12. (1) Σε περίπτωση που ο Αρχηγός απορρίπτει εν όλω ή εν μέρει αίτηση που υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 6, ή σε περίπτωση που απορρίπτει αίτηση που υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 9, ή σε περίπτωση ανάκλησης ή μη ανανέωσης της άδειας δυνάμει του άρθρου 13, ειδοποιεί γραπτώς τον αιτητή ή το πρόσωπο του οποίου η άδεια ανακλήθηκε ή δεν ανανεώθηκε για την απόφασή του, εκθέτοντας τους λόγους της απόφασής του.
(2) Η ειδοποίηση αποστέλλεται στη διεύθυνση που αναγράφεται στην αίτηση ως διεύθυνση αλληλογραφίας του αιτητή ή στην τελευταία γνωστή διεύθυνση αλληλογραφίας του προσώπου του οποίου η άδεια ανακλήθηκε ή δεν ανανεώθηκε.
(3) Πρόσωπο του οποίου η αίτηση έχει απορριφθεί εν όλω ή εν μέρει ή του οποίου η άδεια δεν έχει ανανεωθεί ή έχει ανακληθεί δυνάμει του άρθρου 13, δύναται, εντός τριάντα ημερών από της ημερομηνίας κοινοποίησης σ’ αυτό της ειδοποίησης, να υποβάλει στον Υπουργό ιεραρχική προσφυγή κατά της απόφασης του Αρχηγού εκθέτοντας τους λόγους που την υποστηρίζουν.
(4) Στην αναφερόμενη στο εδάφιο (1) ειδοποίηση πρέπει να αναφέρεται το δικαίωμα του αιτητή ή του προσώπου του οποίου η άδεια ανακλήθηκε ή δεν ανανεώθηκε να ασκήσει κατά της απόφασης του Αρχηγού ιεραρχική προσφυγή στον Υπουργό, εντός τριάντα ημερών από της ημερομηνίας κοινοποίησης σε αυτόν της ειδοποίησης.
(5) Ο Υπουργός εξετάζει την ιεραρχική προσφυγή εντός τριάντα ημερών από της υποβολής της, και δύναται να ακούσει τον ιεραρχικώς προσφεύγοντα ή οποιαδήποτε άλλα πρόσωπα, αν κρίνει τούτο σκόπιμο:
Νοείται ότι, μέχρι της τελικής απόφασης του Υπουργού επί της ιεραρχικής προσφυγής, η ανακληθείσα ή μη ανανεωθείσα άδεια συνεχίζει να υφίσταται.
13. (1) Η άδεια που χορηγείται σε ιδιώτη φύλακα ισχύει για περίοδο πέντε ετών από της εκδόσεώς της, δύναται δε να ανανεώνεται ανά πενταετία με την καταβολή του καθοριζόμενου τέλους.
(2) Η άδεια που χορηγείται σε φύλακα ισχύει για περίοδο πέντε ετών από της εκδόσεώς της, δύναται δε να ανανεώνεται ανά πενταετία με την καταβολή του καθοριζόμενου τέλους:
(3) Η άδεια που χορηγείται για την ίδρυση και λειτουργία ιδιωτικού γραφείου παροχής υπηρεσιών ασφάλειας ισχύει για περίοδο ενός έτους από της εκδόσεώς της και ανανεώνεται ετησίως με την καταβολή του καθοριζόμενου τέλους.
(3Α) Ο Αρχηγός δύναται αν, μετά τη χορήγηση άδειας σε ιδιώτη φύλακα ή φύλακα ή για την ίδρυση ιδιωτικού γραφείου παροχής υπηρεσιών ασφάλειας, διαπιστώνεται μη συμμόρφωσή τους προς οποιαδήποτε υποχρέωση επιβάλλεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου να αναστείλει την ισχύ της εν λόγω άδειας μέχρις ότου ικανοποιηθεί ότι υπήρξε η απαιτούμενη συμμόρφωση, αλλά σε καμιά περίπτωση η περίοδος αναστολής δε δύναται να υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες.
(4) Η άδεια που χορηγείται σε φύλακα ή σε ιδιώτη φύλακα ή για την ίδρυση και λειτουργία ιδιωτικού γραφείου παροχής υπηρεσιών ασφάλειας δύναται να ανακληθεί ή να μην ανανεωθεί από τον Αρχηγό-
(α) Οποτεδήποτε παύσει να υφίσταται οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες χορηγήθηκε, ή
(β) σε περίπτωση που το πρόσωπο στο οποίο χορηγήθηκε η άδεια παραβεί οποιοδήποτε όρο που επιβλήθηκε σ' αυτό κατά τη χορήγησή της, ή
(γ) σε περίπτωση που το ιδιωτικό γραφείο παροχής υπηρεσιών ασφαλείας παραλείψει να συμμορφωθεί με τις διατάξεις του άρθρου 11, ή
(δ) σε περίπτωση που η ανάκληση ή η μη ανανέωση δικαιολογείται, για λόγους δημοσίου συμφέροντος δεόντως αιτιολογημένους, ή
(ε) σε περίπτωση που η ανάκληση ή η μη ανανέωση δικαιολογείται, για λόγους που αφορούν ζητήματα που σχετίζονται με την ασφάλεια του κράτους ή τη δημόσια τάξη, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε αιτιολογία προς τούτο:
14.- (1) Τα ιδιωτικά γραφεία παροχής υπηρεσιών ασφάλειας που εργοδοτούν φύλακες εφοδιάζουν αυτούς με ειδικό δελτίο επαγγελματικής ταυτότητας, ειδικό διακριτικό σήμα και ειδική στολή και τα οποία οι φύλακες υποχρεούνται να φέρουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.
(2) Στο δελτίο επαγγελματικής ταυτότητας απεικονίζεται ο φύλακας και αναγράφεται το επώνυμο, το όνομα και το πατρώνυμο, η ημερομηνία γέννησης, ο αριθμός δελτίου ταυτότητας ή διαβατηρίου, ο αριθμός που χορηγείται σε κάθε φύλακα και η ονομασία του ιδιωτικού γραφείου παροχής υπηρεσιών ασφάλειας στο οποίο εργοδοτείται.
(3) Κάθε ιδιώτης φύλακας υποχρεούται να φέρει δελτίο επαγγελματικής ταυτότητας στο οποίο απεικονίζεται ο ίδιος και αναγράφεται το επώνυμο, το όνομα και το πατρώνυμο, η ημερομηνία γέννησης, ο αριθμός δελτίου ταυτότητας ή διαβατηρίου, και ο αριθμός που χορηγήθηκε με την άδεια.
(4) Ο Αρχηγός εκδίδει το δελτίο επαγγελματικής ταυτότητας, αφού ο αιτητής καταβάλει το καθορισμένο τέλος και καθορίζει το διακριτικό σήμα και την ειδική στολή, αφού προηγουμένως ακούσει τις απόψεις του ιδιωτικού γραφείου παροχής υπηρεσιών ασφάλειας.
(5) Ο κάτοχος δελτίου επαγγελματικής ταυτότητας υποχρεούται να το επιστρέψει στον Αρχηγό-
(α) όταν λήξει η άδεια φύλακα ή η άδεια ιδιώτη φύλακα, ανάλογα με την περίπτωση, που του χορηγήθηκε δυνάμει του παρόντος Νόμου,
(β) προκειμένου για φύλακα, όταν με οποιοδήποτε τρόπο τερματισθεί η εργοδότησή του στο συγκεκριμένο ιδιωτικό γραφείο παροχής υπηρεσιών ασφάλειας και
(γ) προκειμένου για ιδιώτη φύλακα, όταν αυτός παύσει να ασκεί το επάγγελμα του ιδιώτη φύλακα.
15. (1) Κάθε φύλακας φέρει στολή εγκεκριμένη από τον Αρχηγό, η οποία διαφέρει από τις στολές της Αστυνομίας, του Στρατού της Δημοκρατίας και της Εθνικής Φρουράς, τόσο στο σχέδιο όσο και στο χρώμα και τα άλλα διακριτικά:
(2) Ιδιώτης φύλακας επιτρέπεται να φέρει στολή, νοουμένου ότι αυτή έχει τύχει της εκ των προτέρων έγκρισης του Αρχηγού.
16. (1) Τα ιδιωτικά γραφεία παροχής υπηρεσιών ασφάλειας έχουν υποχρέωση να εκπαιδεύουν κατάλληλα τους φύλακες και το προσωπικό που απασχολούν, ανάλογα με τα καθήκοντα που τους ανατίθενται, πριν αναλάβουν καθήκοντα:
(α) εξαιρείται φύλακας και το προσωπικό που ασκείαποκλειστικά τις δραστηριότητες που αναφέρονται στις παραγράφους (ε), (στ), (η) και (ι) του εδαφίου (2) του άρθρου 4,
(2) Ο Αρχηγός δύναται να απαιτήσει από αιτητές για απόκτηση άδειας ιδιώτη φύλακα να παρακολουθήσουν εκπαιδευτικό πρόγραμμα που οργανώνεται από σχολή, κολλέγιο ή εκπαιδευτικό ίδρυμα, και να επιτύχουν στις καθορισμένες από τον ίδιο εξετάσεις.
(3) Οποιοδήποτε πρόσωπο, σχολή, κολλέγιο ή άλλο εκπαιδευτικό ίδρυμα δύναται να παρέχει ειδική εκπαίδευση σε φύλακα ή ιδιώτη φύλακα, νοουμένου ότι το πρόγραμμα και τα θέματα της ειδικής αυτής εκπαίδευσης, καθώς και ο αριθμός των ωρών παρακολούθησης του κάθε θέματος, έχουν τύχει της εκ των προτέρων έγκρισης του Αρχηγού.
(4) Μέλος της Αστυνομίας, εξουσιοδοτημένο εγγράφως από τον Αρχηγό, δύναται να παρευρίσκεται και να παρακολουθεί τα προγράμματα εκπαίδευσης που διεξάγονται σύμφωνα με το εδάφιο (1).
17. (1) Τα ιδιωτικά γραφεία παροχής υπηρεσιών ασφάλειας και οι φύλακες που εργοδοτούνται σ’ αυτά, καθώς και οι ιδιώτες φύλακες, κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων τους υπόκεινται στην εποπτεία και έλεγχο οποιουδήποτε Λοχία ή αξιωματικού της Αστυνομίας, υποχρεούνται όπως συμμορφώνονται προς τις υποδείξεις του και, σε περίπτωση ανάγκης, παρέχουν τη συνδρομή τους σ’ αυτόν, εφόσον τους ζητηθεί.
(2) Κάθε ιδιωτικό γραφείο παροχής υπηρεσιών ασφάλειας, υποβάλλει στον Αρχηγό Αστυνομίας, κατά το μήνα Φεβρουάριο κάθε έτους, ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων, στην οποία, μεταξύ άλλων, καταγράφονται οι δραστηριότητες του γραφείου, περιλαμβανομένων των περιστατικών για τα οποία έγινε παρέμβαση και, αν το ζητήσει ο Αρχηγός, τουςελεγμένους λογαριασμούς του:
18. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε νόμου, απαγορεύεται η έκδοση άδειας για κατοχή, χρήση, απόκτηση ή μεταφορά εκρηκτικών υλών ή πυρομαχικών ή επιθετικού όπλου ή πυροβόλου όπλου σε-
(α) ιδιώτη φύλακα ή φύλακα ή σε μέλος του προσωπικού ή
(β) πρόσωπο στο οποίο χορηγήθηκε άδεια ίδρυσης και λειτουργίας ιδιωτικού γραφείου παροχής υπηρεσιών ασφάλειας ή, αν το πρόσωπο αυτό είναι συνεταιρισμός ή εταιρεία, σε εταίρους του συνεταιρισμού ή σε διοικητικούς σύμβουλους και διευθυντές της εταιρείας, ανάλογα με την περίπτωση:
18Α.(1) Σε περίπτωση που κατά τη δυνάμει του παρόντος Νόμου παροχή οποιωνδήποτε υπηρεσιών ασφάλειας περιέλθουν σε γνώση-
(α) ιδιώτη φύλακα, φύλακα, μέλους του προσωπικού,
(β) προσώπου στο οποίο χορηγήθηκε άδεια ίδρυσης και λειτουργίας ιδιωτικού γραφείου παροχής υπηρεσιών ασφάλειας ή, αν το πρόσωπο αυτό είναι συνεταιρισμός ή εταιρεία, σε γνώση εταίρων του συνεταιρισμού ή διοικητικών συμβούλων, διευθυντών, γραμματέα ή μετόχων της εταιρείας, ανάλογα με την περίπτωση,
πληροφορίες που σχετίζονται με τη διερεύνηση οποιουδήποτε ποινικού αδικήματος, τα πιο πάνω πρόσωπα οφείλουν, όταν τους ζητηθεί από οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομίας, να παράσχουν κάθε τέτοια πληροφορία.
(2) Οποιοδήποτε πρόσωπο δενσυμμορφώνεται με τη δυνάμει του εδαφίου (1) υποχρέωση, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τριάντα χιλιάδες ευρώ (€30.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
19. (1) Κάθε ιδιωτικό γραφείο παροχής υπηρεσιών ασφάλειας υποχρεούται να:
(α) περιλαμβάνει στην ονομασία του τη φράση "ιδιωτική υπηρεσία ασφάλειας" και στα έγγραφά του τον αριθμό άδειας λειτουργίας του˙
(β) μη χρησιμοποιεί στην ονομασία, στον τίτλο, στα έγγραφα και στις διαφημίσεις γενικά, κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων του, λέξεις ή φράσεις ικανές να παραπλανήσουν το κοινό ότι αντιπροσωπεύουν δημόσια αρχή και ιδιαίτερα την Αστυνομία, το Στρατό της Δημοκρατίας ή την Εθνική Φρουρά˙
(γ) μεριμνά ώστε να μη χρησιμοποιούνται στα οχήματα του ιδιωτικού γραφείου παροχής υπηρεσιών ασφάλειας ή των φυλάκων σήματα ή χρωματισμοί, που καθιστούν την εξωτερική τους εμφάνιση όμοια ή παρεμφερή με εκείνη των οχημάτων ή άλλων μέσων μεταφοράς που χρησιμοποιούνται από την Αστυνομία, το Στρατό της Δημοκρατίας ή την Εθνική Φρουρά˙
(δ) μεριμνά ώστε να μη χρησιμοποιούνται στα οχήματα του ιδιωτικού γραφείου παροχής υπηρεσιών ασφάλειας ή των φυλάκων συσκευές ηχητικές ή φωτεινής προειδοποίησης·
(ε) μεριμνά ώστε οι φύλακες να μη χρησιμοποιούν ρόπαλα, εκτός από αυτά που έτυχαν της εκ των προτέρων έγκρισης του Αρχηγού και τα οποία δεν πρέπει να είναι ηλεκτροφόρα, ούτε να εκπέμπουν οποιαδήποτε στερεά, υγρά ή αέρια˙
(στ) μεριμνά ώστε να μη θίγονται τα ατομικά και συλλογικά δικαιώματα των πολιτών, και γενικά να τυγχάνουν σεβασμού τα ανθρώπινα δικαιώματα, οι ατομικές ελευθερίες και τα προσωπικά δεδομένα˙
(ζ) μεριμνά ώστε να μη χρησιμοποιούνται μέσα και μέθοδοι δυνάμενες να προκαλέσουν ζημιά, βλάβη ή ενόχληση σε τρίτους, ή να θέσουν σε κίνδυνο την ασφάλεια των πολιτών. Η χρήση ελεύθερα κινούμενων σκύλων επιτρέπεται μόνο στο εσωτερικό των φυλασσόμενων κτιρίων ή σε περίκλειστους χώρους, νοουμένου ότι δίνεται επαρκής προειδοποίηση με την τοποθέτηση σε περίοπτα σημεία προειδοποιητικών πινακίδων˙
(η) χρησιμοποιεί για την ασφαλή μεταφορά χρημάτων, αξιών και πολύτιμων αντικειμένων όχημα με ειδική θωράκιση έναντι επιθέσεως με τη χρήση όπλων και πυρομαχικών, και εφοδιάζει τους φύλακες στους οποίους ανατίθεται η δραστηριότητα αυτή με αλεξίσφαιρο γιλέκο και προστατευτικό κράνος˙
(θ) διατηρεί, στις περιπτώσεις παροχής υπηρεσιών με φύλακες, σε λειτουργία καθημερινά και επί εικοσιτετραώρου βάσεως κεντρικό γραφείο κατάλληλα στελεχωμένο, το οποίο να μπορεί να επικοινωνεί και να συνεργάζεται με την Αστυνομία σε περίπτωση άμεσης ανάγκης˙
(ι) παραδίδει στον Αρχηγό, όταν του ζητηθεί, οποιοδήποτε οπτικογραφημένο υλικό που προέρχεται από κλειστά συστήματα τηλεόρασης που εγκατέστησε.
(2) Κάθε φύλακας, περιλαμβανομένου και του ιδιώτη φύλακα, έχει τις υποχρεώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους (δ), (ε), (στ), και (ζ) του εδαφίου (1) και, επιπρόσθετα, δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιεί σε καμιά περίπτωση τον τίτλο “αστυνομικός” ή άλλη ονομασία η οποία δυνατό να δημιουργεί την εντύπωση ότι είναι μέλος της Αστυνομίας και υποχρεούται να φέρει διακριτικό με τις λέξεις “Φύλακας” ή “ Ιδιώτης Φύλακας”, ανάλογα με την περίπτωση.
(3) Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν επηρεάζουν άλλες υποχρεώσεις των γραφείων ή των φυλάκων ή των ιδιωτών φυλάκων που καθορίζονται σε άλλα άρθρα του παρόντος Νόμου.
20.- (1) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο προτίθεται να παρέχει ιδιωτικές υπηρεσίες έρευνας υποχρεούται να εξασφαλίσει για την παροχή των υπηρεσιών αυτών ειδική άδεια από τον Αρχηγό, ύστερα από αίτηση για άδεια λειτουργίας ιδιωτικού γραφείου παροχής υπηρεσιών ασφάλειας με περιορισμό στην παροχή ιδιωτικών υπηρεσιών έρευνας.
(2) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, “ιδιωτικές υπηρεσίες έρευνας” σημαίνει την εξασφάλιση, συγκέντρωση, συλλογή ή παροχή σε οποιοδήποτε πρόσωπο πληροφοριών σχετιζομένων με:
(α) την ταυτότητα και εντοπισμό προσώπου.
(β) τη διεύθυνση κατοικίας και εργασίας προσώπου, την επαγγελματική ή την επιχειρηματική του δραστηριότητα˙
(γ) τις έρευνες για αγνοούμενα πρόσωπα.
(δ) τη ζημιά ή απώλεια περιουσιακού δικαιώματος ή συμφέροντος˙
(ε) την πρόληψη και αποκάλυψη βιομηχανικής κατασκοπείας.
(3) Οι διατάξεις των άρθρων του παρόντος Νόμου, που σχετίζονται με την έκδοση, ανάκληση, αναστολή και ανανέωση αδειών, εφαρμόζονται και για τις άδειες που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος άρθρου.
(4) Το Υπουργικό Συμβούλιο εκδίδει, για καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου, Κανονισμούς οι οποίοι, μεταξύ άλλων, δύνανται να καθορίζουν:
(α) τα καθήκοντα και ευθύνες των προσώπων τα οποία έχουν άδεια για ιδιωτικές υπηρεσίες έρευνας˙
(β) τη χρήση ειδικών ανιχνευτικών συσκευών ή μεθόδων.
(5) Κάθε πρόσωπο το οποίο παρέχει υπηρεσίες δυνάμει του παρόντος άρθρου, οφείλει να συμμορφώνεται πλήρως προς τις πρόνοιες του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμου.
21. (1) Πρόσωπο ή υπεύθυνος γραφείου που -
(α) παρέχει υπηρεσίες ασφάλειας πέραν των καθορισμένων στην άδεια υπηρεσιών˙
(β) ασκεί το επάγγελμα του φύλακα ή ιδιώτη φύλακα κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου·
(γ) λειτουργεί ιδιωτικό γραφείο παροχής υπηρεσιών ασφάλειας χωρίς την προβλεπόμενη από το άρθρο 11 άδεια˙
(δ) εργοδοτεί φύλακα ή άλλο πρόσωπο κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 10˙
(ε) παραβιάζει τις διατάξεις του άρθρου 14 ή του άρθρου 19,
είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τριάντα χιλιάδες ευρώ (€30.000,00) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(2) Το Δικαστήριο, το οποίο καταδικάζει πρόσωπο ή υπεύθυνο γραφείου για αδίκημα κατά παράβαση των προνοιών της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1), δύναται, επιπρόσθετα από την επιβολή ποινής σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω εδαφίου, να διατάξει-
(α) την παύση εργασιών του γραφείου που το καταδικασθέν πρόσωπο ή ο καταδικασθείς υπεύθυνος γραφείου λειτουργεί παράνομα ως ιδιωτικό γραφείο παροχής υπηρεσιών ασφάλειας και το κλείσιμο και ασφάλιση του κτιρίου ή χώρου που χρησιμοποιείται για τους σκοπούς του γραφείου αυτού. και
(β) την κατάσχεση οποιουδήποτε αντικειμένου, μέσου ή οχήματος εγγεγραμμένου στο όνομα της εταιρείας που λειτουργεί το εν λόγω γραφείο ή οποιουδήποτε μετόχου ή αξιωματούχου της εταιρείας αυτής, το οποίο αντικείμενο, μέσο ή όχημα χρησιμοποιείται για τη λειτουργία του ιδίου γραφείου.
(3) Το Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου εκδικάζεται κατηγορία εναντίον προσώπου ή υπεύθυνου γραφείου για διάπραξη αδικήματος κατά παράβαση των προνοιών της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1), δύναται, κατόπιν μονομερούς αίτησης (ex parte) του Αρχηγού, ή μέλους της Αστυνομίας κατ΄ εντολή του Αρχηγού, να εκδώσει προσωρινό διάταγμα για-
(α) αναστολή εργασιών του γραφείου που ο κατηγορούμενος λειτουργεί παράνομα ως ιδιωτικό γραφείο παροχής υπηρεσιών ασφάλειας και το κλείσιμο και ασφάλιση του κτιρίου ή χώρου που χρησιμοποιείται για τους σκοπούς του γραφείου αυτού. και
(β) την κατάσχεση οποιουδήποτε αντικειμένου, μέσου ή οχήματος εγγεγραμμένου στο όνομα του κατηγορουμένου ή της εταιρείας που λειτουργεί το εν λόγω γραφείο ή μετόχου ή αξιωματούχου της εταιρείας αυτής, το οποίο αντικείμενο, μέσο ή όχημα χρησιμοποιείται για τη λειτουργία του ιδίου γραφείου.
(4) Η έκδοση διατάγματος δυνάμει του εδαφίου (3) υπόκειται στις διατάξεις του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, του περί Δικαστηρίων Νόμου και των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.
(5) Αν οποιοδήποτε πρόσωπο, εναντίον του οποίου εκδόθηκε διάταγμα δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) ή (3) παραλείπει ή αμελεί να συμμορφωθεί με τέτοιο διάταγμα, εντός του χρόνου που καθορίζεται σε αυτό, είναι νόμιμο για τον Αρχηγό να εκτελεί το εν λόγω διάταγμα και σε τέτοια περίπτωση τα έξοδα που έγιναν για την εκτέλεσή του καταβάλλονται στην Αστυνομία από το πρόσωπο εναντίον του οποίου εκδόθηκε το διάταγμα και τα έξοδα αυτά θεωρούνται και εισπράττονται ως χρηματική ποινή εντός της έννοιας του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου.
(6) Οποιοδήποτε πρόσωπο, εναντίον του οποίου εκδόθηκε διάταγμα δυνάμει του εδαφίου (2) ή (3), το οποίο δεν υπακούει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με τέτοιο διάταγμα, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος, ανεξάρτητα από το αν ο Αρχηγός προχώρησε στην εκτέλεση ή εκτέλεσε το διάταγμα αυτό και υπόκειται σε φυλάκιση για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες ευρώ (€50.000,00) ή και στις δυο αυτές ποινές.
(7) Επιπρόσθετα από οποιαδήποτε ποινή που επιβάλλει δυνάμει του παρόντος άρθρου, το Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου καταδικάζεται πρόσωπο για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα δυνάμει του παρόντος άρθρου, δύναται να διατάξει όπως ο καταδικασθείς καταβάλει τα έξοδα της διαδικασίας, τα οποία θεωρούνται και εισπράττονται ως χρηματική ποινή εντός της έννοιας του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου.
21Α. (1) Ουδείς δύναται να φέρει ή επιδεικνύει ή διαφημίζει ή χρησιμοποιεί με οποιοδήποτε τρόπο εμπορικό σήμα ή λογότυπο μη αδειούχου ιδιωτικού γραφείου παροχής υπηρεσιών ασφάλειας.
(2) Ο παραβάτης του εδαφίου (1) διαπράττει αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000.00) ή και στις δυο αυτές ποινές.
22. (1) Για τη σύνδεση συστημάτων συναγερμού με Αστυνομικό Σταθμό απαιτείται έγκριση του Αρχηγού, μετά από αίτηση του ενδιαφερομένου. Η εγκρινόμενη σύνδεση πραγματοποιείται με μέριμνα και δαπάνες του ενδιαφερομένου και διαρκεί για ένα έτος. Για τη συνέχιση της σύνδεσης απαιτείται νέα, κατ’ έτος, έγκριση, η οποία χορηγείται μετά από επανεξέταση του συνόλου των υφισταμένων συνδέσεων και των τυχόν νέων αιτήσεων σύνδεσης, σε συνδυασμό προς τις δυνατότητες και τις ανάγκες της Αστυνομίας.
(2) Ο Αρχηγός, με γνωστοποίησή του που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, καθορίζει:
(α) τα κριτήρια και τη διαδικασία εξέτασης αιτήσεων σύνδεσης και συνέχισης αυτής˙
(β) τα απαιτούμενα δικαιολογητικά˙
(γ) τους Αστυνομικούς Σταθμούς υποδοχής τέτοιων συνδέσεων˙
(δ) τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των συνδεομένων˙
(ε) το τέλος που καταβάλλεται για τη σύνδεση ή επανασύνδεση˙
(στ) οποιοδήποτε άλλο θέμα επιδεχόμενο ρύθμισης για σκοπούς σύνδεσης.
23. Ο Υπουργός, μετά από εισήγηση του Αρχηγού, εγκρίνει τα τέλη που προβλέπονται στο παρόντα Νόμο.
24. (1) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να εκδίδει Κανονισμούς για καλύτερη εφαρμογή του παρόντος Νόμου και για τον καθορισμό κάθε θέματος το οποίο χρειάζεται ή είναι δεκτικό καθορισμού.
(2) Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας του εδαφίου (1), Κανονισμοί δύνανται να καθορίζουν τον τύπο της άδειας και των άλλων εγγράφων που προβλέπονται στο παρόντα Νόμο, καθώς και τα θέματα που αναφέρονται στο εδάφιο (4) του άρθρου 20.