικού Συμβουλίου Εμπορικού Ναυτικού, σε χρηματική ποινή ανερχόμενη στο ένα όγδοο του αναγραφόμενου στο ναυτολόγιο μηνιαίου μισθού, για κάθε μήνα στέρησης- ο καταδικασθείς έχει δικαίωμα επιλογής επί του τρόπου εκτίσεως του συνόλου ή μέρους της ποινής του.

Παραγραφή πειθαρχικών αδικημάτων

30. Τα ναυτικά πειθαρχικά αδικήματα παραγράφονται ως ακολούθως:

(α) Τα υπαγόμενα στην αρμοδιότητα του πλοιάρχου, μετά πάροδο έξι μηνών από την τέλεση τους·

(β) τα υπαγόμενα στην αρμοδιότητα της Αρμόδιας ή Προξενικής Αρχής της Δημοκρατίας, μετά πάροδο ενός έτους από την τέλεσή τους· και

(γ) τα υπαγόμενα στην αρμοδιότητα του Πειθαρχικού Συμβουλίου Εμπορικού Ναυτικού, μετά πάροδο δύο ετών από την τέλεσή τους ή την έκδοση της τελεσίδικης δικαστικής απόφασης, συνεπεία της οποίας ενεργείται η περαιτέρω πειθαρχική δίωξη.

Πειθαρχικά όργανα

31.—(1) Πειθαρχικά όργανα, αρμόδια για την άσκηση πειθαρχικής εξουσίας επί των ναυτικών και την επιβολή πειθαρχικών ποινών, κατά τα οριζόμενα σε επόμενες διατάξεις του παρόντος Νόμου, είναι-

(α) Ο πλοίαρχος·

(β) η Αρμόδια ή Προξενική Αρχή της Δημοκρατίας· και

(γ) Το Πειθαρχικό Συμβούλιο Εμπορικού Ναυτικού.

(2) Τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα επιλαμβάνονται των πειθαρχικών αδικημάτων είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν καταγγελίας που εισάγεται εις αυτά.

Επιβολή πειθαρχικών ποινών

32.—(1) Οι ποινές της προειδοποίησης, της επίπληξης και του προστίμου, επιβάλλονται στους ναυτικούς από τον πλοίαρχο.

(2) Οι ποινές της προειδοποίησης, της επίπληξης ή του προστίμου, επιβάλλονται στον πλοίαρχο από την Αρμόδια ή από Προξενική Αρχή της Δημοκρατίας.

(3) Οι ποινές της στέρησης του δικαιώματος προς άσκηση του ναυτικού επαγγέλματος, προσωρινής ή οριστικής, επιβάλλονται στους ναυτικούς από το Πειθαρχικό Συμβούλιο Εμπορικού Ναυτικού.

Πειθαρχική δίωξη

33. Η πειθαρχική δίωξη ασκείται από τα κατά το άρθρο 31 του παρόντος Νόμου αρμόδια προς άσκηση πειθαρχικής εξουσίας όργανα, που γνωστοποιούν στο διωκόμενο ναυτικό το πειθαρχικό αδίκημα για το οποίο διώκεται και τα υπάρχοντα κατ' αυτού στοιχεία.

Προσφυγή κατά πειθαρχικών αποφάσεων

34.—(1) Κατά των αποφάσεων του πλοιάρχου περί επιβολής ποινής προστίμου, επιτρέπεται προσφυγή ενώπιον της Αρμόδιας Αρχής ή της Προξενικής Αρχής της Δημοκρατίας του πρώτου κατάπλου.

(2) Κατά των αποφάσεων της Αρμόδιας ή της Προξενικής Αρχής της Δημοκρατίας περί επιβολής ποινής προστίμου, επιτρέπεται προσφυγή ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου Εμπορικού Ναυτικού.

(3) Οι αποφάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου Εμπορικού Ναυτικού υπόκεινται σε προσφυγή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

(4) Το πειθαρχικό όργανο, το οποίο εκδικάζει προσφυγή κατά αποφάσεως άλλου πειθαρχικού οργάνου, δεν επιτρέπεται να προσαυξήσει την επιβληθείσα πειθαρχική ποινή.

Κλήση προς απολογία

35.—(1) Ο ναυτικός, κατά του οποίου ασκείται πειθαρχική δίωξη, καλείται σε απολογία μέσα σε εύλογη, υπό τις περιστάσεις, προθεσμία.

(2) Η κλήση προς απολογία ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου Εμπορικού Ναυτικού ρυθμίζεται ειδικότερα στο άρθρο 45 του παρόντος Νόμου.

(3) Η απολογία δύναται να αποσταλεί και ταχυδρομικώς ή να κατατεθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο του διωκόμενου ναυτικού.

Αποφάσεις πειθαρχικών οργάνων

36.—(1) Τα ασκούντα πειθαρχική εξουσία όργανα, εκδίδουν γραπτή δεόντως αιτιολογημένη απόφαση.

(2) Κατ' εξαίρεση, οι αποφάσεις του πλοιάρχου ή της Αρμόδιας ή Προξενικής Αρχής της Δημοκρατίας, με τις οποίες επιβάλλεται πειθαρχική ποινή, καταχωρίζονται στο ναυτολόγιο του πλοίου και ανακοινώνονται στον καταδικασθέντα ναυτικό, που καλείται να υπογράψει τη σχετική καταχώριση.

Πρόστιμο

37. Το πρόστιμο, που επιβάλλεται σε ναυτικούς κατά τις διατάξεις του Μέρους αυτού καταβάλλεται το ταχύτερο δυνατό από τις περιστάσεις και περιέρχεται στη Δημοκρατία.