17.(1)(α) Tα μέλη της ειδικής διαπραγματευτικής ομάδας και του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων, οι εμπειρογνώμονες που ενδεχομένως τα επικουρούν, καθώς και οι εκπρόσωποι των εργαζομένων, στο πλαίσιο μιας διαδικασίας για ενημέρωση και διαβούλευση, δεν επιτρέπεται να αποκαλύπτουν σε τρίτους τις πληροφορίες που τους ανακοινώθηκαν ρητά ως εμπιστευτικές.
(β) H υποχρέωση για εμπιστευτικότητα εξακολουθεί να υφίσταται και μετά τη λήξη της θητείας των ανωτέρω μελών, ανεξάρτητα από τον τόπο όπου βρίσκονται.
(γ) Tα μέλη του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων και η κεντρική διεύθυνση αποφασίζουν από κοινού τα θέματα τα οποία καλύπτονται από εμπιστευτικότητα, καθώς και τα στοιχεία της πληροφόρησης που θα ανακοινωθούν σε τρίτους.
(2)(α) H κεντρική διεύθυνση δεν έχει υποχρέωση να πληροφορήσει το ευρωπαϊκό συμβούλιο εργαζομένων για θέματα που:
(i) H φύση τους είναι τέτοια ώστε, σύμφωνα με αντικειμενικά κριτήρια, ενδέχεται να δυσχεράνουν σοβαρά τη λειτουργία των συγκεκριμένων επιχειρήσεων ή να τις ζημιώσουν·
(ii) χαρακτηρίζονται απόρρητα από την ισχύουσα νομοθεσία.
(β) Κατόπιν διατάγματος δικαστηρίου, η κεντρική διεύθυνση υποχρεούται να πληροφορεί το ευρωπαϊκό συμβούλιο εργαζομένων επί θεμάτων τα οποία θεωρούνται δυνάμει της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου ως απόρρητα.
18.(1) H κεντρική διεύθυνση και το ευρωπαϊκό συμβούλιο εργαζομένων εργάζονται με πνεύμα συνεργασίας, σεβόμενες αμοιβαία τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους.
(2) Oι αρχές που παρατίθενται στο εδάφιο (1) ισχύουν και για τη συνεργασία μεταξύ της κεντρικής διεύθυνσης και των εκπροσώπων των εργαζομένων, στο πλαίσιο της διαδικασίας για την ενημέρωση και τη διαβούλευση των εργαζομένων.
19.(1) Με την επιφύλαξη της αρμοδιότητας άλλων οργάνων ή οργανώσεων να εκπροσωπούν εργαζομένους, τα μέλη του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων διαθέτουν τα απαραίτητα μέσα για να ασκούν τα δικαιώματα που απορρέουν από τον παρόντα Νόμο και να εκπροσωπούν συλλογικά τα συμφέροντα των εργαζομένων της κοινοτικής κλίμακας επιχείρησης ή του κοινοτικής κλίμακας ομίλου επιχειρήσεων.
(2) Tα μέλη της ειδικής διαπραγματευτικής ομάδας, τα μέλη του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων και οι εκπρόσωποι των εργαζομένων που ασκούν τα καθήκοντά τους, στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπεται στο εδάφιο (3) του άρθρου 11, απολαύουν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, της ίδιας προστασίας, καθώς και εγγυήσεων ανάλογων προς την προστασία και τις εγγυήσεις που προβλέπονται για τους εκπροσώπους των εργαζομένων βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας ή/και της πρακτικής.
(3) Η προστασία και οι εγγυήσεις που προβλέπονται στο εδάφιο (2) εφαρμόζονται και για τη συμμετοχή στις συνεδριάσεις της ειδικής διαπραγματευτικής ομάδας ή του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων ή σε οποιαδήποτε άλλη συνεδρίαση πραγματοποιούμενη στο πλαίσιο της συμφωνίας που αναφέρεται στο εδάφιο (3) του άρθρου 11, καθώς και την καταβολή των αποδοχών των μελών που ανήκουν στο προσωπικό της επιχείρησης κοινοτικής κλίμακας ή του κοινοτικής κλίμακας ομίλου επιχειρήσεων, κατά την αναγκαία για την άσκηση των καθηκόντων τους απουσία.
(4) Στο βαθμό που είναι απαραίτητο για την άσκηση των καθηκόντων εκπροσώπησης σε διεθνές περιβάλλον, παρέχεται επιμόρφωση χωρίς απώλεια μισθού στα μέλη της ειδικής διαπραγματευτικής ομάδας ή του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων.
(5) Ένα μέλος ειδικής διαπραγματευτικής ομάδας ή του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων ή ο αναπληρωτής του, που είναι μέλος πληρώματος κυπριακού ποντοπόρου σκάφους, δικαιούται να συμμετέχει σε συνεδρίαση της ειδικής διαπραγματευτικής ομάδας ή του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων ή σε οποιαδήποτε άλλη συνάντηση σύμφωνα με τις διαδικασίες που καθορίζονται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 11, σε περίπτωση που το εν λόγω μέλος ή ο αναπληρωτής του δε βρίσκεται εν πλω ή σε λιμένα κράτους διαφορετικού από εκείνο στο οποίο η ναυτιλιακή εταιρεία έχει την έδρα της, όταν πραγματοποιείται η συνεδρίαση·
(6) Οι συνεδριάσεις, όπου είναι εφικτό, πρέπει να προγραμματίζονται ώστε να διευκολύνουν τη συμμετοχή των μελών, ή των αναπληρωτών, που είναι μέλη των πληρωμάτων κυπριακών ποντοπόρων σκαφών·
(7) Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες ένα μέλος της ειδικής διαπραγματευτικής ομάδας ή του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων ή ο αναπληρωτής του, που είναι μέλος του πληρώματος κυπριακού ποντοπόρου σκάφους, δε δύναται να παραστεί στη συνεδρίαση, εξετάζεται η δυνατότητα χρησιμοποίησης, εφόσον είναι δυνατόν, νέων τεχνολογιών της πληροφορίας και της επικοινωνίας.
20.(1) Όταν επέρχονται σοβαρές αλλαγές στη δομή της επιχείρησης κοινοτικής κλίμακας ή του ομίλου επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας και είτε δεν προβλέπονται διατάξεις από τις ισχύουσες συμφωνίες είτε υπάρχει σύγκρουση διατάξεων δύο ή περισσότερων ισχυουσών συμφωνιών, η κεντρική διεύθυνση αρχίζει τις διαπραγματεύσεις δυνάμει των άρθρων 8, 9 και 10, με δική της πρωτοβουλία ή ύστερα από γραπτή αίτηση τουλάχιστον εκατό (100) εργαζομένων ή των εκπροσώπων τους σε τουλάχιστον δύο επιχειρήσεις ή εγκαταστάσεις σε τουλάχιστον δύο διαφορετικά κράτη μέλη.
(2) Τουλάχιστον τρία μέλη του υφισταμένου ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων ή καθενός από τα υφιστάμενα ευρωπαϊκά συμβούλια εργαζομένων καθίστανται μέλη της ειδικής διαπραγματευτικής ομάδας, επιπλέον των μελών που εκλέγονται ή διορίζονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 9.
(3) Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, το υφιστάμενο ευρωπαϊκό συμβούλιο ή συμβούλια εργαζομένων εξακολουθούν να λειτουργούν σύμφωνα με τις λεπτομερείς διατάξεις που έχουν ενδεχομένως προσαρμοσθεί με συμφωνία η οποία συνάφθηκε μεταξύ των μελών του ευρωπαϊκού συμβουλίου ή συμβουλίων εργαζομένων και της κεντρικής διεύθυνσης.
21.(1) Με την επιφύλαξη του άρθρου 20, οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τον παρόντα Νόμο δεν εφαρμόζονται σε επιχειρήσεις κοινοτικής κλίμακας ή ομίλους επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας στις περιπτώσεις όπου μια συμφωνία που έχει συναφθεί σύμφωνα με το άρθρο 11 των περί της Σύστασης Ευρωπαϊκών Επιτροπών Επιχειρήσεων Νόμου έχει υπογραφεί ή αναθεωρηθεί στο χρονικό διάστημα μεταξύ 5ης Ιουνίου 2009 και της ημερομηνίας έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου.
(2) Ο περί της Σύστασης Ευρωπαϊκών Επιτροπών Επιχειρήσεων Νόμος, όταν η συμφωνία έχει υπογραφεί ή αναθεωρηθεί, εξακολουθεί να εφαρμόζεται για επιχειρήσεις ή ομίλους επιχειρήσεων που αναφέρονται στο εδαφίου (1).
(3) Κατά τη λήξη των συμφωνιών που συνάπτονται σύμφωνα με το εδάφιο (1), τα μέρη στις συμφωνίες αυτές μπορούν να αποφασίσουν από κοινού την παράταση ή την αναθεώρησή τους. Εάν τούτο δεν συμβεί, εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος Νόμου.