ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗ
Εξουσίες επιθεωρητών

15. Ο επιθεωρητής, για σκοπούς εκπλήρωσης των καθηκόντων του, έχει την εξουσία να προβαίνει σε οποιαδήποτε ή σε όλες από τις πιο κάτω πράξεις-

(α) να εισέρχεται σε οποιαδήποτε υποστατικά και να επιθεωρεί οποιαδήποτε προϊόντα:

Νοείται ότι η είσοδος σε κατοικία γίνεται μόνο ύστερα από την εξασφάλιση της συγκατάθεσης του ενοίκου της ή με δικαστικό ένταλμα·

(β) να συνοδεύεται από αστυνομικό, αν έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι μπορεί να παρεμποδισθεί στην άσκηση των εξουσιών του·

(γ) να συνοδεύεται από προσοντούχο πρόσωπο εξουσιοδοτημένο δυνάμει του άρθρου 14 και από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που το βοηθά στην άσκηση των καθηκόντων του και να φέρει μαζί του οποιοδήποτε εξοπλισμό ή οποιαδήποτε υλικά απαιτούνται για την άσκηση των εξουσιών του επιθεωρητή ή του προσοντούχου προσώπου·

(δ) να διεξάγει ή να φροντίζει για τη διεξαγωγή από προσοντούχο πρόσωπο οποιωνδήποτε δειγματοληψιών, δοκιμών και μετρήσεων κρίνονται αναγκαίες για την άσκηση των εξουσιών του·

(ε) να επιθεωρεί, να εξετάζει και να ελέγχει τη λειτουργία οποιουδήποτε υποστατικού ή εξοπλισμού βρίσκει στα υποστατικά και να προβαίνει σε μετρήσεις και σε λήψη φωτογραφιών που κρίνει αναγκαίες για τη σωστή άσκηση των εξουσιών του·

(στ) να δίνει οδηγίες όπως τα υποστατικά ή οποιοδήποτε μέρος τους ή οποιαδήποτε εγκατάσταση ή εξοπλισμός ή ουσία μέσα σε αυτά παραμείνουν όπως έχουν, για όσο χρονικό διάστημα θεωρείται εύλογα αναγκαίο, για τη διεξαγωγή οποιασδήποτε δειγματοληψίας, δοκιμής, μέτρησης, εξέτασης και ελέγχου, όπως αναφέρεται στις παραγράφους (δ) και (ε), νοουμένου ότι η συμμόρφωση προς τις οδηγίες αυτές δε συνεπάγεται τον τερματισμό ή τη διακοπή οποιουδήποτε ουσιώδους μέρους του υποστατικού·

(ζ) να ζητά την παρουσίαση για επιθεώρηση οποιωνδήποτε βιβλίων ή εγγράφων ή στοιχείων, σε γραπτή ή ηλεκτρονική μορφή, ή να λαμβάνει αντίγραφο οποιουδήποτε μέρους ή όλου του βιβλίου, εγγράφου ή στοιχείου, σε γραπτή ή ηλεκτρονική μορφή, τα οποία έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι περιέχουν πληροφορίες που σχετίζονται με το σκοπό της διερεύνησής του·

(η) να ζητά από -

(i) παραγωγό ή διανομέα,

(ii) πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για τη δραστηριότητα ή τη διεργασία παραγωγής,

(iii) οποιοδήποτε πρόσωπο βρίσκει στα υποστατικά,

(iv) οποιοδήποτε πρόσωπο για το οποίο έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι είχε απασχοληθεί στα υποστατικά ή είχε σχέση με τη δραστηριότητα ή τη διεργασία παραγωγής οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια των προηγούμενων τριών μηνών να δίνει οποιεσδήποτε πληροφορίες, είτε προφορικώς είτε γραπτώς, μπορεί να έχει ή στις οποίες έχει πρόσβαση και είναι σχετικές με το σκοπό της έρευνας ή διερεύνησής του·

(θ) να παίρνει και να μεταφέρει οποιοδήποτε προϊόν ή αντικείμενο ή οποιοδήποτε δείγμα οποιασδήποτε ουσίας δυνατόν να απαιτείται για σκοπούς περαιτέρω διερεύνησης ή μαρτυρίας κατά την εκδίκαση αδικήματος που διαπράττεται κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου·

