127. (1) Οποιοδήποτε πρόσωπο μπορεί να υποβάλει ένσταση στον Υπουργό για οποιαδήποτε απόφαση του Διευθυντή αναφορικά με τα θέματα που καθορίζονται στις διατάξεις του παρόντος Νόμου και στους κανονισμούς, διατάγματα, γνωστοποιήσεις και οδηγίες του Διευθυντή που εκδίδονται δυνάμει του Νόμου αυτού, μέσα σε εξήντα ημέρες από την ημερομηνία της γνωστοποίησης στο πιο πάνω πρόσωπο της απόφασης του Διευθυντή.
Νοείται ότι ο Υπουργός δεν επιλαμβάνεται οποιασδήποτε ένστασης εκτός αν ο Διευθυντής βεβαιώσει ότι το πρόσωπο που υποβάλλει την ένσταση κατέβαλε όλα τα ποσά που επιβλήθηκαν από το Τελωνείο ή οποιοδήποτε ποσό που ο Διευθυντής βεβαίωσε ως καταβλητέο φόρο κατανάλωσης ή ότι κατέθεσε ανάλογη εγγύηση στο Διευθυντή.
(2) Ο Υπουργός εξετάζει την ένσταση και αποφασίζει, το αργότερο μέσα σε εξήντα ημέρες από την υποβολή της, κατά πόσο αυτή θα πρέπει να γίνει δεκτή ή να απορριφθεί ή κατά πόσο η απόφαση του Διευθυντή εναντίον της οποίας υποβλήθηκε η ένσταση είναι αποδεκτή ή απορρίπτεται εξ ολοκλήρου ή μερικώς.
(3) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να εκδώσει κανονισμούς για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου.
128. (1) Όταν κατά τη διάρκεια της κυκλοφορίας των προϊόντων που καθορίζονται στα Μέρη VIII, IX και Χ, μεταξύ των φορολογικών αποθηκών διαπιστωθεί παράβαση η οποία καθιστά απαιτητό τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, αυτός επιβάλλεται και εισπράττεται από το Τελωνείο και βαρύνει το πρόσωπο που έχει εγγυηθεί την καταβολή, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (3) του άρθρου 10, χωρίς να επηρεάζεται το δικαίωμα για άσκηση ποινικής δίωξης όταν στοιχειοθετείται αδίκημα.
(2) Πρόσωπο το οποίο εν γνώσει του ή λόγω βαριάς αμέλειας ενέχεται με οποιοδήποτε τρόπο στην αποφυγή ή απόπειρα αποφυγής της καταβολής των οφειλόμενων στα προϊόντα φόρων κατανάλωσης ή στη μη τήρηση των διατυπώσεων, που προβλέπονται από τον παρόντα Νόμο, με σκοπό τη μη καταβολή των ως άνω φόρων κατανάλωσης, διαπράττει αδίκημα και υπόκειται σε χρηματική ποινή η οποία δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες ή το τριπλάσιο ποσό του φόρου κατανάλωσης που αναλογεί στα προϊόντα αναφορικά με τα οποία διαπράχθηκε το αδίκημα ή σε κάθε περίπτωση το μεγαλύτερο των πιο πάνω ποσών ή σε φυλάκιση η οποία δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια ή και στις δύο ποινές, της φυλάκισης και της χρηματικής και τα προϊόντα αναφορικά με τα οποία διαπράχθηκε το αδίκημα υπόκεινται σε δήμευση.
(3) Χωρίς να επηρεάζονται οι διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων, οποιοδήποτε πρόσωπο παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου κάτω από περιστάσεις οι οποίες αποκλείουν την ενοχή του σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, διαπράττει αδίκημα και υπόκειται σε χρηματική ποινή η οποία δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες.
(4) Οποιοδήποτε ποσό πρόσθετης επιβάρυνσης και χρηματικής ποινής που επιβάλλεται δυνάμει του παρόντος Νόμου, εισπράττεται ως χρέος οφειλόμενο στη Δημοκρατία.
129. Όταν αποδειχθεί ότι αδίκημα που διαπράχθηκε δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου από νομικό πρόσωπο, με τη συναίνεση ή συνέργεια ή που δυνατόν να αποδοθεί σε αμέλεια συμβούλου, διευθυντή, γραμματέα ή άλλου παρόμοιου αξιωματούχου του νομικού προσώπου ή από πρόσωπο που φέρεται ότι ενεργεί με τέτοια ιδιότητα, το πρόσωπο αυτό μαζί με το νομικό πρόσωπο λογίζεται ένοχο του αδικήματος αυτού και υπόκειται επίσης σε ποινική δίωξη και ανάλογη ποινή.
Στο άρθρο αυτό ο όρος "σύμβουλος" αναφορικά με νομικό πρόσωπο ή οργανισμό δημοσίου δικαίου, η διαχείριση του οποίου είναι εμπεπιστευμένη στα μέλη του, σημαίνει μέλος του νομικού αυτού προσώπου ή οργανισμού.
130. Οποιοδήποτε πρόσωπο παρουσιάζεται ως ιδιοκτήτης ή το οποίο είναι ο διευθυντής επιχείρησης κατόχου άδειας υποκείμενης στις διατάξεις του παρόντος Νόμου, σχετικά με την οποία δηλώθηκε οποιοδήποτε υποστατικό ή αντικείμενο, ή ο οποίος κατέχει, ή χρησιμοποιεί οποιοδήποτε υποστατικό ή αντικείμενο το οποίο δηλώθηκε, έχει την ίδια ευθύνη όπως και ο πραγματικός ιδιοκτήτης της επιχείρησης.
131. Οι διατάξεις που αφορούν την κατάσχεση και δήμευση και συναφείς διαδικασίες σύμφωνα με την εκάστοτε σε ισχύ τελωνειακή νομοθεσία εφαρμόζονται για προϊόντα που υπόκεινται σε δήμευση σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο.
132. (1) Ο Διευθυντής και οποιοσδήποτε ειδικά εξουσιοδοτημένος για το σκοπό αυτό από το Υπουργικό Συμβούλιο, δύναται να συμβιβάζει οποιοδήποτε αδίκημα ή πράξη, η οποία διαπράχθηκε ή για την οποία υπάρχει εύλογη υποψία ότι διαπράχθηκε από κάποιο πρόσωπο κατά παρέκκλιση ή παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου υπό όρους που καθορίζονται από αυτό κατά την κρίση του, έχει δε πλήρη εξουσία να αποδέχεται από το πρόσωπο αυτό χρηματική πληρωμή, που δεν υπερβαίνει την ανώτατη χρηματική ποινή που προβλέπεται από τον παρόντα Νόμο για το αδίκημα ή την πράξη αυτή.
(2) Με την πληρωμή του ποσού αυτού στο Διευθυντή ή εξουσιοδοτημένο λειτουργό, απαγορεύεται η λήψη περαιτέρω δικαστικών μέτρων για το εν λόγω αδίκημα ή πράξη εναντίον του συμβιβασθέντος προσώπου, εάν δε αυτό βρίσκεται υπό κράτηση αφήνεται ελεύθερο.
133. Οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο υπόκειται στις διατάξεις του παρόντος Νόμου οφείλει κάποιο ποσό αναφορικά με οποιοδήποτε φόρο κατανάλωσης ή για ποινή η οποία επιβλήθηκε σε αυτό σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντα Νόμου, προϊόντα που υπόκεινται σε φόρο κατανάλωσης, ανεξάρτητα εάν ο φόρος κατανάλωσης που αναλογεί σε αυτά καταβλήθηκε ή όχι και υλικά κατασκευής ή παραγωγής αυτών των προϊόντων καθώς και οι συσκευές, εξοπλισμός, μηχανήματα, εργαλεία, σκεύη και αγγεία, τα οποία χρησιμοποιούνται στην κατασκευή ή παραγωγή ή στην παρασκευή αυτών των υλικών ή με τα οποία ενασκείται η επιχείρηση, αναφορικά με την οποία οφείλεται ο φόρος αυτός, τα οποία εξευρίσκονται στην κατοχή ή στη φύλαξη του προσώπου αυτού ή του αντιπροσώπου του ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του υπόκεινται σε κατάσχεση σε περίπτωση μη καταβολής του ποσού αυτού, στην έκταση που κατά την κρίση του Διευθυντή πωλούμενα αποκομίζουν το ισάξιο του οφειλόμενου ποσού.
134. Οποιαδήποτε απαίτηση, απόφαση ή οδηγία που πρέπει να επιδοθεί σε οποιοδήποτε πρόσωπο για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου γνωστοποιείται με συστημένη επιστολή που απευθύνεται στο εν λόγω πρόσωπο, λογίζεται δε ως δεόντως επιδοθείσα εφόσον αποστέλλεται ταχυδρομικά στην τελευταία δηλωθείσα ή συνηθισμένη διαμονή ή έδρα της επιχείρησης του προσώπου αυτού ή του αντιπροσώπου του ή παραδίδεται προσωπικά στο πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται ή τον αντιπρόσωπό του.
