87.-(1) Η παράβαση του εδαφίου (1) του άρθρου 4 συνιστά αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις ογδόντα πέντε χιλιάδες ευρώ ή και με τις δύο αυτές ποινές.
(2) Σε περίπτωση κατά την οποία το αδίκημα του πιο πάνω εδαφίου τελείται από νομικό πρόσωπο, οποιοδήποτε μέλος των διοικητικών, διευθυντικών, εποπτικών ή ελεγκτικών του οργάνων το οποίο εξουσιοδότησε ή εν γνώσει του επέτρεψε τη διάπραξή του, είναι ένοχος του αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται στις ποινές του προηγούμενου εδαφίου.
(3) Πρόσωπα που, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (2), υπέχουν ποινική ευθύνη για τα τελούμενα από νομικό πρόσωπο αδικήματα, ευθύνονται αλληλεγγύως με το νομικό πρόσωπο ή/και κεχωρισμένως για κάθε ζημία που προξενείται σε τρίτους ένεκα της πράξης ή παράλειψης που στοιχειοθετεί το αδίκημα.
88.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία η Κεντρική Τράπεζα διαπιστώνει ότι πάροχος υπηρεσιών πληρωμών που βρίσκεται υπό την εποπτεία της παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε διάταξη του παρόντος Νόμου ή οποιαδήποτε οδηγία, εγκύκλιο ή/και ειδοποίηση της Κεντρικής Τράπεζας που εκδόθηκε δυνάμει του παρόντος Νόμου, περιλαμβανομένης οδηγίας που συνιστά ατομική διοικητική πράξη, η Κεντρική Τράπεζα, αφού προηγουμένως καλέσει σε απολογία τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, δύναται να επιβάλλει για κάθε παράβαση διοικητικό πρόστιμο από χίλια ευρώ μέχρι ογδόντα χιλιάδες ευρώ, ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης και, σε περίπτωση που η παράβαση συνεχίζεται, η Κεντρική Τράπεζα έχει επιπρόσθετα την εξουσία να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο, ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, από εκατό ευρώ μέχρι οκτώ χιλιάδες ευρώ για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης.
(2) Αν η παράβαση του εδαφίου (1) αποδίδεται σε υπαιτιότητα του διοικητικού συμβούλου ή/και του πρώτου εκτελεστικού διευθυντή ή/και διευθυντή του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, η Κεντρική Τράπεζα, αφού προηγουμένως καλέσει σε απολογία το πρόσωπο αυτό, δύναται να επιβάλλει για κάθε παράβαση διοικητικό πρόστιμο από χίλια ευρώ μέχρι είκοσι χιλιάδες ευρώ, ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης και, σε περίπτωση που η παράβαση συνεχίζεται, η Κεντρική Τράπεζα έχει επιπρόσθετα την εξουσία να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο, ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, από εκατό ευρώ μέχρι χίλια ευρώ για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης.
(3) Σε περίπτωση που ίδρυμα πληρωμών ή ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος που βρίσκεται υπό την εποπτεία της Κεντρικής Τράπεζας παραβαίνει οποιαδήποτε από τις υποχρεώσεις του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 924/2009, η Κεντρική Τράπεζα δύναται, αφού προηγουμένως ακούσει, ανάλογα με την περίπτωση, το ίδρυμα πληρωμών ή το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος, να του επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες ευρώ και, σε περίπτωση που η παράβαση συνεχίζεται, να επιβάλλει επιπρόσθετα διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τα εκατό ευρώ για κάθε ημέρα για την οποία συνεχίζεται η παράβαση.
89.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία η ΥΕΑΣΕ διαπιστώνει ότι πάροχος υπηρεσιών πληρωμών που βρίσκεται υπό την εποπτεία της παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε διάταξη του παρόντος Νόμου ή οποιαδήποτε οδηγία, εγκύκλιο ή/και ειδοποίηση της ΥΕΑΣΕ εκδόθηκε δυνάμει του παρόντος Νόμου, ο Έφορος της ΥΕΑΣΕ, αφού προηγουμένως καλέσει σε απολογία τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, δύναται να επιβάλλει για κάθε παράβαση διοικητικό πρόστιμο από χίλια ευρώ μέχρι ογδόντα χιλιάδες ευρώ, ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης και σε περίπτωση που η παράβαση συνεχίζεται, ο Έφορος της ΥΕΑΣΕ δύναται επιπρόσθετα να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο, ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, από εκατό ευρώ μέχρι οκτώ χιλιάδες ευρώ για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης.
(2) Αν η παράβαση του εδαφίου (1) αποδίδεται σε υπαιτιότητα του διευθυντή ή/και του γραμματέα ή/και μέλους της επιτροπείας ή/και του συμβουλίου ή/και άλλου αξιωματούχου ή υπαλλήλου του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, ο Έφορος της ΥΕΑΣΕ, αφού προηγουμένως καλέσει σε απολογία το πρόσωπο αυτό, δύναται να επιβάλλει για κάθε παράβαση διοικητικό πρόστιμο από χίλια ευρώ μέχρι είκοσι χιλιάδες ευρώ, ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης και σε περίπτωση που η παράβαση συνεχίζεται, ο Έφορος της ΥΕΑΣΕ δύναται επιπρόσθετα να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο, ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, από εκατό ευρώ μέχρι χίλια ευρώ για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης.
(3) Σε περίπτωση κατά την οποία η ΥΕΑΣΕ διαπιστώνει ότι πάροχος υπηρεσιών πληρωμών που βρίσκεται υπό την εποπτεία της παραβαίνει οποιαδήποτε από τις υποχρεώσεις του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 924/2009, ο Έφορος της ΥΕΑΣΕ δύναται, αφού προηγουμένως ακούσει τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, να του επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες ευρώ και, σε περίπτωση που η παράβαση συνεχίζεται, να επιβάλλει επιπρόσθετα διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τα εκατό ευρώ για κάθε ημέρα για την οποία συνεχίζεται η παράβαση.
(4) Το άρθρο 41ΙΚ του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου εφαρμόζεται επί των διοικητικών προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει των εδαφίων (1) έως (3).