45. Ο δικαιούχος και ο πληρωτής επωμίζονται έκαστος τις επιβαρύνσεις που του επιβάλλει ο οικείος του πάροχος υπηρεσιών πληρωμών. Αντίθετη συμφωνία επιτρέπεται μόνο όταν η πράξη πληρωμής συνεπάγεται μετατροπή νομίσματος.
46.-(1) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών απαγορεύεται να εμποδίζει με οποιονδήποτε τρόπο το δικαιούχο να επιβάλλει επιβάρυνση στον πληρωτή ή να του προσφέρει έκπτωση για τη χρήση ενός συγκεκριμένου μέσου πληρωμών.
(2) Ο δικαιούχος απαγορεύεται να επιβάλλει επιβάρυνση στον πληρωτή για τη χρήση μέσου πληρωμών που εμπίπτει σε μια από τις ακόλουθες κατηγορίες:
(α) κάρτα πληρωμής ή ανάλογο μέσο ή
(β) τηλεπικοινωνιακή ή ψηφιακή συσκευή ή συσκευή πληροφορικής.
(3) Ως προς την επιβολή επιτρεπτής επιβάρυνσης ή την παροχή έκπτωσης για τη χρήση ενός συγκεκριμένου μέσου πληρωμών, ο δικαιούχος εξακολουθεί να υπόκειται σε κάθε σχετική διάταξη του κοινοτικού και κυπριακού δικαίου, ιδίως στις διατάξεις του περί των Αθέμιτων Εμπορικών Πρακτικών των Επιχειρήσεων προς τους Καταναλωτές Νόμου και του περί των Προϋποθέσεων Διαφήμισης ή Αναγγελίας Πώλησης Εμπορευμάτων σε Τιμές Εκπτώσεων Νόμου.
47.-(1) Χωρίς επηρεασμό του προηγούμενου άρθρου, όταν για τη χρήση ενός συγκεκριμένου μέσου πληρωμών ο δικαιούχος επιβάλλει επιβάρυνση ή προσφέρει έκπτωση, ο δικαιούχος ενημερώνει σχετικά τον πληρωτή πριν από την εκκίνηση της πράξης πληρωμής.
(2) Όταν, για τη χρήση ενός συγκεκριμένου μέσου πληρωμών, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών ή τρίτο πρόσωπο επιβάλλει επιβάρυνση, ενημερώνει σχετικά το χρήστη υπηρεσιών πληρωμών πριν από την εκκίνηση της πράξης πληρωμής.
(3) Δεν επιτρέπεται να επιβάλλεται επιβάρυνση για την ενημέρωση των εδαφίων (1) και (2).