(ι) να ζητά από παραγωγό ή διανομέα ή το διαχειριστή ή τον κάτοχο των υποστατικών ή από οποιονδήποτε από τους αντιπροσώπους τους ή τους εργοδοτουμένους τους που είναι παρόντες να -

(i) παράσχει στον ίδιο ή σε προσοντούχο πρόσωπο ασφαλή πρόσβαση προς οποιοδήποτε μέρος των υποστατικών,

(ii) θέσει στη διάθεσή του οποιαδήποτε ευλόγως διαθέσιμα μέσα για τη διεξαγωγή οποιωνδήποτε δειγματοληψιών, δοκιμών, μετρήσεων, επιθεωρήσεων ή εξετάσεων κρίνονται αναγκαίες για τους σκοπούς της διερεύνησης.

Κατάσχεση

16.-(1) Σε περίπτωση που ο επιθεωρητής έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι υπήρξε παράβαση οποιασδήποτε διάταξης του παρόντος Νόμου σε σχέση με οποιοδήποτε προϊόν, δύναται να κατάσχει και να κατακρατήσει δείγματα από το εν λόγω προϊόν, για να διαπιστωθεί, με δοκιμή ή άλλως πως, οποιαδήποτε τέτοια παράβαση.

(2) Ο επιθεωρητής δύναται να κατάσχει και να κατακρατεί-

(α) οποιοδήποτε προϊόν ή τεκμήριο περιέχει πληροφορίες για το οποίο έχει εύλογη αιτία να υποπτεύεται ότι μπορεί να χρειαστεί για αποδεικτικούς σκοπούς σε ποινική διαδικασία και

(β) οποιοδήποτε προϊόν για το οποίο έχει εύλογη αιτία να υποπτεύεται ότι δυνατόν να υπόκειται σε δήμευση, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 20.

Ειδοποίηση κατάσχεσης

17. Σε περίπτωση κατάσχεσης οποιωνδήποτε προϊόντων ή σχετικών με τα εν λόγω προϊόντα πληροφοριών, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 16, ο επιθεωρητής οφείλει να πληροφορεί το πρόσωπο από το οποίο αυτά έχουν κατασχεθεί ότι τα εν λόγω προϊόντα έχουν κατασχεθεί και/ή κατακρατηθεί, ανάλογα με την περίπτωση, παραθέτοντας τα μέτρα στα οποία προτίθεται να προβεί, ώστε να διασφαλισθεί ότι ολόκληρη η ποσότητα ή η ποιότητα των προϊόντων δε θα διαφοροποιηθεί.

Ειδοποίηση συμμόρφωσης

18.-(1) Ο επιθεωρητής, αφού διαπιστώσει μη συμμόρφωση προϊόντος προς οποιαδήποτε διάταξη του παρόντος Νόμου, επιδίδει ειδοποίηση στον παραγωγό ή στο διανομέα, ανάλογα με την περίπτωση, με την οποία του επισημαίνει την παράβαση και τον καλεί να συμμορφωθεί με τις εν λόγω διατάξεις μέσα σε χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τις δέκα εργάσιμες μέρες και το οποίο καθορίζεται στην ειδοποίηση, ανάλογα με τη φύση της παράβασης.

(2) Η ειδοποίηση συμμόρφωσης περιλαμβάνει-

(α) τα μέτρα στα οποία ο επιθεωρητής προτίθεται να προβεί, σε περίπτωση που ο παραγωγός ή ο διανομέας, ανάλογα με την περίπτωση, δε συμμορφωθεί·

(β) τα μέτρα στα οποία ο παραγωγός ή ο διανομέας, ανάλογα με την περίπτωση, οφείλει να προβεί, για να θεωρηθεί ότι συμμορφώνεται με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και

(γ) την προθεσμία εντός της οποίας ο παραγωγός ή ο διανομέας, ανάλογα με την περίπτωση, οφείλει να παραθέσει τις απόψεις του για την εν λόγω παράβαση, είτε προφορικώς είτε γραπτώς, στον επιθεωρητή.

