80. Η Κεντρική Τράπεζα είναι η εποπτική αρχή υπεύθυνη για την εποπτεία και εφαρμογή των διατάξεων του Μέρους III.
81.-(1) Κάθε ίδρυμα πληρωμών οφείλει, όταν κληθεί από την Κεντρική Τράπεζα, να θέσει στη διάθεσή της για εξέταση τα ρευστά διαθέσιμα και άλλα στοιχεία ενεργητικού, βιβλία, αρχεία και οποιαδήποτε άλλα έγγραφα.
(2) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να διενεργεί επιτόπιους ελέγχους στο ίδρυμα πληρωμών, καθώς και σε κάθε αντιπρόσωπο ή υποκατάστημα που παρέχει υπηρεσίες πληρωμών υπό την ευθύνη του ιδρύματος, ή σε κάθε εξωτερική οντότητα στην οποία ανατίθενται εργασίες υπηρεσιών πληρωμών.
(3) Σε περίπτωση που ίδρυμα πληρωμών παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε διάταξη του Μέρους III ή οποιασδήποτε οδηγίας εκδόθηκε δυνάμει του παρόντος Νόμου, περιλαμβανομένης οδηγίας που συνιστά ατομική διοικητική πράξη, ή με τους όρους της άδειάς του, ή όταν υφίσταται κίνδυνος να ελαττωθεί η ικανότητα του ιδρύματος πληρωμών για έγκαιρη αντιμετώπιση των υποχρεώσεών του, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να απαιτήσει από το ίδρυμα πληρωμών να λάβει αμέσως τέτοια μέτρα για θεραπεία της κατάστασης όπως η Κεντρική Τράπεζα ήθελε ορίσει, περιλαμβανομένου του περιορισμού των εργασιών του ιδρύματος πληρωμών, της απομάκρυνσης οποιουδήποτε συμβούλου, πρώτου εκτελεστικού διευθυντή, διευθυντή, μέλους της επιτροπείας ή του συμβουλίου, γραμματέα ή άλλου αξιωματούχου ή υπαλλήλου του ιδρύματος πληρωμών ή/και της υποχρέωσης διατήρησης ιδίων κεφαλαίων πάνω από το ελάχιστο επίπεδο που προβλέπεται δυνάμει του άρθρου 9.
82. Οι διατάξεις των άρθρων 27 έως 28Γ του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, στα ιδρύματα πληρωμών και τους αιτούντες άδεια λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών, και ο όρος «τράπεζα» στα άρθρα αυτά, ή οποιαδήποτε γραμματική παραλλαγή του όρου αυτού, ερμηνεύεται, για σκοπούς του παρόντος Νόμου, ότι περιλαμβάνει και τα ιδρύματα πληρωμών. Oποιαδήποτε αναφορά σε εποπτική αρχή περιέχουν οι παραπάνω διατάξεις ερμηνεύεται ως αναφορά και σε αρχή επιφορτισμένη με την εποπτεία των ιδρυμάτων πληρωμών ή/και αρμόδια σε σχέση με άλλες διατάξεις του κοινοτικού δικαίου που εφαρμόζονται σε παρόχους υπηρεσιών πληρωμών.
83.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα είναι η εποπτική αρχή για την εποπτεία και εφαρμογή των διατάξεων των Μερών IV έως IX σε σχέση με-
(α) υπηρεσίες πληρωμών παρεχόμενες στη Δημοκρατία από τράπεζα, κατά την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτόν από το άρθρο 2 των περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμων του 1997 έως 2008∙
(β) υπηρεσίες πληρωμών παρεχόμενες στη Δημοκρατία από ίδρυμα πληρωμών που έχει λάβει άδεια λειτουργίας από την Κεντρική Τράπεζα∙
(γ) υπηρεσίες πληρωμών παρεχόμενες στη Δημοκρατία από ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας από την Κεντρική Τράπεζα∙
(δ) υπηρεσίες πληρωμών παρεχόμενες στη Δημοκρατία, μέσω υποκαταστήματος ή αντιπροσώπου, είτε από τράπεζα είτε από ίδρυμα πληρωμών που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος∙
(ε) υπηρεσίες πληρωμών παρεχόμενες στη Δημοκρατία, μέσω υποκαταστήματος ή αντιπροσώπου, από ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος που δεν είναι συνεργατικό ίδρυμα και έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος∙
(στ) υπηρεσίες πληρωμών παρεχόμενες σε άλλο κράτος μέλος υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, είτε από τράπεζα είτε από ίδρυμα πληρωμών ή από ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας από την Κεντρική Τράπεζα.
