1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Ορισμένων Πτυχών της Πώλησης Καταναλωτικών Αγαθών και των Συναφών Εγγυήσεων Νόμος του 2000.
2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
“δικαστήριο” σημαίνει τον Πρόεδρο ή Ανώτερο Επαρχιακό Δικαστή οποιουδήποτε επαρχιακού δικαστηρίου
“εγγύηση” σημαίνει κάθε ανάληψη υποχρέωσης εκ μέρους του πωλητή ή του παραγωγού προς τον καταναλωτή, χωρίς επιπλέον επιβάρυνση, για επιστροφή του καταβληθέντος τιμήματος, ή για αντικατάσταση, επισκευή ή φροντίδα καθοιονδήποτε τρόπο του καταναλωτικού αγαθού σε περίπτωση που το καταναλωτικό αγαθό δεν ανταποκρίνεται στα χαρακτηριστικά που αναφέρονται στη δήλωση της εγγύησης ή στη σχετική διαφήμιση
“Εντεταλμένη Υπηρεσία” σημαίνει την Υπηρεσία Ανταγωνισμού και Προστασίας Καταναλωτών του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού
“επισκευή” σημαίνει την αποκατάσταση του καταναλωτικού αγαθού σε περίπτωση έλλειψης συμμόρφωσης, ώστε αυτό να είναι σύμφωνο προς τους όρους της σύμβασης πώλησης
“καταναλωτής” σημαίνει το φυσικό πρόσωπο το οποίο, στο πλαίσιο των συμβάσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου, ενεργεί για σκοπό μη εντασσόμενο στο πλαίσιο της εμπορικής, επιχειρηματικής ή επαγγελματικής του δραστηριότητας
“καταναλωτικά αγαθά” σημαίνει κάθε ενσώματο, κινητό πράγμα, εκτός από-
(α) Τα αγαθά τα οποία πωλούνται στα πλαίσια αναγκαστικής εκτέλεσης ή με άλλο τρόπο από δικαστική αρχή,
(β) το νερό και το φυσικό αέριο, όταν δεν είναι συσκευασμένα προς πώληση σε περιορισμένο όγκο ή καθορισμένη ποσότητα, και
(γ) την ηλεκτρική ενέργεια
“μόνιμο μέσο επικοινωνίας” σημαίνει κάθε μέσο που επιτρέπει την ασφαλή επικοινωνία μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, χωρίς να επιτρέπει οποιαδήποτε αλλοίωση των πληροφοριών ή των δεδομένων
“παραγωγός” σημαίνει τον κατασκευαστή ενός καταναλωτικού αγαθού, τον εισαγωγέα του καταναλωτικού αγαθού στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας ή κάθε πρόσωπο που παρουσιάζεται ως παραγωγός θέτοντας επί του καταναλωτικού αγαθού το όνομα του, το σήμα του ή άλλο διακριτικό σημείο
“πωλητής” σημαίνει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, δυνάμει συμβάσεως, πωλεί καταναλωτικά αγαθά στο πλαίσιο τη εμπορικής, επιχειρηματικής ή επαγγελματικής του δραστηριότητας
“σύμβαση πώλησης” σημαίνει τη σύμβαση πώλησης καταναλωτικών αγαθών και περιλαμβάνει τις συμβάσεις προμήθειας καταναλωτικών αγαθών, τα οποία πρόκειται να κατασκευαστούν ή να παραχθούν
“Υπουργός” σημαίνει τον Υπουργό Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού.
4.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, ο πωλητής πρέπει να παραδίδει στον καταναλωτή αγαθά που είναι σύμφωνα προς τους όρους της σύμβασης πώλησης.
