4.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Μέρους, κάθε υπήκοος κράτους μέλους έχει δικαίωμα ελεύθερης διακίνησης και διαμονής στη Δημοκρατία, για την άσκηση μισθωτής δραστηριότητας, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 39 έως 42 της Συνθήκης περί Ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.
(2) Δικαίωμα να εγκατασταθούν στη Δημοκρατία με τον κάτοχο του δικαιώματος διαμονής έχουν, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους, τα ακόλουθα πρόσωπα:
(α) Ο/η σύζυγος και τα κάτω των 21 ετών τέκνα τους·
(β) οι εξαρτημένοι ανιόντες και κατιόντες αυτών και των συζύγων τους.
(3) Τα πρόσωπα που αναφέρονται στα εδάφια (1) και (2) του παρόντος άρθρου, έχουν δικαίωμα διαμονής στη Δημοκρατία, εφόσον προσκομίζουν τα δικαιολογητικά που αναφέρονται στο εδάφιο (3) του άρθρου 8.
(4) Διευκολύνεται η είσοδος στη Δημοκρατία κάθε άλλου μέλους της οικογένειας των προσώπων που αναφέρονται στο εδάφιο (1) ή των συζύγων τους, που δεν εμπίπτει στις διατάξεις του εδαφίου (2), εφόσον συντηρείται από αυτούς ή ζει μαζί τους κάτω από την ίδια στέγη στην χώρα προέλευσης.
5.-(1) Η είσοδος στη Δημοκρατία των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 4, επιτρέπεται με απλή επίδειξη ισχύοντος διαβατηρίου, ή δελτίου ταυτότητας.
(2) Δεν επιβάλλεται θεώρηση εισόδου ή άλλη ισοδύναμη υποχρέωση, εκτός αν πρόκειται για μέλη της οικογένειας, τα οποία δεν έχουν την ιθαγένεια κράτους μέλους. Στα πρόσωπα αυτά παρέχεται κάθε διευκόλυνση για τη λήψη των αναγκαίων θεωρήσεων, οι οποίες χορηγούνται ατελώς.
6. -(1) Η έξοδος από τη Δημοκρατία των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 4, επιτρέπεται με απλή επίδειξη ισχύοντος διαβατηρίου, ή δελτίου ταυτότητας.
(2) Δεν επιβάλλεται θεώρηση εξόδου ή άλλη ισοδύναμη υποχρέωση.
7.-(1) Με την επιφύλαξη του εδαφίου (6), σε κάθε υπήκοο κράτους μέλους, που έχει δικαίωμα διαμονής, χορηγείται έγγραφη άδεια διαμονής. Η άδεια διαμονής πρέπει να περιέχει μνεία, το κείμενο της οποίας περιλαμβάνεται στο συνημμένο στον παρόντα Νόμο Πρώτο Παράρτημα.
(2) Η άδεια διαμονής έχει διάρκεια ισχύος τουλάχιστον πέντε ετών από την ημερομηνία έκδοσής της, ισχύει για ολόκληρη την επικράτεια της Δημοκρατίας και ανανεώνεται αυτόματα κατόπιν αίτησης του ενδιαφερομένου.
(3) Διακοπές της διαμονής, οι οποίες δεν υπερβαίνουν τους έξι συνεχείς μήνες ή και απουσίες για την εκπλήρωση στρατιωτικών υποχρεώσεων, δεν θίγουν την ισχύ της άδειας διαμονής.
(4) Η ισχύουσα άδεια διαμονής δεν δύναται να αφαιρεθεί από τον εργαζόμενο από μόνο το γεγονός ότι δεν απασχολείται πλέον, είτε, διότι κατέστη προσωρινά ανίκανος προς εργασία, λόγω ασθένειας ή ατυχήματος, είτε, διότι είναι ακούσια άνεργος σύμφωνα με σχετική πιστοποίηση του Τμήματος Εργασίας.
