8. Οι αρμοδιότητες της Επιτροπής ασκούνται κατά τα προβλεπόμενα στον παρόντα Νόμο από-
(α) το Συμβούλιο,
(β) τον Πρόεδρο ή και Αντιπρόεδρο του Συμβουλίου, ή
(γ) Ειδικές Επιτροπές.
9.-(1) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του άρθρου 58 του παρόντος Νόμου, το Συμβούλιο της Επιτροπής, το οποίο συστάθηκε διά του άρθρου 10(1) του περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμου διατηρείται και συνεχίζει να έχει τη διοίκηση της Επιτροπής και την ευθύνη της πραγμάτωσης του έργου της, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(2) Στο Συμβούλιο ανατίθεται η άσκηση των κατά τον παρόντα Νόμο και την κειμένη νομοθεσία αρμοδιοτήτων της Επιτροπής.
10.-(1) Το Συμβούλιο εφορεύει τις εργασίες της Επιτροπής και έχει πλήρη εξουσία για τη διοίκηση του προσωπικού και τη διαχείριση της περιουσίας της κατά τα προβλεπόμενα στον παρόντα Νόμο.
(2) Το Συμβούλιο ειδικότερα -
(α) εκπροσωπεί διά του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου του την Επιτροπή ενώπιον δικαστηρίων και αρχών·
(β) διορίζει και παύει πρόσωπα στην υπηρεσία της Επιτροπής, τα οποία δύναται να εργοδοτούνται επί πλήρους απασχόλησης σε μόνιμη ή προσωρινή βάση και μεριμνά όπως η Επιτροπή έχει στη διάθεσή της επαρκές προσωπικό, τόσο σε αριθμούς όσο και σε δομή, για την εκτέλεση των αρμοδιοτήτων και την άσκηση των εξουσιών της.
(γ) ασκεί πειθαρχική εξουσία επί των υπαλλήλων της Επιτροπής και επιβάλλει πειθαρχικές ποινές, κατά τα προβλεπόμενα σε Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου·
(δ) μεριμνά για την τήρηση λογαριασμών και για την κατάρτιση και υποβολή εκθέσεων και οικονομικών καταστάσεων κατά τα προβλεπόμενα στο Μέρος VIII·
(ε) λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για την απρόσκοπτη και ομαλή διεξαγωγή των εργασιών της Επιτροπής·
(στ) συλλέγει πληροφορίες, διεξάγει έρευνες, διενεργεί ελέγχους και επιβάλλει κυρώσεις κατά τα προβλεπόμενα στον παρόντα Νόμο και την κειμένη νομοθεσία·
(ζ) εκδίδει οδηγίες κατά τα προβλεπόμενα στον παρόντα Νόμο και κειμένη νομοθεσία·
(η) εκδίδει και υποβάλλει προς έγκριση Κανονισμούς, κατά τα προβλεπόμενα στο Μέρος ΧΙ· και
(θ) είναι αρμόδιο για κάθε ενέργεια, η οποία κατά τον παρόντα Νόμο και την κειμένη νομοθεσία προωθεί τους σκοπούς και τις με βάση τον παρόντα Νόμο και την κειμένη νομοθεσία, αρμοδιότητες της Επιτροπής.
11.-(1) Το Συμβούλιο είναι επταμελές και απαρτίζεται από τον Πρόεδρο, τον Αντιπρόεδρο και από πέντε άλλα μέλη που διορίζονται κατά τα προβλεπόμενα στο παρόν Μέρος.
(2)(α) Πρόεδρος και Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου διορίζονται πρόσωπα ανώτατου ηθικού επιπέδου, εγνωσμένου κύρους, εντιμότητας και εγνωσμένης πείρας και κατάρτισης στη χρηματαγορά και την κεφαλαιαγορά τα οποία είναι ικανά να συμβάλουν στην πραγμάτωση των σκοπών του παρόντος Νόμου, στην ανάπτυξη της ομαλής και μεθοδικής αγοράς αξιών και στην προστασία των επενδυτών και του κοινού.
(β) Μέλη του Συμβουλίου, με εξαίρεση τον Πρόεδρο και Αντιπρόεδρο, για τους οποίους εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου (α), διορίζονται πρόσωπα ανώτατου ηθικού επιπέδου, εγνωσμένου κύρους και εντιμότητας τα οποία έχουν πανεπιστημιακή κατάρτιση και πείρα στα νομικά ή τα οικονομικά ή τη χρηματαγορά ή την κεφαλαιαγορά ή τη λογιστική ή τις επιχειρήσεις και τα οποία είναι ικανά να συμβάλουν στην πραγμάτωση των σκοπών του παρόντος Νόμου, στην ανάπτυξη της ομαλής και μεθοδικής αγοράς αξιών και στην προστασία των επενδυτών και του κοινού.
(3) Δεν επιτρέπεται ο διορισμός στο Συμβούλιο προσώπου, το οποίο έχει το ίδιο ή τα συνδεδεμένα με αυτό πρόσωπα ουσιώδες συμφέρον, κατά την κρίση του Υπουργικού Συμβουλίου, σε οργανισμό που τελεί υπό την εποπτεία της Επιτροπής ή το οποίο μετέχει στο διοικητικό όργανο τέτοιου οργανισμού και η απόκτηση τέτοιου συμφέροντος ή η συμμετοχή στο διοικητικό όργανο τέτοιου οργανισμού κατά τη διάρκεια της θητείας του συνεπάγεται την ανάκληση του διορισμού του:
(4) Δεν επιτρέπεται ο διορισμός στο Συμβούλιο, προσώπου το οποίο έχει καταδικαστεί για αδίκημα ενέχον έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα ή το οποίο έχει πτωχεύσει σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Πτωχεύσεως Νόμου.
12.-(1) Μέλος του Συμβουλίου απαγορεύεται να συμμετέχει άμεσα ή έμμεσα δι΄ ίδιον όφελος ή προς όφελος τρίτων σε οποιαδήποτε ενέργεια ή συναλλαγή ή να έχει επαγγελματικό συμφέρον που αφορά αντικείμενο που τελεί υπό την εποπτεία της Επιτροπής και παράβαση της παρούσας διάταξης, ανεξαρτήτως τυχόν ποινικής ευθύνης του υπαιτίου, συνεπάγεται την ανάκληση του διορισμού του από το Υπουργικό Συμβούλιο:
(2) Απαγορεύεται σε μέλος του Συμβουλίου να μετέχει στη συζήτηση και στη λήψη αποφάσεων από το Συμβούλιο ή από Ειδική Επιτροπή για θέματα που αφορούν συνδεδεμένα με αυτό πρόσωπα:
(3) Ο Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος και τα λοιπά μέλη του Συμβουλίου απαγορεύεται κατά τη διάρκεια της θητείας τους να συμμετέχουν στην ίδρυση ή σε διοικητικό όργανο οργανισμού που τελεί υπό την εποπτεία της Επιτροπής και παράβαση της διάταξης αυτής, ανεξαρτήτως τυχόν ποινικής ευθύνης του υπαιτίου, συνεπάγεται ανάκληση του διορισμού του από το Υπουργικό Συμβούλιο.
(4) Για τους σκοπούς του άρθρου 11 και του παρόντος Άρθρου, «συνδεδεμένα πρόσωπα» αναφορικά με μέλος του Συμβουλίου σημαίνει-
(α) τους/τις συζύγους και τους συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι πρώτου βαθμού·
(β) εταιρεία, στην οποία μέλος του Συμβουλίου κατέχει ή ελέγχει άμεσα ή έμμεσα τουλάχιστον το είκοσι επί τοις εκατόν (20%) του δικαιώματος ψήφου σε γενική συνέλευση·
(γ) πρόσωπο, το οποίο κατά την κρίση του Υπουργικού Συμβουλίου ή της Επιτροπής τελεί σε σχέση εξάρτησης ή έχει κοινά σε ουσιώδη βαθμό, συμφέροντα με το μέλος του Συμβουλίου:
(5) [Διαγράφηκε].
