48.-(1) Το παρόν Μέρος εφαρμόζεται σε κάθε σύμβαση παροχής υπηρεσιών πληρωμών. Με την επιφύλαξη του εδαφίου (2), και του άρθρου 68, κάθε όρος της σύμβασης που αντιβαίνει σε διάταξη του παρόντος Μέρους θεωρείται άκυρος εκτός εάν είναι ευνοϊκότερος για το χρήστη υπηρεσιών πληρωμών σε σύγκριση με τη διάταξη στην οποία αντιβαίνει.
(2) Πάροχος υπηρεσιών πληρωμών και χρήστης υπηρεσιών πληρωμών που δεν είναι καταναλωτής ή πολύ μικρή επιχείρηση μπορούν να συμφωνούν:
(α) διαφορετική προθεσμία ειδοποίησης για σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 50∙ ή/και
(β) ότι δεν θα εφαρμόζονται, εν όλω ή εν μέρει, τα άρθρα 49, 51, το εδάφιο (4) του άρθρου 53, τα εδάφια (2) έως (4) του άρθρου 57, τα άρθρα 58, 60 και 69 έως 71.
49. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν επιτρέπεται να χρεώνει το χρήστη υπηρεσιών πληρωμών για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων ενημέρωσης που υπέχει ή για τα διορθωτικά και προληπτικά μέτρα που οφείλει να λαμβάνει δυνάμει του παρόντος Μέρους.
50. Ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών δικαιούται επανόρθωση από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εφόσον ο εν λόγω χρήστης, μόλις πληροφορηθεί οποιαδήποτε πράξη πληρωμής η οποία εκτελέστηκε εσφαλμένα ή χωρίς εξουσιοδότηση, και η οποία θεμελιώνει σχετικό δικαίωμα, συμπεριλαμβανομένων των καθοριζομένων στα άρθρα 57 και 69 έως 71, ειδοποιήσει αμελλητί τον οικείο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών και το αργότερο έως 13 μήνες, ανάλογα με την περίπτωση, από την ημερομηνία χρέωσης ή πίστωσης:
51. Εάν ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών αμφισβητεί την ορθή εκτέλεση πράξης πληρωμής ή την ύπαρξη σχετικής εξουσιοδότησης, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών βαρύνεται να αποδείξει ότι εξακριβώθηκε η γνησιότητα της πράξης πληρωμής, ότι η πράξη πληρωμής καταγράφηκε επακριβώς, καταχωρήθηκε στους λογαριασμούς και δεν επηρεάσθηκε από τεχνική βλάβη ή άλλη δυσλειτουργία:
52.-(1) Ανάλογα με την περίπτωση, ο πάροχος ή ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών απαλλάσσεται από την ευθύνη που προβλέπεται στο παρόν Μέρος σε περιστάσεις που είναι ασυνήθεις και απρόβλεπτες, εκφεύγουν του ελέγχου του και των οποίων οι συνέπειες δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν παρ’ όλες τις προσπάθειες για το αντίθετο.
(2) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών απαλλάσσεται από την ευθύνη που προβλέπεται στο παρόν Μέρος όταν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεσμεύεται από άλλες νομικές υποχρεώσεις που προβλέπονται στο κυπριακό ή το κοινοτικό δίκαιο.
53.-(1) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή υποχρεούται να εξασφαλίζει την εξουσιοδότηση του πληρωτή πριν από την εκτέλεση της πράξης πληρωμής. Ο πληρωτής και ο οικείος του πάροχος υπηρεσιών πληρωμών μπορούν να συμφωνούν στη σύμβαση-πλαίσιο ότι η εξουσιοδότηση θα έπεται της εκτέλεσης.
(2) Η εξουσιοδότηση για την εκτέλεση μιας πράξης πληρωμής ή μιας σειράς πράξεων πληρωμής γίνεται υπό τη μορφή που συμφωνήθηκε μεταξύ του πληρωτή και του οικείου παρόχου υπηρεσιών πληρωμών. Σε περίπτωση όπου ελλείπει η εξουσιοδότηση του πληρωτή, η πράξη πληρωμής θεωρείται ότι εκτελείται παρά τη βούλησή του.
(3) Ο πληρωτής μπορεί να ανακαλέσει την εξουσιοδότηση σε οποιαδήποτε στιγμή αλλά όχι αργότερα από το χρόνο κατά τον οποίον η εντολή πληρωμής καθίσταται ανέκκλητη σύμφωνα με το άρθρο 60.
(4) Εξουσιοδότηση για την εκτέλεση σειράς πράξεων πληρωμής μπορεί να ανακληθεί σε οποιαδήποτε στιγμή ως προς τις μελλοντικές πράξεις πληρωμής.
(5) Ο πληρωτής συμφωνεί με τον οικείο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών τη διαδικασία της εξουσιοδότησης.
54.-(1) Ο πληρωτής και ο οικείος πάροχος υπηρεσιών πληρωμών μπορούν να συμφωνήσουν ότι θα εφαρμόζονται όρια δαπάνης όταν η εξουσιοδότηση του προηγούμενου άρθρου γίνεται με χρήση μέσου πληρωμών.
(2) Η σύμβαση-πλαίσιο μπορεί να προβλέπει ότι ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών μπορεί να αναστείλει τη χρήση του μέσου πληρωμών για αντικειμενικώς αιτιολογημένους λόγους που ανάγονται-
(α) στην ασφάλεια του μέσου πληρωμών∙
(β) στην υπόνοια χρήσης χωρίς εξουσιοδότηση ή δόλιας χρήσης του μέσου πληρωμών∙ ή
(γ) επί μέσου πληρωμών με πιστωτικό άνοιγμα, σε σημαντικά αυξημένο κίνδυνο αδυναμίας του πληρωτή να αποπληρώσει το χρέος του.
(3) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών υποχρεούται να ενημερώσει τον πληρωτή για την αναστολή της χρήσης του μέσου πληρωμών και τους λόγους της αναστολής με τρόπο που έχει συμφωνηθεί, ει δυνατόν προτού ανασταλεί η χρήση του μέσου πληρωμών ή, το αργότερο, αμέσως μετά. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν υπέχει την υποχρέωση αυτή αν η ενημέρωση αντιβαίνει σε αντικειμενικούς λόγους ασφαλείας ή αν απαγορεύεται από άλλη διάταξη του κυπριακού ή κοινοτικού δικαίου.
(4) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών υποχρεούται να άρει την αναστολή της χρήσης του μέσου πληρωμών ή να το αντικαταστήσει με νέο μέσο πληρωμών, μόλις πάψουν οι λόγοι αναστολής.
55. Ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών που χρησιμοποιεί μέσο πληρωμών υποχρεούται-
(α) να χρησιμοποιεί το μέσο πληρωμών σύμφωνα με τους όρους που διέπουν την έκδοση και χρήση του∙
(β) μόλις παραλάβει το μέσο πληρωμών, να λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο για την ασφαλή φύλαξη των εξατομικευμένων στοιχείων ασφαλείας του∙ και
(γ) μόλις αντιληφθεί απώλεια, κλοπή, υποκλοπή ή έκθεση σε κατάχρηση του μέσου πληρωμών ή χρήση αυτού χωρίς εξουσιοδότηση, να ειδοποιεί αμελλητί τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών ή το πρόσωπο που ο τελευταίος υποδεικνύει.
56.-(1) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών που εκδίδει το μέσο πληρωμών υποχρεούται-
(α) χωρίς επηρεασμό των υποχρεώσεων του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών δυνάμει του άρθρου 55, να μην αποκαλύπτει τα εξατομικευμένα στοιχεία ασφαλείας του μέσου πληρωμών παρά μόνο στο χρήστη υπηρεσιών πληρωμών που έχει το δικαίωμα να το χρησιμοποιεί·
(β) να μην αποστέλλει μέσο πληρωμών που δεν έχει ζητηθεί παρά μόνο προς αντικατάσταση μέσου που έχει ήδη δοθεί στο χρήστη υπηρεσιών πληρωμών·
(γ) να εξασφαλίζει ανά πάσα στιγμή στο χρήστη υπηρεσιών πληρωμών κατάλληλα μέσα για να προβαίνει αυτός σε ειδοποίηση σύμφωνα με την παράγραφο (γ) του άρθρου 55 ή να ζητεί άρση της αναστολής σύμφωνα με το εδάφιο (4) του άρθρου 54· για διάστημα 18 μηνών από την ειδοποίηση, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών υποχρεούται να παρέχει στο χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, κατόπιν αίτησης, μέσα απόδειξης της ειδοποίησης∙ και
(δ) να εμποδίζει κάθε χρήση του μέσου πληρωμών μόλις πραγματοποιηθεί ειδοποίηση σύμφωνα με την παράγραφο (γ) του άρθρου 55.