(3) Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, ο επιθεωρητής δύναται να λάβει οποιαδήποτε μέτρα κρίνει κατάλληλα, ανάλογα με τη σοβαρότητα της παράβασης, περιλαμβανομένης της ειδοποίησης αναστολής ή απόσυρσης του προϊόντος.

Ειδοποίηση αναστολής ή απόσυρσης

19.-(1) Σε περίπτωση που ο επιθεωρητής ενεργεί σύμφωνα με το εδάφιο (3) του άρθρου 18, επιδίδει στον παραγωγό ή στο διανομέα, ανάλογα με την περίπτωση-

(α) ειδοποίηση αναστολής η οποία απαγορεύει στο πρόσωπο στο οποίο επιδίδεται, για περίοδο που καθορίζει σε αυτή, όχι όμως μεγαλύτερη των έξι (6) μηνών από την ημερομηνία επίδοσης της ειδοποίησης, τη διάθεση του προϊόντος στην αγορά χωρίς τη συγκατάθεση του επιθεωρητή ή

(β) ειδοποίηση απόσυρσης του προϊόντος από την αγορά.

(2) Η ειδοποίηση αναστολής ή απόσυρσης οφείλει να -

(α) περιγράφει το προϊόν, με τρόπο που να διακριβώνεται επακριβώς η ταυτότητά του και

(β) εκθέτει τους λόγους για τους οποίους επιδίδεται και τους λόγους για τους οποίους ο επιθεωρητής θεωρεί ότι υπήρξε παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

(3) Η ειδοποίηση αναστολής ή απόσυρσης, η οποία επιδίδεται από τον επιθεωρητή δυνάμει του εδαφίου (1), δύναται να απαιτεί από το πρόσωπο προς το οποίο επιδίδεται να τηρεί ενήμερο τον επιθεωρητή για το χώρο στον οποίο βρίσκεται το προϊόν κατά το χρονικό διάστημα της αναστολής ή απόσυρσης.

Δήμευση προϊόντων κατόπιν διατάγματος Δικαστηρίου

20.-(1) Ανεξάρτητα από την άσκηση οποιασδήποτε ποινικής δίωξης για αδίκημα αναφορικά με παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ο επιθεωρητής δύναται να αποταθεί σε Δικαστήριο ζητώντας την έκδοση διατάγματος για τη δήμευση οποιουδήποτε προϊόντος, για το λόγο ότι αυτό δε συμμορφώνεται με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(2) Μετά την υποβολή αίτησης, δυνάμει του παρόντος άρθρου, το Δικαστήριο εκδίδει διάταγμα δήμευσης οποιουδήποτε προϊόντος, μόνο αν ικανοποιηθεί ότι -

(α) το προϊόν δεν ικανοποιεί τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 5 του παρόντος Νόμου. και

(β) το πρόσωπο στο οποίο επιδόθηκε ειδοποίηση αναστολής ή απόσυρσης δε συμμορφώνεται με αυτή.

(3) Σε περίπτωση που οποιαδήποτε προϊόντα δημεύονται, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, αυτά δύναται να καταστραφούν σύμφωνα με οδηγίες του Δικαστηρίου.

Εξουσία εξουσιοδοτημένων λειτουργών για κατακράτηση προϊόντων εισαγόμενων από τρίτες χώρες

21.-(1) Εξουσιοδοτημένος λειτουργός δύναται, αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή να κατακρατεί, για περίοδο που δεν υπερβαίνει τις πέντε (5) εργάσιμες μέρες, οποιαδήποτε προϊόντα που εισάγονται από τρίτες χώρες τα οποία δημιουργούν υποψία για παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

(2) Προϊόν που κατακρατείται, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, τυγχάνει χειρισμού κατά τη διάρκεια της κατακράτησής του, κατά τρόπο που ο Διευθυντής του Τμήματος Τελωνείων αποφασίζει, σύμφωνα με την τελωνειακή νομοθεσία.

(3) Η αναφορά στο εδάφιο (1) σε πέντε (5) εργάσιμες ημέρες αφορά περίοδο εκατόν είκοσι (120) ωρών, που υπολογίζονται από το χρόνο της κατακράτησης των προϊόντων, αλλά δεν περιλαμβάνεται στην περίοδο αυτή ο χρόνος τυχόν αργιών που μεσολαβούν.

