9.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (2) και (3) του άρθρου 3, ο υποχρεωτικός έλεγχος διενεργείται μόνο από ελεγκτές ή ελεγκτικά γραφεία που έχουν εξασφαλίσει άδεια δυνάμει του παρόντος Νόμου.
(2) Στην άδεια που χορηγεί η αρμόδια αρχή, αναφέρεται, ανάλογα με την περίπτωση:
(α) ο νόμιμος ελεγκτής, ως «Εγκεκριμένος Λογιστής και Εγγεγραμμένος Ελεγκτής» (Certified Public Accountant and Registered Auditor)· και
(β) το νόμιμο ελεγκτικό γραφείο, ως «Εγκεκριμένοι Λογιστές και Εγγεγραμμένοι Ελεγκτές» (Certified Public Accountants and Registered Auditors).
(3) Με την επιφύλαξη του εδαφίου (6) του άρθρου 8 και των άρθρων 16 και 17, αναγνωρισμένο σώμα λογιστών, ως αρμόδια αρχή, χορηγεί άδεια σε ελεγκτές που πληρούν τα ελάχιστα κριτήρια που αναφέρονται στα άρθρα 10 έως 15, αμφοτέρων περιλαμβανομένων.
(4) Ο Υπουργός ή οποιοδήποτε άλλο όργανο, στο οποίο ο Υπουργός δύναται να εκχωρήσει την εξουσία αυτή, με απόφασή του κατόπιν σχετικής αίτησης, χορηγεί άδεια σε ελεγκτικό γραφείο, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) τα φυσικά πρόσωπα που διενεργούν υποχρεωτικούς ελέγχους για λογαριασμό του ελεγκτικού γραφείου έχουν λάβει άδεια στη Δημοκρατία∙
(β) η πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου των εταίρων ή των μετόχων του ελεγκτικού γραφείου, ανάλογα με την περίπτωση, κατέχεται από ελεγκτικά γραφεία στα οποία έχει χορηγηθεί άδεια διενέργειας υποχρεωτικού ελέγχου ή από νόμιμους ελεγκτές∙ και
(γ) το εβδομήντα πέντε τοις εκατόν (75%) των ομόρρυθμων εταίρων, σε περίπτωση συνεταιρισμού, ή των μελών του διοικητικού συμβουλίου, σε περίπτωση εταιρείας, είναι νόμιμοι ελεγκτές:
(5) Πρόσωπο που ενεργεί κατά παράβαση των διατάξεων των εδαφίων (1) μέχρι (4), αμφότερων περιλαμβανομένων, διαπράττει ποινικό αδίκημα, και σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις διακόσιες χιλιάδες ευρώ (€200.000) ή/και ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία χρόνια.
(6) Κάθε νόμιμος ελεγκτής οφείλει να καταστεί μέλος αναγνωρισμένου σώματος λογιστών εντός ενός μηνός από την εξασφάλιση άδειας δυνάμει του παρόντος άρθρου.
10. Η αρμόδια αρχή δύναται να χορηγεί άδεια μόνο σε ελεγκτές ή ελεγκτικά γραφεία που έχουν τα απαιτούμενα εχέγγυα εντιμότητας.
11. Με την επιφύλαξη του άρθρου 16, φυσικό πρόσωπο δύναται να εξασφαλίσει άδεια, μόνο εάν πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) έχει φθάσει σε επίπεδο εισαγωγής στο πανεπιστήμιο ή σε ισοδύναμο επίπεδο·
(β) έχει συμπληρώσει πρόγραμμα θεωρητικής διδασκαλίας σύμφωνα με το άρθρο 13.
(γ) έχει πραγματοποιήσει πρακτική άσκηση σύμφωνα με το άρθρο 15∙ και
(δ) έχει επιτύχει σε εξετάσεις επαγγελματικής ικανότητας σύμφωνα με το άρθρο 12.
12. Οι εξετάσεις επαγγελματικής ικανότητας είναι επιπέδου τελικών πανεπιστημιακών σπουδών ή ισοδύναμου επιπέδου, τις οποίες διοργανώνει ή αναγνωρίζει η Επιτροπή Δημόσιας Εποπτείας για τη χορήγηση άδειας. Οι εξετάσεις διεξάγονται γραπτώς. Οι εξετάσεις αυτές εγγυώνται το επίπεδο των απαιτούμενων θεωρητικών γνώσεων σε θέματα υποχρεωτικού ελέγχου και την ικανότητα της πρακτικής εφαρμογής τους.
13.-(1) Ο έλεγχος θεωρητικών γνώσεων που περιλαμβάνεται στις εξετάσεις καλύπτει τους τομείς που καθορίζονται στο Παράρτημα.
(2) Ο αναφερόμενος στο εδάφιο (1) έλεγχος καλύπτει, επίσης, τουλάχιστον τα ακόλουθα θέματα, στην έκταση που αυτά σχετίζονται με τον υποχρεωτικό έλεγχο:
(α) το εταιρικό δίκαιο και την εταιρική διακυβέρνηση.
(β) το πτωχευτικό δίκαιο και τις παρεμφερείς διαδικασίες.
(γ) το φορολογικό δίκαιο.
(δ) το αστικό και το εμπορικό δίκαιο.
(ε) το δίκαιο κοινωνικής ασφάλισης και το εργατικό δίκαιο.
(στ) την τεχνολογία της πληροφορικής και τα συστήματα πληροφορικής.
(ζ) την οικονομική των επιχειρήσεων, τα γενικά οικονομικά και τη χρηματοοικονομική.
(η) μαθηματικά και στατιστική.
(θ) τις βασικές αρχές χρηματοοικονομικής διοίκησης επιχειρήσεων.
(3) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται, με διάταγμά του, υιοθετώντας αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που λαμβάνονται δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 3, της Οδηγίας 2006/43/ΕΚ, να προσαρμόζει τον κατάλογο θεμάτων που πρέπει να καλύπτει ο έλεγχος των θεωρητικών γνώσεων και ο οποίος κατάλογος καθορίζεται στο Παράρτημα.
14.-(1) Παρά τις διατάξεις των άρθρων 12 και 13, η αρμόδια αρχή που αναφέρεται στο εδάφιο (3) του άρθρου 9 δύναται, με απόφασή της, να απαλλάσσει πρόσωπα που έχουν επιτύχει σε πανεπιστημιακές ή ισοδύναμες εξετάσεις ή κατέχουν πανεπιστημιακό πτυχίο ή ισοδύναμο τίτλο σε έναν ή περισσότερους από τους τομείς που αναφέρονται στο άρθρο 13 από τον έλεγχο θεωρητικών γνώσεων στους τομείς που καλύπτονται από τις υπό αναφορά εξετάσεις ή πτυχίο.
(2) Παρά τις διατάξεις του άρθρου 12, η αρμόδια αρχή που αναφέρεται στο εδάφιο (3) του άρθρου 9 δύναται να απαλλάσσει κατόχους πανεπιστημιακών πτυχίων ή ισοδύναμων διπλωμάτων σε ένα ή περισσότερους από τους τομείς που αναφέρονται στο άρθρο 13, από τον έλεγχο της ικανότητας πρακτικής εφαρμογής των θεωρητικών τους γνώσεων στους τομείς αυτούς, αν οι γνώσεις αυτές έχουν αποτελέσει αντικείμενο πρακτικής άσκησης επικυρωμένης με εξέταση ή δίπλωμα αναγνωρισμένο από την εν λόγω αρμόδια αρχή.
15.-(1) Με σκοπό την εξασφάλιση της ικανότητας πρακτικής εφαρμογής των θεωρητικών γνώσεων που αποτελούν αντικείμενο εξέτασης, οι ασκούμενοι πραγματοποιούν πρακτική άσκηση διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών, η οποία καλύπτει μεταξύ άλλων τον έλεγχο των ετήσιων λογαριασμών, των ενοποιημένων λογαριασμών ή παρόμοιων οικονομικών λογαριασμών. Η εν λόγω πρακτική άσκηση γίνεται, τουλάχιστον κατά τα δύο τρίτα της τριετούς περιόδου, σε ελεγκτή ή ελεγκτικό γραφείο, που έχει λάβει άδεια σε οποιοδήποτε κράτος μέλος για τη διενέργεια του κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2006/43/ΕΚ, υποχρεωτικού ελέγχου.
(2) Η πρακτική άσκηση πραγματοποιείται κοντά σε πρόσωπα που παρέχουν εγγύηση για την ικανότητά τους να προσφέρουν πρακτική άσκηση.
16. Η αρμόδια αρχή που αναφέρεται στο εδάφιο (3) του άρθρου 9 δύναται να χορηγήσει άδεια νόμιμου ελεγκτή σε πρόσωπο που δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 11, αν το πρόσωπο αυτό είναι σε θέση να αποδείξει ότι:
(α) έχει ασκήσει, για περίοδο δεκαπέντε ετών, επαγγελματικές δραστηριότητες οι οποίες του επέτρεψαν να αποκτήσει επαρκή πείρα στο χρηματοοικονομικό, νομικό και λογιστικό τομέα και ότι έχει πετύχει τις εξετάσεις επαγγελματικής ικανότητας που αναφέρονται στο άρθρο 12, ή
(β) έχει ασκήσει, για περίοδο επτά ετών, επαγγελματική δραστηριότητα στους τομείς που αναφέρονται στην παράγραφο (α) και επιπλέον πραγματοποίησε την πρακτική άσκηση που αναφέρεται στο άρθρο 15 και έχει επιτύχει στις εξετάσεις επαγγελματικής ικανότητας που αναφέρονται στο άρθρο 12.
17.-(1) Οι περίοδοι θεωρητικής διδασκαλίας στους τομείς που αναφέρονται στο άρθρο 13 συνυπολογίζονται στις περιόδους επαγγελματικής δραστηριότητας που αναφέρονται στο άρθρο 16, εφόσον η διδασκαλία αυτή έχει επικυρωθεί με εξετάσεις αναγνωριζόμενες από την Επιτροπή Δημόσιας Εποπτείας. Η θεωρητική διδασκαλία είναι διάρκειας τουλάχιστον ενός έτους και δεν δύναται να μειώσει την περίοδο επαγγελματικής δραστηριότητας κατά περισσότερο από τέσσερα έτη.
(2) Η περίοδος επαγγελματικής δραστηριότητας και πρακτικής άσκησης δεν δύναται να είναι μικρότερη από τη διάρκεια του προγράμματος θεωρητικής διδασκαλίας μαζί με την πρακτική άσκηση που αναφέρεται στο άρθρο 15.
18.-(1) Οι νόμιμοι ελεγκτές υποχρεούνται να συμμετέχουν σε κατάλληλα προγράμματα συνεχούς εκπαίδευσης για τη διατήρηση επαρκών θεωρητικών γνώσεων, επαγγελματικών προσόντων και αρχών αρκούντως υψηλού επιπέδου.
(2) Η μη συμμόρφωση με την απαίτηση συνεχούς εκπαίδευσης επισύρει τις δέουσες κυρώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 37.
19.-(1) Αναγνωρισμένο σώμα λογιστών δύναται να χορηγεί άδεια σε ελεγκτές οι οποίοι έχουν λάβει άδεια σε άλλο κράτος μέλος να διενεργούν υποχρεωτικό έλεγχο κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2006/43/ΕΚ.
(2)(α) Το Υπουργικό Συμβούλιο, σε συνεννόηση με την Επιτροπή Δημόσιας Εποπτείας, εκδίδει κανονισμούς για τη ρύθμιση της διαδικασίας σχετικά με τη χορήγηση της προβλεπόμενης στο εδάφιο (1) άδειας.
(β) Η διαδικασία που αναφέρεται στην παράγραφο (α) δεν δύναται να υπερβαίνει την υποχρεωτική δοκιμασία επάρκειας (aptitude test) σύμφωνα με το άρθρο 7 του περί Γενικού Συστήματος Αναγνώρισης των Επαγγελματικών Προσόντων Νόμου. Η δοκιμασία αυτή διεξάγεται σε μια από τις επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας ή, κατόπιν άδειας του Υπουργικού Συμβουλίου, σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα και καλύπτει μόνο την επάρκεια των γνώσεων του ελεγκτή σχετικά με την Κυπριακή νομοθεσία, στην έκταση που αυτή σχετίζεται με τη διενέργεια υποχρεωτικού ελέγχου.
(3) Μέχρις ότου εκδοθούν κανονισμοί δυνάμει του εδαφίου (2), το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να χορηγήσει άδεια σε ελεγκτή, ο οποίος έχει αποκτήσει άδεια να διενεργεί υποχρεωτικό έλεγχο κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2006/43/ΕΚ σε άλλο κράτος μέλος, αφού ικανοποιηθεί, κατόπιν διεξαγωγής γραπτών εξετάσεων, ότι τα υπό εξέταση προσόντα δεν είναι χαμηλότερου επιπέδου από αυτά που απαιτούνται για τη χορήγηση άδειας, δυνάμει του παρόντος Νόμου.
20.-(1) Η αρμόδια αρχή δύναται να ανακαλεί άδεια που χορηγεί δυνάμει του παρόντος Νόμου, εάν αμφισβητείται σοβαρά η εντιμότητα του νόμιμου ελεγκτή ή του νόμιμου ελεγκτικού γραφείου, στο οποίο έχει παρασχεθεί η εν λόγω άδεια.
(2) Η αρμόδια αρχή ανακαλεί την άδεια νόμιμου ελεγκτικού γραφείου εάν παύει να πληρούται οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις του εδαφίου (4) του άρθρου 9.
(3) Προτού ανακαλέσει την άδεια, η αρμόδια αρχή δύναται να ορίσει εύλογο χρόνο εντός του οποίου ο νόμιμος ελεγκτής ή το νόμιμο ελεγκτικό γραφείο πρέπει να μεριμνήσει για την τήρηση των απαιτήσεων εντιμότητας ή των προϋποθέσεων του εδαφίου (4) του άρθρου 9, ανάλογα με την περίπτωση. Εάν παρέλθει ο καθορισθέντας χρόνος και η αρμόδια αρχή δεν ικανοποιηθεί για την τήρηση των υπό αναφορά απαιτήσεων ή προϋποθέσεων, η αρμόδια αρχή ανακαλεί την άδεια.
(4) Όταν ανακαλείται για οποιοδήποτε λόγο η άδεια νόμιμου ελεγκτή ή νόμιμου ελεγκτικού γραφείου, η αρμόδια αρχή γνωστοποιεί το γεγονός αυτό και τους λόγους της ανάκλησης στον ίδιο τον ελεγκτή ή το ελεγκτικό γραφείο του οποίου η άδεια ανακαλείται, καθώς και στις οικείες αρμόδιες αρχές των κρατών μελών στα οποία έχει επίσης χορηγηθεί άδεια στο ίδιο πρόσωπο και τα στοιχεία των αρχών αυτών καταχωρίζονται στο Μητρώο σύμφωνα με την παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 22.