1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί του Ενιαίου Δημοσίου Επιτοκίου Υπερημερίας Νόμος του 2006.
2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
«βασικό επιτόκιο» σημαίνει το επιτόκιο προσφοράς για τις πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης, όπως αυτό καθορίζεται στις εκάστοτε αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας∙
«Δημόσιο» σημαίνει την κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, περιλαμβανομένων των υπουργείων, τμημάτων, υπηρεσιών και των ανεξάρτητων γραφείων ή/και υπηρεσιών αυτής, αλλά δεν περιλαμβάνει νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, δήμο ή κοινότητα ή άλλη αρχή τοπικής αυτοδιοίκησης∙
«δημόσιο επιτόκιο υπερημερίας» σημαίνει το δυνάμει του άρθρου 4 εκάστοτε καθοριζόμενο επιτόκιο∙
«δημόσιος τόκος υπερημερίας» σημαίνει τον τόκο που προβλέπεται ευθέως εκ του νόμου ως πληρωτέος ή καταβλητέος από ή προς το Δημόσιο συνεπεία παράλειψης ή καθυστέρησης στην εξόφληση οποιασδήποτε ληξιπρόθεσμης οφειλής ή χρέους οφειλόμενου από ή προς το Δημόσιο, αλλά δεν περιλαμβάνει:
(i) οποιαδήποτε πρόσθετη επιβάρυνση ή πρόστιμο που προβλέπεται από νόμο να καταβάλλεται σε ορισμένες περιπτώσεις επιπρόσθετα και ανεξάρτητα από την καταβολή τόκου υπερημερίας∙
(ii) τον τόκο που προβλέπεται ως καταβλητέος δυνάμει της παραγράφου (ιδ) του άρθρου 10 του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου∙
(iii) τον τόκο που προβλέπεται ως καταβλητέος δυνάμει του άρθρου 6 του περί της Καταπολέμησης των Καθυστερήσεων Πληρωμών στις Εμπορικές Συναλλαγές Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«επιτόκιο» σημαίνει μονάδα υπολογισμού του τόκου∙ και
«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Οικονομικών.
3. Από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου, κάθε άλλος σε ισχύ νόμος, κανονισμός ή άλλο νομοθετικής φύσης κείμενο, στο οποίο προνοείται η καταβολή ή πληρωμή δημόσιων τόκων υπερημερίας από ή προς το Δημόσιο, θα διαβάζεται και εφαρμόζεται κατά τρόπον ώστε αντί του καθοριζόμενου σ’ αυτόν επιτοκίου υπερημερίας να ισχύει και εφαρμόζεται ενιαία το εκάστοτε δυνάμει του παρόντος Νόμου καθοριζόμενο δημόσιο επιτόκιο υπερημερίας.
4.(1) Το Δεκέμβριο εκάστου έτους ο Υπουργός θα καθορίζει, με διάταγμα που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, το ύψος του δημοσίου επιτοκίου υπερημερίας που θα ισχύει και εφαρμόζεται για ολόκληρο το επόμενο έτος για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου:
(2) Για τον καθορισμό του δημοσίου επιτοκίου υπερημερίας, ο Υπουργός χρησιμοποιεί ως βάση τον κατά τους τελευταίους δώδεκα μήνες σταθμικό μέσο όρο του βασικού επιτοκίου και προσθέτει σ’ αυτό τέτοιο ποσοστό αναπροσαρμογής, ώστε το άθροισμα που προκύπτει, λαμβανομένων υπόψη των εκάστοτε τρεχουσών οικονομικών και/ή νομισματικών συνθηκών και ιδιαίτερα της υφιστάμενης ρευστότητας της οικονομίας, της ζήτησης για δάνεια και του ύψους των δανειστικών τραπεζικών επιτοκίων, θα ήταν εύλογο και δίκαιο να εφαρμόζεται ως δημόσιο επιτόκιο υπερημερίας για ολόκληρο το επόμενο έτος:
(3) Ο Υπουργός δύναται, κατ’ εξαίρεση διαρκούντος του ιδίου έτους, να προβεί σε έκδοση νέου διατάγματος που θα ισχύει και θα εφαρμόζεται για το υπόλοιπο του ιδίου έτους μόνο στις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) Όταν το πιο πρόσφατο βασικό επιτόκιο μέσα σε ένα τρίμηνο διαφέρει περισσότερο από 25% σε σύγκριση με το σταθμικό μέσο όρο των βασικών επιτοκίων του εν λόγω τριμήνου, ή
(β) όταν άλλες σοβαρές αλλαγές στις νομισματικές ή οικονομικές συνθήκες και ιδιαίτερα η ουσιώδης μεταβολή της υφιστάμενης ρευστότητας της οικονομίας, η αυξημένη ζήτηση για δάνεια και η μεγάλη και απότομη μεταβολή του ύψους των δανειστικών τραπεζικών επιτοκίων, καθιστούν τούτο αναγκαίο.