(2) Τα καταναλωτικά αγαθά τεκμαίρονται ότι είναι σύμφωνα προς τους όρους της σύμβασης, εάν-
(α) Ανταποκρίνονται στην περιγραφή που έχει γίνει από τον πωλητή και έχουν τις ιδιότητες του αγαθού εκείνου που ο πωλητής είχε παρουσιάσει στον καταναλωτή ως δείγμα ή υπόδειγμα
(β) είναι κατάλληλα για κάθε ειδική χρήση την οποία επιζητεί ο καταναλωτής και την οποία γνωστοποίησε στον πωλητή κατά τη στιγμή της σύναψης της σύμβασης, ο δε πωλητής την αποδέχθηκε
(γ) είναι κατάλληλα για τις χρήσεις για τις οποίες προορίζονται συνήθως τα αγαθά του ίδιου τύπου
(δ) έχουν τη συνήθη ποιότητα και τις επιδόσεις ενός αγαθού του ίδιου τύπου τις οποίες μπορεί ευλόγως να αναμένει ο καταναλωτής, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του αγαθού και τις δημόσιες δηλώσεις του πωλητή, του παραγωγού ή του αντιπροσώπου του για τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά των αγαθών, ιδίως στο πλαίσιο της διαφήμισης ή της επισήμανσης.
(3) Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας των διατάξεων του εδαφίου (2), η ποιότητα των αγαθών περιλαμβάνει ειδικότερα-
(α) Τη διαθεσιμότητα ανταλλακτικών, εξαρτημάτων και ειδικευμένων τεχνικών, στις περιπτώσεις που απαιτείται,
(β) την ασφάλεια των αγαθών, όπως αυτή καθορίζεται στο άρθρο 2 των περί Ασφάλειας Καταναλωτικών Προϊόντων Νόμων του 1994 έως 1998 και στους Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει αυτών,
(γ) την εύλογη αντοχή στο χρόνο και στη χρήση,
(δ) την εμφάνιση και την τελική επεξεργασία, και
(ε) την ανυπαρξία ελαττωμάτων.
(4) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, δεν υφίσταται έλλειψη συμμόρφωσης προς τους όρους της σύμβασης εάν, κατά τη στιγμή της σύναψης της σύμβασης, ο καταναλωτής εγνώριζε ή δεν μπορούσε ευλόγως να αγνοεί την έλλειψη της συμμόρφωσης ή εάν η έλλειψη συμμόρφωσης οφείλεται σε υλικά που προμηθεύει ο καταναλωτής.
(5) Ο πωλητής δεν ευθύνεται για τις δημόσιες δηλώσεις, που αναφέρονται στο εδάφιο (2), παράγραφος (δ), εάν-
(α) Αποδεικνύει ότι δε γνώριζε και δεν μπορούσε ευλόγως να γνωρίζει τη σχετική δήλωση,
(β) αποδεικνύει ότι είχε διορθωθεί η σχετική δήλωση μέχρι τη στιγμή σύναψης της σύμβασης, ή
(γ) αποδεικνύει ότι η απόφαση για την αγορά του καταναλωτικού αγαθού δεν μπορούσε να επηρεαστεί από τη δήλωση.
(6) Η έλλειψη συμμόρφωσης που απορρέει από κακή εγκατάσταση του καταναλωτικού αγαθού εξομοιούται με έλλειψη συμμόρφωσης προς τους όρους της σύμβασης, όταν η εγκατάσταση αποτελεί μέρος της σύμβασης πώλησης του αγαθού και έχει πραγματοποιηθεί από τον πωλητή ή με ευθύνη του. Τούτο ισχύει εξίσου όταν το αγαθό, το οποίο προοριζόταν να εγκατασταθεί από τον καταναλωτή, εγκαταστάθηκε από τον καταναλωτή η δε κακή εγκατάσταση οφείλεται σε ελλιπείς, ανακριβείς ή λανθασμένες οδηγίες εγκατάστασης:
Νοείται ότι οδηγίες εγκατάστασης, που δεν παρέχονται τουλάχιστο σε μία από τις επίσημες γλώσσες της Κυπριακής Δημοκρατίας, νοουμένου ότι πρόκειται για επίσημη γλώσσα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα θεωρούνται ως ελλιπείς.