13.-(1) Ο Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος και τα λοιπά μέλη του Συμβουλίου διορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο κατόπιν εισήγησης του Υπουργού.
(2)(α) Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου παρέχουν τις υπηρεσίες τους κατά πλήρη και αποκλειστική απασχόληση και δεν επιτρέπεται να κατέχουν οποιαδήποτε άλλη θέση ή αξίωμα στη Δημοκρατία ή να απασχολούνται σε οποιαδήποτε άλλη εργασία επ’ αμοιβή:
Νοείται ότι σε περίπτωση διορισμού ως Προέδρου ή Αντιπροέδρου, υπαλλήλου που κατέχει μόνιμη θέση σε κρατική υπηρεσία ή σε οργανισμό, ο υπάλληλος αφυπηρετεί αυτοδικαίως από τη θέση που κατέχει, οπότε εφαρμόζονται οι διατάξεις του περί Συντάξεων Νόμου που αφορούν τα ωφελήματα αφυπηρέτησης για την οικειοθελή πρόωρη αφυπηρέτηση, τα οποία όμως υπολογίζονται με βάση τις συντάξιμες απολαβές του υπαλλήλου κατά την ημερομηνία αφυπηρέτησής του, ως ακολούθως:
(i) σε περίπτωση κατά την οποία, ο υπάλληλος δεν έχει συμπληρώσει δεκαετή υπηρεσία, λογίζεται ότι υπηρέτησε στη κρατική υπηρεσία ή στον οργανισμό για τόση επιπλέον περίοδο για όση υπηρέτησε πριν από το διορισμό του ως Προέδρου ή Αντιπροέδρου, ανάλογα με την περίπτωση ή για όση περίοδο θα υπηρετούσε αν αφυπηρετούσε λόγω ορίου ηλικίας, οποιαδήποτε από τις δύο θα ήταν η μικρότερη·
(ii) σε περίπτωση κατά την οποία ο υπάλληλος έχει συμπληρώσει δεκαετή υπηρεσία, θεωρείται ότι υπηρέτησε στην κρατική υπηρεσία ή στον οργανισμό για περίοδο δέκα επιπλέον ετών ή για τόση περίοδο για όση θα υπηρετούσε αν αφυπηρετούσε λόγω ορίου ηλικίας, οποιαδήποτε από τις δύο θα ήταν η μικρότερη:
Νοείται ότι η πιο πάνω προστιθέμενη υπηρεσία θεωρείται ως υπηρεσία με εισφορές.
(β) Οι όροι «κρατική υπηρεσία» και «οργανισμός» στην παράγραφο (α) έχουν την έννοια που αποδίδεται σε αυτούς από τον περί Συντάξεων Νόμο.
(3) Ο όρος της πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης που εφαρμόζεται επί του Πρόεδρου και Αντιπρόεδρου του Συμβουλίου δεν εφαρμόζεται αναφορικά με τα πέντε λοιπά μέλη του Συμβουλίου.
14.-(1) Η θητεία των μελών του Συμβουλίου είναι πενταετής.
(2) Ο επαναδιορισμός των μελών του Συμβουλίου μετά τη λήξη της θητείας τους επιτρέπεται για μια μόνο επιπλέον πενταετή θητεία.
(3) [Διαγραφή].
15.-(1) Η θέση μέλους του Συμβουλίου κενούται στις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) σε περίπτωση θανάτου του·
(β) σε περίπτωση παραίτησής του· και
(γ) σε περίπτωση ανάκλησης του διορισμού του.
(2) Σε περίπτωση που η θέση μέλους του Συμβουλίου κενούται πριν από τη λήξη της θητείας του, στη θέση του απερχόμενου μέλους διορίζεται άλλο πρόσωπο κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 13.
(3) Καθόσον αφορά τον Πρόεδρο και Αντιπρόεδρο της Επιτροπής ισχύουν οι διατάξεις του περί Ελέγχου της Ανάληψης Εργασίας στον Ιδιωτικό Τομέα από Πρώην Κρατικούς Αξιωματούχους και Ορισμένους Πρώην Υπαλλήλους του Δημοσίου και του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα Νόμου.
16. Η παραίτηση μέλους του Συμβουλίου διενεργείται με έγγραφο παραίτησης απευθυνόμενο προς το Υπουργικό Συμβούλιο.
17. Ο διορισμός μέλους του Συμβουλίου ανακαλείται από το Υπουργικό Συμβούλιο στις ακόλουθες περιπτώσεις-
(α) σε περίπτωση παράβασης που προβλέπεται στο άρθρο 12(1), (2) ή (3)·
(β) σε περίπτωση καταδίκης για το αδίκημα της παράβασης της υποχρέωσης προς εχεμύθεια και της τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 31·
(γ) σε περίπτωση καταδίκης για αδίκημα ατιμωτικό ή που ενέχει ηθική αισχρότητα, το οποίο συνιστά κώλυμα διορισμού στη δημόσια υπηρεσία ή σε περίπτωση επιβολής της ποινής της φυλάκισης για την τέλεση οποιουδήποτε αδικήματος·
(δ) κατόπιν πρότασης του Υπουργού, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από εισήγηση του Συμβουλίου, η οποία υποβάλλεται με τη σύμφωνη γνώμη πέντε τουλάχιστον μελών.
18.-(1) Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου ή, σε περίπτωση απουσίας ή άλλου προσωρινού κωλύματός του, ο Αντιπρόεδρος ή, σε περίπτωση απουσίας ή άλλου προσωρινού κωλύματος και των δύο, ένας εκ των λοιπών μελών του Συμβουλίου συγκαλούν τις συνεδρίες του Συμβουλίου.
(2) Η πρόσκληση σε συνεδρία είναι γραπτή και απευθύνεται σε όλα τα μέλη του Συμβουλίου, μία τουλάχιστον ημέρα πριν από την καθορισμένη για τη συνεδρία ημερομηνία.
(3) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του εδαφίου (2), σε έκτακτες και δικαιολογημένες περιπτώσεις συνεδρία του Συμβουλίου συγκαλείται μετά από προφορική ή γραπτή πρόσκληση που κοινοποιείται στα μέλη το συντομότερο δυνατό και εν πάση περιπτώσει πριν από τον καθορισμένο για τη συνεδρία χρόνο.
(4)(α) Σε περίπτωση γραπτής πρόσκλησης σε συνεδρία κατά τα προβλεπόμενα στα εδάφια (2) ή (3), η πρόσκληση κοινοποιείται στα μέλη γραπτώς με επιστολή ή τηλεμήνυμα ή φωτομήνυμα ή ηλεκτρονικό ταχυδρομείο.
(β) Σε περίπτωση προφορικής πρόσκλησης σε συνεδρία κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3), τα μέλη του Συμβουλίου υπογράφουν σε μεταγενέστερο στάδιο βεβαίωση αναφορικά με την πρόσκλησή τους σε συνεδρία.
(5) Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου συγκαλεί το Συμβούλιο σε συνεδρία οποτεδήποτε το κρίνει σκόπιμο, υποχρεούται όμως να το πράξει αν τούτο ζητηθεί γραπτώς από τέσσερα τουλάχιστον μέλη του Συμβουλίου που καθορίζουν ταυτοχρόνως και τα προς συζήτηση θέματα.
(6) Συνεδρία του Συμβουλίου συγκαλείται τουλάχιστον δύο φορές το μήνα.
(7) Στις συνεδρίες του Συμβουλίου προεδρεύει ο Πρόεδρός του ή, σε περίπτωση απουσίας ή άλλου προσωρινού κωλύματος αυτού, ο Αντιπρόεδρός του ή, σε περίπτωση απουσίας ή άλλου προσωρινού κωλύματος και των δύο, ένας εκ των λοιπών μελών του Συμβουλίου που επιλέγεται προς τούτο από τα παριστάμενα κατά τη συνεδρία μέλη.
(8)(α) Ο προεδρεύων της συνεδρίας και τέσσερα άλλα μέλη παριστάμενα στη συνεδρία συνιστούν απαρτία, οι δε αποφάσεις λαμβάνονται κατά πλειοψηφία και, σε περίπτωση ισοψηφίας, επικρατεί η ψήφος του προεδρεύοντος της συνεδρίας.
(β) Με απόφαση του Προέδρου του Συμβουλίου ή του προεδρεύοντα σε περίπτωση απουσίας του Προέδρου, τα μέλη του Συμβουλίου δύνανται, σε περίπτωση απουσίαςτους στο εξωτερικό ή σε περίπτωση που η φυσική παρουσία τους είναι δυσχερής ήστην περίπτωση που υφίσταται οποιοδήποτε άλλο κώλυμα που παρεμποδίζει την προσέλευση ενός ή περισσοτέρων ή όλων των μελών του Συμβουλίου, να συμμετέχουν σε συνεδρία του Συμβουλίου μέσω τηλεδιασκέψεως ή μέσω άλλων επικοινωνιακών συστημάτων, νοουμένου ότι παρέχεται η δυνατότητα σε έκαστο των μελών που λαμβάνουν μέρος στη συνεδρία να ακούει ή να βλέπει και να ακούει όλα τα άλλα μέλη του Συμβουλίου που συμμετέχουν στη συνεδρία σε κάθε ουσιώδη χρόνο:
(9) Χρέη γραμματέα του Συμβουλίου ασκεί πρόσωπο που ορίζεται προς τούτο από τον Πρόεδρο ή σε περίπτωση απουσίας του από τον προεδρεύοντα του Συμβουλίου, ο οποίος έχει την ευθύνη της τήρησης των πρακτικών.
(10) Τα πρακτικά της συνεδρίας τηρούνται εμπιστευτικά, εκτός αν αποφασισθεί διαφορετικά από το Συμβούλιο, από αρμόδιο δικαστήριο ή από αρμόδιο πειθαρχικό όργανο.
(11) Κένωση θέσης μέλους του Συμβουλίου ή ελάττωμα περί το διορισμό του δεν επιφέρει ακυρότητα των πράξεων ή των διαδικασιών του Συμβουλίου.
19. Ο Πρόεδρος ή, σε περίπτωση απουσίας του Προέδρου, ο Αντιπρόεδρος έχει την υποχρέωση φύλαξης της επίσημης σφραγίδας του Συμβουλίου.
20.-(1) Η αντιμισθία και οι λοιποί όροι υπηρεσίας του Προέδρου και του Αντιπροέδρου καθορίζονται στο έγγραφο του διορισμού τους από το Υπουργικό Συμβούλιο.
(2) Στα λοιπά μέλη του Συμβουλίου καταβάλλεται αμοιβή ανά συνεδρία, το ύψος της οποίας ορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο.
(3) Η δαπάνη για την καταβολή της αντιμισθίας του Προέδρου και του Αντιπροέδρου του Συμβουλίου και της αμοιβής των λοιπών μελών του βαρύνει τον ετήσιο προϋπολογισμό της Επιτροπής.
21.-(1) Έκαστο μέλος του Συμβουλίου και του προσωπικού της Επιτροπής, οι ερευνώντες λειτουργοί και οποιοδήποτε πρόσωπο ενεργεί ως σύμβουλος ή κατ’ εντολήν του Συμβουλίου δεν υπέχει προσωπικής ευθύνης για πράξεις ή παραλείψεις τους κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους.
