3.(1) ΄Οταν υποβληθεί στο Υπουργικό Συμβούλιο αίτηση από μέρους αριθμού αρχών τοπικής διοίκησης, ότι κρίνεται αναγκαία η ίδρυση κεντρικού σφαγείου για την εξυπηρέτηση κατά βάση των κατοίκων των αρχών τοπικής διοίκησης, το Υπουργικό Συμβούλιο, έχει εξουσία, με διάταγμα που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, να διατάξει την ίδρυση Συμβουλίου Κεντρικού Σφαγείου και κατασκευή κεντρικού σφαγείου για το σκοπό αυτό, και μετά τη δημοσίευση του διατάγματος εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(2) Οι πρόνοιες του παρόντος Νόμου δεν επηρεάζουν ή αναιρούν την ισχύ και εφαρμογή των προνοιών και διατάξεων του περί Υγιεινής του Κρέατος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών αναφορικά με την ίδρυση και λειτουργία Κεντρικού Σφαγείου.
4.(1) Σε περίοδο τριών μηνών από την έκδοση διατάγματος σύμφωνα με το άρθρο 3, συνιστάται για το σφαγείο Συμβούλιο το οποίο απαρτίζεται από ελάχιστο αριθμό μελών πέντε και μέγιστο αριθμό δεκαπέντε μελών σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
(2) (α) Το Υπουργικό Συμβούλιο διορίζει τον πρόεδρο, τον αντιπρόεδρο και τα υπόλοιπα μέλη του Συμβουλίου με σχετική απόφασή του, μετά από εισήγηση του Υπουργού.
(β) Τα μέλη του Συμβουλίου επιλέγονται, κατά προτίμηση, μεταξύ προσώπων που έχουν γνώσεις και εμπειρία αναφορικά με τις εργασίες του Κεντρικού Σφαγείου και θα είναι ικανά να συμβάλουν στην ανάπτυξή του και περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων προσώπων:
(i) ένα εκπρόσωπο του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών·
(ii) ένα εκπρόσωπο του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών·
(iii) ένα εκπρόσωπο του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος·
(iv) ένα εκπρόσωπο του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού·
(v) ένα εκπρόσωπο του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Υγείας∙
(vi) ένα εκπρόσωπο της Ένωσης Δήμων Κύπρου∙ και
(vii) ένα εκπρόσωπο της Ένωσης Κοινοτήτων Κύπρου.
(3) Ο διορισμός των μελών του Συμβουλίου δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και το Συμβούλιο θεωρείται νόμιμα συγκροτημένο από την δημοσίευση αυτή.
(4) Το Συμβούλιο συνέρχεται στην πρώτη του συνεδρία τη δέκατη ημέρα από τη δημοσίευση της γνωστοποίησης του διορισμού των μελών του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
(5) Ο αντιπρόεδρος αναπληρεί τον πρόεδρο όταν αυτός κωλύεται στην εκτέλεση των καθηκόντων του.
(6) Η θητεία του Συμβουλίου είναι τριετής, ο διορισμός όμως οποιουδήποτε μέλους του μπορεί να ανακληθεί οποτεδήποτε από το Υπουργικό Συμβούλιο, αν διαπιστωθεί η ύπαρξη συγκρουομένων συμφερόντων με τις αρμοδιότητες του Συμβουλίου και τις εργασίες του Κεντρικού Σφαγείου. Σε τέτοια περίπτωση διορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο, για το υπόλοιπο της θητείας του ανακληθέντος, νέο μέλος μετά από εισήγηση του Υπουργού.
(7) Κάθε μέλος του Συμβουλίου μπορεί να παραιτηθεί από τη θέση του, ύστερα από γραπτή υποβολή της παραίτησής του προς τον Υπουργό. Σε τέτοια περίπτωση διορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο, για το υπόλοιπο της θητείας του παραιτηθέντος, νέο μέλος μετά από εισήγηση του Υπουργού.
(8) Σε περίπτωση κατά την οποία οποιοδήποτε διορισθέν μέλος του Συμβουλίου κωλύεται προσωρινά να ασκήσει τις αρμοδιότητές του λόγω δικαιολογημένης απουσίας, ασθενείας ή άλλης δικαιολογημένης αιτίας, τότε μπορεί να διοριστεί προσωρινά από το Υπουργικό Συμβούλιο, μετά από εισήγηση του Υπουργού ή από τον Υπουργό κατόπιν σχετικής εξουσιοδότησης του Υπουργικού Συμβουλίου, άλλο πρόσωπο μέχρι το μέλος αυτό να μπορέσει να ασκήσει εκ νέου τα καθήκοντά του.