(5) Κατά την πρώτη ανανέωση, η διάρκεια ισχύος της άδειας διαμονής δύναται να περιορισθεί σε ένα χρόνο, αν ο κάτοχός της είναι ακούσια άνεργος στη Δημοκρατία για δώδεκα και πλέον συνεχείς μήνες. Μετά την εκπνοή αυτού του χρόνου δεν ανανεώνεται η άδεια διαμονής, αν ο κάτοχος αυτής εξακολουθεί να παραμένει άνεργος.
(6) Στα μέλη οικογένειας, τα οποία δεν έχουν την ιθαγένεια κράτους μέλους, χορηγείται έγγραφο διαμονής της ίδιας ισχύος με αυτό που χορηγείται στον υπήκοο κράτους μέλους από τον οποίο εξαρτώνται.
8.-(1) Η άδεια ή το έγγραφο διαμονής χορηγείται μετά από αίτηση του ενδιαφερομένου, η οποία υποβάλλεται στην αρμόδια αρχή εντός τριών μηνών από την είσοδό του στη Δημοκρατία.
(2) Η άδεια ή το έγγραφο διαμονής εκδίδεται το αργότερο εντός έξι μηνών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης και των δικαιολογητικών από τον ενδιαφερόμενο.
(3) Για τη χορήγηση της άδειας ή του εγγράφου διαμονής, απαιτούνται τα ακόλουθα δικαιολογητικά:
(α) Από τον εργαζόμενο -
(i) το ισχύον διαβατήριο ή δελτίο ταυτότητας, βάσει του οποίου ο ενδιαφερόμενος εισήλθε στη Δημοκρατία,
(ii) δήλωση πρόσληψης του εργοδότη θεωρημένη από το Τμήμα Εργασίας στην οποία αναγράφεται η διάρκεια και το είδος της απασχόλησης που θα προσφέρει ο εργαζόμενος·
(β) από τα μέλη της οικογένειας -
(i) το ισχύον διαβατήριο ή δελτίο ταυτότητας, βάσει του οποίου εισήλθαν στη Δημοκρατία,
(ii) έγγραφο το οποίο εκδίδεται από την αρμόδια αρχή του κράτους καταγωγής ή προέλευσης, που να αποδεικνύει το συγγενικό τους δεσμό,
(iii) στις περιπτώσεις που προβλέπονται στα εδάφια (2) και (4) του άρθρου 4, έγγραφο το οποίο εκδίδεται από την αρμόδια αρχή του κράτους καταγωγής ή προέλευσης που να πιστοποιεί ότι τα εν λόγω πρόσωπα συντηρούνται από τον εργαζόμενο ή ότι ζουν μαζί του κάτω από την ίδια στέγη στο κράτος αυτό.
(4) Η εκπλήρωση των διατυπώσεων για την απόκτηση της άδειας διαμονής δε δύναται να αποτελέσει εμπόδιο στην άμεση εκτέλεση των συμβάσεων εργασίας που έχουν συνάψει οι αιτούντες.
9.-(1) Όταν ο εργαζόμενος απασχολείται στη Δημοκρατία για περίοδο μεγαλύτερη των τριών μηνών και μικρότερη του έτους ή εργάζεται για λογαριασμό προσώπου που παρέχει υπηρεσίες στη Δημοκρατία, του χορηγείται προσωρινή άδεια διαμονής, της οποίας η ισχύς δύναται να περιορίζεται στην προβλεπόμενη διάρκεια της απασχόλησης. Η διάρκεια της απασχόλησης αναγράφεται στα έγγραφα που προβλέπονται από την υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου(α) του εδαφίου (3) του άρθρου 8.
(2) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 10, προσωρινή άδεια διαμονής χορηγείται και στον εποχιακά εργαζόμενο που απασχολείται για περίοδο μεγαλύτερη των τριών μηνών.
