23.—(1) Για σκοπούς αποτελεσματικής εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των δυνάμει τούτου εκδιδόμενων Κανονισμών ή διαταγμάτων και τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), ο Υπουργός μπορεί, με γνωστοποίηση που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, να ορίσει λειτουργό του Υπουργείου του ως Αρχιεπιθεωρητή ο οποίος να ενεργεί υπό την επίβλεψη και τις οδηγίες του, καθώς επίσης άλλους λειτουργούς του Υπουργείου του ως Επιθεωρητές οι οποίοι να ενεργούν υπό την επίβλεψη και τις οδηγίες του Αρχιεπιθεωρητή.
(2) Χωρίς να επηρεάζονται οι διατάξεις των εδαφίων (1) και (2), ο Υπουργός μπορεί ύστερα από σχετικές γνωστοποιήσεις που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, να εξουσιοδοτεί γραπτώς οποιαδήποτε πρόσωπα που δεν υπηρετούν στη δημόσια υπηρεσία, τα οποία κρίνει ότι κατέχουν κατάλληλα προσόντα, να ασκούν τέτοιες από τις εξουσίες και τα καθήκοντα των Επιθεωρητών και να υπόκεινται σε τέτοιους όρους, όπως θα καθορίζεται στην εξουσιοδότηση.
(4) Οποιοδήποτε πρόσωπο εξουσιοδοτείται με βάση το εδάφιο (3), θα υπόκειται στις οδηγίες και τον έλεγχο του Αρχιεπιθεωρητή και η εξουσιοδότηση μπορεί να τερματίζεται σύμφωνα με τους όρους που διαλαμβάνονται σ' αυτή.
(5) Κάθε πρόσωπο που εξουσιοδοτείται με βάση το εδάφιο (3), μπορεί να λαμβάνει αμοιβή ανάλογη με τις υπηρεσίες που παρέχει, η οποία καθορίζεται από τον Υπουργό σε συνεννόηση με τον Υπουργό Οικονομικών.
(6) Οι Επιθεωρητές και τα πρόσωπα που εξουσιοδοτούνται με βάση το εδάφιο (3), εφοδιάζονται με κατάλληλες ταυτότητες τις οποίες οφείλουν να επιδεικνύουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.
24.—(1) Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, ο Επιθεωρητής μπορεί-
(α) Να εισέρχεται σε οποιαδήποτε υποστατικά εγκαταστάσεων στα οποία διενεργείται ή υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι διενεργείται δραστηριότητα ή λαμβάνει χώρα διεργασία η οποία αποτελεί ή δυνατό να αποτελεί παράβαση οποιασδήποτε διάταξης του παρόντος Νόμου· η είσοδος στα υποστατικά μπορεί να γίνει ενόσω βρίσκεται σε εξέλιξη η δραστηριότητα ή η διεργασία ή σε οποιοδήποτε χρόνο εφόσον υπάρχει εύλογη υποψία ότι σ' αυτά υφίσταται άμεσος κίνδυνος σοβαρής προσωπικής βλάβης οποιουδήποτε προσώπου·
(β) να διενεργεί δοκιμές ή μετρήσεις τις οποίες κρίνει αναγκαίες στην εκτέλεση των καθηκόντων του·
(γ) να επιθεωρεί, εξετάζει και ελέγχει τη λειτουργία οποιωνδήποτε μηχανημάτων, συσκευών ή εξοπλισμού που βρίσκεται στα υποστατικά εγκατάστασης και να προβαίνει σε κινηματογραφήσεις ή φωτογραφίσεις εφόσον τις κρίνει αναγκαίες·
(δ) να αξιώνει την παρουσίαση και να προβαίνει σε επιθεώρηση οποιωνδήποτε βιβλίων ή εγγράφων που αφορούν ή σχετίζονται με την εγκατάσταση και τα οποία θεωρεί ότι περιέχουν πληροφορίες χρήσιμες για σκοπούς διερεύνησης οποιουδήποτε θέματος που αφορά την εγκατάσταση·
(ε) να παραλαμβάνει και μεταφέρει οποιοδήποτε αντικείμενο ή ουσία ή δείγμα ουσίας που κρίνει ότι είναι αναγκαίο για σκοπούς διερεύνησης αδικήματος ή για σκοπούς απόδειξης ενώπιον δικαστηρίου·