135. (1) Οποιαδήποτε δήλωση ή έγγραφο το οποίο απαιτείται να κατατεθεί στο Διευθυντή για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου υποβάλλεται:
(α) γραπτώς ή
(β) με χρήση μηχανογραφημένης μεθόδου εφόσον η χρήση της εγκρίνεται από το Διευθυντή,
και συνοδεύεται με έγγραφα των οποίων η προσκόμιση είναι αναγκαία για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(2) Όταν δήλωση ή έγγραφο υποβάλλεται με χρήση μηχανογραφημένης μεθόδου, ο Διευθυντής δυνατό να επιτρέπει να μην υποβάλλεται μαζί με την εν λόγω δήλωση ή έγγραφο οποιαδήποτε συνοδευτικά έγγραφα. Στην περίπτωση αυτή τα εν λόγω έγγραφα φυλάττονται από το υπόχρεο για την κατάθεσή τους πρόσωπο ή από δεόντως εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του, το οποίο έχει υποχρέωση να παρέχει κάθε διευκόλυνση προς εξέταση των εγγράφων αυτών. Σε περίπτωση που το υπόχρεο για τη φύλαξή τους πρόσωπο παραλείψει να φυλάξει τα συνοδευτικά έγγραφα, ή γνωστοποιήσει στο Διευθυντή το πρόσωπο που φυλάττει τα έγγραφα, διαπράττει αδίκημα και υπόκειται σε χρηματική ποινή η οποία δεν υπερβαίνει τις πεντακόσιες λίρες.
136. (1) Οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο υπόκειται στις διατάξεις του παρόντος Νόμου, οφείλει να τηρεί έγγραφα, βιβλία, αρχεία και στοιχεία σε ηλεκτρονική ή άλλη μορφή για σκοπούς εξακρίβωσης της εισαγωγής, εξαγωγής, παραγωγής, μεταποίησης, κατοχής, παράδοσης ή παραλαβής των προϊόντων.
(2) Τα πιο πάνω έγγραφα, βιβλία και αρχεία φυλάττονται από το υπόχρεο προς τούτο πρόσωπο για επτά τουλάχιστο χρόνια μετά τη συμπλήρωση των πράξεων οι οποίες αναγράφονται σ’ αυτά, εκτός εάν ο Διευθυντής με σχετική ειδοποίηση προς τον ενδιαφερόμενο, ορίσει διαφορετικά.
(3) Ο τόπος φύλαξης, το είδος, ο τύπος, ο τρόπος τήρησης και ο χρόνος ενημέρωσης των εγγράφων, βιβλίων και αρχείων του εδαφίου (1), καθώς και οποιεσδήποτε άλλες λεπτομέρειες αναφορικά με το περιεχόμενο και τον έλεγχό τους, δύναται να καθορίζονται με γνωστοποίηση του Διευθυντή.
(4) Σε περίπτωση που το υπόχρεο για την τήρηση βιβλίων ή αρχείων πρόσωπο παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος άρθρου ή όρους της γνωστοποίησης εκδοθείσας δυνάμει του εδαφίου (3), είναι ένοχος αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή η οποία δεν υπερβαίνει τις πεντακόσιες λίρες και σε πρόσθετη επιβάρυνση πενήντα λίρες για κάθε επόμενη ημέρα ή μέρος της ημέρας κατά την οποία εξακολουθεί η παράβαση.
137. Τηρουμένων των εκάστοτε οδηγιών του Διευθυντή τα μέλη της Κυπριακής Αστυνομίας, έχουν καθήκον όπως συνδράμουν στην εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή οποιασδήποτε άλλης νομοθεσίας που εκάστοτε τελεί σε ισχύ και αφορά αρμοδιότητα που παραχωρήθηκε.
138. Ο Διευθυντής δύναται να εκδίδει γνωστοποιήσεις για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
139. Οι διατάξεις τις εκάστοτε σε ισχύ τελωνειακής νομοθεσίας οι οποίες αφορούν παραχωρηθείσα στο Διευθυντή του Τμήματος Τελωνείων αρμοδιότητα ή οι οποίες ρυθμίζουν οποιοδήποτε ζήτημα σχετικό με τις εξουσίες του, ή οποιοδήποτε άλλο θέμα που σχετίζεται με την επιβολή, είσπραξη και καταβολή τελωνειακών δασμών, ισχύουν κατ’ αναλογία και εφαρμόζονται και για σκοπούς του παρόντος Νόμου εκτός εάν ο παρών Νόμος προβλέπει διαφορετικά.
140. (1) Με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας καταργούνται εν όλω ή εν μέρει τα νομοθετήματα που εκτίθενται στο Έκτο Παράρτημα, τα οποία αφορούν ζητήματα που ρυθμίζονται από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(2) Οποιοδήποτε διάταγμα, κανονισμός, γνωστοποίηση, οδηγία, έντυπο ή άλλη πράξη η οποία ισχύει αμέσως πριν την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου σύμφωνα με κάποια άλλη νομοθετική πράξη και η οποία αφορά τους φόρους κατανάλωσης, τυγχάνει εφαρμογής στην έκταση που δεν αντίκειται στις διατάξεις του παρόντος Νόμου μέχρι να ανακληθεί ή τροποποιηθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο ή τον Υπουργό ή το Διευθυντή ως αν είχε εκδοθεί, παρασχεθεί ή επιβληθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.