(2) Έκφραση γνώμης κατά την άσκηση των καθηκόντων των προσώπων που προβλέπεται στο εδάφιο (1) αποτελεί ειδική υπεράσπιση σε αγωγή για δυσφήμιση που εγείρεται εναντίον τους βάσει του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου:
22. Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 26, το Συμβούλιο δύναται να εκχωρεί στον Πρόεδρο, στον Αντιπρόεδρο και σε Ειδικές Επιτροπές που συνιστώνται επί τούτω, την άσκηση οποιασδήποτε από τις αρμοδιότητές του οι οποίες απορρέουν από τον παρόντα Νόμο και την κειμένη νομοθεσία για το χρονικό διάστημα που ορίζεται κατά περίπτωση από αυτό και με τους κατά περίπτωση προβλεπόμενους όρους.
23.-(1) Ειδική Επιτροπή συνιστάται με απόφαση του Συμβουλίου και απαρτίζεται από τρία μέλη του Συμβουλίου που δύναται να είναι -
(α) ο Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος και ένα μέλος, ή
(β) ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος, και δύο άλλα μέλη.
(2) (α) Έκαστη Ειδική Επιτροπή συγκαλείται από τον Πρόεδρο ή σε περίπτωση που δε συμμετέχει σε αυτήν, από τον Αντιπρόεδρο του Συμβουλίου.
(β) Οι προσκλήσεις σε συνεδρία Ειδικής Επιτροπής γίνονται σύμφωνα με το άρθρο 18(2), (3) και (4), τηρουμένων των αναλογιών.
(3) Έκαστη Ειδική Επιτροπή συνεδριάζει κατά τακτά διαστήματα.
(4) Στις συνεδρίες έκαστης Ειδικής Επιτροπής προεδρεύει ο συμμετέχων σε αυτήν Πρόεδρος του Συμβουλίου ή, σε περίπτωση μη συμμετοχής του ή απουσίας ή άλλου προσωρινού κωλύματος αυτού, ο συμμετέχων σε αυτήν Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου.
(5) Ο προεδρεύων της συνεδρίας της Ειδικής Επιτροπής και ένα άλλο μέλος συνιστούν απαρτία, οι δε αποφάσεις λαμβάνονται με δύο τουλάχιστον θετικές ψήφους και σε περίπτωση ισοψηφίας, το θέμα παραπέμπεται προς απόφαση από το Συμβούλιο.
(6) Ο συγκαλών Ειδική Επιτροπή κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (2)(α), συγκαλεί την Ειδική Επιτροπή σε συνεδρία οποτεδήποτε το κρίνει σκόπιμο, υποχρεούται όμως να το πράξει αν τούτο ζητηθεί γραπτώς από ένα τουλάχιστον άλλο μέλος της, που καθορίζει ταυτόχρονα και τα προς συζήτηση θέματα.
(7) Χρέη γραμματέα της Ειδικής Επιτροπής ασκεί ένα μέλος της, το οποίο έχει την ευθύνη της τήρησης των πρακτικών ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ορίσει ο προεδρεύων της Ειδικής Επιτροπής.
(8) Η κένωση θέσης μέλους Ειδικής Επιτροπής ή ελάττωμα περί το διορισμό του δεν επιφέρει ακυρότητα των πράξεων, διαδικασιών και αποφάσεων της Ειδικής Επιτροπής.
23Α. Καθιδρύεται Επιτροπή Ελέγχου, η οποία απαρτίζεται από τρία (3) μέλη του Συμβουλίου οριζόμενα από το Συμβούλιο της Επιτροπής, εξαιρουμένου του Προέδρου και του Αντιπροέδρου, της οποίας οι αρμοδιότητες και λειτουργία καθορίζονται με απόφαση του Συμβουλίου της Επιτροπής.
24.-(1) Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου έχουν από κοινού την αρμοδιότητα της εκτελέσεως των αποφάσεων του Συμβουλίου, των Ειδικών Επιτροπών και των δικών τους αποφάσεων.
(2) Σε περίπτωση απουσίας ή άλλου προσωρινού κωλύματος του Προέδρου του Συμβουλίου, τα κατά τον παρόντα Νόμο καθήκοντά του ασκούνται από τον Αντιπρόεδρο του Συμβουλίου.