(2) Η ΥΕΑΣΕ είναι η εποπτική αρχή για την εποπτεία και εφαρμογή των διατάξεων των Μερών IV έως IX σε σχέση με:
(α) υπηρεσίες πληρωμών παρεχόμενες στη Δημοκρατία από συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας από τον Έφορο της ΥΕΑΣΕ∙
(β) υπηρεσίες πληρωμών παρεχόμενες στη Δημοκρατία από ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας από τον Έφορο της ΥΕΑΣΕ∙
(γ) υπηρεσίες πληρωμών παρεχόμενες στη Δημοκρατία, μέσω υποκαταστήματος ή αντιπροσώπου, από συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος∙
(δ) υπηρεσίες πληρωμών παρεχόμενες στη Δημοκρατία, μέσω υποκαταστήματος ή αντιπροσώπου, από ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος που έχει συσταθεί ως συνεργατικό ίδρυμα και έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος∙
(ε) υπηρεσίες πληρωμών παρεχόμενες σε άλλο κράτος μέλος υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, από συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα ή από ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας από τον Έφορο της ΥΕΑΣΕ.
(3) Έκαστη εποπτική αρχή είναι υπεύθυνη για την εποπτεία και εφαρμογή των μέτρων εφαρμογής που θεσπίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή βάσει του Άρθρου 84 της Οδηγίας 2007/64/ΕΚ, στην έκταση που τα μέτρα εφαρμογής σχετίζονται με την παροχή υπηρεσιών πληρωμών από τα πρόσωπα που βρίσκονται υπό την εποπτεία της.
(4) Έκαστη εποπτική αρχή είναι υπεύθυνη για την εποπτεία και εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 924/2009, στην έκταση που ο Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 924/2009 σχετίζεται με την παροχή υπηρεσιών πληρωμών από τα πρόσωπα που βρίσκονται υπό την εποπτεία της.
84.-(1) Κάθε πάροχος υπηρεσιών πληρωμών οφείλει, όταν κληθεί από την κατ’ άρθρο 83 αρμόδια εποπτική αρχή, να θέσει στη διάθεσή της για εξέταση τα ρευστά διαθέσιμα και άλλα στοιχεία ενεργητικού, βιβλία, αρχεία και οποιαδήποτε άλλα έγγραφα.
(2) Η εποπτική αρχή δύναται να διενεργεί επιτόπιους ελέγχους σε πάροχο υπηρεσιών πληρωμών που βρίσκεται υπό την εποπτεία της, καθώς και σε κάθε αντιπρόσωπο ή υποκατάστημα που παρέχει υπηρεσίες πληρωμών υπό την ευθύνη του παρόχου, ή σε κάθε εξωτερική οντότητα στην οποία ανατίθενται εργασίες υπηρεσιών πληρωμών.
85.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να απαιτεί όπως τα ιδρύματα πληρωμών καταβάλλουν σε αυτή όλα τα έξοδα που σχετίζονται με την εποπτεία και εφαρμογή του Μέρους III.
(2) Έκαστη εποπτική αρχή δύναται να απαιτεί όπως τα πρόσωπα τα οποία βρίσκονται υπό την εποπτεία της καταβάλλουν σε αυτή όλα τα έξοδα που σχετίζονται με την εποπτεία και εφαρμογή των μερών IV έως IX του παρόντος Νόμου και την εποπτεία και εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 924/2009.
86. Οποιαδήποτε εποπτική αρχή και οποιοσδήποτε σύμβουλος ή λειτουργός ή υπάλληλός της ή μέλος της Επιτροπής ΥΕΑΣΕ δεν υπόκειται σε οποιαδήποτε ευθύνη σε περίπτωση αγωγής, αίτησης ή άλλης νομικής διαδικασίας για αποζημιώσεις σχετικά με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη κατά την άσκηση των δυνάμει του παρόντος Νόμου καθηκόντων, εκτός αν αποδειχθεί ότι η πράξη ή παράλειψη δεν είναι καλή τη πίστει ή είναι αποτέλεσμα σοβαρής αμέλειας.