(4) Σε περίπτωση που η προθεσμία των πέντε (5) εργάσιμων ημερών παρέρχεται χωρίς η αρμόδια αρχή να λάβει οποιαδήποτε μέτρα, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ο Διευθυντής του Τμήματος Τελωνείων διατάσσει την αποδέσμευση των εν λόγω προϊόντων.

(5) Όλα τα έξοδα αποθήκευσης και κατακράτησης που προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου βαρύνουν τον παραγωγό ή το διανομέα, ανάλογα με την περίπτωση.

Εξουσίες αρμόδιας αρχής σε σχέση με προϊόντα εισαγόμενα από τρίτες χώρες

22. Η αρμόδια αρχή έχει υποχρέωση, σε περίπτωση κατακράτησης προϊόντων από εξουσιοδοτημένο λειτουργό, να ενημερώνει τον Διευθυντή του Τμήματος Τελωνείων για τα αποτελέσματα του ελέγχου του στα εισαγόμενα από τρίτες χώρες προϊόντα και, σε περίπτωση προϊόντων τα οποία-

(α) δεν τηρούν τις οριακές τιμές μέγιστης περιεκτικότητας σε πτητικές οργανικές ενώσεις του Πρώτου Παραρτήματος ή

(β) δε φέρουν αναγραμμένες τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 6, να εφαρμόζει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

Αδικήματα και ποινές

23.-(1) Πρόσωπο είναι ένοχο αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες λίρες (ΛΚ 10.000) ή σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τον ένα χρόνο ή και στις δύο αυτές ποινές, αν -

(α) σκόπιμα καθυστερεί ή παρεμποδίζει επιθεωρητή κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ή την άσκηση των εξουσιών του, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου·

(β) παρεμποδίζει ή αποπειράται να παρεμποδίσει οποιοδήποτε αστυνομικό ή προσοντούχο πρόσωπο ή άλλο πρόσωπο εισήλθε στα υποστατικά μαζί με επιθεωρητή, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων (β) ή (γ) του άρθρου 15, το οποίο παρέχει βοήθεια στον επιθεωρητή·

(γ) παραλείπει να συμμορφωθεί προς οδηγία που δίδεται σε αυτό από επιθεωρητή, δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (στ) του άρθρου 15·

(δ) παραλείπει να παρουσιάσει, μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, οποιοδήποτε βιβλίο ή έγγραφο ή στοιχείο, σε έγγραφη ή ηλεκτρονική μορφή, απαιτείται να παρουσιάσει, δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (ζ) του άρθρου 15, εκτός αν αποδείξει ότι-

(i) δε γνώριζε ότι την παρουσίαση την απαιτούσε επιθεωρητής,

(ii) δεν είχε πρόσβαση στο βιβλίο, στο έγγραφο ή στο στοιχείο, ή

(iii) δεν είχε εξουσία να πάρει το βιβλίο, το έγγραφο ή το στοιχείο·

(ε) ενώ είναι πρόσωπο που εμπίπτει στις διατάξεις των υποπαραγράφων (i) μέχρι και (iv) της παραγράφου (η) του άρθρου 15, παραλείπει να δώσει, μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, πληροφορίες που του ζητούνται από επιθεωρητή, σύμφωνα με τις διατάξεις της εν λόγω παραγράφου, ή δίνει πληροφορίες που είναι αναληθείς ή λανθασμένες ή ατελείς·

(στ) ενώ είναι ένα από τα πρόσωπα ή εμπίπτει στις κατηγορίες των προσώπων που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (i) και/ή (ii) της παραγράφου (η) του άρθρου 15, παραλείπει, κατόπιν νόμιμης απαίτησης επιθεωρητή, μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα να -

(i) παράσχει σε επιθεωρητή ή σε οποιοδήποτε προσοντούχο πρόσωπο εισήλθε στο υποστατικό μαζί του ασφαλή πρόσβαση σε οποιοδήποτε μέρος των υποστατικών ή

(ii) θέσει στη διάθεση επιθεωρητή ή οποιουδήποτε προσοντούχου προσώπου εισήλθε στο υποστατικό μαζί του οποιαδήποτε μέσα για τη διεξαγωγή δοκιμών, μετρήσεων, επιθεωρήσεων ή εξετάσεων, νοουμένου ότι σε κάθε περίπτωση έχει την εξουσία να το πράξει και ότι τα μέσα που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (ii) της παρούσας παραγράφου είναι ευλόγως διαθέσιμα·

(ζ) πλαστογραφεί οποιοδήποτε πιστοποιητικό απαιτείται δυνάμει ή για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου·

(η) δίνει ή υπογράφει τέτοιο πιστοποιητικό, εν γνώσει του ότι είναι αναληθές, σε σχέση με οποιοδήποτε ουσιώδες στοιχείο·

(θ) εν γνώσει του παρουσιάζει ή χρησιμοποιεί πιστοποιητικό που έχει πλαστογραφηθεί ή είναι ψευδές σε σχέση με οποιοδήποτε ουσιώδες στοιχείο·

(ι) παρουσιάζει ή χρησιμοποιεί ως αφορώντα οποιοδήποτε πρόσωπο πιστοποιητικά τα οποία εν γνώσει του δεν αφορούν το εν λόγω πρόσωπο·

(ια) παριστάνει πρόσωπο που κατονομάζεται σε πιστοποιητικό που αναφέρεται στην παράγραφο (ι)·

(ιβ) προσποιείται ψευδώς ότι είναι επιθεωρητής·

(ιγ) εσκεμμένα συγκατατίθεται στην πιο πάνω πλαστογράφηση, υπογραφή, χρήση, πλαστοπροσωπία ή προσποίηση·

(ιδ) εσκεμμένα προβαίνει σε ψευδή καταχώριση σε κατάλογο, βιβλίο, ειδοποίηση, πιστοποιητικό ή έγγραφο ή ηλεκτρονικό αρχείο που απαιτείται δυνάμει ή για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου·

(ιε) εσκεμμένα προβαίνει σε ψευδή δήλωση ή υπογράφει ψευδή δήλωση που απαιτείται με βάση ή για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου·

(ιστ) εν γνώσει του κάνει χρήση τέτοιας ψευδούς καταχώρισης ή δήλωσης, όπως αναφέρεται στην υποπαράγραφο (ιε).

(2) Κάθε πρόσωπο το οποίο παραβαίνει τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 10 και του εδαφίου (1) του άρθρου 11 και κάθε παραγωγός ή διανομέας ο οποίος διαθέτει στην αγορά προϊόντα που δε φέρουν αναγραμμένες τις πληροφορίες που απαιτούνται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 6 είναι ένοχο αδικήματος και υπόκειται στις ποινές που αναφέρονται στο εδάφιο (1).

(3) Πρόσωπο το οποίο παραβαίνει ειδοποίηση αναστολής ή απόσυρσης είναι ένοχο αδικήματος και υπόκειται στις ποινές που αναφέρονται στο εδάφιο (1).

Ποινική ευθύνη νομικών προσώπων και αξιωματούχων τους

24.-(1) Σε περίπτωση που διαπραχθεί ποινικό αδίκημα, με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, από νομικό πρόσωπο και αποδεικνύεται ότι το αδίκημα αυτό έχει διαπραχθεί με τη συναίνεση ή τη συμπαιγνία ή αποδίδεται σε παράλειψη προσώπου που είναι διευθύνων σύμβουλος, διευθυντής, γραμματέας ή άλλος αξιωματούχος του νομικού αυτού προσώπου ή πρόσωπο που εμφανίζεται ότι ενεργεί με τέτοια ιδιότητα, τότε το πρόσωπο αυτό, καθώς και το νομικό πρόσωπο είναι ένοχοι ποινικού αδικήματος και υπόκεινται σε ποινική δίωξη σε σχέση με το εν λόγω ποινικό αδίκημα.

(2) Σε περίπτωση που μέλος νομικού προσώπου χωρίς να είναι διευθύνων σύμβουλος ή διευθυντής ασκεί αρμοδιότητες διευθύνοντος συμβούλου ή διευθυντή, τότε εφαρμόζεται σε σχέση με τις πράξεις ή παραλείψεις του το εδάφιο (1), ως εάν το πρόσωπο αυτό ήταν διευθύνων σύμβουλος ή διευθυντής του νομικού προσώπου.

Παραβάσεις και επιβολή διοικητικού προστίμου

25.-(1) Εκτός όπου προβλέπεται η ποινική ευθύνη οποιουδήποτε προσώπου, η αρμόδια αρχή δύναται να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες λίρες (ΛΚ 2.000) σε πρόσωπο το οποίο παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί προς τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή των κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει αυτού.

(2) Σε περίπτωση συνέχισης της παράβασης, η αρμόδια αρχή δύναται να επιβάλλει πρόστιμο από πενήντα (ΛΚ 50,00) μέχρι και εκατό λίρες (ΛΚ 100,00) για κάθε μέρα συνέχισης της παράβασης, ανάλογα με τη βαρύτητα αυτής.

Τρόπος επιβολής διοικητικού προστίμου

26.-(1) Το επιβαλλόμενο, δυνάμει του άρθρου 25, διοικητικό πρόστιμο υπολογίζεται ανάλογα με τη φύση, τη βαρύτητα και τη διάρκεια της παράβασης.

(2) Το διοικητικό πρόστιμο επιβάλλεται με αιτιολογημένη απόφαση της αρμόδιας αρχής που βεβαιώνει την παράβαση, αφού ακούσει ή δώσει την ευκαιρία στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο ή εκπρόσωπό του να ακουστεί προφορικώς ή γραπτώς.

(3) Το ποσό του διοικητικού προστίμου εισπράττεται από την αρμόδια αρχή, όταν παρέλθει η προς άσκηση προσφυγής ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου προθεσμία των εβδομήντα πέντε ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης για επιβολή διοικητικού προστίμου.

(4) Σε περίπτωση παράλειψης καταβολής των κατά τον παρόντα Νόμο επιβαλλόμενων από την αρμόδια αρχή διοικητικών προστίμων, η αρμόδια αρχή λαμβάνει δικαστικά μέτρα και το οφειλόμενο ποσό εισπράττεται ως αστικό χρέος οφειλόμενο προς τη Δημοκρατία.

Ανάκτηση δαπανών εκτέλεσης

27. Σε περίπτωση που Δικαστήριο καταδικάσει πρόσωπο για οποιοδήποτε από τα ποινικά αδικήματα του άρθρου 23 σε σχέση με οποιοδήποτε προϊόν ή εκδίδει διάταγμα για δήμευση προϊόντων, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 20, αυτό έχει εξουσία, επιπροσθέτως με οποιαδήποτε άλλη διαταγή για έξοδα ή δαπάνες, να διατάξει το καταδικαζόμενο πρόσωπο ή, ανάλογα με την περίπτωση, οποιοδήποτε πρόσωπο έχει συμφέρον επί των προϊόντων να αποζημιώσει την αρμόδια αρχή για οποιαδήποτε δαπάνη στην οποία υποβλήθηκε ή δυνατόν να υποβληθεί -

(α) σε σχέση με οποιαδήποτε κατάσχεση ή κατακράτηση προϊόντων από ή για λογαριασμό της αρμόδιας αρχής,

(β) σε σχέση με συμμόρφωση της αρμόδιας αρχής με οδηγίες του Δικαστηρίου για τη δήμευση οποιουδήποτε προϊόντος,

(γ) σε σχέση με οποιαδήποτε έξοδα επιβαρύνθηκε η αρμόδια αρχή κατά την ενάσκηση των εξουσιών της, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

Αστική και ποινική ευθύνη

28. Η έκδοση οποιασδήποτε άδειας, με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, δε θίγει την αστική και/ή ποινική ευθύνη οποιουδήποτε προσώπου.

Τροποποίηση Παραρτημάτων του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών

29. Ο Υπουργός δύναται, με διάταγμά του που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, να τροποποιεί τα Παραρτήματα του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών.

Τροποποίηση Παραρτημάτων του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών

29.  Ο Υπουργός δύναται, με διάταγμά του που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, να τροποποιεί τα Παραρτήματα του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών.