33.—(1) Ιδρύεται επιτροπή με την ονομασία «Συμβουλευτική Επιτροπή Διαχείρισης Αποβλήτων» (ΣΕΔΑ) στην οποία συμμετέχουν με έναν εκπρόσωπο—
(α) Η Υπηρεσία Περιβάλλοντος του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος·
(β) το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων-
(γ) το Υπουργείο Εσωτερικών-
(δ) το Υπουργείο Υγείας-
(ε) το Υπουργείο Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού-
(στ) το Υπουργείο Συγκοινωνιών και Έργων-
(ζ) η Ένωση Δήμων
(η) η Ένωση Κοινοτήτων
(θ) η Ομοσπονδία Περιβαλλοντικών και Οικολογικών Οργανώσεων, και
(ι) το Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου.
(2) Το καθένα από τα Υπουργεία, η Ένωση Δήμων και η Ένωση Κοινοτήτων μπορεί να εκπροσωπείται στην κάθε συνεδρία της ΣΕΔΑ από διαφορετικό εκπρόσωπο.
(3) Ο καθένας από τους πιο πάνω εκπροσώπους μπορεί να συνοδεύεται κατά τις συνεδρίες της ΣΕΔΑ από έναν ή δύο επιστημονικούς ή τεχνικούς συμβούλους.
(4) Πρόεδρος της ΣΕΔΑ είναι ο εκπρόσωπος της Υπηρεσίας Περιβάλλοντος του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος και σε περίπτωση απουσίας του εκλέγεται από τα υπόλοιπα μέλη άλλος εκπρόσωπος για να προεδρεύσει της συνεδρίας.
(5) Σε κάθε συνεδρία της ΣΕΔΑ, η παρουσία πέντε μελών αποτελεί απαρτία νοουμένου ότι ένα από αυτά είναι ο εκπρόσωπος της Υπηρεσίας Περιβάλλοντος ή ο εκπρόσωπος του Υπουργείου Εσωτερικών .
(6) Οι συνεδρίες της ΣΕΔΑ συγκαλούνται από τον Πρόεδρο. Οποιοδήποτε μέλος μπορεί να ζητήσει έκτακτη συνεδρία αφού δηλώσει τους λόγους που την επιβάλλουν και το θέμα που πρέπει να συζητηθεί. Η έκτακτη συνεδρία συγκαλείται από τον Πρόεδρο μέσα σε 14 ημέρες από την ημερομηνία που ζητήθηκε η σύγκληση της.
(7) Ο Πρόεδρος της ΣΕΔΑ μεριμνά ώστε για κάθε συνεδρία στην οποία θα συζητηθεί θέμα που αφορά εγκατάσταση ή επιχείρηση διαχείρισης αποβλήτων, καλούνται έγκαιρα για να συμμετάσχουν στη συνεδρία εκπρόσωπος του Επάρχου και εκπρόσωπος της αρχής τοπικής διοίκησης στην περιοχή της οποίας ασκεί τις εργασίες της η εγκατάσταση ή επιχείρηση. Οι εκπρόσωποι έχουν δικαίωμα να εκφράσουν τις απόψεις των κατά τη συνεδρία, χωρίς όμως να έχουν δικαίωμα ψήφου.
(8) Η ΣΕΔΑ έχει αρμοδιότητα να συμβουλεύει την αρμόδια αρχή αναφορικά—
(α) Με τον καθορισμό των όρων στις άδειες που χορηγούνται με βάση τον παρόντα Νόμο·
(β) με οποιοδήποτε θέμα που αφορά την έκδοση κανονισμών ή διαταγμάτων με βάση το Νόμο·
(γ) με οποιαδήποτε μέτρα που επιβάλλεται να ληφθούν για μείωση της παραγωγής αποβλήτων και της ορθής διαχείρισης και διάθεσής των.
(9) Εάν οποιοδήποτε θέμα που θα συζητηθεί σε συνεδρία της ΣΕΔΑ αφορά θέμα που αναφέρεται στην παράγραφο (8), ο Πρόεδρος της ΣΕΔΑ μεριμνά ώστε η ειδοποίηση για τη συνεδρία αυτή να αποσταλεί χωρίς καθυστέρηση ώστε να παραληφθεί από τα μέλη της επτά τουλάχιστο μέρες πριν από τη συνεδρία.
(10) Στην πιο πάνω ειδοποίηση αναφέρονται λεπτομέρειες σχετικές με το κάθε θέμα που θα συζητηθεί και κάθε εργασία που θα διεξαχθεί και ιδιαίτερα λεπτομέρειες που αφορούν οποιοδήποτε από τα θέματα της παραγράφου (8) ανωτέρω.
(11) Η ειδοποίηση για τη συνεδρία της ΣΕΔΑ μαζί με ημερήσια διάταξη και αντίγραφα των σχετικών εγγράφων, αποστέλλονται επίσης σε κάθε Έπαρχο, Δήμο ή Κοινοτικό Συμβούλιο εφόσον τα θέματα που θα συζητηθούν αφορούν άμεσα ή άμεσα την περιοχή δικαιοδοσίας τους.
34. Κατά την άσκηση των εξουσιών της, η αρμόδια αρχή είναι υποχρεωμένη, πριν τη χορήγηση οποιασδήποτε άδειας ή έγκρισης με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, να λαμβάνει υπόψη τις θέσεις και εισηγήσεις οποιασδήποτε αρχής τοπικής διοίκησης στα διοικητικά όρια της οποίας πρόκειται να εγκατασταθεί η προς αδειοδότηση εγκατάσταση ή επιχείρηση διαχείρισης αποβλήτων.
35.—(1) Για σκοπούς αποτελεσματικής εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των δυνάμει τούτου εκδιδόμενων Κανονισμών ή διαταγμάτων και τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), η αρμόδια αρχή μπορεί, με γνωστοποίηση που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, να ορίσει λειτουργό του Υπουργείου του οποίου προΐσταται ως Αρχιεπιθεωρητή ο οποίος να ενεργεί υπό την επίβλεψη και τις οδηγίες της, καθώς επίσης άλλους λειτουργούς του ίδιου Υπουργείου ως Επιθεωρητές οι οποίοι να ενεργούν υπό την επίβλεψη και τις οδηγίες του Αρχιεπιθεωρητή.
(2) Χωρίς να επηρεάζονται οι διατάξεις του εδαφίου (1), η αρμόδια αρχή μπορεί ύστερα από σχετικές γνωστοποιήσεις που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, να εξουσιοδοτεί γραπτώς οποιαδήποτε πρόσωπα που δεν υπηρετούν στη δημόσια υπηρεσία, τα οποία κρίνει ότι κατέχουν κατάλληλα προσόντα, να ασκούν τέτοιες από τις εξουσίες και τα καθήκοντα των Επιθεωρητών και να υπόκεινται σε τέτοιους όρους, όπως θα καθορίζεται στην εξουσιοδότηση.
(3) Οποιοδήποτε πρόσωπο εξουσιοδοτείται με βάση το εδάφιο (2), θα υπόκειται στις οδηγίες και τον έλεγχο του Αρχιεπιθεωρητή και η εξουσιοδότηση μπορεί να τερματίζεται σύμφωνα με τους όρους που διαλαμβάνονται σ' αυτή.
(4) Κάθε πρόσωπο που εξουσιοδοτείται με βάση το εδάφιο (2), μπορεί να λαμβάνει αμοιβή ανάλογη με τις υπηρεσίες που παρέχει, η οποία καθορίζεται από την αρμόδια αρχή, αναλόγως της περιπτώσεως, σε συνεννόηση με τον Υπουργό Οικονομικών.
(5) Κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, οι Επιθεωρητές και τα πρόσωπα που εξουσιοδοτούνται με βάση το εδάφιο (2) οφείλουν—
(α) Να επιδεικνύουν δελτίο ταυτότητας που εκδίδει η αρμόδια αρχή, στο οποίο αναγράφεται η ιδιότητά τους· και
(β) να ενεργούν μόνο στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων που ο Νόμος παρέχει στην αρμόδια αρχή η οποία τους έχει ορίσει.
36.—(1) Οι Επιθεωρητές πραγματοποιούν τακτικούς και έκτακτους ελέγχους των εγκαταστάσεων διαχείρισης αποβλήτων για να διαπιστώνεται κατά πόσο οι εργασίες διαχείρισης, περιλαμβανομένων και των εργασιών αποκατάστασης των χώρων μετά τον τερματισμό της λειτουργίας των εγκαταστάσεων, εκτελούνται σύμφωνα με τους όρους της άδειας διαχείρισης αποβλήτων και τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(2) Κατά τη διενέργεια των πιο πάνω ελέγχων, ο Επιθεωρητής μπορεί—
(α) Να εισέρχεται σε οποιαδήποτε υποστατικά εγκαταστάσεων στα οποία διενεργείται ή υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι διενεργείται δραστηριότητα ή λαμβάνει χώρα διεργασία η οποία αποτελεί ή δυνατό να αποτελεί παράβαση οποιασδήποτε διάταξης του παρόντος Νόμου· ή είσοδος στα υποστατικά μπορεί να γίνει ενόσω βρίσκεται σε εξέλιξη η δραστηριότητα ή η διεργασία ή σε οποιοδήποτε χρόνο εφόσον υπάρχει εύλογη υποψία ότι σ' αυτά υφίσταται άμεσος κίνδυνος σοβαρής προσωπικής βλάβης οποιουδήποτε προσώπου·
(β) να διενεργεί δοκιμές ή μετρήσεις τις οποίες κρίνει αναγκαίες στην εκτέλεση των καθηκόντων του·
(γ) να επιθεωρεί, εξετάζει και ελέγχει τη λειτουργία οποιωνδήποτε κατασκευών, μηχανημάτων, συσκευών ή εξοπλισμού που βρίσκεται στα υποστατικά εγκατάστασης και να προβαίνει σε κινηματογραφήσεις ή φωτογραφίσεις εφόσον τις κρίνει αναγκαίες·
(δ) να αξιώνει την παρουσίαση και να προβαίνει σε επιθεώρηση οποιωνδήποτε βιβλίων ή εγγράφων που αφορούν ή σχετίζονται με την εγκατάσταση και τα οποία θεωρεί ότι περιέχουν πληροφορίες χρήσιμες για σκοπούς διερεύνησης οποιουδήποτε θέματος που αφορά την εγκατάσταση·
(ε) να παραλαμβάνει και μεταφέρει οποιοδήποτε αντικείμενο ή ουσία ή δείγμα ουσίας που κρίνει ότι είναι αναγκαίο για σκοπούς διερεύνησης αδικήματος ή για σκοπούς απόδειξης ενώπιον δικαστηρίου·
(στ) να αξιώνει από το φορέα εκμετάλλευσης της εγκατάστασης ή τον κάτοχο των υποστατικών στα οποία ευρίσκεται η εγκατάσταση, ή από τους αντιπροσώπους ή εργοδοτουμένους των που είναι παρόντες, όπως—
(i) του παράσχουν ασφαλή πρόσβαση σε οποιοδήποτε μέρος των υποστατικών·
(ii) θέσουν στη διάθεσή του εύλογες διευκολύνσεις ή μέσα για τη διενέργεια δοκιμών, μετρήσεων, επιθεωρήσεων ή εξετάσεων που κρίνει αναγκαίες για σκοπούς ελέγχου ή για διερεύνηση πιθανού αδικήματος ή παράβασης όρου της άδειας·
(iii) του παράσχουν οποιεσδήποτε πληροφορίες που δυνατό να κατέχουν ή στις οποίες δυνατό να έχουν πρόσβαση και τις οποίες θεωρεί χρήσιμες για το σκοπό έρευνας που διενεργεί·
(ζ) να αξιώνει όπως τα υποστατικά ή οποιοδήποτε μέρος τους, ή οποιαδήποτε μηχανήματα, συσκευές, εξοπλισμός ή ουσίες που βρίσκονται σ' αυτά, παραμείνουν ως έχουν για όσο χρόνο θεωρεί εύλογα αναγκαίο για σκοπούς ελέγχου, δοκιμής, μέτρησης ή εξέτασης, νοουμένου ότι η συμμόρφωση με την αξίωση αυτή δε συνεπάγεται τον τερματισμό ή τη διακοπή οποιασδήποτε ουσιώδους λειτουργίας της εγκατάστασης·
(η) να αξιώνει από οποιοδήποτε πρόσωπο για το οποίο έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι είχε απασχοληθεί στα υποστατικά της εγκατάστασης ή είχε σχέση με οποιαδήποτε δραστηριότητα ή διεργασία σ' αυτά εντός της περιόδου των τελευταίων τριών μηνών, όπως του παράσχει οποιεσδήποτε πληροφορίες που δυνατό να κατέχει ή στις οποίες έχει πρόσβαση, εφόσον αυτές είναι σχετικές με το σκοπό της έρευνας που διενεργεί.
(3) Εάν ο Επιθεωρητής έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι οποιαδήποτε εγκατάσταση λειτουργεί ή πρόκειται να λειτουργήσει κατά τρόπο ο οποίος δημιουργεί κίνδυνο ρύπανσης του περιβάλλοντος ή κίνδυνο στη δημόσια υγεία λόγω ενδεχόμενης πυρκαγιάς, έκρηξης ή απόρριψης οποιασδήποτε ουσίας ή αποβλήτου, τότε έχει εξουσία να επιδώσει στο φορέα εκμετάλλευσης ή, εάν αυτός απουσιάζει, σε οποιοδήποτε πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για τη λειτουργία ή επίβλεψη της εγκατάστασης, ειδοποίηση με την οποία—
(α) Αναφέρει τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι υφίσταται ο κίνδυνος·
(β) παρέχει οδηγίες για τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων εξάλειψης ή μείωσης του κινδύνου·
(γ) ορίζει χρονική περίοδο εντός της οποίας πρέπει να ληφθούν τα μέτρα· και
(δ) αξιώνει όπως η λειτουργία της εγκατάστασης τερματιστεί μετά τη λήξη της πιο πάνω περιόδου εφόσον δε ληφθούν τα μέτρα που όρισε και ο κίνδυνος εξακολουθεί να υφίσταται.
(4) Εάν ο Επιθεωρητής έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι ο κίνδυνος που αναφέρεται στο εδάφιο (3) είναι άμεσος και γι' αυτό το λόγο επιβάλλεται η άμεση αντιμετώπισή του, τότε με την ειδοποίηση που επιδίδει μπορεί να αξιώνει όπως τερματιστεί αμέσως η λειτουργία της εγκατάστασης ή οποιασδήποτε διεργασίας σ' αυτή και όπως μη επαναρχίσει εκτός εάν ληφθούν τα μέτρα που αναφέρονται στην ειδοποίηση και εκλείψουν οι λόγοι που δημιουργούν τον κίνδυνο.
(5) Εάν κατά την είσοδο του στα υποστατικά οποιασδήποτε εγκατάστασης για σκοπούς εκτέλεσης των καθηκόντων του, ο επιθεωρητής θεωρεί ότι είναι αναγκαία η παρουσία και άλλου προσώπου που θα τον υποβοηθήσει στο έργο του, τότε μπορεί να συνοδεύεται είτε από αστυνομικό είτε από άλλο πρόσωπο εξουσιοδοτημένο από τον ίδιο ή τον Αρχιεπιθεωρητή και ο κάτοχος της άδειας διαχείρισης των αποβλήτων ή ο αντιπρόσωπος του, οφείλει σε τέτοια περίπτωση να επιτρέψει την είσοδο στα υποστατικά και του εν λόγω προσώπου.
36Α.-(1) Ο Επιθεωρητής, αφού διαπιστώσει ότι ηλεκτρική στήλη ή συσσωρευτής δεν πληροί τις απαιτήσεις του παρόντος Νόμου και/ή των περί Στερεών και Επικινδύνων Αποβλήτων (Ηλεκτρικές Στήλες ή Συσσωρευτές) Κανονισμών επιδίδει ειδοποίηση σε πρόσωπο, το οποίο διαθέτει ηλεκτρική στήλη ή συσσωρευτή στην αγορά και/ή στον αποδέκτη των ηλεκτρικών στηλών ή συσσωρευτών, ανάλογα με την περίπτωση, με την οποία του επισημαίνει την παράβαση και τον καλεί να συμμορφωθεί με τις εν λόγω διατάξεις, μέσα σε χρονικό διάστημα που καθορίζεται στην ειδοποίηση, ανάλογα με τη φύση της παράβασης.
(2) Στην ειδοποίηση συμμόρφωσης περιλαμβάνονται-
(α) τα μέτρα, στα οποία προτίθεται να προβεί ο Επιθεωρητής σε περίπτωση που το πρόσωπο που αναφέρεται στο εδάφιο (1) δεν συμμορφωθεί·
(β) τα μέτρα, στα οποία το πρόσωπο που αναφέρεται στο εδάφιο (1) οφείλει να προβεί για να θεωρηθεί ότι συμμορφώνεται με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και/ή των περί Στερεών και Επικινδύνων Αποβλήτων (Ηλεκτρικές Στήλες ή Συσσωρευτές) Κανονισμών· και
(γ) την προθεσμία, εντός της οποίας το πρόσωπο που αναφέρεται στο εδάφιο (1), οφείλει να παραθέσει τις απόψεις του για την εν λόγω παράβαση, είτε προφορικώς είτε γραπτώς, στον Επιθεωρητή.
(3) Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, ο Επιθεωρητής δύναται να λάβει οποιαδήποτε μέτρα κρίνει κατάλληλα, ανάλογα με τη σοβαρότητα της παράβασης, περιλαμβανομένης της ειδοποίησης αναστολής ή απόσυρσης.
36Β.-(1) Στην περίπτωση που, βάσει του εδαφίου (3) του άρθρου 36Α, ο Επιθεωρητής αποφασίζει να προχωρήσει με ειδοποίηση αναστολής ή απόσυρσης, επιδίδει στο πρόσωπο που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 36Α-
(α) ειδοποίηση αναστολής, η οποία απαγορεύει στο πρόσωπο στο οποίο επιδίδεται, τη διάθεση στην αγορά της Δημοκρατίας της ηλεκτρικής στήλης ή του συσσωρευτή που δεν πληροί τις απαιτήσεις του παρόντος Νόμου και/ή των περί Στερεών και Επικινδύνων Αποβλήτων (Ηλεκτρικές Στήλες ή Συσσωρευτές) Κανονισμών για περίοδο που καθορίζεται σε αυτή, και που δεν υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες από την ημερομηνία επίδοσης της, ή
(β) ειδοποίηση απόσυρσης της ηλεκτρικής στήλης ή του συσσωρευτή από την αγορά της Δημοκρατίας.
(2) Στην ειδοποίηση αναστολής ή απόσυρσης πρέπει να-
(α) περιγράφεται επαρκώς η υπό απόσυρση ηλεκτρική στήλη ή ο συσσωρευτής παραθέτοντας προς τούτο τις αναφερόμενες στο εδάφιο (3) πληροφορίες που είναι σε γνώση του Επιθεωρητή, και
(β) εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους επιδίδεται, και οι λόγοι για τους οποίους ο Επιθεωρητής θεωρεί ότι υπήρξε παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου και/ή των περί Στερεών και Επικινδύνων Αποβλήτων (Ηλεκτρικές Στήλες ή Συσσωρευτές) Κανονισμών.
(3) Οι πληροφορίες τις οποίες ο Επιθεωρητής αναφέρει στην ειδοποίηση αναστολής ή απόσυρσης σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (2) είναι οι ακόλουθες:
(α) Το είδος της ηλεκτρικής στήλης ή του συσσωρευτή ή της κατηγορίας αυτών, και την ονομασία υπό την οποία πωλείται η ηλεκτρική στήλη ή ο συσσωρευτής ή η κατηγορία,
(β) το εμπορικό ή βιομηχανικό σήμα ή εμπορική επωνυμία της ηλεκτρικής στήλης ή του συσσωρευτή ή της κατηγορίας αυτών,
(γ) ένδειξη της παρτίδας στην οποία ανήκει η ηλεκτρική στήλη ή ο συσσωρευτής ή της κατηγορίας αυτών.
(4) Ο Επιθεωρητής δύναται, μέσω της ειδοποίησης αναστολής ή απόσυρσης, που επιδίδει δυνάμει του εδαφίου (1), να απαιτεί από το πρόσωπο στο οποίο επιδίδεται, να τον τηρεί ενήμερο για το χώρο που βρίσκεται η ηλεκτρική στήλη ή ο συσσωρευτής, κατά το χρονικό διάστημα της αναστολής ή απόσυρσης.
(5) Πρόσωπο που δεν συμμορφώνεται με την ειδοποίηση αναστολής ή απόσυρσης η οποία του επιδίδεται από τον Επιθεωρητή, δυνάμει του εδαφίου (1), είναι ένοχο αδικήματος και υπόκειται στις ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 41 του βασικού νόμου.
37.—(1) Σε περίπτωση κατά την οποία ο Επιθεωρητής διαπιστώσει παραβίαση οποιουδήποτε όρου της άδειας διαχείρισης αποβλήτων ή επικίνδυνων αποβλήτων, μπορεί να επιδώσει στον φορέα εκμετάλλευσης ειδοποίηση βελτίωσης η οποία—
(α) Θα αναφέρει ότι ο Επιθεωρητής διαπίστωσε παραβίαση όρου της άδειας διαχείρισης αποβλήτων ή επικίνδυνων αποβλήτων,
(β) θα αναφέρει τον ή τους όρους της άδειας που έχουν παραβιαστεί, και
(γ) θα καθορίζει χρονική περίοδο, όχι μικρότερη από 21 ημέρες, μέσα στην οποία η παράβαση πρέπει να αρθεί.
(2) Σε περίπτωση που ο Επιθεωρητής διαπιστώσει ότι ο φορέας εκμετάλλευσης δεν έχει συμμορφωθεί με τα μέτρα που ορίζονται στην ειδοποίηση βελτίωσης εντός της καθοριζόμενης χρονικής περιόδου, ή αν ο Επιθεωρητής έχει τη γνώμη ότι η εγκατάσταση ή επιχείρηση διαχείρισης αποβλήτων ή επικίνδυνων αποβλήτων λειτουργεί ή πρόκειται να λειτουργήσει με τρόπο που ενδέχεται λόγω πυρκαγιάς, έκρηξης ή εκπομπής οποιασδήποτε τοξικής ουσίας, ή λόγω σοβαρής παραβίασης όρου της άδειας να δημιουργήσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης οποιουδήποτε προσώπου ή του περιβάλλοντος, μπορεί να επιδώσει στο φορέα εκμετάλλευσης, ή αν αυτός απουσιάζει, σε οποιοδήποτε πρόσωπο είναι υπεύθυνο για την εγκατάσταση ή επιχείρηση, απαγορευτική ειδοποίηση.
(3) Η πιο πάνω απαγορευτική ειδοποίηση—
(α) Θα αναφέρει ότι ο Επιθεωρητής έχει την πιο πάνω γνώμη,
(β) θα αναφέρει τους λόγους οι οποίοι, κατά την άποψη του Επιθεωρητή, δημιουργούν ή πρόκειται να δημιουργήσουν τον προαναφερθέντα κίνδυνο,
(γ) μπορεί να δίνει οδηγίες για συγκεκριμένα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για εξάλειψη ή μείωση του κινδύνου, και
(δ) θα ορίζει—
(ϊ) χρονική περίοδο μετά την παρέλευση της οποίας η εγκατάσταση θα παύσει να λειτουργεί αν δεν εκλείψουν οι λόγοι που δημιουργούν ή πρόκειται να δημιουργήσουν τον προαναφερθέντα κίνδυνο και αν δε ληφθούν τα μέτρα για τα οποία έδωσε οδηγίες σύμφωνα με την παράγραφο (γ), ή
(ii) σε περίπτωση που ο Επιθεωρητής έχει τη γνώμη ότι ο κίνδυνος είναι άμεσος, τα μέτρα τα οποία πρέπει να ληφθούν αμέσως για να σταματήσει το συντομότερο δυνατό η λειτουργία της εγκατάστασης ή επιχείρησης καθώς και ότι η εγκατάσταση δεν πρέπει να επαναλειτουργήσει μέχρις ότου εκλείψουν οι λόγοι που δημιουργούν ή πρόκειται να δημιουργήσουν τον προαναφερθέντα κίνδυνο και ληφθούν τα μέτρα για τα οποία έδωσε οδηγίες σύμφωνα με την παράγραφο (γ).
(4) Αποτελεί αδίκημα η άρνηση ή η παράλειψη συμμόρφωσης προς την απαγορευτική ειδοποίηση καθώς και η παράλειψη συμμόρφωσης μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα ή μέσα στο χρόνο που ορίζεται στην ειδοποίηση βελτίωσης.
38. Κάθε εγκατάσταση ή επιχείρηση διαχείρισης αποβλήτων ή επικίνδυνων αποβλήτων που προτίθεται να προβεί σε επεκτάσεις, τροποποιήσεις ή άλλες αλλαγές στην εγκατάσταση είναι υποχρεωμένη να υποβάλλει αίτηση για τη χορήγηση νέας άδειας διαχείρισης αποβλήτων ή επικίνδυνων αποβλήτων πριν προβεί στις εν λόγω επεκτάσεις, τροποποιήσεις ή αλλαγές:
Νοείται ότι εάν η αρμόδια αρχή διαπιστώσει ότι η προτεινόμενη επέκταση, τροποποίηση ή αλλαγή δεν είναι ουσιώδης μπορεί να εκδώσει γραπτή βεβαίωση με την οποία να απαλλάσσει την εγκατάσταση ή επιχείρηση από την υποχρέωση εξασφάλισης της νέας άδειας.
39.—(1) Τηρουμένων των λοιπών διατάξεων του παρόντος Νόμου, η αρμόδια αρχή μπορεί να ακυρώσει, ανακαλέσει ή τροποποιήσει οποιοδήποτε όρο έχει τεθεί ή να προσθέσει νέο όρο σε άδεια διαχείρισης αποβλήτων ή άδεια διαχείρισης επικίνδυνων αποβλήτων.
(2) Η αρμόδια αρχή λαμβάνει τη σχετική απόφαση για ακύρωση, ανάκληση ή τροποποίηση άδειας διαχείρισης αποβλήτων ή άδειας διαχείρισης επικίνδυνων αποβλήτων ή όρων των αδειών αυτών ύστερα από σχετική γνωμοδότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής Διαχείρισης Αποβλήτων.
