9.-(1) Για την ανταλλαγή των πληροφοριών που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο, η αρμόδια αρχή κράτους μέλους δύναται να ζητήσει από την αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας όπως εξουσιοδοτημένοι λειτουργοί από το εν λόγω κράτος μέλος και σύμφωνα με τις διαδικαστικές ρυθμίσεις που ορίζει η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας-
(α) είναι παρόντες στα γραφεία στα οποία εκτελούν τα καθήκοντά τους οι διοικητικές αρχές της Δημοκρατίας·
(β) είναι παρόντες κατά τις διοικητικές έρευνες που διεξάγονται στο έδαφος της Δημοκρατίας·
(γ) συμμετέχουν στις διοικητικές έρευνες που διενεργεί η αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία με ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας, κατά περίπτωση.
(1Α)(α) Η λαμβάνουσα την αίτηση αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους που υποβάλλει το προβλεπόμενο στο εδάφιο (1) αίτημα, εντός εξήντα (60) ημερών από την ημερομηνία παραλαβής του, για την απόφασή της επί του αιτήματος:
(β) Σε περίπτωση κατά την οποία οι ζητούμενες πληροφορίες περιέχονται σε έγγραφα στα οποία έχουν πρόσβαση οι λειτουργοί της λαμβάνουσας την αίτηση αρμόδιας αρχής στη Δημοκρατία, παρέχονται στην αιτούσα αρχή αντίγραφα των εγγράφων.
(2) Αν οι ζητούμενες πληροφορίες περιέχονται σε έγγραφα στα οποία έχουν πρόσβαση οι λειτουργοί της λαμβάνουσας την αίτηση αρχής στη Δημοκρατία, αντίγραφα των εν λόγω εγγράφων παρέχονται στους λειτουργούς της αιτούσας αρχής.
(3) Λειτουργός της αιτούσας αρχής, ο οποίος είναι παρόντας κατά τη διάρκεια διοικητικής έρευνας ή συμμετέχει σε διοικητική έρευνα με τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων επικοινωνίας, δύναται να διενεργεί συνέντευξη με φυσικά πρόσωπα και να εξετάζει φακέλους, με την επιφύλαξη των διαδικαστικών ρυθμίσεων της αρμόδιας αρχής στη Δημοκρατία.
(4) Η άρνηση του προσώπου που υπόκειται σε έρευνα να συμμορφωθεί προς τα μέτρα ελέγχου των λειτουργών της αιτούσας αρχής αντιμετωπίζεται από τη λαμβάνουσα την αίτηση αρχή στη Δημοκρατία ως άρνηση κατά των δικών της λειτουργών.
(5) Οι εξουσιοδοτημένοι λειτουργοί της αιτούσας αρχής, οι οποίοι ενεργούν με βάση τις διατάξεις του εδαφίου (1) πρέπει, ανά πάσα στιγμή, να είναι σε θέση να παρουσιάζουν γραπτή εξουσιοδότηση, στην οποία να αναφέρονται η ταυτότητά τους και η υπηρεσιακή ιδιότητά τους.
10. Όταν η Δημοκρατία και ένα ή περισσότερα άλλα κράτη μέλη συμφωνήσουν να διενεργήσουν ταυτόχρονους ελέγχους στο έδαφός τους, για ένα ή περισσότερα πρόσωπα κοινού ή συμπληρωματικού ενδιαφέροντος για τη Δημοκρατία και για ένα ή περισσότερα από τα άλλα κράτη μέλη, με στόχο την ανταλλαγή των πληροφοριών που αποκτώνται από τους ελέγχους αυτούς, τότε ισχύουν τα ακόλουθα:
α) Η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας ορίζει κατά τρόπο ανεξάρτητο, τα πρόσωπα έναντι των οποίων προτίθεται να προτείνει τη διενέργεια ταυτόχρονου ελέγχου. Ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές των άλλων ενδιαφερόμενων κρατών μελών για τις περιπτώσεις για τις οποίες προτείνει τη διενέργεια ταυτόχρονου ελέγχου, αιτιολογώντας την επιλογή της και προσδιορίζει τη χρονική περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας θα διενεργηθούν οι εν λόγω έλεγχοι·
β) η αρμόδια αρχή στην Δημοκρατία αποφασίζει κατά πόσο επιθυμεί να λάβει μέρος σε ταυτόχρονους ελέγχους. Η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας ενημερώνει την αρμόδια αρχή του άλλου κράτους μέλους ή των άλλων κρατών μελών που πρότειναν τη διενέργεια ταυτόχρονων ελέγχων για την συμφωνία της να συμμετάσχει στους ταυτόχρονους ελέγχους ή τους ανακοινώνει την αιτιολογημένη άρνησή της για συμμετοχή εντός εξήντα (60) ημερών από την ημερομηνία λήψης της πρότασης·
γ) η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας ορίζει αντιπρόσωπο υπεύθυνο να επιβλέπει και να συντονίζει τον έλεγχο.
10Α.-(1) Η αρμόδια αρχή ενός ή περισσότερων κρατών μελών δύναται να ζητήσει από την αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας τη διενέργεια κοινού ελέγχου, η δε λαμβάνουσα την αίτηση αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία ενημερώνει την αιτούσα αρχή για την απόφασή της εντός εξήντα (60) ημερών από την ημερομηνία παραλαβής του αιτήματος:
(2)(α) Οι κοινοί έλεγχοι διενεργούνται με πρότερη συμφωνία και συντονισμό, περιλαμβανομένων των γλωσσικών ρυθμίσεων, από τις αρμόδιες αρχές του αιτούντος κράτους μέλους, σύμφωνα με τη νομοθεσία και τις διαδικαστικές απαιτήσεις της αρμόδιας αρχής της Δημοκρατίας και σύμφωνα με τη νομοθεσία της Δημοκρατίας.
(β) Η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας ορίζει εκπρόσωπο ο οποίος είναι υπεύθυνος να εποπτεύει και να συντονίζει τον κοινό έλεγχο στη Δημοκρατία.
(3)(α) Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των λειτουργών των κρατών μελών που συμμετέχουν στον κοινό έλεγχο, σε περίπτωση κατά την οποία είναι παρόντες σε δραστηριότητες κοινού ελέγχου που πραγματοποιούνται στη Δημοκρατία, καθορίζονται σύμφωνα με τη νομοθεσία της Δημοκρατίας.
(β) Λειτουργοί άλλου κράτους μέλους, ενόσω τηρούν τη νομοθεσία της Δημοκρατίας στην οποία διεξάγονται οι δραστηριότητες του κοινού ελέγχου, δεν ασκούν εξουσίες που θα υπερέβαιναν το πεδίο των εξουσιών που τους εκχωρεί η νομοθεσία του κράτους μέλους τους.
(4) Με την επιφύλαξη των διατάξεων των εδαφίων (2) και (3), η αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία, σε περίπτωση που οι δραστηριότητες του κοινού ελέγχου πραγματοποιούνται στη Δημοκρατία, λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να-
(α) επιτρέπει στους λειτουργούς άλλων κρατών μελών που συμμετέχουν στις δραστηριότητες του κοινού ελέγχου να διενεργούν συνεντεύξεις με φυσικά πρόσωπα και να εξετάζουν φακέλους μαζί με τους λειτουργούς της Δημοκρατίας, με την επιφύλαξη των διαδικαστικών ρυθμίσεων της αρμόδιας αρχής της Δημοκρατίας·
(β) διασφαλίσει ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που συλλέγονται κατά τη διάρκεια των δραστηριοτήτων του κοινού ελέγχου δύναται να αξιολογούνται, μεταξύ άλλων και όσον αφορά το παραδεκτό τους, υπό τις ίδιες νομικές προϋποθέσεις που εφαρμόζονται σε περίπτωση ελέγχου που διενεργείται στη Δημοκρατία και στον οποίο συμμετέχουν μόνο οι λειτουργοί της αρμόδιας αρχής της Δημοκρατίας, περιλαμβανομένων ενδεχόμενης διαδικασίας καταγγελίας, επανεξέτασης ή προσφυγής· και
(γ) διασφαλίσει ότι το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που υπόκεινται σε κοινό έλεγχο ή επηρεάζονται από αυτόν απολαμβάνουν τα ίδια δικαιώματα και έχουν τις ίδιες υποχρεώσεις όπως στην περίπτωση ελέγχου στον οποίο συμμετέχουν μόνο οι λειτουργοί της αρμόδιας αρχής της Δημοκρατίας, περιλαμβανομένων ενδεχόμενης διαδικασίας καταγγελίας, επανεξέτασης ή προσφυγής.
(5)(α) Σε περίπτωση κατά την οποία η αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία και οι αρμόδιες αρχές ενός ή περισσότερων κρατών μελών διενεργούν κοινό έλεγχο, επιδιώκουν να συμφωνήσουν για τα πραγματικά περιστατικά και τις περιστάσεις που αφορούν στον κοινό έλεγχο και επιδιώκουν να καταλήξουν σε συμφωνία σχετικά με τη φορολογική κατάσταση του ελεγχόμενου προσώπου ή των ελεγχόμενων προσώπων βάσει των αποτελεσμάτων του κοινού ελέγχου.