(στ) να αξιώνει από το φορέα εκμετάλλευσης της εγκατάστασης ή τον κάτοχο των υποστατικών στα οποία ευρίσκεται η εγκατάσταση, ή από τους αντιπροσώπους ή εργοδοτουμένους των που είναι παρόντες, όπως-
(i) του παράσχουν ασφαλή πρόσβαση σε οποιοδήποτε μέρος των υποστατικών·
(ii) θέσουν στη διάθεσή του εύλογες διευκολύνσεις ή μέσα για τη διενέργεια δοκιμών, μετρήσεων, επιθεωρήσεων ή εξετάσεων που κρίνει αναγκαίες για σκοπούς ελέγχου ή για διερεύνηση πιθανού αδικήματος ή παράβασης όρου της άδειας·
(iii) του παράσχουν οποιεσδήποτε πληροφορίες που δυνατό να κατέχουν ή στις οποίες δυνατό να έχουν πρόσβαση και τις οποίες θεωρεί χρήσιμες για το σκοπό έρευνας που διενεργεί·
(ζ) να αξιώνει όπως τα υποστατικά ή οποιοδήποτε μέρος τους, ή οποιαδήποτε μηχανήματα, συσκευές, εξοπλισμός ή ουσίες που βρίσκονται σ' αυτά, παραμείνουν ως έχουν για όσο χρόνο θεωρεί εύλογα αναγκαίο για σκοπούς ελέγχου, δοκιμής, μέτρησης ή εξέτασης, νοουμένου ότι η συμμόρφωση με την αξίωση αυτή δε συνεπάγεται τον τερματισμό ή τη διακοπή οποιασδήποτε ουσιώδους λειτουργίας της εγκατάστασης·
(η) να αξιώνει από οποιοδήποτε πρόσωπο για το οποίο έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι είχε απασχοληθεί στα υποστατικά της εγκατάστασης ή είχε σχέση με οποιαδήποτε δραστηριότητα ή διεργασία σ' αυτά εντός της περιόδου των τελευταίων τριών μηνών, όπως του παράσχει οποιεσδήποτε πληροφορίες που δυνατό να κατέχει ή στις οποίες έχει πρόσβαση, εφόσον αυτές είναι σχετικές με το σκοπό της έρευνας που διενεργεί.
(2) Εάν ο Επιθεωρητής έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι οποιαδήποτε εγκατάσταση λειτουργεί ή πρόκειται να λειτουργήσει κατά τρόπο ο οποίος δημιουργεί κίνδυνο ρύπανσης του περιβάλλοντος λόγω ενδεχόμενης πυρκαγιάς, έκρηξης ή απόρριψης οποιασδήποτε ουσίας ή αποβλήτου, τότε έχει εξουσία να επιδώσει στο φορέα εκμετάλλευσης ή, εάν αυτός απουσιάζει, σε οποιοδήποτε πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για τη λειτουργία ή επίβλεψη της εγκατάστασης, ειδοποίηση με την οποία-
(α) Αναφέρει τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι υφίστασται ο κίνδυνος·
(β) παρέχει οδηγίες για τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων εξάλειψης ή μείωσης του κινδύνου·
(γ) ορίζει χρονική περίοδο εντός της οποίας πρέπει να ληφθούν τα μέτρα· και
(δ) αξιώνει όπως η λειτουργία της εγκατάστασης τερματιστεί μετά τη λήξη της πιο πάνω περιόδου εφόσον δε ληφθούν τα μέτρα που όρισε και ο κίνδυνος εξακολουθεί να υφίσταται.
(3) Εάν ο Επιθεωρητής έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι ο κίνδυνος που αναφέρεται στο εδάφιο (2) είναι άμεσος και γι' αυτό το λόγο επιβάλλεται η άμεση αντιμετώπισή του, τότε με την ειδοποίηση που επιδίδει μπορεί να αξιώνει όπως τερματιστεί αμέσως η λειτουργία της εγκατάστασης ή οποιασδήποτε διεργασίας σ' αυτή και όπως μη επαναρχίσει εκτός εάν ληφθούν τα μέτρα που αναφέρονται στην ειδοποίηση και εκλείψουν οι λόγοι που δημιουργούν τον κίνδυνο.
(4) Εάν κατά την είσοδο του στα υποστατικά οποιασδήποτε εγκατάστασης για σκοπούς εκτέλεσης των καθηκόντων του, ο επιθεωρητής θεωρεί ότι είναι αναγκαία η παρουσία και άλλου προσώπου που θα τον υποβοηθήσει στο έργο του, τότε μπορεί να συνοδεύεται είτε από αστυνομικό είτε από άλλο πρόσωπο εξουσιοδοτημένο από τον ίδιο ή τον Αρχιεπιθεωρητή και ο φορέας εκμετάλλευσης ή ο αντιπρόσωπος του, οφείλει σε τέτοια περίπτωση να επιτρέψει την είσοδο στα υποστατικά και του εν λόγω προσώπου.
25.—(1) Με γνωστοποίηση που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ο Υπουργός μπορεί να εκχωρήσει οποιαδήποτε από τις εξουσίες ή αρμοδιότητές του που είναι σχετικές με τον έλεγχο της εφαρμογής του παρόντος Νόμου-
(α) Σε οποιοδήποτε πρόσωπο που κατέχει τα κατάλληλα προσόντα· ή
(β) σε οποιαδήποτε αρχή τοπικής αυτοδιοίκησης· ή
(γ) σε οποιοδήποτε τμήμα ή υπηρεσία Υπουργείου της Δημοκρατίας· ή
(δ) σε οποιοδήποτε οργανισμό δημόσιας ωφέλειας που ιδρύθηκε με νόμο για σκοπούς δημόσιου συμφέροντος,
αφού εξασφαλίσει προηγουμένως σχετική συγκατάθεση του προσώπου, της αρχής του τμήματος ή του οργανισμού προς τον οποίο θα εκχωρηθούν οι εξουσίες.
(2) Η απόφαση του Υπουργού για εκχώρηση οποιωνδήποτε εξουσιών ή αρμοδιοτήτων του με βάση το εδάφιο (1), μπορεί να ανακληθεί ή τροποποιηθεί οποτεδήποτε, όπως ο Υπουργός κρίνει σκόπιμο υπό τις περιστάσεις.
(3) Σε περίπτωση κατά την οποία ο Υπουργός εκχωρεί οποιεσδήποτε εξουσίες σύμφωνα με το εδάφιο (1), η εν λόγω εκχώρηση δεν παρεμποδίζει τον Υπουργό να ασκεί οποτεδήποτε αυτοπροσώπως ή μέσω του Αρχιεπιθεωρητή τις εκχωρηθείσες εξουσίες.
26.—(1) Όταν ο Επιθεωρητής λαμβάνει δείγμα οποιασδήποτε ουσίας ή ύλης για εξέταση σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, είτε αυτή αποτελεί απόβλητο είτε μή, οφείλει να διαμοιράζει την ποσότητα που λαμβάνει σε τρία μέρη και να παραδίδει το ένα μέρος στο φορέα εκμετάλλευσης της σχετικής εγκατάστασης ή στο νόμιμο αντιπρόσωπο του, να υποβάλλει το δεύτερο μέρος στο αρμόδιο εργαστήριο για τις σχετικές αναλύσεις και να φυλάσσει το τρίτο μέρος για περίοδο τουλάχιστον έξι μηνών με σκοπό να χρησιμοποιηθεί, εφόσον κριθεί αναγκαίο, για επαλήθευση ή αναφορά.
(2) Το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να εκδώσει κανονισμούς με τους οποίους θα καθορίζονται οι λεπτομέρειες ως προς τους τρόπους δειγματοληψίας, τις ποσότητες των δειγμάτων, τα σημεία από τα οποία λαμβάνονται, τις ουσίες ή τις ύλες που θα λαμβάνονται, τις συχνότητες που θα λαμβάνονται και τις ημέρες και ώρες που θα λαμβάνονται.
(3) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου «αρμόδιο εργαστήριο» σημαίνει το Γενικό Χημείο του Υπουργείου Υγείας ή οποιοδήποτε άλλο χημικό εργαστήριο το οποίο ο Υπουργός καθορίζει με απόφασή του ως κατάλληλο για διενέργεια αναλύσεων για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου και του παρέχει σχετική εξουσιοδότηση.
(4) Εάν το δείγμα νερού θα χρησιμοποιηθεί για σκοπούς παρακολούθησης της τήρησης οποιουδήποτε ποιοτικού προτύπου περιβάλλοντος για τα νερά, τότε αυτό πρέπει να ληφθεί από σημείο πλησιέστερο προς το σημείο απόρριψης αποβλήτων ώστε να είναι κατά το δυνατό πιο αντιπροσωπευτικό της ποιότητας του υδάτινου περιβάλλοντος της περιοχής όπου πραγματοποιούνται απορρίψεις· η συχνότητα των δειγματοληψιών σε τέτοιες περιπτώσεις πρέπει να είναι τέτοια ώστε, λαμβανομένων υπόψη των φυσικών διακυμάνσεων των υδρολογικών συνθηκών, να μπορούν να διαπιστώνονται κάθε είδους και βαθμού μεταβολές του υδάτινου περιβάλλοντος.
27.—(1) Κατά την υποβολή της αίτησης για άδεια απόρριψης, ο αιτητής καταβάλλει τέλος το οποίο ο Υπουργός θεωρεί επαρκές για την κάλυψη των δαπανών που θα συνεπάγεται η εξέταση της αίτησης.
(2) Στον κάτοχο της άδειας επιβάλλεται ετήσιο τέλος το ύψος του οποίου καθορίζει ο Υπουργός και το οποίο όμως δε θα υπερβαίνει τις δαπάνες που συνεπάγεται η παρακολούθηση της τήρησης των όρων της άδειας και η άσκηση των αρμοδιοτήτων του Υπουργού αναφορικά με την εγκατάσταση στην οποία η άδεια αφορά.
(3) Σε περίπτωση κατά την οποία ο κάτοχος της άδειας εγκαθιστά στους χώρους της εγκατάστασης του κατάλληλες συσκευές ή εξοπλισμούς, είτε οικειοθελώς είτε με βάση όρο της άδειάς του, για τη συνεχή καταμέτρηση δεδομένων σχετικών με τις απορρίψεις που πραγματοποιεί, τότε το τέλος που αναφέρεται στο εδάφιο (2) μπορεί να μειώνεται, όπως ο Υπουργός κρίνει σκόπιμο.
28.—(1) Ο Υπουργός τηρεί Αρχείο σύμφωνα με κανονισμούς που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο. Στους κανονισμούς καθορίζονται οι λεπτομέρειες που αφορούν την καταχώρηση στο Αρχείο-
(α) Αιτήσεων για άδεια απόρριψης·
(β) αδειών που παραχωρούνται με βάση το Νόμο καθώς και των τροποποιήσεών τους·
(γ) οποιωνδήποτε εκθέσεων παρακολούθησης και αποτελεσμάτων από μετρήσεις που λαμβάνουν χώρα κατ' εφαρμογή όρων της άδειας·
(δ) ποιοτικών προτύπων περιβάλλοντος που καθορίζονται για οποιαδήποτε τμήματα των νερών της Κύπρου·
(ε) συχνότητες δειγματοληψιών και αποτελέσματα αναλύσεων των νερών οποιωνδήποτε περιοχών
(στ) οποιαδήποτε μέτρα που λαμβάνονται ή που ισχύουν για σκοπούς αποκατάστασης της ποιότητας των νερών
(ζ) τις ημερομηνίες τυχόν αποκατάστασης της ποιότητας οποιωνδήποτε τμημάτων των νερών της Κύπρου·
(η) οποιωνδήποτε αδικημάτων που έχουν διαπραχθεί κατά παράβαση του παρόντος Νόμου και των σχετικών ποινών που έχουν επιβληθεί.
(2) Ο Υπουργός μπορεί να εξαιρεί από την καταχώρηση στο Αρχείο οποιωνδήποτε πληροφοριών που αφορούν αίτηση για άδεια απόρριψης εάν κρίνει ότι οι πληροφορίες αυτές εμπίπτουν τις διατάξεις της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 4 του περί της Ελεύθερης Πρόσβασης του Κοινού σε Πληροφορίες που Σχετίζονται με Θέματα Περιβάλλοντος Νόμου του 2000.
(3) Ο Υπουργός τηρεί σε σχετική ιστοσελίδα στο διαδίκτυο κατάλογο με πληροφορίες και στοιχεία για όλες τις άδεις απόρριψης που χορηγεί, περιλαμβανομένων-
(α) Της ονομασίας της εγκατάστασης,
(β) της φύσης και του τύπου της,
(γ) του σημείου όπου λειτουργεί,
(δ) την ημερομηνία χορήγησης της άδειας, και
(ε) την ημερομηνία λήξης της άδειας.
29.—(1) Πρόσωπο, το οποίο παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με τις διατάξεις του άρθρου 8 ή με επιτακτικές ή απαγορευτικές διατάξεις του παρόντος Νόμου, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ (€500.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(2) Πρόσωπο το οποίο παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιοδήποτε όρο επιβάλλεται σε άδεια απόρριψης, είτε βάσει διατάγματος που εκδίδεται δυνάμει της παραγράφου (ε) του εδαφίου (1) του άρθρου 5 είτε με βάση τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 10 ή/και του άρθρου 14, είναι ένοχο αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ (€500.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(3) Πρόσωπο, το οποίο -
(α) παρεμποδίζει Επιθεωρητή στην εκτέλεση των καθηκόντων και εξουσιών που του ανατίθενται με βάση τον παρόντα Νόμο,
(β) παρεμποδίζει οποιοδήποτε αστυνομικό ή πρόσωπο που συνοδεύει τον Επιθεωρητή, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (4) του άρθρου 24 να εισέλθει στα υποστατικά της εγκατάστασης ή να παράσχει βοήθεια στον Επιθεωρητή,
(γ) αρνείται να παράσχει στον Επιθεωρητή ή σε πρόσωπο που τον συνοδεύει σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (4) του άρθρου 24 ασφαλή πρόσβαση σε οποιοδήποτε μέρος των υποστατικών της εγκατάστασης,
(δ) αρνείται ή παραλείπει να συμμορφωθεί με αξίωση Επιθεωρητή που υποβάλλεται δυνάμει των διατάξεων των παραγράφων (δ), (στ), (ζ) ή/και (η) του εδαφίου (1) του άρθρου 24 ή/και
(ε) αρνείται να παραλάβει ειδοποίηση εξώδικης ρύθμισης αδικήματος που αναφέρεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 30,
είναι ένοχο αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(4) Κάθε πρόσωπο το οποίο παραβαίνει οποιαδήποτε διάταξη του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει τούτου εκδοθέντων Κανονισμών, για την οποία δεν προβλέπεται σχετική ποινή, είναι ένοχο αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000).
(5) Σε περίπτωση καταδίκης οποιουδήποτε προσώπου με βάση τα εδάφια (1) και (2) ανωτέρω, το δικαστήριο μπορεί, εκτός από την ποινή που θα επιβάλει, να διατάξει και την πώληση ή κατ' άλλο τρόπο διάθεση των κινητών ή ακίνητων περιουσιακών στοιχείων της εγκατάστασης.
29Α. (1) Σε περίπτωση που διαπράττεται οποιοδήποτε αδίκημα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 29 από νομικό πρόσωπο επ' ωφελεία του και αποδεικνύεται ότι το αδίκημα αυτό έχει διαπραχθεί με τη συναίνεση ή τη συμπαιγνία ή αποδίδεται σε έλλειψη εποπτείας ή ελέγχου ή άλλη παράλειψη προσώπου, το οποίο κατέχει ιθύνουσα θέση εντός του νομικού προσώπου και ενεργεί ατομικά ή ως μέλος οργάνου του νομικού προσώπου, με βάση -
(α) εξουσία αντιπροσώπευσης του νομικού προσώπου,
(β) εξουσία λήψης αποφάσεων εξ ονόματος του νομικού προσώπου, ή
(γ) εξουσία άσκησης ελέγχου εντός του νομικού προσώπου,
τότε το πρόσωπο αυτό, καθώς επίσης και το νομικό πρόσωπο, είναι ένοχο αδικήματος και υπόκεινται σε ποινική δίωξη σε σχέση με το εν λόγω αδίκημα.
(2) Σε περίπτωση που μέλος νομικού προσώπου, που δεν είναι διευθύνων σύμβουλος ή διευθυντής νομικού προσώπου, ασκεί αρμοδιότητες διευθύνοντος συμβούλου ή διευθυντή, τότε εφαρμόζονται, σε σχέση με τις πράξεις ή παραλείψεις του, οι διατάξεις του εδαφίου (1), ως εάν το πρόσωπο αυτό να ήταν διευθύνων σύμβουλος ή διευθυντής του νομικού προσώπου.
30.-(1) Για οποιοδήποτε από τα αδικήματα που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, για τα οποία έχει προσαφθεί κατηγορία εναντίον προσώπου, μπορεί να ζητηθεί η έκδοση προσωρινού διατάγματος, απαγορεύοντας τη συνέχιση ή την επανάληψη της ισχυριζόμενης παράνομης πράξης ή παράλειψης, η οποία προκαλεί τη ρύπανση, μέχρι την τελική εκδίκαση της υπόθεσης αναφορικά με την οποία έχει προσαφθεί η κατηγορία.
(2) Το εν λόγω διάταγμα εκδίδεται από τον πρόεδρο επαρχιακού δικαστηρίου, κατόπιν αίτησης είτε του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας είτε από μέρους και εξ ονόματος της ενδιαφερόμενης αρχής τοπικής αυτοδιοίκησης.
(3) Οι προϋποθέσεις έκδοσης διατάγματος, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (2), διέπονται, τηρουμένων των αναλογιών, από το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, όπως αυτό εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, το άρθρο 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, και τους σχετικούς περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται.
(4) Το προσωρινό διάταγμα που προβλέπεται στο εδάφιο (3) μπορεί να εκδοθεί και μετά από μονομερή (ex-parte) αίτηση, κατ' εφαρμογή και τηρουμένων των αναλογιών, του άρθρου 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται και των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, στην περίπτωση αυτή, για σκοπούς καταχώρησης ένστασης ή για να καταδειχθεί εκ μέρους του αντιδίκου λόγος ώστε να παύσει το εκδοθέν διάταγμα να παραμένει σε ισχύ, η σχετική προθεσμία που δύναται να τεθεί από το δικαστήριο δεν υπερβαίνει τις δεκατέσσερις (14) μέρες.
(5) Πρόσωπο, το οποίο παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με διάταγμα που εκδόθηκε δυνάμει του εδαφίου (1), είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ (€500.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
31. (1)(α) Σε περίπτωση που ο Επιθεωρητής έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι οποιοδήποτε πρόσωπο διαπράττει ή έχει διαπράξει οποιοδήποτε αδίκημα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 του εδαφίου (1) ή/και (2) του άρθρου 29, έχει εξουσία να προβεί σε εξώδικη ρύθμιση του αδικήματος.
(β) Το χρηματικό ποσό της εξώδικης ρύθμισης που καθορίζεται είναι ανάλογο με τη σοβαρότητα του αδικήματος, αλλά δεν υπερβαίνει τις τέσσερις χιλιάδες ευρώ (€4.000).
(2)(α) Για τους σκοπούς της εξώδικης ρύθμισης που προβλέπεται στο εδάφιο (1), ο Επιθεωρητής επιδίδει στο πρόσωπο που πιστεύει ότι διέπραξε το αδίκημα σχετική ειδοποίηση, στην οποία καθορίζεται το αδίκημα, ο χρόνος της διάπραξής του και το χρηματικό ποσό που το πρόσωπο καλείται να καταβάλει.
(β) Σε περίπτωση αντικειμενικής και επαληθεύσιμης αδυναμίας επίδοσης της ειδοποίησης στο πρόσωπο που ο Επιθεωρητής πιστεύει ότι διέπραξε το αδίκημα, η επίδοση μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε πρόσωπο έχει την εποπτεία της λειτουργίας της εγκατάστασης.
(3) Αν η πράξη ή η παράλειψη, την οποία ο Επιθεωρητής θεωρεί, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ότι συνιστά αδίκημα, δεν τερματιστεί εντός σαράντα οκτώ (48) ωρών από την ημερομηνία επίδοσης της ειδοποίησης που αναφέρεται στο εδάφιο (2), τότε ο Επιθεωρητής καθορίζει ποσό εξωδίκου προστίμου διπλάσιο του αρχικού ποσού και, σε περίπτωση που η πράξη ή η παράλειψη επαναληφθεί, ο Επιθεωρητής προβαίνει στις αναγκαίες ενέργειες για ποινική δίωξη του παραβάτη ενώπιον δικαστηρίου.
(4) Κάθε ποσό που καταβάλλεται δυνάμει των εδαφίων (1) ή (2), θεωρείται χρηματική ποινή που επιβλήθηκε λόγω καταδίκης για το σχετικό αδίκημα.
(5)(α) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3), αν το χρηματικό ποσό που προβλέπεται στα εδάφια (1) ή (2) καταβληθεί στο λογιστήριο του Τμήματος Περιβάλλοντος ή στο λογιστήριο των κατά τόπους επαρχιακών γραφείων του Τμήματος Γεωργίας, πριν από τη χρονική περίοδο των δεκατεσσάρων (14) ημερών από την ημερομηνία επίδοσης της ειδοποίησης, εκδίδεται απόδειξη και ουδεμία ποινική δίωξη ασκείται αναφορικά με τη διάπραξη του σχετικού αδικήματος.
(β) Στην απόδειξη που αναφέρεται στην παράγραφο (α) αναφέρονται τα ακόλουθα:
(i) το όνομα του προσώπου που πιστεύεται ότι διέπραξε το αδίκημα,
(ii) συνοπτική αναφορά του αδικήματος,
(iii) ο τόπος και ο χρόνος διάπραξης του αδικήματος, και
(iv) το χρηματικό ποσό που καταβάλλεται.
(6) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3), μετά την εξώδικη ρύθμιση του αδικήματος, την καταβολή του ποσού και την έκδοση της απόδειξης σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (5), δε χωρεί οποιαδήποτε περαιτέρω ποινική διαδικασία σχετικά με το αδίκημα και η προσαγωγή στο δικαστήριο της απόδειξης που αναφέρεται στο εδάφιο (5) αποτελεί πλήρη απόδειξη των γεγονότων που αναφέρονται σε αυτήν και συνεπάγεται την απαλλαγή του κατηγορουμένου.
(7)(α) Η εξώδικη ρύθμιση αδικήματος και η καταβολή του σχετικού ποσού σύμφωνα με τις πιο πάνω διατάξεις δε θεωρείται ως καταδίκη.
(β) Σε περίπτωση όμως καταδικαστικής απόφασης για διάπραξη άλλου, παρόμοιας φύσης, αδικήματος, το δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη τα πιο πάνω γεγονότα για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής.
31Α.-(1) Εάν, ως αποτέλεσμα διάπραξης οποιουδήποτε αδικήματος εκ των αναφερόμενων στον παρόντα Νόμο, έχει προκληθεί ρύπανση στα νερά ή/και στο έδαφος, ο Υπουργός μπορεί να αξιώσει γραπτώς από το πρόσωπο που καταδικάστηκε για το αδίκημα να προβεί σε εξάλειψη ή περιορισμό της ρύπανσης, λαμβάνοντας μέσα σε εύλογο χρόνο και σύμφωνα με τις οδηγίες του Υπουργού τα κατάλληλα μέτρα που αυτός καθορίζει.
(2) Σε περίπτωση που το πρόσωπο αρνηθεί ή παραλείψει να συμμορφωθεί με τη γραπτή αξίωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1), τότε τα μέτρα προς εξάλειψη ή περιορισμό της ρύπανσης μπορούν να ληφθούν από τον ίδιο τον Υπουργό και οι σχετικές δαπάνες εισπράττονται από το εν λόγω πρόσωπο ως αστικό χρέος οφειλόμενο στη Δημοκρατία.