(2) Κάθε αποστολή μέσου πληρωμών ή εξατομικευμένου στοιχείου ασφαλείας αυτού στον πληρωτή γίνεται με κίνδυνο του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών.
57.-(1) Χωρίς επηρεασμό του άρθρου 50, εάν πράξη πληρωμής πραγματοποιήθηκε χωρίς την εξουσιοδότηση του πληρωτή, ο οικείος πάροχος υπηρεσιών πληρωμών υποχρεούται να επιστρέψει αμέσως στον πληρωτή το ποσό της πράξης πληρωμής και, ανάλογα με την περίπτωση, να επαναφέρει το χρεωθέντα λογαριασμό πληρωμών στην κατάσταση που θα βρισκόταν εάν δεν είχε πραγματοποιηθεί η πράξη πληρωμής.
(2) Κατά παρέκκλιση από το εδάφιο (1), ο πληρωτής βαρύνεται μέχρι ποσού 150 ευρώ για ζημία από πράξεις πληρωμής που πραγματοποιήθηκαν χωρίς την εξουσιοδότησή του, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) η ζημία επέρχεται από τη χρήση απολεσθέντος ή κλαπέντος μέσου πληρωμών ή, εάν ο πληρωτής δεν κράτησε ασφαλή τα εξατομικευμένα στοιχεία ασφαλείας, μέσου πληρωμών υποκλαπέντος ή εκτεθειμένου σε κατάχρηση από τρίτους∙
(β) ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών παρέσχε τα κατάλληλα μέσα που επιτρέπουν ανά πάσα στιγμή την ειδοποίηση για την απώλεια, κλοπή, υποκλοπή ή έκθεση σε κατάχρηση του μέσου πληρωμών, όπως προβλέπεται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 56∙ και
(γ) η ζημία επέρχεται από χρήση του μέσου πληρωμών μέχρι τη χρονική στιγμή κατά την οποία ο πληρωτής ειδοποίησε σχετικά τον οικείο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών:
Νοείται ότι τα μέρη μπορούν να συμφωνούν μικρότερη ή μηδενική επιβάρυνση του πληρωτή.
(3) Κατά παρέκκλιση από τα εδάφια (1) και (2), ο πληρωτής βαρύνεται για ολόκληρη τη ζημιά από πράξεις πληρωμής που πραγματοποιήθηκαν χωρίς την εξουσιοδότησή του, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) η ζημιά οφείλεται στο γεγονός ότι ο εν λόγω πληρωτής ενήργησε με δόλο ή η ζημιά επέρχεται κατόπιν παραβίασης από τον πληρωτή μίας ή περισσοτέρων από τις υποχρεώσεις του άρθρου 55 από πρόθεση ή βαριά αμέλεια∙
(β) ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών παρέσχε τα κατάλληλα μέσα που επιτρέπουν ανά πάσα στιγμή την ειδοποίηση για την απώλεια, κλοπή, υποκλοπή ή έκθεση σε κατάχρηση του μέσου πληρωμών, όπως προβλέπεται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 56∙ και
(γ) η ζημία επέρχεται από χρήση του μέσου πληρωμών μέχρι τη χρονική στιγμή κατά την οποία ο πληρωτής ειδοποίησε σχετικά τον οικείο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών.
(4) Κατά παρέκκλιση από τα εδάφια (1) και (2), ο πληρωτής βαρύνεται για ολόκληρη τη ζημία από πράξεις πληρωμής που πραγματοποιήθηκαν κατόπιν δόλιας ενέργειας εκ μέρους του.