(9) Κάθε διορισμός δημοσιεύεται από τον Υπουργό στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
5.(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου το Συμβούλιο ρυθμίζει τα των συνεδριάσεων αυτού, τον τρόπο και το χρόνο της συγκλήσεως αυτών και την κατ΄αυτές ακολουθούμενη διαδικασία, και για τον σκοπό αυτό δύναται να εκδώσει εσωτερικό Κανονισμό που να αφορά την όλη λειτουργία του Συμβουλίου.
(2) Ο πρόεδρος συγκαλεί τις συνεδριάσεις του Συμβουλίου και προεδρεύει αυτών:
Νοείται ότι εάν ζητηθεί από τρία μέλη η σύγκληση συνεδριάσεως προς συζήτηση ορισμένου θέματος, ο πρόεδρος συγκαλεί τη συνεδρίαση προς το σκοπό αυτό.
(3) Το μισό πλέον ενός του αριθμού των μελών του Συμβουλίου, συμπεριλαμβανομένου και του προέδρου, συνιστούν απαρτία.
(4) Οι αποφάσεις κατά τις συνεδριάσεις του Συμβουλίου λαμβάνονται κατά πλειοψηφία των παρόντων και ψηφιζόντων μελών, σε περίπτωση δε ισοψηφίας ο προεδρεύων της συνεδριάσεως έχει δεύτερη ή νικώσα ψήφο.
(5) Κάθε συνεδρίας του Συμβουλίου τηρούνται πρακτικά στα οποία καταχωρούνται σε περίληψη τα της συνεδριάσεως. Τα πρακτικά επικυρώνονται κατά την αμέσως επόμενη συνεδρία και υπογράφονται από τον προεδρεύοντα της συνεδριάσεως κατά το χρόνο της υπογραφής.
(6) Το Συμβούλιο δεν κωλύεται να ενεργεί από το γεγονός ότι θέση μέλους του Συμβουλίου παραμένει κενή ή εάν υφίσταται οποιοδήποτε ελάττωμα από το διορισμό μέλους του Συμβουλίου, οι δε διενεργηθείσες διαδικασίες είναι έγκυρες έστω και αν ακόμη υφίστανται κενές θέσεις, νοουμένου ότι δύναται να επιτευχθεί η νόμιμη απαρτία.
(7) Κάθε μέλος του Συμβουλίου, το οποίο έχει οποιοδήποτε άμεσο ή έμμεσο συμφέρον σε σύμβαση συναφθείσα ή συναφθησόμενη από το Κεντρικό Σφαγείο, οφείλει να γνωστοποιήσει τη φύση του συμφέροντος σε συνεδρίαση του Συμβουλίου, το γεγονός αναγράφεται στα πρακτικά που τηρούνται από το Συμβούλιο και το μέλος αυτό δεν δικαιούται να μετάσχει στις συζητήσεις ή στις αποφάσεις του Συμβουλίου που σχετίζονται με την τοιαύτη σύμβαση.
Για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου γενική δήλωση, που γίνεται σε συνεδρίαση του Συμβουλίου από μέλος του, που δείχνει ότι το μέλος αυτό μετέχει σε καθορισμένη εταιρεία ή οίκο και ως εκ τούτου πρέπει να λογισθεί ότι έχει συμφέρον στη σύμβαση που ενδέχεται να συναφθεί με την εταιρεία ή τον οίκο αυτό μετά την ημερομηνία κατά την οποία έγινε η δήλωση, αυτή θεωρείται ως επαρκής γνωστοποίηση του συμφέροντος του μέλους αυτού συναφώς προς τη σύμβαση που θα συναφθεί.
(8) Μέλος του Συμβουλίου, που έχει συμφέρον όπως πιο πάνω, δεν επιβάλλεται να παραστεί προσωπικά σε συνεδρία του Συμβουλίου για να γνωστοποιήσει το εν λόγω συμφέρον όπως υποχρεώνεται δυνάμει του προηγούμενου εδαφίου, εφ΄όσον έχει λάβει κάθε εύλογο μέτρο για να διασφαλισθεί ότι η δήλωσή του έχει τεθεί ενώπιον του Συμβουλίου και έχει ληφθεί υπόψη στη συνεδρίαση του Συμβουλίου.
6. Το Συμβούλιο έχει εξουσία να αναθέτει σε οποιοδήποτε μέλος του την άσκηση οποιασδήποτε των χορηγουμένων στο Συμβούλιο υπό του παρόντος Νόμου αρμοδιοτήτων, υπό τους όρους και περιορισμούς που θέλει το Συμβούλιο να καθορίσει, νοουμένου ότι καμιά ανάθεση τέτοιας αρμοδιότητας ή η άσκησή της δυνατόν να φέρει το μέλος αντιμέτωπο προς τα οικονομικά ή άλλα συμφέροντα του Συμβουλίου.