10.- (1) Δικαίωμα διαμονής στη Δημοκρατία χωρίς άδεια αναγνωρίζεται -
(α) Στον εργαζόμενο, ο οποίος ασκεί μισθωτή δραστηριότητα όταν η διάρκειά της δεν προβλέπεται να είναι μεγαλύτερη των τριών μηνών. Στην περίπτωση αυτή απαιτούνται μόνο τα δικαιολογητικά που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (3) του άρθρου 8:
Νοείται ότι η δήλωση του εργοδότη δεν απαιτείται για τους εργαζομένους που εμπίπτουν στις διατάξεις της εκάστοτε ισχύουσας νομοθεσίας που στοχεύει σε εναρμόνιση με την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Οδηγία 1999/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 7ης Ιουνίου 1999 για τη θέσπιση συστήματος αναγνώρισης των προσόντων σχετικά με τις επαγγελματικές δραστηριότητες που καλύπτονται από τις οδηγίες ελευθέρωσης, καθώς και μεταβατικών μέτρων, και για τη συμπλήρωση του γενικού συστήματος αναγνώρισης των διπλωμάτων».
(β) στον εργαζόμενο, ο οποίος, αν και έχει την κατοικία του στην επικράτεια κράτους μέλους, όπου επιστρέφει, κατ’ αρχήν καθημερινά ή τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα, ασκεί μισθωτή δραστηριότητα στη Δημοκρατία. Στον εργαζόμενο αυτόν δύναται να χορηγείται ειδική άδεια, που να ισχύει για πέντε χρόνια και να είναι αυτομάτως ανανεώσιμη·
(γ) στον εποχιακά εργαζόμενο, ο οποίος έρχεται για να ασκήσει τη δραστηριότητά του στη Δημοκρατία και κατέχει θεωρημένη από το Τμήμα Εργασίας δήλωση πρόσληψης του εργοδότη, για την προβλεπόμενη διάρκεια και το είδος απασχόλησης που θα προσφέρει. Η σχετική θεώρηση γίνεται ατελώς.
(2) Σε όλες τις περιπτώσεις του εδαφίου (1) ο εργαζόμενος οφείλει, εντός οκτώ ημερών από την είσοδό του στη Δημοκρατία, να δηλώσει την παρουσία του στην αρμόδια αρχή.
11. Χορηγείται άδεια διαμονής στους δικαιούχους παραμονής μετά την παύση της απασχόλησης, σύμφωνα με τις διατάξεις της πράξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1251/1970 της Επιτροπής, της 29ης Ιουνίου 1970». Η άδεια αυτή πρέπει να περιέχει μνεία ότι εκδίδεται κατ’ εφαρμογή της εν λόγω πράξης.
12. Οι άδειες και έγγραφα διαμονής που χορηγούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Μέρους, εκδίδονται και ανανεώνονται με την καταβολή ποσού ίσου με τα τέλη έκδοσης δελτίου ταυτότητας Κύπριου υπηκόου. Το ίδιο ισχύει και για τα δικαιολογητικά ή πιστοποιητικά που είναι αναγκαία για την έκδοση ή την ανανέωση των αδειών και εγγράφων διαμονής.
13.-(1) Ο εργοδότης, ο οποίος απασχολεί υπήκοο κράτους μέλους, ο οποίος δεν είναι κάτοχος της προβλεπόμενης από τις διατάξεις του παρόντος Μέρους άδειας διαμονής, είναι ένοχος αδικήματος, τιμωρούμενο με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πεντακόσιες λίρες.
(2) Ο υπήκοος κράτους μέλους, ο οποίος ασκεί μισθωτή δραστηριότητα στη Δημοκρατία, χωρίς να κατέχει άδεια διαμονής ή τη δήλωση πρόσληψης του εργοδότη του θεωρημένη από το Τμήμα Εργασίας, είναι ένοχος αδικήματος, τιμωρούμενο με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πεντακόσιες λίρες.