19.-(1) Οποιοσδήποτε-
(α) Πωλεί ασφράγιστο αντικείμενο, ή
(β) πωλεί αντικείμενο που φέρει οποιαδήποτε σφραγίδα που μπορεί να εκληφθεί σαν εγκεκριμένη σφραγίδα και που με βάση το εδάφιο (1) του άρθρου 18 του παρόντος Νόμου θα μπορούσε, εάν το αντικείμενο βρισκόταν στην κατοχή του Εργαστηρίου, να ακυρωθεί ή να εξαλειφθεί, ή
(γ) πωλεί από πόρτα σε πόρτα αντικείμενα λιανικώς, εκτός εάν φέρει πιστοποιητικό εγγραφής του ιδίου ή του εργοδότη του που εκδόθηκε με βάση τις διατάξεις του άρθρου 9 του παρόντος Νόμου, ή
(δ) σφραγίζει χωρίς την εξουσιοδότηση του Οργανισμού, αντικείμενο με σφραγίδα την οποία παρουσιάζει σαν σφραγίδα κατασκευαστή εγγεγραμμένη σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή σαν σφραγίδα Εργαστηρίου, ή
(ε) με πρόθεση να εξαπατήσει, παραποιεί σφραγίδα ή μήτρα, ή
(στ) χωρίς νόμιμη εξουσιοδότηση ή δικαιολογία, έχει στην κατοχή του ή υπό τον έλεγχό του οτιδήποτε το οποίο είναι και το οποίο γνωρίζει ή έχει λόγους να πιστεύει ότι είναι πλαστή μήτρα ή αντικείμενο, ανεξάρτητα αν αυτό είναι από πολύτιμο μέταλλο ή όχι, που φέρει παραποιημένη οποιαδήποτε σφραγίδα, ή
(ζ) πωλεί παραποιημένη μήτρα ή αντικείμενο που φέρει παραποιημένη σφραγίδα, ή
(η) χρησιμοποιεί, εγγράφει ή επιθέτει σφραγίδα που είναι πανομοιότυπη με οποιαδήποτε σφραγίδα που καθορίστηκε με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ως εγκεκριμένη σφραγίδα ή που προσομοιάζει με τέτοια σφραγίδα ώστε να είναι πιθανό να εκληφθεί σαν τέτοια, ή
(θ) αφαιρεί σφραγίδα από αντικείμενο με πρόθεση την επανατοποθέτησή της σε άλλο αντικείμενο, ανεξάρτητα αν αυτό είναι από πολύτιμο μέταλλο ή όχι ή προσθέτει σε αντικείμενο σφραγίδα που έχει αφαιρεθεί από άλλο αντικείμενο, ανεξάρτητα αν αυτό είναι από πολύτιμο μέταλλο ή όχι,
είναι ένοχος αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι δέκα (10) χιλιάδες ευρώ ή σε φυλάκιση μέχρι δύο χρόνια ή και στις δύο ποινές. Σε περίπτωση δεύτερης ή μεταγενέστερης καταδίκης, υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι δεκαπέντε (15) χιλιάδες ευρώ ή σε φυλάκιση μέχρι τρία χρόνια ή και στις δύο ποινές.
(2) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1)-
«μήτρα» σημαίνει ολόκληρο ή μέρος μεταλλικής πλάκας, εργαλείου ή οργάνου με το οποίο μπορεί κάποιος να επιθέτει σε οποιοδήποτε μέταλλο σφραγίδα που είναι ή μπορεί να εκληφθεί ότι είναι εγκεκριμένη σφραγίδα ή σφραγίδα κατασκευαστή. και
«σφραγίδα» σημαίνει σφραγίδα η οποία είναι ή μπορεί να εκληφθεί ότι είναι εγκεκριμένη σφραγίδα ή σφραγίδα κατασκευαστή.
(3) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1), πρόσωπο θεωρείται ότι πωλεί παραποιημένη μήτρα ή αντικείμενο που φέρει παραποιημένη σφραγίδα, εάν πωλεί μήτρα ή αντικείμενο, ενώ γνωρίζει ή έχει λόγους να πιστεύει ότι η μήτρα ή η σφραγίδα είναι παραποιημένη.
19Α.-(1) Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου, εξουσιοδοτημένος λειτουργός, που έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι οποιοδήποτε πρόσωπο διαπράττει ή έχει διαπράξει οποιοδήποτε αδίκημα, κατά παράβαση των διατάξεων των εδαφίων (1), (2), (3) και (4) του άρθρου 9Β, του άρθρου 16Α και του άρθρου 19, έχει εξουσία να εκδίδει ειδοποίηση για εξώδικη ρύθμιση του αδικήματος.
(1Α) Η εκδιδόμενη, δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), ειδοποίηση επιδίδεται από τον εξουσιοδοτημένο λειτουργό, εντός τριάντα (30) ημερών, από την ημερομηνία διάπραξης του αδικήματος, στο πρόσωπο το οποίο διαπράττει ή έχει διαπράξει αδίκημα:
(2) Τα ποσά για εξώδικη ρύθμιση, όπως αυτή αναφέρεται στο εδάφιο (1), δεν υπερβαίνουν τις δύο χιλιάδες ευρώ (€2.000) και καθορίζονται με Διάταγμα του Υπουργού, το οποίο δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και στο οποίο περιέχονται οι βασικές παραβάσεις.
(3) Για σκοπούς εφαρμογής της εξώδικης ρύθμισης, η ειδοποίηση που εκδίδεται δυνάμει των εδαφίων (1) και (2) από τον εξουσιοδοτημένο λειτουργό-
(α) Kαθορίζει το αδίκημα, το οποίο φέρεται ότι έχει διαπραχθεί, κατά παράβαση συγκεκριμένης διάταξης του παρόντος Νόμου·
(β) παρέχει σε συντομία κάθε στοιχείο του αδικήματος που κρίνεται αναγκαίο για να δικαιολογηθεί ο προβαλλόμενος ισχυρισμός·
(γ) εκθέτει την περίοδο κατά την οποία σύμφωνα με το εδάφιο (4), δεν θα ασκηθεί δίωξη για το αδίκημα·
(δ) παραθέτει το ποσό του εξώδικου προστίμου και αναφέρει ότι, σε περίπτωση που το ποσό αυτό δεν καταβληθεί μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες, αυξάνεται κατά το ήμισυ·
(ε) παραθέτει τη διεύθυνση και τον αριθμό τραπεζικού λογαριασμού, όπου το πρόστιμο δύναται να καταβληθεί.
(4)(α) Μετά την επίδοση της ειδοποίησης δεν ασκείται δίωξη εναντίον του προσώπου στο οποίο επιδόθηκε, εάν δεν παρέλθουν τριάντα (30) ημέρες από την ημερομηνία της επίδοσής της.
(β) Σε περίπτωση που το πρόσωπο στο οποίο έχει επιδοθεί η ειδοποίηση δεν καταβάλει το εξώδικο πρόστιμο που αναφέρεται σε αυτή μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την ημερομηνία της επίδοσής της, το εξώδικο πρόστιμο αυξάνεται κατά το ήμισυ.
(5) Κάθε ποσό που καταβάλλεται με βάση τα εδάφια (1), (2) ή (3), θεωρείται χρηματική ποινή που επιβλήθηκε λόγω εξώδικης ρύθμισης του αδικήματος.
(6) Με την καταβολή του ποσού κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο, ο εξουσιοδοτημένος λειτουργός εκδίδει σχετική απόδειξη στο πρόσωπο που το κατέβαλε, στην οποία αναγράφονται τα εξής:
(α) Το όνομα του προσώπου που πιστεύει ότι διέπραξε το αδίκημα,
(β) συνοπτική αναφορά του αδικήματος,
(γ) ο τόπος και η ημερομηνία διάπραξης του αδικήματος,
(δ) το ποσό που καταβλήθηκε.
(7) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4), σε περίπτωση που το χρηματικό ποσό, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (3) καταβληθεί πριν από την περίοδο τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία έκδοσης της ειδοποίησης, ουδεμία ποινική δίωξη ασκείται αναφορικά με την διάπραξη του σχετικού αδικήματος.
(8) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4), μετά την εξώδικη ρύθμιση του αδικήματος, την καταβολή του ποσού στον Οργανισμό και την έκδοση σχετικής απόδειξης, κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο, δεν χωρεί οποιαδήποτε περαιτέρω ποινική διαδικασία σχετικά με το αδίκημα και η προσαγωγή στο Δικαστήριο της απόδειξης που αναφέρεται στο εδάφιο (6) αποτελεί πλήρη απόδειξη των γεγονότων που αναφέρονται σε αυτή και συνεπάγεται την απαλλαγή του κατηγορουμένου.
(9) Η εξώδικη ρύθμιση αδικήματος και η καταβολή του σχετικού ποσού κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο δεν θεωρείται ως καταδίκη και σε περίπτωση καταδικαστικής απόφασης για διάπραξη άλλου παρόμοιου αδικήματος, το δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη τα πιο πάνω γεγονότα για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής:
20. - (1) Οποιοσδήποτε, ο οποίος ασκεί εξουσία με βάση τον παρόντα Νόμο ή τους Κανονισμούς, αποκαλύψει σε άλλο πρόσωπο οποιαδήποτε πληροφορία που σχετίζεται με επαγγελματικά μυστικά και διαδικασίες οποιουδήποτε κατασκευαστή και κοσμηματοπώλη την οποία απέκτησε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, εκτός εάν η αποκάλυψη έγινε κατά ή για την εκπλήρωση από τον ίδιο ή από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο καθηκόντων που απορρέουν από τον παρόντα Νόμο ή τους Κανονισμούς, είναι ένοχος αδικήματος, και υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι δέκα (10) χιλιάδες ευρώ ή σε φυλάκιση μέχρι δύο χρόνια ή και στις δύο ποινές. Σε περίπτωση δεύτερης ή μεταγενέστερης καταδίκης, υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι δεκαπέντε (15) χιλιάδες ευρώ ή σε φυλάκιση μέχρι τρία χρόνια ή και στις δύο ποινές.
(2) Εφόσον κρίνεται κατάλληλο για διευκόλυνση της ενάσκησης των καθηκόντων και εξουσιών που παρέχονται στον Έφορο Φόρου Προστιθέμενης Αξίας ή από οποιοδήποτε εξουσιοδοτημένο λειτουργό για την εφαρμογή του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου, ο Διευθυντής δύναται να αποκαλύψει ή/και να εξουσιοδοτήσει λειτουργό του Οργανισμού να αποκαλύψει συγκεκριμένες πληροφορίες, κατά τη διεξαγωγή έρευνας η οποία διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου.
(3) Η αποκάλυψη πληροφοριών που γίνεται δυνάμει του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου σε οποιοδήποτε πρόσωπο θα γίνεται σύμφωνα με οδηγίες του Διευθυντή και μέσω τέτοιων προσώπων που ενεργούν για λογαριασμό του Διευθυντή και κατά τις οδηγίες του.
21.-(1) Εργοδότης, ο οποίος γνωρίζει ή έχει λόγους να πιστεύει ότι πρόσωπο που εργοδοτείται από αυτόν έχει παραβεί κατά τη διάρκεια της εργοδότησής του οποιαδήποτε διάταξη του παρόντος Νόμου ή οποιοδήποτε Κανονισμό, θεωρείται ότι παρακίνησε την παράβαση της διάταξης αυτής. Τέτοια παρακίνηση δε θεωρείται ότι έγινε, εάν ο εργοδότης, εντός επτά ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία έλαβε γνώση της παράβασης, ή σχημάτισε την εύλογη πεποίθηση ότι έγινε η παράβαση, γνωστοποίησε προς τον Οργανισμό το όνομα του παραβάτη, την ημερομηνία και άλλες λεπτομέρειες της παράβασης.
(2) Όποιος, με βάση το εδάφιο (1), θεωρείται ότι παρακίνησε τη διάπραξη αδικήματος κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών, υπόκειται στις ίδιες κυρώσεις ως εάν να είχε ο ίδιος παραβεί τη σχετική διάταξη.
22.-(1) Όταν το πρόσωπο που διαπράττει αδίκημα κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών είναι εταιρεία, ένοχος για το αδίκημα αυτό είναι τόσο η ίδια η εταιρεία, όσο και οποιοσδήποτε είχε τη διεύθυνση και την ευθύνη έναντι της εταιρείας για τη διεξαγωγή των εργασιών της κατά το χρόνο διάπραξης του αδικήματος.
(2) Κανένα πρόσωπο δεν είναι ποινικά υπεύθυνο με βάση το εδάφιο (1), εάν αποδείξει ότι το αδίκημα διαπράχθηκε εν αγνοία του ή ότι επέδειξε κάθε επιμέλεια για να παρεμποδίσει τη διάπραξή του.
(3) Ανεξάρτητα από οτιδήποτε διαλαμβάνεται στο εδάφιο (1), οποτεδήποτε κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών έχει διαπραχθεί αδίκημα από εταιρεία και εφόσον αποδεικνύεται ότι το αδίκημα αυτό έχει διαπραχθεί με τη συγκατάθεση ή ανοχή ή ότι οφείλεται σε αμέλεια οποιουδήποτε διευθύνοντος συμβούλου, διευθυντή, γραμματέα ή άλλου αξιωματούχου της εταιρείας, ο εν λόγω διευθύνων σύμβουλος, διευθυντής, γραμματέας ή άλλος αξιωματούχος είναι επίσης ένοχος αδικήματος.
Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου:
(α) «εταιρεία» περιλαμβάνει οποιαδήποτε ένωση προσώπων με ή χωρίς νομική προσωπικότητα, και
(β) «διευθυντής», σε σχέση με ομόρρυθμη και ετερόρρυθμη εταιρεία περιλαμβάνει και τον ομόρρυθμο εταίρο.
23. Οποιοσδήποτε παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε διάταξη του παρόντος Νόμου ή Διατάγματος, που εκδίδεται κατ’ εξουσιοδότηση του παρόντος Νόμου, για την παράβαση του οποίου δεν προβλέπεται καμιά ποινή, είναι ένοχος αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι πέντε (5) χιλιάδες ευρώ ή σε φυλάκιση μέχρι ένα χρόνο ή και στις δυο ποινές. Σε περίπτωση όμως δεύτερης ή μεταγενέστερης καταδίκης, υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι δεκαπέντε (15) χιλιάδες ευρώ ή σε φυλάκιση μέχρι τρία χρόνια ή και στις δύο ποινές.
24.-(1) Μετά την καταδίκη οποιουδήποτε προσώπου για αδίκημα που έχει διαπραχθεί με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, το Δικαστήριο μπορεί να εκδώσει Διάταγμα όπως οποιοδήποτε αντικείμενο το οποίο έχει σχέση με τη διαδικασία, παραδοθεί στο Εργαστήριο το οποίο, τηρουμένων των όρων του διατάγματος, μπορεί να ενασκήσει τις εξουσίες που παρέχονται σ’ αυτό με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών όσο αφορά την υποβολή αντικειμένου για σήμανση.
(2) Αντικείμενο που με βάση το εδάφιο (1) παραδίδεται στο Εργαστήριο μετά από Διάταγμα του Δικαστηρίου, επιστρέφεται στο δικαιούχο.