(β) Οι διαπιστώσεις του κοινού ελέγχου ενσωματώνονται σε τελική έκθεση.
(γ) Τα θέματα επί των οποίων συμφωνούν η αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία και οι αρμόδιες αρχές ενός ή περισσότερων κρατών μελών αποτυπώνονται στην τελική έκθεση και λαμβάνονται υπόψη στις σχετικές πράξεις που εκδίδονται από την αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία και τις αρμόδιες αρχές των συμμετεχόντων κρατών μελών μετά τον κοινό έλεγχο.
(6) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (5), οι πράξεις της αρμόδιας αρχής στη Δημοκρατία μετά από κοινό έλεγχο και ενδεχόμενες περαιτέρω διαδικασίες που διεξάγονται στη Δημοκρατία, περιλαμβανομένης απόφασης φορολογικών αρχών, σχετικής διαδικασίας προσφυγής ή διακανονισμού, πραγματοποιούνται σύμφωνα με τη νομοθεσία της Δημοκρατίας.
(7) Το ελεγχόμενο πρόσωπο ενημερώνεται για το αποτέλεσμα του κοινού ελέγχου, συνοδευόμενο από αντίγραφο της τελικής έκθεσης, εντός εξήντα (60) ημερών από την ημερομηνία εκπόνησης της τελικής έκθεσης.
11.-(1) Μετά από αίτηση της αιτούσας αρχής, η λαμβάνουσα την αίτηση αρχή στη Δημοκρατία, κοινοποιεί στον παραλήπτη, σύμφωνα με τις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις που ισχύουν για την κοινοποίηση αντίστοιχων πράξεων ή αποφάσεων στη Δημοκρατία, όλες τις πράξεις και αποφάσεις που προέρχονται από το κράτος μέλος της αιτούσας αρχής και αφορούν φόρο που αναφέρεται στο άρθρο 4.
(2) Η αίτηση κοινοποίησης, περιλαμβάνει το αντικείμενο της πράξης ή της απόφασης προς κοινοποίηση και διευκρινίζει το όνομα και τη διεύθυνση του παραλήπτη, καθώς και κάθε άλλη πληροφορία χρήσιμη για την εξακρίβωση της ταυτότητάς του.
(3) Η λαμβάνουσα την αίτηση αρχή στη Δημοκρατία πληροφορεί αμέσως την αιτούσα αρχή όσον αφορά τις ενέργειες που έγιναν σε σχέση με την αίτηση για κοινοποίηση και ειδικότερα αναφορικά με την ημερομηνία κατά την οποία η πράξη ή η απόφαση κοινοποιήθηκε στον παραλήπτη.
(4) Η αιτούσα αρχή στη Δημοκρατία υποβάλλει αίτηση κοινοποίησης σύμφωνα με το άρθρο αυτό, μόνο όταν δεν είναι σε θέση να κοινοποιήσει με βάση τους κανόνες και νόμους που διέπουν την κοινοποίηση παρόμοιων πράξεων στη Δημοκρατία ή όταν η κοινοποίηση θα δημιουργούσε δυσανάλογες δυσχέρειες. Η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας δύναται να κοινοποιεί κάθε έγγραφο με συστημένη επιστολή ή ηλεκτρονικά απευθείας σε ένα πρόσωπο εντός της επικράτειας άλλου κράτους μέλους.
12.-(1) Όταν η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας παρέχει πληροφορίες δυνάμει των άρθρων 6 ή 8, δύναται να ζητήσει από την αρμόδια αρχή που τις παρέλαβε να της αποστείλει σχετική ανατροφοδότηση. Σε περίπτωση που ζητείται ανατροφοδότηση, η αρχή που παρέλαβε τις σχετικές πληροφορίες αποστέλλει, με την επιφύλαξη των κανόνων φορολογικού απορρήτου και προστασίας δεδομένων που εφαρμόζονται ανάλογα με την περίπτωση, την ανατροφοδότηση προς την αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία που παρείχε τις πληροφορίες, το συντομότερο δυνατόν και οπωσδήποτε εντός τριών (3) μηνών από τη γνωστοποίηση της έκβασης της χρησιμοποίησης των ζητούμενων πληροφοριών.
(2) Η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας στέλλει ετησίως προς τα άλλα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη ανατροφοδότηση σχετικά με την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών σύμφωνα με πρακτικές ρυθμίσεις που συμφωνούνται διμερώς.