(5) Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται σε μέσο ηλεκτρονικού χρήματος, κατά την έννοια του άρθρου 2 του περί Ιδρυμάτων Ηλεκτρονικού Χρήματος Νόμου του 2004, το οποίο πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) αποθηκεύει χρηματικά ποσά μέχρι 1000 ευρώ, και
(β) ο εκδότης δεν έχει τη δυνατότητα να δεσμεύει ούτε το χρησιμοποιούμενο μέσο πληρωμών ούτε το λογαριασμό πληρωμών με τον οποίο συνδέεται το μέσο ηλεκτρονικού χρήματος.
58.-(1) Ο οικείος πάροχος υπηρεσιών πληρωμών, υποχρεούται να επιστρέψει στον πληρωτή ολόκληρο το ποσό πράξης πληρωμής η οποία πραγματοποιήθηκε βάσει εξουσιοδότησης του πληρωτή, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) η πράξη πληρωμής κινήθηκε από δικαιούχο ή μέσω δικαιούχου και έχει ήδη εκτελεστεί∙
(β) ο πληρωτής υποβάλλει σχετικό αίτημα εντός οκτώ εβδομάδων από την ημερομηνία χρέωσης∙
(γ) κατά την εξουσιοδότηση δεν προσδιορίστηκε το ακριβές ποσό της πράξης πληρωμής∙ και
(δ) το ποσό της πράξης πληρωμής υπερβαίνει το ποσό που θα ανέμενε εύλογα ο πληρωτής, λαμβάνοντας υπόψη τα συνήθη έξοδά του, τους όρους της σύμβασης-πλαισίου και τις περιστάσεις της συγκεκριμένης πράξης πληρωμής:
Νοείται ότι ο πληρωτής δεν μπορεί να επικαλεσθεί λόγους που συνδέονται με μετατροπή συναλλάγματος, εφόσον εφαρμόστηκε η ισοτιμία αναφοράς που έχει συμφωνήσει με τον οικείο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών.
(2) Κατόπιν αιτήματος του οικείου παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, ο πληρωτής υποχρεούται να παράσχει σχετικά στοιχεία. Εντός δέκα εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της αίτησης επιστροφής, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών είτε επιστρέφει το ποσό της πράξης πληρωμής είτε αιτιολογεί την άρνηση επιστροφής, υποδεικνύοντας στον πληρωτή την αρχή στην οποία μπορεί να υποβάλει καταγγελία και το όργανο στο οποίο μπορεί να προσφύγει για εξωδικαστική επίλυση της διαφοράς.
(3) Για τις άμεσες χρεώσεις, ο πληρωτής και ο οικείος πάροχος υπηρεσιών πληρωμών μπορούν να συμφωνούν στη σύμβαση-πλαίσιο ότι ο πληρωτής δικαιούται επιστροφής έστω και εάν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των παραγράφων (γ) και (δ) του εδαφίου (1).
(4) Ο πληρωτής και ο οικείος πάροχος υπηρεσιών πληρωμών μπορούν να συμφωνούν στη σύμβαση-πλαίσιο ότι ο πληρωτής δεν δικαιούται επιστροφής στην περίπτωση όπου πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) ο πληρωτής εξουσιοδότησε απευθείας τον οικείο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών για να εκτελεστεί η πράξη πληρωμής∙ και
(β) ανάλογα με την περίπτωση, οι πληροφορίες για τη μελλοντική πράξη πληρωμής παρασχέθηκαν ή τέθηκαν στη διάθεση του πληρωτή από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών ή από το δικαιούχο, κατά συμφωνηθέντα τρόπο, τουλάχιστον τέσσερις εβδομάδες πριν από την ημερομηνία χρέωσης.
59.-(1) Ως χρόνος λήψης εντολής πληρωμής θεωρείται ο χρόνος κατά τον οποίο ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή λαμβάνει την εντολή πληρωμής η οποία διαβιβάστηκε απευθείας από τον πληρωτή ή εμμέσως, από τον δικαιούχο ή μέσω του δικαιούχου. Εάν ο χρόνος λήψης δεν είναι εντός εργάσιμης ημέρας του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή, η εντολή πληρωμής θα λογίζεται ως ληφθείσα την επόμενη εργάσιμη ημέρα. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών μπορεί να ορίσει ένα χρονικό σημείο προς το τέλος της εργάσιμης ημέρας, πέραν του οποίου κάθε λαμβανόμενη εντολή πληρωμής θα λογίζεται ληφθείσα την επόμενη εργάσιμη ημέρα.
(2) Εάν ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών που κίνησε εντολή πληρωμής και ο οικείος του πάροχος υπηρεσιών πληρωμών συμφωνήσουν ότι η εκτέλεση της εντολής πληρωμής αρχίζει σε συγκεκριμένη ημέρα ή στο τέλος συγκεκριμένης περιόδου ή την ημέρα που ο πληρωτής θα έχει θέσει χρηματικά ποσά στη διάθεση του οικείου παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, ο συμφωνηθείς χρόνος ή ημέρα θεωρείται ως χρόνος λήψης της εντολής για σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 63. Εάν συμφωνήθηκε ημέρα μη εργάσιμη για τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, η εντολή πληρωμής θα λογίζεται ως ληφθείσα την επόμενη εργάσιμη ημέρα.
60.-(1) Με την επιφύλαξη των επόμενων εδαφίων του παρόντος άρθρου, εντολή πληρωμής καθίσταται ανέκκλητη μόλις ληφθεί από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή.
(2) Χωρίς επηρεασμό του εδαφίου (4) του άρθρου 53, εντολή πληρωμής που κινείται από το δικαιούχο ή μέσω αυτού, καθίσταται ανέκκλητη για τον πληρωτή μόλις ο πληρωτής διαβιβάσει στο δικαιούχο την εντολή πληρωμής ή την εξουσιοδότηση για την πράξη πληρωμής.
(3) Χωρίς επηρεασμό του άρθρου 58, στην περίπτωση άμεσης χρέωσης ο πληρωτής μπορεί να ανακαλέσει την εντολή πληρωμής το αργότερο έως το τέλος της εργάσιμης ημέρας που προηγείται της ημέρας που συμφωνήθηκε για τη χρέωση των χρηματικών ποσών.
(4) Στην περίπτωση του εδαφίου (2) του άρθρου 59, ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών μπορεί να ανακαλέσει εντολή πληρωμής το αργότερο έως το τέλος της εργάσιμης ημέρας που προηγείται του συμφωνηθέντος χρόνου.
(5) Μετά τα χρονικά όρια που ορίζονται στα εδάφια (1) έως (4), η εντολή πληρωμής μπορεί να ανακληθεί μόνο με συμφωνία μεταξύ του χρήστη των υπηρεσιών πληρωμών και του οικείου του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, νοουμένου ότι, στην περίπτωση των εδαφίων (2) και (3), απαιτείται επιπρόσθετα η συμφωνία του δικαιούχου. Παρά το άρθρο 49, στη σύμβαση-πλαίσιο μπορεί να συμφωνείται χρέωση για αυτή την ανάκληση. Η χρέωση πρέπει να είναι εύλογη και να αναλογεί στο πραγματικό κόστος που συνεπάγεται η ανάκληση για τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών.
61.-(1) Αν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών αρνηθεί να εκτελέσει εντολή πληρωμής, υποχρεούται να γνωστοποιήσει στο χρήστη υπηρεσιών πληρωμών την άρνηση.
(2) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών υποχρεούται να γνωστοποιήσει τους λόγους της άρνησης και τη διαδικασία επανόρθωσης των τυχόν λαθών που οδήγησαν στην άρνηση, εκτός αν αυτό απαγορεύεται από άλλες διατάξεις του κυπριακού ή κοινοτικού δικαίου.
(3) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών παρέχει ή καθιστά διαθέσιμη κατά το συμφωνηθέντα τρόπο τη γνωστοποίηση, μόλις καταστεί εφικτό, και εντός των προθεσμιών των άρθρων 63 έως 65.
(4) Παρά το άρθρο 49, στη σύμβαση-πλαίσιο μπορεί να συμφωνείται χρέωση για τη γνωστοποίηση που προβλέπεται στο παρόν άρθρο, εάν η άρνηση είναι αντικειμενικώς αιτιολογημένη. Η χρέωση πρέπει να είναι εύλογη και να αναλογεί στο πραγματικό κόστος που συνεπάγεται η γνωστοποίηση για τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών.
(5) Για τους σκοπούς των άρθρων 63 έως 65 και 69 έως 71, εντολή πληρωμής, την οποία ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών αρνήθηκε να εκτελέσει, θεωρείται ως μη ληφθείσα.