(3) Εάν σε συνεδρία της ΣΕΔΑ προς εξέταση θέματος που αναφέρεται πιο πάνω, προκύψει οποιαδήποτε διαφωνία ως προς την εισήγηση που θα υποβληθεί στην αρμόδια αρχή, το μέλος που διαφωνεί μπορεί να ζητήσει από τον Πρόεδρο όπως το θέμα παραπεμφθεί προς εξέταση και οριστική επίλυση στο Υπουργικό Συμβούλιο. Σε τέτοια περίπτωση, ο Πρόεδρος προβαίνει στις κατάλληλες ενέργειες προς παραπομπή του θέματος στο Υπουργικό Συμβούλιο μέσω της αρμόδιας αρχής.
40.—(1) Σύμφωνα με Κανονισμούς που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο, η αρμόδια αρχή τηρεί αρχείο, στο οποίο καταχωρούνται λεπτομέρειες για τα θέματα που καθορίζονται σε αυτούς, περιλαμβανομένων και θεμάτων που αφορούν—
(α) Τις αιτήσεις που έχουν υποβληθεί για τη χορήγηση άδειας διαχείρισης αποβλήτων ή επικίνδυνων αποβλήτων.
(β) τις άδειες διαχείρισης αποβλήτων και άδειες διαχείρισης επικίνδυνων αποβλήτων που έχουν χορηγηθεί καθώς και οποιεσδήποτε μεταγενέστερες τροποποιήσεις τους.
(γ) τα αποτελέσματα των ελέγχων ή των μετρήσεων που διεξάγονται στις εγκαταστάσεις ή επιχειρήσεις διαχείρισης αποβλήτων.
(2) Σε περίπτωση υποβολής αίτησης για τη χορήγηση άδειας διαχείρισης αποβλήτων ή επικίνδυνων αποβλήτων, η αρμόδια αρχή μπορεί, τηρουμένων των διατάξεων του περί της Ελεύθερης Πρόσβασης του Κοινού σε Πληροφορίες που Σχετίζονται με Θέματα Περιβάλλοντος Νόμου του 2000, να επιτρέψει εξαίρεση από την καταχώρηση στο αρχείο οποιασδήποτε κατηγορίας πληροφοριών, η δημοσίευση της οποίας μπορεί κατά τη γνώμη του—
(α) Να βλάψει σε βαθμό πέραν του εύλογου μέτρου ιδιωτικό συμφέρον, με την αποκάλυψη πληροφοριών αναφορικά με εμπορικό μυστικό· ή
(β) να βλάψει το δημόσιο συμφέρον.
(3) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του περί της Ελεύθερης Πρόσβασης του Κοινού σε Πληροφορίες που Σχετίζονται με Θέματα Περιβάλλοντος Νόμου του 2000, κάθε πρόσωπο δικαιούται έπειτα από αίτηση, ο τύπος της οποίας καθορίζεται με απόφαση της αρμόδιας αρχής, να λαμβάνει αντίγραφο οποιασδήποτε καταχώρησης του Αρχείου, έναντι καταβολής τέλους που καθορίζεται στην ίδια απόφαση.
41.—(1) Κάθε πρόσωπο το οποίο—
(α) Προβαίνει σε οποιαδήποτε πράξη ή παράληψη που σύμφωνα με το Νόμο ή με οποιουσδήποτε κανονισμούς ή διατάγματα που εκδίδονται με βάση το Νόμο αποτελεί αδίκημά· ή
(β) αρνείται ή παραλείπει να συμμορφωθεί προς απαγόρευση ή υποχρέωση η οποία του επιβάλλεται από το Νόμο ή από οποιουσδήποτε κανονισμούς ή διατάγματα που εκδίδονται με βάση το Νόμο· ή
(γ) αρνείται ή παραλείπει να τηρήσει οποιοδήποτε όρο άδειας η οποία του χορηγήθηκε με βάση το Νόμο ή από οποιουσδήποτε κανονισμούς ή διατάγματα που εκδίδονται με βάση το Νόμο,
είναι ένοχο αδικήματος και υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τρία χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις είκοσι χιλιάδες λίρες ή και στις δύο ποινές.
(2) Εάν κατά την εκδίκαση οποιουδήποτε από τα ανωτέρω αδικήματα, υπάρχει ισχυρισμός ότι η διάπραξή του προκαλεί ή πρόκειται να προκαλέσει ρύπανση του περιβάλλοντος, το δικαστήριο μπορεί να εκδώσει προσωρινό διάταγμα με το οποίο να απαγορεύει τη συνέχιση ή επανάληψη της πράξης ή παράλειψης η οποία προκαλεί τη ρύπανση, μέχρι την έκδοση τελικής απόφασης.
(3) Το εν λόγω διάταγμα εκδίδεται από Πρόεδρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου κατόπιν αίτησης είτε του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας είτε από μέρους και εξ ονόματος της ενδιαφερόμενης αρχής τοπικής διοίκησης.
(4) Οι προϋποθέσεις εκδόσεως τέτοιου διατάγματος διέπονται, τηρουμένων των αναλογιών, από το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, το άρθρο 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου και τους σχετικούς περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς.
(5) Το προσωρινό διάταγμα που αναφέρεται στο εδάφιο (1) μπορεί να εκδοθεί και μετά από μονομερή (ex parte) αίτηση κατ' εφαρμογή, τηρουμένων των αναλογιών, του άρθρου 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου και των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών. Στην περίπτωση αυτή για σκοπούς καταχώρησης ενστάσεως ή για να καταδειχθεί εκ μέρους του αντιδίκου λόγος ώστε να παύσει το εκδοθέν διάταγμα να παραμένει σε ισχύ, η σχετική προθεσμία που δύναται να τεθεί από το Δικαστήριο δεν υπερβαίνει τις δεκατέσσερις ημέρες.
(6) Αν το πρόσωπο εναντίον του οποίου εκδόθηκε διάταγμα δυνάμει του εδαφίου (1), δεν υπακούει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με αυτό, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε φυλάκιση για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις είκοσι χιλιάδες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.
(7) Εάν για τη διάπραξη οποιουδήποτε από τα πιο πάνω αδικήματα ευθύνεται οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο και αποδεικνύεται ότι το αδίκημα έχει διαπραχθεί με τη συγκατάθεση, σύμπραξη ή ανοχή—
(α) Οποιουδήποτε από τα μέλη του διοικητικού ή διαχειριστικού συμβουλίου ή της επιτροπής που διαχειρίζεται τις υποθέσεις του εν λόγω νομικού προσώπου, ή
(β) του γενικού διευθυντή ή του διευθυντή ή του διευθύνοντος συμβούλου του νομικού προσώπου, τότε η ποινική δίωξη για το αδίκημα μπορεί να στραφεί εναντίον του νομικού προσώπου και όλων ή οποιουδήποτε από τα πιο πάνω πρόσωπα.
41Α-(1) Αν ο Αρχιεπιθεωρητής ή οποιοσδήποτε Επιθεωρητής που έχει οριστεί με βάση το άρθρο 35, έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι οποιοδήποτε πρόσωπο διαπράττει ή έχει διαπράξει οποιοδήποτε αδίκημα με βάση τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 6 ή των παραγράφων (α) και/ή (γ), του εδαφίου (1) του άρθρου 41, έχει εξουσία να προβεί σε εξώδικη ρύθμιση του αδικήματος:
(2) Για τους σκοπούς της εξώδικης ρύθμισης που αναφέρεται στο εδάφιο (1), ο Αρχιεπιθεωρητής ή ο Επιθεωρητής επιδίδει στο πρόσωπο που πιστεύει ότι διέπραξε το αδίκημα σχετική ειδοποίηση στην οποία καθορίζεται το αδίκημα και ο χρόνος της διάπραξής του, καθώς επίσης και το χρηματικό ποσό που το πρόσωπο αυτό καλείται να καταβάλει.
(3) Αν η πράξη ή η παράλειψη την οποία ο Αρχιεπιθεωρητής ή ο Επιθεωρητής θεωρεί σύμφωνα με το εδάφιο (1) ότι συνιστά αδίκημα, επαναληφθεί για δεύτερη φορά ή δεν τερματιστεί εντός σαράντα οκτώ (48) ωρών από την ημερομηνία επίδοσης της ειδοποίησης εξωδίκου, τότε ο Αρχιεπιθεωρητής ή ο Επιθεωρητής καθορίζει ποσό εξώδικου προστίμου, διπλάσιο του ποσού που καθορίστηκε κατά την πρώτη παράβαση και σε περίπτωση που η πράξη ή η παράλειψη επαναληφθεί για τρίτη φορά, τότε ο Αρχιεπιθεωρητής ή ο Επιθεωρητής προβαίνει στις αναγκαίες ενέργειες για δίωξη του παραβάτη ενώπιον δικαστηρίου.
(4) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3), αν η πράξη ή η παράλειψη την οποία ο Αρχιεπιθεωρητής ή ο Επιθεωρητής θεωρεί σύμφωνα με το εδάφιο (1) ότι συνιστά αδίκημα, δεν τερματιστεί σύμφωνα με τις οδηγίες του εντός σαράντα οκτώ ωρών, τότε για κάθε μέρα που η πράξη ή η παράλειψη συνεχίζεται ή επαναλαμβάνεται, θεωρείται ότι διαπράττεται νέο αδίκημα για το οποίο ο Αρχιεπιθεωρητής ή ο Επιθεωρητής μπορεί, είτε να προβαίνει σε ξεχωριστή εξώδικη ρύθμιση, όπως προβλέπεται στα εδάφια (1) ή (2), είτε να προβαίνει στις αναγκαίες ενέργειες για δίωξη του παραβάτη ενώπιον δικαστηρίου.
(5) Κάθε ποσό που καταβάλλεται με βάση τα εδάφια (1) ή (2), θεωρείται χρηματική ποινή που επιβλήθηκε λόγω καταδίκης για το σχετικό αδίκημα.
(6) Με την καταβολή του ποσού που αναφέρεται πιο πάνω, ο Αρχιεπιθεωρητής ή ο Επιθεωρητής εκδίδει σχετική απόδειξη στο πρόσωπο που το καταβάλλει, στην οποία αναγράφονται και τα εξής, δηλαδή –
(α) το όνομα του προσώπου που πιστεύεται ότι διέπραξε το αδίκημα·
(β) συνοπτική αναφορά του αδικήματος·
(γ) ο τόπος και η ημερομηνία διάπραξης του αδικήματος· και
(δ) το ποσό που καταβλήθηκε.
(7) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3), αν το χρηματικό ποσό που αναφέρεται στο εδάφιο (1) ή (4) καταβληθεί πριν από την πάροδο δεκατεσσάρων ημερών από την ημερομηνία έκδοσης της ειδοποίησης, ουδεμία ποινική δίωξη ασκείται αναφορικά με τη διάπραξη του σχετικού αδικήματος.
(8) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3), μετά την εξώδικη ρύθμιση του αδικήματος, την καταβολή του ποσού και την έκδοση της απόδειξης όπως αναφέρεται πιο πάνω, δε χωρεί οποιαδήποτε περαιτέρω ποινική διαδικασία σχετικά με το αδίκημα και η προσαγωγή στο Δικαστήριο της απόδειξης που αναφέρεται στο εδάφιο (6) αποτελεί πλήρη απόδειξη των γεγονότων που αναφέρονται σ΄ αυτήν και συνεπάγεται την απαλλαγή του κατηγορουμένου.
(9) Η εξώδικη ρύθμιση αδικήματος και η καταβολή του σχετικού ποσού σύμφωνα με τις πιο πάνω διατάξεις δε θεωρείται ως καταδίκη. Σε περίπτωση, όμως, καταδικαστικής απόφασης για διάπραξη άλλου παρόμοιου αδικήματος, το δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη τα πιο πάνω γεγονότα για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής.
42.—(1) Σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που προκαλεί ρύπανση ή υποβάθμιση του περιβάλλοντος ή που παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή του Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1013/2006 και ανεξάρτητα από την αστική ή ποινική ευθύνη που του καταλογίζεται, επιβάλλεται, ως διοικητική κύρωση, με απόφαση της αρμόδιας αρχής, πρόστιμο μέχρι του ποσού των 200.000 λιρών. Σε περίπτωση εξαιρετικά σοβαρής ρύπανσης ή υποβάθμισης του περιβάλλοντος και ιδίως σε περίπτωση που από το είδος ή την ποσότητα των ρύπων ή από την έκταση και την σημασία της υποβάθμισης του περιβάλλοντος προκαλείται κίνδυνος θανάτου ή βαριάς σωματικής βλάβης ή ευρείας οικολογικής διατάραξης ή καταστροφής, το Υπουργικό Συμβούλιο, ύστερα από πρόταση της αρμόδιας αρχής μπορεί να επιβάλει πρόστιμο μέχρι του ποσού των 2.000.000 λιρών.
(2) Εάν εγκατάσταση ή επιχείρηση διαχείρισης αποβλήτων προκαλεί μόλυνση ή ρύπανση ή άλλη υποβάθμιση του περιβάλλοντος, η αρμόδια αρχή μπορεί να προβεί στην προσωρινή διακοπή της λειτουργίας της έως ότου ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα ώστε να αποτραπεί η μόλυνση ή η ρύπανση ή η υποβάθμιση του περιβάλλοντος. Η αρμόδια αρχή μπορεί επίσης να προβεί στην οριστική διακοπή της λειτουργίας εγκατάστασης ή επιχείρησης διαχείρισης αποβλήτων και την ανάκληση της χορηγηθείσας βάσει των άρθρων 11, 12, 19 ή 20 του παρόντος Νόμου άδειας, εάν η εγκατάσταση ή επιχείρηση παραλείπει να συμμορφωθεί προς τα υποδεικνυόμενα από την αρμόδια αρχή μέτρα ή εάν η λήψη αποτελεσματικών μέτρων είναι ανέφικτη.
(3) Εάν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι και ιδίως σε περίπτωση που από το είδος ή από την έκταση και τη σημασία της μόλυνσης ή της ρύπανσης ή της υποβάθμισης προκαλείται κίνδυνος θανάτου ή βαριάς σωματικής βλάβης ή ευρείας οικολογικής διατάραξης ή καταστροφής, το Υπουργικό Συμβούλιο, ύστερα από πρόταση της αρμόδιας αρχής, μετά την επιβολή της προσωρινής ή οριστικής απαγόρευσης της λειτουργίας της εγκατάστασης ή επιχείρησης διαχείρισης αποβλήτων, μπορεί να επιβάλει και πρόστιμο το οποίο δεν υπερβαίνει τις 20.000 λίρες για κάθε ημέρα παράβασης της απαγόρευσης λειτουργίας.
(4) Η διαδικασία επιβολής των διοικητικών κυρώσεων, που προβλέπονται στα παραπάνω εδάφια του παρόντος άρθρου, αρχίζει με την κοινοποίηση στον παραβάτη σχετικής έκθεσης που συντάσσεται από την αρμόδια αρχή και έγγραφης κλήτευσης προς τον παραβάτη να υποβάλλει τις απόψεις του εντός διαστήματος πέντε ημερών από την κοινοποίηση της κλήτευσης. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί, ύστερα από αίτηση του παραβάτη, για πέντε επιπλέον ημέρες.
(5) Το πρόστιμο που αναφέρεται στα εδάφια (1), (3) και (4), αποτελεί διοικητικό πρόστιμο και εισπράττεται ως χρέος οφειλόμενο στη Δημοκρατία.
(6) Σε περίπτωση κατά την οποία πράξη ή παράλειψη νομικού προσώπου επιφέρει την επιβολή διοικητικού προστίμου, την ευθύνη για την πράξη ή παράλειψη και για καταβολή του διοικητικού προστίμου, φέρουν εκτός από τα ίδια τα νομικά πρόσωπα, τα πρόσωπα που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β) του εδαφίου (7) του άρθρου 41.