14.—(1) Για σκοπούς ελέγχου και εποπτείας των ιδιωτικών νοσηλευτηρίων που ιδρύονται και λειτουργούν στην Κυπριακή Δημοκρατία, διά του παρόντος ο Διευθυντής Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας ορίζεται ως Έφορος Ιδιωτικών Νοσηλευτηρίων, για να ασκεί τις, δυνάμει του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών, εξουσίες και αρμοδιότητες του Εφόρου.
(2) Ειδικότερα ο Έφορος έχει και ασκεί τις ακόλουθες εξουσίες και καθήκοντα:
(α) Εκδίδει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 6 και 7, τις άδειες ίδρυσης και τις άδειες λειτουργίας ιδιωτικών νοσηλευτηρίων, αντίστοιχα.
(β) Ασκεί έλεγχο και εποπτεία σε κάθε νοσηλευτήριο που λειτουργεί στην Κυπριακή Δημοκρατία, με σκοπό τη διασφάλιση συνεχούς συμμόρφωσης προς τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών.
(γ) Εκδίδει τις αναγκαίες, κατά την κρίση του, εγκύκλιες οδηγίες προς τα ιδιωτικά νοσηλευτήρια, αναφορικά με την ορθή εφαρμογή και ερμηνεία των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών.
(δ) Συμβουλεύει τον Υπουργό, είτε αυτεπάγγελτα είτε κατόπιν αιτήματος του Υπουργού, για κάθε θέμα που αφορά ή σχετίζεται με την εφαρμογή, καθώς και με τις επιθυμητές ή αναγκαίες αλλαγές ή τροποποιήσεις των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών.
(ε) Ασκεί οποιαδήποτε άλλη εξουσία ή αρμοδιότητα που ανατίθεται ρητά σε αυτόν από τον παρόντα Νόμο ή τους Κανονισμούς.
15.—(1) Για την καλύτερη εφαρμογή και επίτευξη των σκοπών και στόχων του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών, εγκαθιδρύεται Επιτροπή, καλούμενη Συμβουλευτική Επιτροπή Ιδιωτικών Νοσηλευτηρίων.
(2) Η Επιτροπή κέκτηται αρμοδιότητα και καθήκον—
(α) Να συμβουλεύει απευθείας τον Έφορο για θέματα που σχετίζονται με τον παρόντα Νόμο ή τους Κανονισμούς και τα καθήκοντα και τις εξουσίες αυτού, όπως αυτά αποφασίζονται από την Επιτροπή ή παραπέμπονται σε αυτή από τον Έφορο,
(β) να γνωμοδοτεί όσον αφορά αιτήσεις για έκδοση άδειας ίδρυσης ή λειτουργίας ιδιωτικού νοσηλευτηρίου,
(γ) να εξετάζει γραπτές παραστάσεις που υποβάλλονται σε αυτή δυνάμει του άρθρου 18 και να υποβάλλει στον Έφορο σχετική έκθεση με τη γνωμοδότησή της, και
(δ) να επιτελεί ή διεκπεραιώνει οποιοδήποτε άλλο συναφές έργο, περιλαμβανομένης της διεξαγωγής μελετών και ερευνών, το οποίο ανατίθεται σε αυτή από τον Έφορο ή τον Υπουργό.
(3) Κατά την εξέταση οποιουδήποτε θέματος η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη και εφαρμόζει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών, καθοδηγούμενη κυρίως από το κριτήριο της εξυπηρέτησης πρωτίστως του συμφέροντος της δημόσιας υγείας και της διασφάλισης της υγείας και ευημερίας των ασθενών.
(4) Η Επιτροπή απαρτίζεται από οκτώ μέλη, περιλαμβανομένου του προέδρου της, τα οποία ορίζονται από τον Υπουργό ως εξής:
(α) Έναν ιατρικό λειτουργό του Τμήματος Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας ως πρόεδρο, που υποδεικνύεται από το διευθυντή του τμήματος·
(β) έναν αρχιτέκτονα ή πολιτικό μηχανικό του Τμήματος Δημόσιων Έργων, που υποδεικνύεται από το διευθυντή του οικείου τμήματος·
(γ) έναν ηλεκτρολόγο μηχανικό της Ηλεκτρομηχανολογικής Υπηρεσίας, που υποδεικνύεται από το διευθυντή της υπηρεσίας·
(δ) έναν υγειονομικό επιθεωρητή του Τμήματος Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας, που υποδεικνύεται από το διευθυντή του τμήματος·
(ε) έναν εκπρόσωπο του Παγκύπριου Ιατρικού Συλλόγου, που υποδεικνύεται από τον πρόεδρο αυτού·
(στ) έναν εκπρόσωπο του Παγκύπριου Συνδέσμου Νοσοκόμων, που υποδεικνύεται από τον πρόεδρο αυτού·
(ζ) ένα εκπρόσωπο του Παγκύπριου Συνδέσμου Ιδιωτικών Νοσηλευτηρίων·
(η) έναν εκπρόσωπο του Τμήματος Επιθεώρησης Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, που υποδεικνύεται από το διευθυντή του τμήματος.
(5)(α) Η θητεία των μελών της Επιτροπής είναι τριετής, τα δε μέλη αυτής, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του εδαφίου (3), μπορούν να επαναδιορίζονται στη θέση·
(β) η κένωση θέσεων στην Επιτροπή δεν επηρεάζει την έγκυρη διεξαγωγή των εργασιών της Επιτροπής, νοουμένου ότι ο αριθμός των μελών που παραμένουν δεν είναι μικρότερος από τον απαιτούμενο αριθμό απαρτίας.
(6) Κένωση θέσης στην Επιτροπή επέρχεται συνεπεία θανάτου, παραίτησης ή τερματισμού του διορισμού μέλους ύστερα από αιτιολογημένη απόφαση του Υπουργού για σοβαρή αιτία.
(7) Η Επιτροπή συγκαλείται σε συνεδρία πάντοτε με πρόσκληση του προέδρου αυτής, η οποία πρέπει να αποστέλλεται στα μέλη τουλάχιστον επτά ημέρες πριν από την πραγματοποίηση της συνεδρίας, μαζί με την ημερήσια διάταξη των προς συζήτηση θεμάτων:
Νοείται ότι οποιοδήποτε μέλος της Επιτροπής έχει το δικαίωμα, με επιστολή του προς τον πρόεδρο, να ζητήσει—
(α) Τη σύγκληση ειδικής συνεδρίας της Επιτροπής, για να συζητηθεί σημαντικό ή κατεπείγον ζήτημα που άπτεται της ορθής ή αποτελεσματικής εφαρμογής του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών, ή
(β) τη συμπερίληψη στην ημερήσια διάταξη της επόμενης συνεδρίας της Επιτροπής οποιουδήποτε θέματος ή ζητήματος το οποίο επιθυμεί να τεθεί προς συζήτηση.
(8)(α) Ο πρόεδρος της Επιτροπής προεδρεύει των συνεδριάσεων και υπογράφει τα πρακτικά·
(β) σε περίπτωση απουσίας ή προσωρινού κωλύματος του προέδρου, καθήκοντα προέδρου ασκεί ένα από τα υπόλοιπα μέλη, το οποίο υποδεικνύεται κατά πλειοψηφία από τα μέλη.
(9)(α) Για την έγκυρη διεξαγωγή των συνεδριάσεων της Επιτροπής απαιτείται η παρουσία τουλάχιστον τεσσάρων μελών. Οι αποφάσεις της Επιτροπής λαμβάνονται κατά πλειοψηφία των παρόντων μελών και σε περίπτωση ισοψηφίας ο πρόεδρος διαθέτει νικώσα ψήφο.
(β) Κατά τα λοιπά η Επιτροπή ρυθμίζει με απόφασή της τις εσωτερικές της διαδικασίες.
(10) Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Υγείας μεριμνά ώστε να παρέχεται στην Επιτροπή η αναγκαία γραμματειακή υποστήριξη για διεξαγωγή των εργασιών της και έχει την ευθύνη οποιωνδήποτε άλλων εξόδων λειτουργίας της Επιτροπής.
16.—(1) Ο Έφορος μπορεί να εξουσιοδοτεί ως επιθεωρητές για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών τόσους λειτουργούς του Τμήματος Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας όπως αυτός θεωρεί αναγκαίο:
Νοείται ότι λειτουργός ο οποίος έχει διοριστεί μέλος της Επιτροπής δε δύναται να οριστεί ταυτόχρονα και εντεταλμένος επιθεωρητής.
(2) Αποτελεί καθήκον κάθε εντεταλμένου επιθεωρητή—
(α) Να υποβάλλει εισηγήσεις και εκθέσεις στον Έφορο και να τον συμβουλεύει για θέματα χορήγησης, διαφοροποίησης, ακύρωσης, ανάκλησης ή αναστολής αδειών ίδρυσης και λειτουργίας ιδιωτικών νοσηλευτηρίων·
(β) να επισκέπτεται χώρους οι οποίοι χρησιμοποιούνται ή προορίζονται να χρησιμοποιηθούν ως ιδιωτικά νοσηλευτήρια, για να ελεγχθεί και διαπιστωθεί κατά πόσο αυτά έχουν τις απαιτούμενες δυνάμει του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών άδειες·
(γ) να επισκέπτεται και ασκεί ετήσιους και έκτακτους ελέγχους σε αδειούχα ιδιωτικά νοσηλευτήρια, για να διαπιστωθεί κατά πόσο αυτά συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών ή τηρούν τους διάφορους όρους της άδειας αυτών·
(δ) να αναφέρει στον Έφορο κάθε περίπτωση όπου οποιαδήποτε διάταξη του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών ή οποιοσδήποτε όρος άδειας εκδοθείσας δυνάμει του παρόντος Νόμου δεν έχει τηρηθεί ή δεν τηρείται και να τον συμβουλεύει για τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την περίπτωση.
(3) Εντεταλμένος επιθεωρητής ο οποίος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του λαμβάνει γνώση οποιασδήποτε πληροφορίας ή στοιχείου δεν επιτρέπεται να τα αποκαλύπτει σε τρίτους, εκτός για σκοπούς εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών ή στα πλαίσια οποιασδήποτε δικαστικής διαδικασίας.
17.—(1) Ο Έφορος ή εντεταλμένος επιθεωρητής δύναται, κατά πάντα εύλογο χρόνο και αφού επιδείξει το αποδεικτικό της ιδιότητάς του, να ασκεί τις ακόλουθες εξουσίες:
(α) Να εισέρχεται, για σκοπούς διαπίστωσης της διάπραξης οποιουδήποτε αδικήματος κατά τον παρόντα Νόμο, σε οποιοδήποτε υποστατικό ή χώρο, εκτός από χώρο που χρησιμοποιείται ως κατοικία, για τον οποίο έχει εύλογη υποψία ότι χρησιμοποιείται ή προορίζεται να χρησιμοποιηθεί ως ιδιωτικό νοσηλευτήριο κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών.
(β) Να εισέρχεται σε οποιοδήποτε αδειούχο ιδιωτικό νοσηλευτήριο με σκοπό την άσκηση ετήσιου ή έκτακτου ελέγχου ή επιθεώρησης, για να διαπιστωθεί κατά πόσο τηρούνται, οι διατάξεις του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών ή οι όροι της άδειας αυτού.
(γ) Να απαιτεί από τον υπεύθυνο ιατρό ή άλλο υπεύθυνο κατά τη δεδομένη στιγμή πρόσωπο, κατά τον ετήσιο ή έκτακτο έλεγχο ή επιθεώρηση ιδιωτικού νοσηλευτηρίου, την παρουσίαση οποιωνδήποτε βιβλίων εγγραφής, αρχείων ή άλλων εγγράφων τα οποία απαιτείται να τηρούνται δυνάμει του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών.
(δ) Να απαιτεί από τον υπεύθυνο ιατρό ή άλλο υπεύθυνο κατά τη δεδομένη στιγμή πρόσωπο τη διενέργεια οποιουδήποτε επί τόπου δοκιμαστικού ελέγχου της λειτουργίας οποιασδήποτε συσκευής ή εξοπλισμού που απαιτείται να υπάρχει ή διατίθεται στο νοσηλευτήριο δυνάμει του παρόντος Νόμου, των Κανονισμών ή των όρων της άδειας λειτουργίας αυτού και, σε περίπτωση που διαπιστώνεται βλάβη ή κακή λειτουργία τους, να απαιτεί την άμεση αντικατάσταση ή επιδιόρθωση τους.
(2) Ο Έφορος ή εντεταλμένος επιθεωρητής ο οποίος εισέρχεται σε υποστατικό ή άλλο χώρο δυνάμει του εδαφίου (1) μπορεί να έχει μαζί του τέτοια άλλα πρόσωπα και τέτοιο εξοπλισμό όπως αυτός κρίνει αναγκαίο και, σε περίπτωση που εύλογα πιστεύει ότι στο χώρο αυτό έχει διαπραχθεί οποιοδήποτε αδίκημα κατά τον παρόντα Νόμο, έχει εξουσία να κατάσχει και συλλέξει τέτοια αποδεικτικά στοιχεία που εύλογα πιστεύει ότι θα χρειαστούν σε μελλοντική ποινική δίωξη για το αδίκημα αυτό.
(3) Ο υπεύθυνος ιατρός ιδιωτικού νοσηλευτηρίου, ή οποιοδήποτε άλλο υπεύθυνο κατά τη δεδομένη στιγμή πρόσωπο, στο οποίο διεξάγεται έλεγχος και επιθεώρηση, δυνάμει του παρόντος άρθρου, οφείλει να μεριμνά ώστε να παρέχεται κάθε δυνατή διευκόλυνση στον Έφορο ή εντεταλμένο επιθεωρητή για την ταχεία και απρόσκοπτη διεκπεραίωση της επιθεώρησης.
18.—(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, σε κάθε περίπτωση κατά την οποία ο Έφορος, είτε κατόπιν γενομένης επιθεώρησης δυνάμει του άρθρου 16 είτε άλλως πως, θεωρεί ότι οι διατάξεις του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών παραβιάζονται ή δεν τηρούνται από οποιοδήποτε ιδιωτικό νοσηλευτήριο ή ότι το νοσηλευτήριο αυτό δεν τυγχάνει διαχείρισης προς το καλύτερο συμφέρον της υγείας και της ευημερίας των εισαγομένων σε αυτό ασθενών, δύναται με διάταγμά του—
(α) Να αναστείλει την άδεια λειτουργίας του ιδιωτικού νοσηλευτηρίου, μέχρις ότου οι συνθήκες ή οι λόγοι που προκάλεσαν την αναστολή εκλείψουν ή αποκατασταθούν ή
(β) να ακυρώσει την άδεια λειτουργίας τέτοιου νοσηλευτηρίου.
(2) Πριν από την έκδοση διατάγματος αναστολής ή ακύρωσης δυνάμει του εδαφίου (1), ο Έφορος επιδίδει στον υπεύθυνο ιατρό του ιδιωτικού νοσηλευτηρίου γραπτή ειδοποίηση για την πρόθεσή του να εκδώσει τέτοιο διάταγμα, στην οποία πρέπει να αναφέρει τους λόγους της ενέργειάς του και να παρέχει πληροφορίες για τα δικαιώματα που χορηγούνται δυνάμει του εδαφίου (4).
(3)(α) Κάθε ειδοποίηση δυνάμει του εδαφίου (2) υπογράφεται από τον Έφορο και επιδίδεται στον υπεύθυνο ιατρό είτε προσωπικά είτε με συστημένη επιστολή
(β) σε περίπτωση ύπαρξης περισσοτέρων του ενός υπεύθυνων ιατρών, επίδοση σε έναν από αυτούς είναι αρκετή.
(4) Ο υπεύθυνος ιατρός, στον οποίο επιδίδεται ειδοποίηση δυνάμει του εδαφίου (2), δύναται, μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την ημερομηνία της προς αυτόν επίδοσης της ειδοποίησης, να προβεί σε γραπτές παραστάσεις προς την Επιτροπή με ταυτόχρονη γνωστοποίηση προς τον Έφορο.
(5) Η Επιτροπή—
(α) Εξετάζει χωρίς οποιαδήποτε καθυστέρηση τις υποβαλλόμενες παραστάσεις,
(β) μπορεί να ζητήσει να ακούσει προφορική ανάπτυξη των παραστάσεων, και
(γ) υποβάλλει σχετική έκθεση με τη γνώμη της στον Έφορο, ο οποίος στη συνέχεια αποστέλλει αντίγραφο της έκθεσης στον υπεύθυνο ιατρό που υπέβαλε τις παραστάσεις και λαμβάνει αυτήν υπόψη στην απόφασή του για έκδοση ή μη του σχετικού διατάγματος.
19.—(1) Όταν ο Έφορος θεωρεί κατεπειγόντως αναγκαία την άμεση παύση της ισχύος της άδειας λειτουργίας οποιουδήποτε ιδιωτικού νοσηλευτηρίου, ιδιαίτερα όταν διαπιστώνεται πρόβλημα που επηρεάζει άμεσα τη δημόσια υγεία, εκδίδει αμέσως προσωρινό διάταγμα αναστολής, η ισχύς του οποίου δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρεις μήνες.
(2) Αν κατά τη διάρκεια της περιόδου ισχύος του διατάγματος που εκδόθηκε δυνάμει του εδαφίου (1) επιδοθεί ειδοποίηση για πρόθεση έκδοσης διατάγματος δυνάμει του άρθρου 18, αλλά κατά τη λήξη της περιόδου αυτής—
(α) Η προβλεπόμενη στο εδάφιο (4) του άρθρου 18 προθεσμία γνωστοποίησης στον Έφορο δεν έχει εκπνεύσει· ή
(β) επίκεινται ή γίνονται παραστάσεις σύμφωνα με το ειρημένο εδάφιο· ή
(γ) τέτοιες παραστάσεις έχουν ήδη γίνει, αλλά ο Έφορος δεν έχει λάβει ή δεν έχει συμπληρώσει τη μελέτη της έκθεσης της Επιτροπής προς την οποία έγιναν οι παραστάσεις,
ο Έφορος μπορεί, με νέο προσωρινό διάταγμα επιδιδόμενο στον υπεύθυνο ιατρό, να αναστείλει περαιτέρω την άδεια λειτουργίας του ιδιωτικού νοσηλευτηρίου, μέχρις ότου καταστεί δυνατό να αποφασίσει κατά πόσο θα την αναστείλει ή θα την ακυρώσει δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 18, αλλά κανένα τέτοιο προσωρινό διάταγμα αναστολής δεν μπορεί να υπερβαίνει σε διάρκεια τους έξι μήνες συνολικά.
20.—(1) Όταν διάταγμα αναστολής ή ακύρωσης της άδειας λειτουργίας ιδιωτικού νοσηλευτηρίου εκδοθεί δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 18 ή του άρθρου 19, το νοσηλευτήριο οφείλει να κλείσει και να παραμείνει κλειστό χωρίς να εισάγονται σε αυτό νέοι ασθενείς, ενώ οι εσωτερικοί ασθενείς που υπήρχαν στο νοσηλευτήριο κατά την επίδοση του διατάγματος είτε απολύονται είτε μεταφέρονται σε άλλο νοσηλευτήριο, όπως ο Έφορος, κατά την κρίση του, διατάξει, είτε παραμένουν στο ιδιωτικό νοσηλευτήριο του οποίου η άδεια λειτουργίας έχει ανασταλεί ή ακυρωθεί, μέχρις ότου, κατά τη γνώμη του Εφόρου, οι ασθενείς είναι σε θέση να απολυθούν ή να μεταφερθούν:
(2)(α) Οι εσωτερικοί ασθενείς, οι οποίοι δεν απολύονται όπως προβλέπεται στο εδάφιο (1), παραμένουν στο νοσηλευτήριο υπό την ευθύνη και τη φροντίδα του υπεύθυνου ιατρού.
(β) Σε περίπτωση μεταφοράς εσωτερικών ασθενών, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (1), σε άλλο νοσηλευτήριο δικής τους επιλογής, ο υπεύθυνος ιατρός του ιδιωτικού νοσηλευτηρίου ευθύνεται για την ασφαλή μεταφορά τους και την πληρωμή οποιοδήποτε τυχών δαπανών χρειασθούν.
21. Ο υπεύθυνος ιατρός κάθε ιδιωτικού νοσηλευτηρίου αποστέλλει στον Έφορο μέχρι την 31η Μαρτίου κάθε έτους έκθεση, σύμφωνα με τον τύπο που ο Έφορος εκάστοτε καθορίζει, αναφορικά με τη λειτουργία του νοσηλευτηρίου κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους, στην οποία περιέχονται πληροφορίες αναφορικά με τη λειτουργία του νοσηλευτηρίου, τους ασθενείς που νοσηλεύτηκαν σε αυτό και το προσωπικό που εργοδοτείτο σε αυτό.