62.-(1) Με την επιφύλαξη του εδαφίου (2), ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή και ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου υποχρεούνται να μεταφέρουν το πλήρες ποσό της πράξης πληρωμής και να μην αφαιρούν επιβαρύνσεις από το μεταφερόμενο ποσό:
Νοείται ότι, εάν τρίτοι που ενεργούν ως ενδιάμεσοι των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών αφαιρούν επιβαρύνσεις από το μεταφερόμενο ποσό-
(α) ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή υποχρεούται να μεριμνά ώστε ο δικαιούχος να λαμβάνει το πλήρες ποσό πράξης πληρωμής που κινείται από τον πληρωτή,
(β) ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου υποχρεούται να μεριμνά ώστε ο δικαιούχος να λαμβάνει το πλήρες ποσό πράξης πληρωμής που κινείται από το δικαιούχο ή μέσω αυτού.
(2) Ο δικαιούχος και ο οικείος πάροχος υπηρεσιών πληρωμών μπορούν να συμφωνούν ότι ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών αφαιρεί επιβαρύνσεις από το μεταβιβαζόμενο ποσό πριν αυτό τεθεί στη διάθεση του δικαιούχου, νοουμένου ότι το πλήρες ποσό της πράξης πληρωμής και οι επιβαρύνσεις εμφαίνονται χωριστά κατά την πληροφόρηση του δικαιούχου για τις ατομικές πράξεις.
63. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή υποχρεούται να μεριμνά ώστε ο λογαριασμός του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου να πιστώνεται με το ποσό της πράξης πληρωμής το αργότερο στο τέλος της επόμενης εργάσιμης ημέρας μετά το χρόνο λήψης της εντολής. Έως την 1η Ιανουαρίου 2012, ο πληρωτής και ο οικείος πάροχος υπηρεσιών πληρωμών μπορούν να συμφωνούν διαφορετική προθεσμία που δεν μπορεί να υπερβαίνει τις τρεις εργάσιμες ημέρες. Οι προθεσμίες αυτές μπορούν να παρατείνονται κατά μία επιπλέον εργάσιμη ημέρα για τις πράξεις πληρωμής για τις οποίες η σχετική εντολή δόθηκε σε έντυπη μορφή.
64. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου υποχρεούται να μεριμνά ώστε εντολή πληρωμής η οποία κινήθηκε από το δικαιούχο ή μέσω του δικαιούχου να διαβιβάζεται στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή εντός της προθεσμίας που συμφωνήθηκε μεταξύ του δικαιούχου και του οικείου του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών και, επί άμεσης χρέωσης ειδικότερα, να καθίσταται δυνατός ο διακανονισμός κατά τη συμφωνηθείσα ημερομηνία.
65.-(1) Η ημερομηνία αξίας την οποία εφαρμόζει ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών, για την πίστωση του λογαριασμού πληρωμών του δικαιούχου, δεν επιτρέπεται να είναι μεταγενέστερη της εργάσιμης ημέρας κατά την οποία πιστώνεται ο λογαριασμός του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου με το ποσό της πράξης πληρωμής. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου θέτει το ποσό της πράξης πληρωμής στη διάθεση του δικαιούχου αμέσως μόλις ο λογαριασμός του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου πιστωθεί με το ποσό της πράξης πληρωμής.
(2) Η ημερομηνία αξίας που εφαρμόζει ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών για τη χρέωση του λογαριασμού πληρωμών του πληρωτή δεν επιτρέπεται να είναι προγενέστερη του χρονικού σημείου κατά το οποίο γίνεται η χρέωση του εν λόγω λογαριασμού με το ποσό της πράξης πληρωμής.
66. Οι διατάξεις των άρθρων 63 έως 65 εφαρμόζονται και όταν ο δικαιούχος δεν έχει λογαριασμό πληρωμών στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών .
67. Όταν καταναλωτής καταθέτει μετρητά σε λογαριασμό πληρωμών τηρούμενο από τον οικείο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών στο νόμισμα του εν λόγω λογαριασμού πληρωμών, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών καθιστά το χρηματικό ποσό διαθέσιμο και με ημερομηνία αξίας αμέσως μετά το χρονικό σημείο παραλαβής. Αν ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών δεν είναι καταναλωτής, το ποσό καθίσταται διαθέσιμο και με ημερομηνία αξίας το αργότερο την επόμενη εργάσιμη ημέρα μετά την παραλαβή του.
68.-(1) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών και ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών μπορούν με συμφωνία να αποκλείσουν την εφαρμογή των άρθρων 66 και 67 σε πράξη πληρωμής που δεν εμπίπτει σε καμία από τις ακόλουθες κατηγορίες:
(α) πράξεις πληρωμής σε ευρώ·
(β) μη διασυνοριακές πράξεις πληρωμής στο νόμισμα του κράτους μέλους που δεν έχει υιοθετήσει το ευρώ∙ και
(γ) πράξεις πληρωμής που απαιτούν μόνο μία μετατροπή μεταξύ του ευρώ και του επίσημου νομίσματος κράτους μέλους που δεν έχει υιοθετήσει το ευρώ, εφόσον η απαιτούμενη μετατροπή πραγματοποιείται στο κράτος μέλος που δεν έχει υιοθετήσει το ευρώ και, στην περίπτωση διασυνοριακών πράξεων πληρωμής, η διασυνοριακή μεταφορά διενεργείται σε ευρώ.
(2) Για ενδοκοινοτική πράξη πληρωμής που δεν εμπίπτει σε καμία από τις κατηγορίες που προβλέπονται στο εδάφιο (1), ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών και ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών μπορούν να συμφωνήσουν, μεγαλύτερη προθεσμία από την προβλεπόμενη στο άρθρο 63 και κατ’ ανώτατο τέσσερις εργάσιμες ημέρες από το χρόνο λήψης της εντολής πληρωμής σύμφωνα με το άρθρο 59.
69.-(1) Χωρίς επηρεασμό των άρθρων 50 και 52 και των εδαφίων (2), (3) και (4) του άρθρου 73, αν, κατόπιν εντολής πληρωμής που κινείται από τον πληρωτή, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου δεν έλαβε το ποσό της πράξης πληρωμής ή μέρος αυτού σύμφωνα με το άρθρο 63, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή επιστρέφει αμελλητί στον πληρωτή το ποσό της πράξης πληρωμής που δεν εκτελέστηκε ή εκτελέστηκε εσφαλμένα και, ανάλογα με την περίπτωση, επαναφέρει το χρεωθέντα λογαριασμό πληρωμών στην κατάσταση που θα βρισκόταν εάν δεν είχε πραγματοποιηθεί η χρέωση.
(2) Αν, κατόπιν εντολής πληρωμής που κινείται από τον πληρωτή και λήψης του ποσού της πράξης πληρωμής από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου, η πράξη πληρωμής δεν εκτελέστηκε ορθά, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου θέτει αμέσως το ποσό της πράξης πληρωμής στη διάθεση του δικαιούχου και, ανάλογα με την περίπτωση, πιστώνει με το αντίστοιχο πόσο το λογαριασμό πληρωμών του δικαιούχου.
(3) Η κατά το εδάφιο (1) ευθύνη του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή τεκμαίρεται από τη μη εκτέλεση ή εσφαλμένη εκτέλεση της πράξης πληρωμής. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή βαρύνεται με την απόδειξη στον πληρωτή και, ανάλογα με την περίπτωση, στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου ότι ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου έλαβε το ποσό της πράξης πληρωμής.
(4) Ανεξαρτήτως ευθύνης κατά το παρόν άρθρο, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή προσπαθεί αμέσως μόλις του ζητηθεί, να ανιχνεύσει την πράξη πληρωμής που δεν εκτελέστηκε ή εκτελέστηκε εσφαλμένα. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών ειδοποιεί τον πληρωτή σχετικά.
70.-(1) Χωρίς επηρεασμό των άρθρων 50 και 52 και των εδαφίων (2), (3) και (4) του άρθρου 73, αν, κατόπιν εντολής πληρωμής που κινείται από το δικαιούχο ή μέσω αυτού, η εντολή πληρωμής δεν διαβιβάστηκε ορθά σύμφωνα με το άρθρο 64, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου αναδιαβιβάζει αμέσως την εν λόγω εντολή στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή. Το άρθρο 65 εφαρμόζεται και κατόπιν αναδιαβίβασης της εντολής πληρωμής.