5.-(1) Ο πωλητής ευθύνεται έναντι του καταναλωτή για κάθε έλλειψη συμμόρφωσης που υπάρχει κατά την παράδοση του αγαθού.
(2) Όταν υπάρχει έλλειψη συμμόρφωσης, ο καταναλωτής έχει δικαίωμα είτε σε δωρεάν αποκατάσταση της συμμόρφωσης του αγαθού με επισκευή ή αντικατάσταση, σύμφωνα με το εδάφιο (3), είτε σε προσήκουσα μείωση του τιμήματος, είτε σε υπαναχώρηση από τη σύμβαση όσον αφορά το αγαθό αυτό, σύμφωνα με τα εδάφια (5) και (6).
(3) Ο καταναλωτής έχει, κατ’ αρχάς, δικαίωμα να απαιτήσει από τον πωλητή τη δωρεάν επισκευή ή αντικατάσταση του αγαθού, εκτός εάν μια τέτοια πράξη είναι αδύνατη ή δυσανάλογη. Η επανόρθωση θεωρείται δυσανάλογη εάν, σε σύγκριση με τον εναλλακτικό τρόπο επανόρθωσης, συνεπάγεται για τον πωλητή υπερβολικά υψηλό κόστος, λαμβάνοντας υπόψη-
(α) Την αξία που θα είχε το αγαθό, εάν δεν υπήρχε έλλειψη συμμόρφωσης,
(β) τη σημασία της έλλειψης συμμόρφωσης, και
(γ) το κατά πόσον ο εναλλακτικός τρόπος επανόρθωσης θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς σημαντική ενόχληση του καταναλωτή.
(4) Η επισκευή ή η αντικατάσταση πρέπει να πραγματοποιούνται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος και χωρίς σημαντική ενόχληση του καταναλωτή, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του αγαθού και το σκοπό για τον οποίο ο καταναλωτής προόριζε το αγαθό.
(5) Ο όρος “δωρεάν” στα εδάφια (2) και (3) αναφέρεται στα απαραίτητα έξοδα που συνεπάγεται η αποκατάσταση της συμμόρφωσης του αγαθού, ιδίως στις δαπάνες αποστολής, το εργατικό κόστος και στο κόστος των υλικών.
(6) Ο καταναλωτής μπορεί να ζητήσει προσήκουσα μείωση του τιμήματος ή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, εάν-
(α) Ο καταναλωτής δε δικαιούται ούτε σε επισκευή ούτε σε αντικατάσταση, ή
(β) Ο πωλητής δεν ολοκλήρωσε την επανόρθωση εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, ή
(γ) ο πωλητής δεν ολοκλήρωσε την επανόρθωση χωρίς σημαντική ενόχληση του καταναλωτή.
(7) Ο καταναλωτής δε δικαιούται να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, εάν η έλλειψη συμμόρφωσης είναι ασήμαντη.
6. Όταν ο τελικός πωλητής υπέχει ευθύνη έναντι του καταναλωτή λόγω έλλειψης συμμόρφωσης προς τους όρους της σύμβασης, η οποία απορρέει από πράξη ή παράλειψη του παραγωγού, ενός προηγούμενου πωλητή ο οποίος εντάσσεται στην ίδια αλυσίδα συμβάσεων ή οποιουδήποτε άλλου ενδιάμεσου, ο τελικός πωλητής δε χάνει το δικαίωμα του να στραφεί κατά του υπευθύνου ή των υπευθύνων στην αλυσίδα αυτή των συμβάσεων, με βάση τις γενικές διατάξεις περί συμβατικής ή εξωσυμβατικής ευθύνης.
7.-(1) Ο πωλητής ευθύνεται έναντι του καταναλωτή, κατά τις διατάξεις του άρθρου 5, όταν η έλλειψη συμμόρφωσης εκδηλώνεται εντός δύο ετών από την παράδοση του αγαθού.
(2) Ο καταναλωτής, προκειμένου να απολαύσει των δυνάμει του άρθρου 5 δικαιωμάτων του, οφείλει να ενημερώνει τον πωλητή για την έλλειψη συμμόρφωσης, εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία διαπίστωσε την έλλειψη συμμόρφωσης.
(3) Μέχρις αποδείξεως του αντιθέτου, η έλλειψη συμμόρφωσης, η οποία εκδηλώνεται εντός έξι μηνών από την παράδοση του αγαθού, τεκμαίρεται ότι υφίσταται κατά την παράδοση, εκτός εάν το τεκμήριο αυτό είναι ασυμβίβαστο με τη φύση του αγαθού ή τη φύση της έλλειψης συμμόρφωσης.
(4) Ανεξάρτητα απ’ οποιαδήποτε ισχύουσα γενική ή ειδική διάταξη περί παραγραφής δικαιωμάτων, η περίοδος παραγραφής των δικαιωμάτων του καταναλωτή δυνάμει του άρθρου 5 δε δύναται να λήγει εντός της περιόδου των δύο ετών από την παράδοση του αγαθού, επιφυλασσομένου του δικαιώματος του καταναλωτή δυνάμει του εδαφίου (2).
8.-(1) Η εγγύηση δεσμεύει νομικά το άτομο που την προσφέρει, σύμφωνα με τους όρους που ορίζονται στη δήλωση της εγγύησης και στη σχετική διαφήμιση.
(2) Στην εγγύηση πρέπει-
(α) Να δηλώνεται ότι ο καταναλωτής έχει νόμιμα δικαιώματα δυνάμει του παρόντος Νόμου και να καθίσταται σαφές ότι αυτά τα δικαιώματα δε θίγονται από την εγγύηση,
(β) να προσδιορίζονται, σε απλή και κατανοητή γλώσσα, το περιεχόμενο της εγγύησης και τα ουσιαστικά στοιχεία που απαιτούνται για την ενεργοποίηση της εγγύησης, και κυρίως η διάρκεια και η εδαφική της έκταση, καθώς και το όνομα και η διεύθυνση του εγγυητή.
(3) Εφόσον το ζητήσει ο καταναλωτής, η εγγύηση πρέπει να τίθεται στη διάθεση του γραπτώς ή να περιέχεται σε άλλο μόνιμο μέσο επικοινωνίας που είναι διαθέσιμο και προσιτό σ’ αυτόν.
(4) Η εγγύηση πρέπει να συντάσσεται τουλάχιστο σε μια από τις επίσημες γλώσσες της Κυπριακής Δημοκρατίας, νοουμένου ότι πρόκειται για επίσημη γλώσσα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
(5) Παράλειψη συμμόρφωσης της εγγύησης προς τις απαιτήσεις των εδαφίων (2), (3) ή (4), ουδόλως θίγει την εγκυρότητα της, ο δε καταναλωτής μπορεί να βασιστεί σ’ αυτή και να απαιτήσει την τήρηση της.
9.-(1) Η Εντεταλμένη Υπηρεσία έχει καθήκον να εξετάζει, κατόπιν υποβολής παραπόνου ή και αυτεπάγγελτα, παραβάσεις πωλητών οποιασδήποτε προστατευτικής των συμφερόντων των καταναλωτών διάταξης του παρόντος Νόμου.
(2) Όταν, ύστερα από εξέταση που διενεργείται σύμφωνα με το εδάφιο (1), η Εντεταλμένη Υπηρεσία θεωρήσει ότι υπήρξε παράβαση, δύναται, αν το θεωρήσει σκόπιμο, να ζητήσει με αίτηση της προς το δικαστήριο την έκδοση απαγορευτικού ή προστακτικού διατάγματος, περιλαμβανομένου και προσωρινού διατάγματος, εναντίον οποιουδήποτε προσώπου το οποίο, κατά την κρίση της, ενέχεται ή ευθύνεται για την παράβαση αυτή.
(3) Κατά την εξέταση αυτή η Εντεταλμένη Υπηρεσία δύναται, αν το θεωρήσει σκόπιμο, να λάβει υπόψη της οποιαδήποτε ανάληψη δέσμευσης, που παρέχεται σ’ αυτή από οποιοδήποτε πρόσωπο ή εκ μέρους οποιουδήποτε προσώπου, αναφορικά με τη γενομένη παράβαση και την προοπτική άρσης ή αποκατάστασης αυτής.
(4) Η Εντεταλμένη Υπηρεσία οφείλει να αιτιολογεί δεόντως την απόφαση της να μην αποταθεί στο δικαστήριο δυνάμει του εδαφίου (2) σε σχέση με οποιοδήποτε παράπονο το οποίο, δυνάμει του παρόντος άρθρου, έχει καθήκον να εξετάζει.
10.-(1) Το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκδικάζεται οποιαδήποτε αίτηση δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 9 έχει εξουσία, τηρουμένων των διατάξεων του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, των περί Δικαστηρίων Νόμων και των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, να εκδώσει απαγορευτικό ή προστακτικό διάταγμα, περιλαμβανομένου και προσωρινού διατάγματος, με το οποίο να διατάσσει-
(α) Την άμεση παύση και/ή μη επανάληψη της γενόμενης παράβασης και/ή
(β) την εντός ορισμένης προθεσμίας λήψη τέτοιων διορθωτικών, κατά την κρίση του δικαστηρίου μέτρων, προς άρση της παράνομης κατάστασης που δημιούργησε η περί ης η αίτηση παράβαση και/ή
(γ) τη δημοσίευση του συνόλου ή μέρους της σχετικής απόφασης του Δικαστηρίου ή τη δημοσίευση επανορθωτικής ανακοίνωσης με σκοπό την εξάλειψη των τυχόν συνεχιζόμενων επιπτώσεων της περί ης η αίτηση παράβασης και/ή
(δ) οποιαδήποτε άλλη ενέργεια ή μέτρο που ήθελε κριθεί αναγκαίο ή εύλογο υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης.
(2) Το διάταγμα που εκδίδεται δυνάμει του εδαφίου (1) δύναται να αφορά όχι μόνο στις συγκεκριμένες πράξεις ή συμπεριφορά του καθ’ ου η αίτηση έναντι συγκεκριμένου καταναλωτή, αλλά και σε παρόμοιες μελλοντικές πράξεις ή συμπεριφορά αυτού έναντι των καταναλωτών γενικά.
- Ιστορικό Τροποποιήσεων
- 7(I)/2000
- 90(I)/2007
12. Η Εντεταλμένη Υπηρεσία δύναται να μεριμνήσει για τη διάδοση τέτοιων πληροφοριών και συμβουλών, περιλαμβανομένων διαταγμάτων του δικαστηρίου, αναφορικά με την εφαρμογή του παρόντος Νόμου, τις οποίες αυτή θεωρεί χρήσιμες για την εξυπηρέτηση του κοινού, καθώς και όλων των προσώπων που ενδεχομένως επηρεάζονται από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
13.-(1) Συμβατικοί όροι ή συμφωνίες, οι οποίες συνάπτονται με τον πωλητή πριν από την ενημέρωση του για την έλλειψη συμμόρφωσης και οι οποίες, αμέσως ή εμμέσως, καταργούν ή περιορίζουν τα δικαιώματα που απορρέουν από τον παρόντα Νόμο, δε δεσμεύουν τον καταναλωτή.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, σε περίπτωση μεταχειρισμένων αγαθών, ο πωλητής και ο καταναλωτής μπορούν να συμφωνούν συμβατικούς όρους ή να συνάπτουν συμφωνίες που προβλέπουν μικρότερη περίοδο όσον αφορά την ευθύνη του πωλητή από εκείνη που προβλέπεται στο άρθρο 7(1), αλλά σε καμιά περίπτωση η περίοδος αυτή δεν μπορεί να είναι μικρότερη του ενός έτους.
14. Παρά την ύπαρξη οποιασδήποτε συμβατικής ρήτρας η οποία καθιστά ή σκοπεί να καταστήσει εφαρμοστέο στη σύμβαση το δίκαιο άλλης επικράτειας πλην των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο παρών Νόμος τυγχάνει εφαρμογής, αν ένα από τα δύο ή και τα δύο από τα πιο κάτω συντρέχουν, δηλαδή-
(α) Η ρήτρα αυτή, κατά την κρίση του δικαστηρίου, έχει ως αποτέλεσμα την εφαρμογή δικαίου κατώτερης προστασίας από την προστασία που παρέχεται με τον παρόντα Νόμο ή
(β) κατά τη σύναψη της σύμβασης ο καταναλωτής είχε τη συνήθη διαμονή του είτε στην Κυπριακή Δημοκρατία είτε σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα αναγκαία μέτρα για τη σύναψη ή την εκπλήρωση της σύμβασης είχαν ληφθεί στην επικράτεια είτε της Κυπριακής Δημοκρατίας είτε κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τον καταναλωτή ή από άλλους για λογαριασμό του καταναλωτή.
15. Οι διατάξεις του περί Συμβάσεων Νόμου και των περί Πωλήσεων Αγαθών Νόμων του 1994 έως 1999 θα εξακολουθούν να εφαρμόζονται στις συμβάσεις πώλησης καταναλωτικών αγαθών, εκτός κατά την έκταση που αυτές συγκρούονται ή είναι ασυμβίβαστες με τις ρητές διατάξεις του παρόντος Νόμου.
16.-(1) Χωρίς αυτό να αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή του παρόντος Νόμου, το Υπουργικό Συμβούλιο έχει εξουσία να εκδίδει Κανονισμούς για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου, καθώς επίσης για τον καθορισμό οποιουδήποτε θέματος το οποίο χρήζει ή είναι δεκτικό καθορισμού δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(2) Κανονισμοί που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος άρθρου κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση.
74. Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 75, από την ημερομηνίας έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, καταργούνται, οι ακόλουθοι Νόμοι:
(α) Ο περί των Αθέμιτων Εμπορικών Πρακτικών των Επιχειρήσεων προς τους Καταναλωτές Νόμος∙
(β) Ο περί Ελέγχου των Παραπλανητικών και Συγκριτικών Διαφημίσεων Νόμος∙
(γ) Ο περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμος∙
(δ)Ο περί των Δικαιωμάτων των Καταναλωτών Νόμος∙
(ε) O περί της Αναγραφής της Τιμής Πώλησης και της Μοναδιαίας Τιμής των Προϊόντων που προσφέρονται στους Καταναλωτές Νόμος∙
(στ) Ο περί Ορισμένων Πτυχών της Πώλησης Καταναλωτικών Αγαθών και των Συναφών Εγγυήσεων Νόμος∙
(ζ) Ο περί των Προϋποθέσεων Πώλησης των Εμπορευμάτων σε Τιμές Εκπτώσεων Νόμος.
75.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 10 του περί Ερμηνείας Νόμου, οποιαδήποτε δικαιώματα και υποχρεώσεις πηγάζουν από τον παρόντα Νόμο, εφαρμόζονται αναφορικά και με συμβάσεις οι οποίες συνήφθησαν και/ή τερματίστηκαν πριν από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου:
(2) Διοικητικές έρευνες και λοιπές διαδικασίες που βρίσκονται σε εξέλιξη κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου διέπονται από το προϊσχύον νομικό καθεστώς.
(3) Κανονισμοί που εκδόθηκαν κατ’ εξουσιοδότηση των Νόμων που καταργούνται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου εξακολουθούν να ισχύουν, εφόσον δεν αντιτίθενται σε διατάξεις του παρόντος Νόμου: