2.-(1) Στο Νόμο αυτό, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
"αίτηση" σημαίνει αίτηση για παραχώρηση διεθνούς προστασίας υποβληθείσα από αιτητή ο οποίος δεν αιτείται ρητά να του παρασχεθεί άλλη μορφή προστασίας δυνάμενη να ζητηθεί αυτοτελώς·
"αιτητής" σημαίνει υπήκοο τρίτης χώρας ή ανιθαγενή, ο οποίος έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας και η ιδιότητα αυτή ισχύει για την περίοδο από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης μέχρι τη λήψη τελικής απόφασης σε σχέση με την αίτηση αυτή· η έννοια του αιτητή περιλαμβάνει και ανήλικο·
“αιτητής με ειδικές ανάγκες υποδοχής” σημαίνει ευάλωτο πρόσωπο, σύμφωνα με το άρθρο 9ΚΓ, το οποίο χρειάζεται ειδικές εγγυήσεις, ώστε να απολαύει των δικαιωμάτων και να συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1) και το εδάφιο (2) του άρθρου 8, στα άρθρα 9Α μέχρι 9ΚΘ και στα εδάφια (1Β), (2), (2Α), (2Β), (2Γ), (2Δ) και (2Ε) του άρθρου 10·
“αιτητής που χρήζει ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων” σημαίνει κάθε αιτητή του οποίου η ικανότητα να απολαύει των δικαιωμάτων και να συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο περιορίζεται λόγω ιδιαίτερων περιστάσεων όπως ηλικία, φύλο, γενετήσιος προσανατολισμός, ταυτότητα φύλου, αναπηρία, σοβαρή ασθένεια, ψυχική διαταραχή ή ως συνέπεια βασανισμού, βιασμού ή άλλων σοβαρών μορφών ψυχολογικής, σωματικής ή σεξουαλικής βίας·
"αλλοδαπός" σημαίνει πρόσωπο, όπως αυτό ορίζεται στον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο·
"Αναθεωρητική Αρχή" [Διαγράφηκε, βλ. Υποσημείωση αρ. 37(2) του Ν. 105(I)/2016]·
“ανάκληση διεθνούς προστασίας” σημαίνει οποιαδήποτε από τις ακόλουθες αποφάσεις του Προϊσταμένου:
(α) απόφαση ανάκλησης του καθεστώτος πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας, σύμφωνα με το εδάφιο (4) του άρθρου 5∙
(β) απόφαση παύσης της ιδιότητας πρόσφυγα σύμφωνα με το άρθρο 6∙
(γ) απόφαση ανάκλησης της ιδιότητας πρόσφυγα σύμφωνα με το άρθρο 6Α∙
(δ) απόφαση ανάκλησης του καθεστώτος διεθνούς προστασίας σύμφωνα με το άρθρο 6Β∙
(ε) απόφαση παύσης του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας σύμφωνα με το εδάφιο (3) του άρθρου 19∙
(στ) απόφαση ανάκλησης του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας σύμφωνα με το άρθρο (3Α) του άρθρου 19∙
"ανήλικος" σημαίνει υπήκοο τρίτης χώρας ή ανιθαγενή ηλικίας κάτω των δεκαοχτώ (18) ετών·
“αρμόδιος λειτουργός” σημαίνει λειτουργό ο οποίος υπηρετεί στην Υπηρεσία Ασύλου και έχει τύχει ειδικής εκπαίδευσης σε θέματα ασύλου και συμπληρωματικής προστασίας·
"Αρχή" [Διαγράφηκε]·
"άσυλο" σημαίνει τη με βάση τον παρόντα Νόμο προστασία και δικαιώματα, που παρέχονται σε αλλοδαπό, ο οποίος αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου αυτού·
"ασυνόδευτος ανήλικος" σημαίνει ανήλικο που -
(α) φθάνει στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές χωρίς να συνοδεύεται από ενήλικο πρόσωπο υπεύθυνο για αυτόν βάσει νόμου ή πρακτικής και για όσο χρόνο κανένα τέτοιο ενήλικο πρόσωπο δεν ασκεί στην πράξη την επιμέλειά του ή
(β) παύει να συνοδεύεται μετά την είσοδό του στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές∙
"ασφαλής τρίτη χώρα" έχει την έννοια που αποδίδεται σ’ αυτή από το άρθρο 12Β του παρόντος Νόμου·
“βεβαίωση υποβολής αίτησης” σημαίνει βεβαίωση υποβολής αίτησης που χορηγείται σε αιτητή δυνάμει της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 8·
"Γραμματέας της Αρχής Προσφύγων" [Διαγράφηκε]·
"Δημοκρατία" σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία·
“Διοικητικό Δικαστήριο” σημαίνει το δικαστήριο που ασκεί την εκ του Άρθρου 146 του Συντάγματος χορηγούμενη δικαιοδοσία και περιλαμβάνει οποιονδήποτε δικαστή αυτού∙
"διατάξεις του Δουβλίνου" σημαίνει τις διατάξεις που περιλαμβάνονται στον Κανονισμό (ΕΚ) αρ. 343/2003 του Συμβουλίου της 18ης Φεβρουαρίου 2003 για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας και στον Κανονισμό (ΕΚ) αρ. 1560/2003 της Επιτροπής της 2ας Σεπτεμβρίου 2003 για τα μέτρα εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΚ) αρ. 343/2003 του Συμβουλίου για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας και, ειδικότερα σε σχέση με το Βασίλειο της Δανίας, τις διατάξεις που περιλαμβάνονται στον περί της Σύμβασης περί καθορισμού του κράτους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης παροχής ασύλου η οποία υποβάλλεται σε ένα από τα κράτη μέλη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Σύμβαση του Δουβλίνου, (Κυρωτικό) Νόμο του 2004 και, σε σχέση με τη Δημοκρατία της Ισλανδίας και το Βασίλειο της Νορβηγίας, τις διατάξεις που περιλαμβάνονται στην Απόφαση του Συμβουλίου της 15ης Μαρτίου 2001 για τη σύναψη συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, της Δημοκρατίας της Ισλανδίας και του Βασιλείου της Νορβηγίας για τα κριτήρια και τους μηχανισμούς καθορισμού του κράτους που είναι αρμόδιο για την εξέταση αίτησης παροχής ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος ή στην Ισλανδία ή τη Νορβηγία·
"διεθνής προστασία" σημαίνει το καθεστώς πρόσφυγα ή/και το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας∙
"Διευθυντής" σημαίνει το Διευθυντή του Τμήματος·
"δικαιούχος διεθνούς προστασίας" σημαίνει πρόσωπο στο οποίο έχει χορηγηθεί το καθεστώς πρόσφυγα ή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας·
"εκπρόσωπος", αναφορικά με ασυνόδευτο ανήλικο, σημαίνει το Διευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, σύμφωνα με το εδάφιο (1Β) του άρθρου 10·
"ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές" σημαίνει τις περιοχές της Δημοκρατίας στις οποίες η Κυβέρνηση της Δημοκρατίας ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο·
“Επιτροπή” σημαίνει την Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης·
"ευρωπαϊκή ασφαλής τρίτη χώρα" έχει την έννοια που αποδίδει σε αυτόν τον όρο το άρθρο 12Βδις·
“Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο” σημαίνει την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο, η οποία ιδρύθηκε διά του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 439/2010·
"καθεστώς πρόσφυγα" σημαίνει τη δυνάμει του παρόντος Νόμου αναγνώριση υπηκόου τρίτης χώρας ή ανιθαγενούς ως πρόσφυγα·
“καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας” σημαίνει τη δυνάμει του παρόντος Νόμου αναγνώριση υπηκόου τρίτης χώρας ή ανιθαγενούς ως προσώπου το οποίο δικαιούται συμπληρωματικής προστασίας∙
“Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 604/2013” σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα·
“Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 603/2013” σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο “Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 603/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τη θέσπιση του «Eurodac» για την αντιπαραβολή δακτυλικών αποτυπωμάτων για την αποτελεσματική εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 604/2013 για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα και σχετικά με αιτήσεις της αντιπαραβολής με τα δεδομένα Eurodac που υποβάλλουν οι αρχές επιβολής του νόμου των κρατών μελών και η Ευρωπόλ για σκοπούς επιβολής του νόμου και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1077/2011 σχετικά με την ίδρυση Ευρωπαϊκού Οργανισμού για τη Λειτουργική Διαχείριση Συστημάτων ΤΠ Μεγάλης Κλίμακας στον Χώρο Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης”·
“Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 439/2010” σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο “Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 439/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Μαΐου 2010 για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο”·
“κατάθεση”, αναφορικά με αίτηση, σημαίνει την κατάθεση γραπτής αίτησης· ο όρος «καταθέτω» τυγχάνει ανάλογης ερμηνείας·
“κέντρο φιλοξενίας” σημαίνει χώρο που χρησιμοποιείται για την ομαδική φιλοξενία αιτητών·
“Κλιμάκιο” σημαίνει το κατά τόπο αρμόδιο Κλιμάκιο Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως της Αστυνομίας·
“κράτηση” σημαίνει περιορισμό σε ειδικό χώρο που επιβάλλεται σε αιτητή με αποτέλεσμα τη στέρηση της ελεύθερης κυκλοφορίας του·
"κράτος μέλος" σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και περιλαμβάνει τα κράτη που αποτελούν συμβαλλόμενα μέρη στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο και την Ελβετία·
“μέλος της οικογένειας” σημαίνει, εφόσον η οικογένεια υπήρχε ήδη στη χώρα καταγωγής, οποιοδήποτε από τα ακόλουθα μέλη της οικογένειας του αιτητή ή του δικαιούχου διεθνούς προστασίας, το οποίο βρίσκεται στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές σε σχέση με την αίτηση:
(α) Τη σύζυγο του αιτητή ή του δικαιούχου διεθνούς προστασίας,
(β) τη σύντροφο με την οποία ο αιτητής ή ο δικαιούχος διεθνούς προστασίας συνάπτει σύμφωνο συμβίωσης, εφόσον το κυπριακό δίκαιο αναγνωρίζει τέτοιο σύμφωνο και του αποδίδει ισχύ και έννομα αποτελέσματα και τηρουμένων των προϋποθέσεων στις οποίες το κυπριακό δίκαιο υπαγάγει αυτή την αναγνώριση, την ισχύ και τα έννομα αποτελέσματα,
(γ) τα ανήλικα και άγαμα τέκνα είτε του αιτητή είτε του αιτητή και της συζύγου του ή της κατά την παράγραφο (β) συντρόφου του είτε του δικαιούχου διεθνούς προστασίας είτε του δικαιούχου διεθνούς προστασίας και της συζύγου του ή της κατά την παράγραφο (β) συντρόφου του, ανεξαρτήτως αν τα εν λόγω τέκνα γεννήθηκαν εντός ή εκτός γάμου ή αν είναι υιοθετημένα, όπως ορίζεται στον περί Υιοθεσίας Νόμο,
(δ) σε περίπτωση που ο αιτητής ή ο δικαιούχος διεθνούς προστασίας είναι ανήλικος και άγαμος, τον πατέρα, τη μητέρα ή άλλον υπεύθυνο για αυτούς βάσει νόμου ή πρακτικής της Δημοκρατίας∙
“μεταγενέστερη αίτηση” σημαίνει την περαιτέρω αίτηση διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 16Δ μετά τη λήψη τελικής απόφασης επί προηγούμενης αίτησης, περιλαμβανομένων περιπτώσεων όπου ο Προϊστάμενος έλαβε απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 16Β ή 16Γ·
"νομικός σύμβουλος" σημαίνει πρόσωπο που κατέχει τίτλο τριτοβάθμιων σπουδών στη Νομική, ο οποίος είναι αναγνωρισμένος από τις αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας, και είναι εγγεγραμμένο στο Μητρώο των Δικηγόρων που Ασκούν το Επάγγελμα·
“νοσηλευτικό ίδρυμα” σημαίνει το κατά τόπο κρατικό νοσηλευτικό ίδρυμα·
"Οδηγία 2005/85/ΕΚ" σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο "Οδηγία 2005/85/ΕΚ του Συμβουλίου της 1ης Δεκεμβρίου 2005 σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα"·
"Οδηγία 2013/32/ΕΕ" σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο "Οδηγία 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας”, όπως διορθώθηκε·
“Οδηγία 2013/33/ΕΕ” σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο “Οδηγία 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία”, όπως διορθώθηκε·
"οικογενειακή επανένωση" σημαίνει την είσοδο και τη διαμονή στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές των μελών της οικογένειας πρόσφυγα, με τα οποία ο πρόσφυγας δημιούργησε οικογενειακό δεσμό πριν την είσοδό του στη Δημοκρατία∙
"πρόδηλα αβάσιμη αίτηση" [Διαγράφηκε]·
"Προϊστάμενος" σημαίνει αρμόδιο λειτουργό ο οποίος προΐσταται της Υπηρεσίας Ασύλου και περιλαμβάνει οποιοδήποτε άλλο αρμόδιο λειτουργό της εν λόγω Υπηρεσίας που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό, για να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου·
"προστατευόμενο πρόσωπο" [Διαγράφηκε]·
“πρόσφυγας” σημαίνει υπήκοο τρίτης χώρας ή ανιθαγενή, που έχει αναγνωριστεί ως πρόσφυγας σύμφωνα με το άρθρο 3∙
"πρόσωπο το οποίο δικαιούται συμπληρωματικής προστασίας" ή "δικαιούχος συμπληρωματικής προστασίας" ή "πρόσωπο στο οποίο αναγνωρίζεται καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας" σημαίνει πρόσωπο που-
(α) δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί ως πρόσφυγας, αλλά πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 19 για την παραχώρηση συμπληρωματικής προστασίας, και
(β) που δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του εδαφίου (3) του άρθρου 5∙
"προσωρινή προστασία" έχει την έννοια που αποδίδεται σ’ αυτήν από το άρθρο 20·
"πρώτη χώρα ασύλου" έχει την έννοια που αποδίδει σε αυτόν τον όρο το άρθρο 12Βπεντάκις·
“Πρωτόκολλο της Κωνσταντινούπολης” σημαίνει το πρωτόκολλο των Ηνωμένων Εθνών (Istanbul Protocol) για την αποτελεσματική διερεύνηση και τεκμηρίωση των βασανιστηρίων και άλλης σκληρής, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας·
"σοβαρή βλάβη" ή "σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη" έχει την έννοια που αποδίδει σε αυτόν τον όρο το εδάφιο (2) του άρθρου 19∙
“Σύμβαση” σημαίνει -
(α) τη Σύμβαση η οποία αφορά τη Νομική Κατάσταση των Προσφύγων, που έγινε στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951, η οποία δεσμεύει την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας σύμφωνα με το Άρθρο 8 της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης, και
(β) το Πρωτόκολλο το οποίο κυρώθηκε με τον περί Πρωτοκόλλου επί της Νομικής Κατάστασης των Προσφύγων (Κυρωτικό) Νόμο του 1968∙
"Συμβούλιο" σημαίνει το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης·
"Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο" σημαίνει τη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο που υπογράφηκε στις 2 Μαίου 1992 στο Οπόρτο (ΕΕ L I της 03.01.1994, σ.3), όπως αυτή εκάστοτε τροποποιείται·
“συνθήκες υποδοχής” σημαίνει όλα τα δικαιώματα τα οποία υπέχει αιτητής σύμφωνα με την παράγραφο (β) του εδαφίου (1) και το εδάφιο (2) του άρθρου 8, τα άρθρα 9Α μέχρι 9ΚΘ και τα εδάφια (1Β), (2), (2Α), (2Β), (2Γ), (2Δ) και (2Ε) του άρθρου 10·
"τελική απόφαση" σημαίνει απόφαση η οποία ορίζει κατά πόσον ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο ανιθαγενής αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή ως πρόσωπο στο οποίο παραχωρείται καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του παρόντος Νόμου και -
(α) έχει παρέλθει άπρακτη η προθεσμία για άσκηση προσφυγής δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος κατά της εν λόγω απόφασης, ή
(β) ασκήθηκε η προαναφερόμενη προσφυγή και εκδόθηκε πρωτόδικη απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου επ' αυτής, ανεξάρτητα από το αν μέσω της άσκησης τέτοιας προσφυγής ο αιτητής αποκτά τη δυνατότητα να παραμένει στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές μέχρις ότου εκδοθεί η σχετική δικαστική απόφαση·
"Τμήμα" σημαίνει το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, η δημιουργία του οποίου προνοείται από τον περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμο·
“υλικές συνθήκες υποδοχής” σημαίνει τις συνθήκες υποδοχής που περιλαμβάνουν -
(α) οικονομικό βοήθημα για τα καθημερινά έξοδα, και
(β) την παροχή στέγης, τροφής και ρουχισμού κατά τον τρόπο που προβλέπεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 9ΙΒ·
"υπήκοος τρίτης χώρας" έχει την έννοια που αποδίδει σε αυτόν τον όρο το άρθρο 2 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
"Υπηρεσία Ασύλου" σημαίνει την ιδρυόμενη δυνάμει του Μέρους V του παρόντος Νόμου Υπηρεσία, του Υπουργείου Εσωτερικών·
“υποβολή”, αναφορικά με αίτηση, σημαίνει την έκφραση, προς αρμόδια αρχή, της επιθυμίας υπηκόου τρίτης χώρας ή ανιθαγενούς να αιτηθεί διεθνή προστασία· ο όρος «υποβάλλω» τυγχάνει ανάλογης ερμηνείας·
"Υπουργός" σημαίνει τον Υπουργό Εσωτερικών·
"χώρα ιθαγένειας" ή "χώρα καταγωγής" σημαίνει τη χώρα ιθαγένειας του αιτητή ή, αν ο αιτητής είναι ανιθαγενής, τη χώρα συνήθους διαμονής του·
"χώρα όπου γενικά δεν υπάρχει σοβαρός κίνδυνος καταδίωξης" έχει την έννοια που αποδίδεται σ’ αυτή από το άρθρο 12Α του παρόντος Νόμου·
(2) Αναφορά στον παρόντα Νόμο σε Οδηγία, Κανονισμό ή άλλη πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης σημαίνει αναφορά σε τέτοια πράξη, όπως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.
3.-(1) Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής, ή πρόσωπο, που δεν έχει ιθαγένεια, το οποίο, ενώ είναι εκτός της χώρας της προηγούμενης συνήθους διαμονής του ως αποτέλεσμα αυτών των καταστάσεων, δεν είναι σε θέση ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο να επιστρέψει σ’ αυτή και στο οποίο δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 5.
(2) Στην περίπτωση προσώπου, το οποίο έχει περισσότερες από μία ιθαγένειες, ο όρος “χώρα ιθαγένειας”, που αναφέρεται στο εδάφιο (1), σημαίνει κάθε μια από τις χώρες των οποίων έχει την ιθαγένεια, και πρόσωπο δε θεωρείται ότι δεν έχει την προστασία της χώρας της ιθαγένειας του, αν, χωρίς οποιοδήποτε βάσιμο φόβο για καταδίωξη του, δεν έχει χρησιμοποιήσει την προστασία μιας από τις χώρες, της οποίας είναι πολίτης.
3Α. Στους φορείς δίωξης ή σοβαρής βλάβης συμπεριλαμβάνονται:
(α) το κράτος,
(β) ομάδες ή οργανώσεις που ελέγχουν το κράτος ή ουσιώδες μέρος του εδάφους του κράτους,
(γ) μη κρατικοί φορείς, εάν μπορεί να καταδειχθεί ότι οι φορείς που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β), περιλαμβανομένων των διεθνών οργανισμών, δεν είναι σε θέση ή δεν επιθυμούν να παράσχουν προστασία κατά της δίωξης ή της σοβαρής βλάβης, όπως ορίζεται στο άρθρο 3Β.
3Β.-(1) Προστασία μπορεί να παρέχεται από-
(α) το κράτος, ή
(β) ομάδες ή οργανώσεις, συμπεριλαμβανομένων διεθνών οργανισμών, που ελέγχουν το κράτος ή ουσιώδες μέρος του εδάφους του κράτους,
υπό την προϋπόθεση ότι επιθυμούν να προσφέρουν προστασία σύμφωνα με το εδάφιο (2) και είναι σε θέση να το πράξουν.
(2) Η προστασία κατά της δίωξης ή της σοβαρής βλάβης πρέπει να είναι αποτελεσματική και μη προσωρινή. Προστασία παρέχεται κατά κανόνα όταν οι φορείς που αναφέρονται στο εδάφιο (1) λαμβάνουν εύλογα μέτρα για να αποτρέψουν τη δίωξη ή την πρόκληση σοβαρής βλάβης, μεταξύ άλλων, με τη λειτουργία αποτελεσματικού νομικού συστήματος για τον εντοπισμό, την ποινική δίωξη και τον κολασμό πράξεων που συνιστούν δίωξη ή σοβαρή βλάβη, και όταν ο αιτητής έχει πρόσβαση στην προστασία αυτή.
(3) Όταν ο Προϊστάμενος αξιολογεί εάν διεθνής οργάνωση ελέγχει ένα κράτος ή ουσιώδες μέρος του εδάφους του και παρέχει προστασία όπως περιγράφεται στο εδάφιο (2), λαμβάνει υπόψη τυχόν κατευθυντήριες γραμμές που παρέχονται σε οικείες πράξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης. [Σ.Σ.: βλ. Υποσημείωση αρ. 37(2) του Ν. 105(Ι)/2016].
3Γ.-(1) Οι πράξεις δίωξης κατά την έννοια του άρθρου 1Α της Σύμβασης πρέπει:
(α) να είναι αρκούντως σοβαρές λόγω της φύσης ή της επανάληψης τους ώστε να συνιστούν σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση, βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, ή
(β) να αποτελούν σώρευση διαφόρων μέτρων συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία να είναι αρκούντως σοβαρή, ούτως ώστε να θίγεται ένα άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο με το αναφερόμενο στην παράγραφο (α).
(2) Οι ακόλουθες πράξεις συνιστούν μη εξαντλητικό κατάλογο πράξεων δίωξης, κατά την έννοια του εδαφίου (1):
(α) πράξεις σωματικής ή ψυχικής βίας, συμπεριλαμβανομένων πράξεων σεξουαλικής βίας,
(β) νομικά, διοικητικά, αστυνομικά ή/και δικαστικά μέτρα, τα οποία εισάγουν διακρίσεις αφ’ ευατού ή εφαρμόζονται κατά τρόπο εισάγοντα διακρίσεις,
(γ) ποινική δίωξη ή επιβολή ποινής η οποία είναι δυσανάλογη ή μεροληπτική,
(δ) άρνηση ένδικων μέσων με αποτέλεσμα την επιβολή δυσανάλογης ή μεροληπτικής ποινής,
(ε) ποινική δίωξη ή επιβολή ποινής, για την άρνηση εκπλήρωσης στρατιωτικής θητείας σε σύρραξη, εάν η εκπλήρωση της στρατιωτικής θητείας θα περιλάμβανε έγκλημα, αδίκημα ή πράξη που αναφέρεται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 5,
(στ) πράξεις που στοχεύουν το φύλο ή τα παιδιά.
(3) Σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 3, απαιτείται να υπάρχει συσχετισμός μεταξύ των λόγων που αναφέρονται στο άρθρο 3 Δ και της πράξης δίωξης κατά την έννοια του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου ή της έλλειψης προστασίας κατά των πράξεων αυτών.
3Δ.-(1) Κατά την αξιολόγηση των λόγων της δίωξης, η Υπηρεσία Ασύλου λαμβάνει υπόψη τα ακόλουθα [Σ.Σ.: βλ. Υποσημείωση αρ. 37(2) του Ν. 105(Ι)/2016]:
(α) Η έννοια της φυλής περιλαμβάνει το στοιχείο του χρώματος, της καταγωγής ή το γεγονός ότι το άτομο ανήκει σε συγκεκριμένη εθνοτική ομάδα.
(β) Η έννοια της θρησκείας περιλαμβάνει ιδίως την υιοθέτηση θεϊστικών, αγνωστικιστικών ή αθεϊστικών πεποιθήσεων, τη συμμετοχή σε τυπική λατρεία, σε ιδιωτικό ή δημόσιο χώρο, είτε κατά μόνας είτε σε κοινωνία με άλλους, την αποχή από τη λατρεία αυτή, άλλες θρησκευτικές πράξεις ή εκδηλώσεις απόψεων ή μορφές ατομικής ή συλλογικής συμπεριφοράς που στηρίζονται ή υπαγορεύονται από θρησκευτικές πεποιθήσεις.
(γ) Η έννοια της ιθαγένειας δεν περιορίζεται μόνο στην ιδιότητα του πολίτη ή της έλλειψής της, αλλά περιλαμβάνει ιδίως την ιδιότητα του μέλους μιας ομάδας η οποία προσδιορίζεται από την πολιτιστική, εθνοτική ή γλωσσική της ταυτότητα, τις κοινές γεωγραφικές ή πολιτικές καταβολές ή τη σχέση της με τον πληθυσμό άλλης χώρας.
(δ) Η ομάδα θεωρείται ως ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα όταν, μεταξύ άλλων:
(i) τα μέλη της ομάδας αυτής έχουν κοινά εγγενή χαρακτηριστικά ή κοινό ιστορικό παρελθόν το οποίο δεν μπορεί να μεταβληθεί ή έχουν από κοινού χαρακτηριστικά ή πεποιθήσεις τόσο θεμελιώδους σημασίας για την ταυτότητα ή τη συνείδηση, ώστε ένα πρόσωπο να μην πρέπει να αναγκάζεται να τις αποκηρύξει και
(ii) η ομάδα έχει ιδιαίτερη ταυτότητα στην οικεία χώρα, διότι γίνεται αντιληπτή ως διαφορετική ομάδα από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο.
Ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν στη χώρα καταγωγής μια ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα μπορεί να περιλαμβάνει ομάδα που βασίζεται στο κοινό χαρακτηριστικό του γενετήσιου προσανατολισμού. Ο γενετήσιος προσανατολισμός δεν μπορεί να νοηθεί ότι περιλαμβάνει πράξεις που θεωρούνται αξιόποινες κατά το κυπριακό δίκαιο. Λαμβάνονται δεόντως υπόψη πτυχές συνδεόμενες με το φύλο, συμπεριλαμβανομένης της ταυτότητας του φύλου, κατά τον καθορισμό της ιδιότητας μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας ή τον προσδιορισμό χαρακτηριστικού αυτής της ομάδας.
(ε) Η έννοια των πολιτικών πεποιθήσεων περιλαμβάνει ιδίως την υποστήριξη άποψης, ιδέας ή πεποιθήσεως επί ζητήματος που σχετίζεται με τους, ενδεχόμενους φορείς δίωξης που καθορίζονται στο άρθρο 3Α και με τις πολιτικές ή τις μεθόδους τους, ανεξαρτήτως του εάν ο αιτητής έχει εκδηλώσει εμπράκτως την εν λόγω άποψη, ιδέα ή πεποίθηση.
(2) Κατά την αξιολόγηση του βάσιμου του φόβου του αιτητή ότι θα υποστεί δίωξη, δεν ασκεί επιρροή το εάν ο αιτητής χαρακτηρίζεται πράγματι από το φυλετικό, θρησκευτικό, εθνικό, κοινωνικό ή πολιτικό στοιχείο, το οποίο προκαλεί τη δίωξη, υπό την προϋπόθεση ότι το χαρακτηριστικό αυτό του αποδίδεται από το δράστη της δίωξης.
4. Η εφαρμογή του Νόμου αυτού διέπεται από τις πιο κάτω αρχές:
(α) Πρόσφυγας ή αιτητής δεν απελαύνεται σε χώρα ή δεν αποστέλλεται στα σύνορα χώρας όπου, λόγω φύλου, φυλής, θρησκείας, ιθαγένειας, ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, η ζωή ή η ελευθερία του θα τεθεί σε κίνδυνο ή θα υποβληθεί σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή καταδίωξη,
(β) δε γίνεται διάκριση σε βάρος πρόσφυγα για λόγους φύλου, φύλης, θρησκείας, ιθαγένειας, ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων,
(γ) πρόσφυγας τυγχάνει δίκαιης μεταχείρισης από λειτουργούς της Κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας, οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για την παροχή βοήθειας στους πρόσφυγες,
(δ) διαφυλάσσεται η οικογενειακή ενότητα, σύμφωνα με το άρθρο 25,
(ε) Η Υπηρεσία Ασύλου παρέχει το συντομότερο δυνατό σε κάθε πρόσωπο στο οποίο χορηγεί διεθνή προστασία πρόσβαση σε πληροφορίες, σε γλώσσα την οποία κατανοεί ή ευλόγως εικάζεται ότι κατανοεί αναφορικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που υπέχει αυτή η προστασία. [Σ.Σ.: βλ. Υποσημείωση αρ. 37(2) του Ν. 105(Ι)/2016].
5.-(1) Αιτητής αποκλείεται από το καθεστώς του πρόσφυγα-
(α) σε περίπτωση που τυγχάνει ήδη διεθνούς προστασίας ή συνδρομής από όργανα ή οργανισμούς ή γραφεία των Ηνωμένων Εθνών άλλα από την Υπάτη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες∙ εάν η εν λόγω προστασία ή συνδρομή έχει παύσει για οποιοδήποτε λόγο, χωρίς να έχει διευθετηθεί οριστικά η κατάσταση τέτοιου προσώπου σύμφωνα με τα οικεία ψηφίσματα της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, τέτοιο πρόσωπο δικαιούται αυτοδικαίως τα ευεργετήματα του παρόντος Νόμου∙ ή
(β) σε περίπτωση που αναγνωρίζεται από τις αρμόδιες αρχές της χώρας όπου έχει μετοικήσει ως έχων τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την κατοχή της ιθαγένειας της εν λόγω χώρας ή τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις αντίστοιχα προς αυτά∙ ή
(γ) σε περίπτωση που υπάρχουν σοβαροί λόγοι ότι-
(i) έχει διαπράξει έγκλημα κατά της ειρήνης, έγκλημα πολέμου ή έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, όπως τα εγκλήματα αυτά ορίζονται στις διεθνείς συμβάσεις που έχουν καταρτιστεί με σκοπό την αντιμετώπισή τους, ή
(ii) έχει διαπράξει σοβαρό μη πολιτικό έγκλημα σε άλλη χώρα πριν από την έκδοση άδειας διαμονής βασισμένης στην αναγνώριση του καθεστώτος πρόσφυγα∙ για τους σκοπούς της παρούσας υποπαραγράφου, η έννοια του σοβαρού μη πολιτικού εγκλήματος περιλαμβάνει ιδιαίτερα σκληρές πράξεις, έστω και εάν διαπράττονται με υποτιθέμενο πολιτικό σκοπό, ή
(iii) έχει κριθεί ένοχος για πράξεις που αντιστρατεύονται τους σκοπούς και τις αρχές των Ηνωμένων Εθνών, όπως ορίζονται στο προοίμιο και τα Άρθρα 1 και 2 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, ή
(iv) είναι ηθικός αυτουργός ή συμμετέχει άλλως πως στη διάπραξη οποιουδήποτε από τα προβλεπόμενα στις υποπαραγράφους (i) μέχρι και (iii) εγκλήματα ή πράξεις.
(2) Αιτητής αποκλείεται από το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, σε περίπτωση που υπάρχουν σοβαροί λόγοι ότι-
(α) έχει διαπράξει έγκλημα κατά της ειρήνης, έγκλημα πολέμου ή έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, όπως τα εγκλήματα αυτά ορίζονται στις διεθνείς συμβάσεις που έχουν καταρτιστεί με σκοπό την αντιμετώπισή τους∙ ή
(β) έχει διαπράξει σοβαρό έγκλημα∙ ή
(γ) έχει κριθεί ένοχος για πράξεις που αντιστρατεύονται τους σκοπούς και τις αρχές των Ηνωμένων Εθνών, όπως ορίζονται στο προοίμιο και τα Άρθρα 1 και 2 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών∙ ή
(δ) συνιστά κίνδυνο για την κυπριακή κοινωνία ή την ασφάλεια της Δημοκρατίας∙ ή
(ε) είναι ηθικός αυτουργός ή συμμετέχει άλλως πως στη διάπραξη οποιουδήποτε από προβλεπόμενα στις παραγράφους (α) μέχρι και (δ) εγκλήματα ή πράξεις∙ ή
(στ) έχει διαπράξει, πριν την είσοδό του στη Δημοκρατία, ένα ή περισσότερα εγκλήματα, άλλα από αυτά που αναφέρονται στις παραγράφους (α) μέχρι και (δ), τα οποία θα επέσυραν την ποινή της φυλάκισης αν είχαν διαπραχθεί στη Δημοκρατία, και εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του αποκλειστικά και μόνο για να αποφύγει κυρώσεις συνεπεία των διαπραχθέντων εγκλημάτων.
(3) Σε περίπτωση υποβολής αίτησης από πρόσωπο για το οποίο ο Προϊστάμενος, μετά από εξέταση της αίτησής του, διαπιστώσει ότι εμπίπτει σε οποιαδήποτε από τις κατηγορίες που αναφέρονται στα εδάφια (1) ή (2), με απόφασή του απορρίπτει την αίτηση-
(α) σε σχέση με το καθεστώς πρόσφυγα, αν ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι το εν λόγω πρόσωπο εμπίπτει σε κατηγορία που αναφέρεται στο εδάφιο (1)∙
(β) σε σχέση με το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αν ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι το εν λόγω πρόσωπο εμπίπτει σε κατηγορία που αναφέρεται στο εδάφιο (2).
(4)(α) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει εκ των υστέρων, βάσει γεγονότων που αποκαλύπτονται μετά την αναγνώριση σε πρόσωπο του καθεστώτος του πρόσφυγα, ότι το πρόσωπο αυτό ενέπιπτε, κατά την ημερομηνία που του αναγνωρίστηκε το εν λόγω καθεστώς, σε οποιαδήποτε από τις κατηγορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (1), με αιτιολογημένη απόφασή του, ανακαλεί την απόφαση βάσει της οποίας αναγνωρίστηκε το εν λόγω καθεστώς.
(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει εκ των υστέρων, βάσει γεγονότων που αποκαλύπτονται μετά την αναγνώριση σε πρόσωπο του καθεστώτος της συμπληρωματικής προστασίας, ότι το πρόσωπο αυτό ενέπιπτε, κατά την ημερομηνία που του αναγνωρίστηκε το εν λόγω καθεστώς, σε οποιαδήποτε από τις κατηγορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (2), με αιτιολογημένη απόφασή του, ανακαλεί την απόφαση βάσει της οποίας αναγνωρίστηκε το εν λόγω καθεστώς.
(5) Χωρίς επηρεασμό του καθήκοντος του δικαιούχου συμπληρωματικής προστασίας να αποκαλύπτει κάθε σχετικό στοιχείο το οποίο έχει στη διάθεσή του, ο Προϊστάμενος καταδεικνύει στην προβλεπόμενη στην παράγραφο (β) του εδάφιου (4) απόφασή του, σε εξατομικευμένη βάση, ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν δικαιούται συμπληρωματική προστασία σύμφωνα με το εδάφιο (2).
(6) Αιτήσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του εδαφίου (3), εξετάζονται με την κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων του άρθρου 13 και, αποφάσεις για ανάκληση του καθεστώτος που αναγνωρίστηκε δυνάμει του εδαφίου (4) λαμβάνονται μετά από την κατ’ αναλογία εφαρμογή της κανονικής διαδικασίας εξέτασης αιτήσεων που προβλέπεται στο άρθρο 13.
(7)(α) Τα εδάφια (1Γ), (1Δ) και (2) του άρθρου 6 εφαρμόζονται κατ’ αναλογία στη διαδικασία έκδοσης απόφασης δυνάμει του εδαφίου (4).
(β) Το εδάφιο (3) του άρθρου 6 εφαρμόζεται κατ’ αναλογία όταν εκδίδεται απόφαση δυνάμει του εδαφίου (4).
(γ) Τα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 18δις και το εδάφιο (1Α) του άρθρου 31Α εφαρμόζονται κατ’ αναλογία, αναφορικά με απόφαση του Προϊστάμενου δυνάμει του εδαφίου (4).
6.-(1) Η ιδιότητα του πρόσφυγα παύει να υφίσταται, εάν αυτός-
(α) εξασφαλίσει εκ νέου οικειοθελώς την προστασία της χώρας της ιθαγένειας∙ ή
(β) ανακτήσει οικειοθελώς την ιθαγένεια που απώλεσε κατά το παρελθόν∙ ή
(γ) αποκτήσει νέα ιθαγένεια και απολαύει της προστασίας της χώρας που του χορήγησε τη νέα ιθαγένεια∙ ή
(δ) έχει εγκατασταθεί εκ νέου οικειοθελώς στη χώρα που είχε εγκαταλείψει ή εκτός της οποίας είχε παραμείνει εξαιτίας του φόβου ότι θα υποστεί δίωξη∙ ή
(ε) δεν μπορεί πλέον να εξακολουθεί να αρνείται την προστασία που του παρέχει η χώρα της ιθαγένειας, διότι έχουν παύσει να υφίστανται οι συνθήκες που οδήγησαν στην αναγνώρισή του ως πρόσφυγα∙ ή
(στ) στην περίπτωση ανιθαγενούς, εάν αποκτήσει τη δυνατότητα να επιστρέψει στη χώρα της προηγούμενης συνήθους διαμονής του διότι έχουν παύσει να υφίστανται οι συνθήκες που οδήγησαν στην αναγνώρισή του ως πρόσφυγα.
(1Α) Για την εφαρμογή των παραγράφων (ε) και (στ) του εδαφίου (1), εξετάζεται κατά πόσο η μεταβολή των συνθηκών είναι τόσο ουσιαστικής και μη προσωρινής φύσεως, ώστε ο φόβος του πρόσφυγα ότι θα υποστεί διώξεις να μην μπορεί πλέον να θεωρείται βάσιμος.
(1Aδις) Οι παράγραφοι (ε) και (στ) του εδαφίου (1) δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση πρόσφυγα, ο οποίος ικανοποιεί τον Προϊστάμενο, ότι λόγω της προηγούμενης δίωξής του, υπάρχουν επιτακτικοί λόγοι για τους οποίους αρνείται να χρησιμοποιήσει την προστασία που του παρέχει η χώρα της ιθαγένειας ή, στην περίπτωση ανιθαγενούς, η χώρα της προηγούμενης συνήθους διαμονής του.
(1Β) Η εξέταση για την παύση της ιδιότητας του πρόσφυγα δύναται να αρχίσει εφόσον έρχονται στο φως νέα στοιχεία ή πορίσματα που δείχνουν ότι υπάρχουν λόγοι επανεξέτασης του καθεστώτος πρόσφυγα το οποίο έχει χορηγηθεί σε συγκεκριμένο πρόσωπο.
(1Γ) Στην περίπτωση που ο Προϊστάμενος εξετάζει το ενδεχόμενο παύσης του καθεστώτος πρόσφυγα, μεριμνά ώστε-
(α) να ενημερώνει γραπτώς το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ότι επανεξετάζει αν το εν λόγω πρόσωπο ικανοποιεί τις απαραίτητες προϋποθέσεις για να χαρακτηρίζεται ως πρόσφυγας, καθώς και για τους λόγους της επανεξέτασης, και
(β) το ενδιαφερόμενο πρόσωπο να έχει τη δυνατότητα να προβάλει, είτε στο πλαίσιο προσωπικής συνέντευξης επί της οποίας εφαρμόζεται το άρθρο 13Α και τα εδάφια (1), (2), (2Α) και (2Β) του άρθρου 18 είτε με γραπτή δήλωση, τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι δεν πρέπει να παύσει το καθεστώς πρόσφυγα του οποίου απολαύει.
(1Δ)(α) Στο πλαίσιο της διαδικασίας παύσης του καθεστώτος πρόσφυγα, ο Προϊστάμενος λαμβάνει ακριβείς και επίκαιρες πληροφορίες από διάφορες πηγές, όπως, ανάλογα με την περίπτωση, πληροφορίες από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο και την Υπάτη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες, όσον αφορά τη γενική κατάσταση που επικρατεί στη χώρα ιθαγένειας του ενδιαφερόμενου προσώπου.
(β) Όταν συλλέγονται πληροφορίες προκειμένου να επανεξετασθεί το καθεστώς πρόσφυγα, αυτές δεν λαμβάνονται από το φορέα δίωξης του ενδιαφερόμενου προσώπου, κατά τρόπο που θα είχε ως αποτέλεσμα να πληροφορείται απευθείας τέτοιος φορέας ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είναι πρόσφυγας του οποίου το καθεστώς είναι υπό επανεξέταση, ή να τίθεται σε κίνδυνο η σωματική ακεραιότητα του ενδιαφερόμενου προσώπου και των προσώπων που εξαρτώνται από αυτό ή η ελευθερία και η ασφάλεια των μελών της οικογένειάς του που εξακολουθούν να διαμένουν στη χώρα ιθαγένειας.
(2) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος, μετά από διερεύνηση της υπόθεσης σύμφωνα με την κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων του άρθρου 13 κατ’ αναλογία, διαπιστώσει ότι συντρέχει μια από τις προϋποθέσεις, που αναφέρονται στο εδάφιο (1), αποφασίζει γραπτώς και αιτιολογημένα την παύση της ιδιότητας του πρόσφυγα για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, αναφέροντας στην απόφαση τους πραγματικούς και νομικούς λόγους στους οποίους αυτή βασίζεται και ενημερώνοντας με αυτήν το εν λόγω πρόσωπο περί του δικαιώματός του να προσφύγει κατά της απόφασης στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για τη φύση και μορφή αυτής της προσφυγής και για την προθεσμία άσκησής της σύμφωνα με τις ίδιες διατάξεις∙ η εν λόγω απόφαση κοινοποιείται στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο:
(2Α) Χωρίς επηρεασμό του καθήκοντος του πρόσφυγα, βάσει της παραγράφου (α) του εδαφίου (2) του άρθρου 16, να αποκαλύπτει κάθε σχετικό στοιχείο και να προσκομίζει κάθε σχετικό έγγραφο το οποίο έχει στη διάθεσή του, ο Προϊστάμενος καταδεικνύει στην προβλεπόμενη στο εδάφιο (2) απόφασή του, σε εξατομικευμένη βάση, ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο έχει παύσει να είναι πρόσφυγας ή δεν υπήρξε ποτέ πρόσφυγας σύμφωνα με τα εδάφια (1), (1Α) και (1Αδις).
(3) Με την παύση τερματίζεται οποιαδήποτε άδεια διαμονής, που είχε χορηγηθεί στο εν λόγω πρόσωπο λόγω της ιδιότητας του ως πρόσφυγα και το πρόσωπο αυτό οφείλει να παραδώσει το δελτίο ταυτότητας πρόσφυγα και τα ταξιδιωτικά έγγραφα πρόσφυγα, που εκδόθηκαν δυνάμει του άρθρου 22.
(4) Το εδάφιο (9) του άρθρου 11, τα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 18δις, το εδάφιο (1Α) του άρθρου 31Α και η παράγραφος (α) του εδάφιου (2Α) του άρθρου 31Γ εφαρμόζονται κατ’ αναλογία αναφορικά με απόφαση του Προϊσταμένου δυνάμει του παρόντος άρθρου.
6Α.-(1) Η ιδιότητα του πρόσφυγα ανακαλείται, όταν ο Προϊστάμενος-
(α) διαπιστώνει ότι η εκ μέρους του ενδιαφερόμενου προσώπου διαστρέβλωση ή παράλειψη γεγονότων, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης πλαστών εγγράφων, υπήρξε αποφασιστική για τη χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα∙ ή
(β) διαπιστώνει ότι ο αιτητής θα έπρεπε να είχε αποκλεισθεί ή αποκλείεται από το καθεστώς πρόσφυγα, σύμφωνα με το άρθρο 5. ή
(γ) θεωρεί ότι, για εύλογους λόγους, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο συνιστά κίνδυνο για την ασφάλεια της Δημοκρατίας∙ ή
(δ) θεωρεί ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο συνιστά κίνδυνο για την κυπριακή κοινωνία, επειδή καταδικάστηκε τελεσίδικα για τη διάπραξη ιδιαίτερα σοβαρού εγκλήματος.
(1Α) Σε περίπτωση υποβολής αίτησης από πρόσωπο το οποίο εμπίπτει σε οποιαδήποτε από τις κατηγορίες που αναφέρονται στις παραγράφους (γ) και (δ) του εδαφίου (1), ο Προϊστάμενος απορρίπτει με απόφασή του την αίτηση, σε σχέση με το καθεστώς πρόσφυγα.
(2) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος, μετά από διερεύνηση της υπόθεσης εφαρμόζοντας κατ’ αναλογία την κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων του άρθρου 13, διαπιστώσει ότι συντρέχει μια από τις προϋποθέσεις, που αναφέρονται στο εδάφιο (1), ανακαλεί την ιδιότητα του πρόσφυγα από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο με γραπτή και αιτιολογημένη απόφασή του στην οποία αναφέρει τους πραγματικούς και νομικούς λόγους στους οποίους αυτή βασίζεται και με την οποία ενημερώνει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο περί του δικαιώματός του να προσφύγει κατά της απόφασης στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συνάγματος, καθώς και για τη φύση και μορφή αυτής της προσφυγής και για την προθεσμία άσκησής της σύμφωνα με τις ίδιες διατάξεις∙ η εν λόγω απόφαση κοινοποιείται στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο. [Σ.Σ.: βλ. Υποσημείωση αρ. 37(2) του Ν. 105(Ι)/2016].
(3) Τα εδάφια (1Β), (1Γ) και (1Δ) του άρθρου 6 εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, στη διαδικασία και την απόφαση ανάκλησης του καθεστώτος πρόσφυγα σύμφωνα με το παρόν άρθρο.
(4) Το εδάφιο (9) του άρθρου 11, τα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 18δις, το εδάφιο (1Α) του άρθρου 31Α και η παράγραφος (α) του εδάφιου (2Α) του άρθρου 31Γ εφαρμόζονται κατ’ αναλογία αναφορικά με απόφαση του Προϊσταμένου δυνάμει του παρόντος άρθρου.
(5) Πρόσωπα στα οποία τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) ή του εδαφίου (1Α) απολαύουν, για όσο χρόνο είναι παρόντα στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές, των δικαιωμάτων που προβλέπονται στα Άρθρα 3, 4, 16, 22, 31, 32 και 33 της Σύμβασης.