(2) Η κατά το εδάφιο (1) ευθύνη του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου τεκμαίρεται από τη μη εκτέλεση ή εσφαλμένη εκτέλεση της πράξης πληρωμής. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου βαρύνεται με την απόδειξη στο δικαιούχο ότι η εντολή πληρωμής διαβιβάστηκε ορθά.
(3) Αν, κατόπιν ορθής διαβίβασης της εντολής πληρωμής σύμφωνα με το άρθρο 64, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου δεν έλαβε το ποσό της πράξης πληρωμής, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή, ανάλογα με την περίπτωση, επιστρέφει αμελλητί στον πληρωτή το ποσό της πράξης πληρωμής που δεν εκτελέστηκε ή εκτελέστηκε εσφαλμένα και επαναφέρει το χρεωθέντα λογαριασμό πληρωμών στην κατάσταση που θα βρισκόταν εάν δεν είχε πραγματοποιηθεί η εσφαλμένη πράξη πληρωμής.
(4) Ανεξαρτήτως ευθύνης κατά το παρόν άρθρο, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου προσπαθεί αμέσως μόλις του ζητηθεί να ανιχνεύσει την πράξη πληρωμής που δεν εκτελέστηκε ή εκτελέστηκε εσφαλμένα. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών ειδοποιεί το δικαιούχο σχετικά.
71. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών που φέρει ευθύνη κατά το άρθρο 69 ή 70 φέρει επιπρόσθετα ευθύνη για χρεώσεις και τόκους που επιβαρύνουν τον οικείο του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών συνεπεία μη εκτέλεσης ή εσφαλμένης εκτέλεσης της πράξης πληρωμής.
72. Πάροχος υπηρεσιών πληρωμών και χρήστης υπηρεσιών πληρωμών που δεν είναι καταναλωτής ή πολύ μικρή επιχείρηση μπορούν να συμφωνούν ότι δεν θα εφαρμόζονται, εν όλω ή εν μέρει, τα άρθρα 69 έως 71, νοουμένου ότι δεν θίγονται λοιπές διατάξεις στις οποίες τα άρθρα 69 έως 71 παραπέμπουν.
73.-(1) Εάν η πράξη πληρωμής εκτελεστεί σύμφωνα με το αποκλειστικό μέσο ταυτοποίησης, θεωρείται ότι εκτελέστηκε ορθά όσον αφορά το δικαιούχο που προσδιορίζεται από το αποκλειστικό μέσο ταυτοποίησης.
(2) Εάν το αποκλειστικό μέσο ταυτοποίησης που παρέχει ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών είναι λανθασμένο, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν φέρει ευθύνη δυνάμει των άρθρων 65 και 69 έως 71 για τη μη εκτέλεση ή την εσφαλμένη εκτέλεση της πράξης πληρωμής.
(3) Χωρίς επηρεασμό του εδαφίου (2), ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή υποχρεούται να καταβάλλει εύλογες προσπάθειες για την ανάκτηση των χρηματικών ποσών τα οποία αφορά η πράξη πληρωμής. Παρά το άρθρο 49, στη σύμβαση-πλαίσιο μπορεί να συμφωνείται χρέωση για την ανάκτηση των ποσών:
(4) Εάν ο χρήστης των υπηρεσιών πληρωμών προσκομίσει πρόσθετες πληροφορίες πέραν εκείνων που καθορίζονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 31 ή στην υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (β) του άρθρου 36, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών ευθύνεται μόνο για την εκτέλεση πράξεων πληρωμής σύμφωνα με το παρασχεθέν από το χρήστη υπηρεσιών πληρωμών αποκλειστικό μέσο ταυτοποίησης.
74. Όταν η ευθύνη ενός παρόχου υπηρεσιών πληρωμών σύμφωνα με τα άρθρα 69 έως 71 αποδίδεται σε άλλο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών ή σε μεσάζοντα, ο δεύτερος πάροχος υπηρεσιών πληρωμών ή μεσάζων αποζημιώνει τον πρώτο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών για κάθε ζημία που υπέστη ή κάθε ποσό που κατέβαλε δυνάμει των άρθρων 69 έως 71: