40.-(1) Κάθε Ταμείο είναι υπόχρεο να διατηρεί υγιείς διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες, καθώς και κατάλληλους εσωτερικούς μηχανισμούς ελέγχου, οι οποίοι να ορίζονται από τους κανόνες λειτουργίας του Ταμείου.
(2) Ο Έφορος δύναται -
(α) να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο, το ύψος του οποίου δεν δύναται να υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες εκατόν είκοσι πέντε ευρώ (€5.125) είτε κατά των μελών της Διαχειριστικής Επιτροπής, είτε κατά της χρηματοδοτούσας επιχείρησης, προκειμένου να αποφευχθεί ή να αρθεί οποιαδήποτε δυσλειτουργία, η οποία θίγει τα συμφέροντα των μελών και των δικαιούχων·
(β) να περιορίζει ή να απαγορεύει την ελεύθερη διάθεση των στοιχείων ενεργητικού του Ταμείου, ιδίως όταν –
(i) το Ταμείο δεν έχει συστήσει επαρκή τεχνικά αποθεματικά, όσον αφορά το σύνολο της επιχειρηματικής δραστηριότητας ή δεν διαθέτει επαρκή στοιχεία ενεργητικού για να καλύψει τα τεχνικά αποθεματικά, ή/και
(ii) το Ταμείο δεν κατέχει τα ρυθμιστικά ίδια κεφάλαια.
(3) Ο Έφορος δύναται, προκειμένου να διαφυλάσσει τα συμφέροντα των μελών και των δικαιούχων, να μεταβιβάζει ολικώς ή μερικώς, τις νόμιμες εξουσίες της Διαχειριστικής Επιτροπής Ταμείου που είναι εγκατεστημένο στη Δημοκρατία, σε ειδικό αντιπρόσωπο κατάλληλο να τις ασκήσει.
(4)(α) Ο Έφορος δύναται να απαγορεύει ή να περιορίζει τις δραστηριότητες Ταμείου, ιδίως εάν-
(i) το Ταμείο δεν προστατεύει επαρκώς τα συμφέροντα των μελών και των δικαιούχων·
(ii) το Ταμείο δεν πληροί πλέον τους όρους λειτουργίας·
(iii) το Ταμείο αθετεί σοβαρά τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει των εφαρμοστέων κανόνων∙ ή/και
(iv) το Ταμείο δεν τηρεί τις απαιτήσεις, σε περίπτωση διασυνοριακής δραστηριότητας, όσον αφορά την κοινωνική και εργατική νομοθεσία του κράτους μέλους υποδοχής, στον τομέα των συνταξιοδοτικών παροχών.
(β) Οποιαδήποτε απόφαση για την απαγόρευση των δραστηριοτήτων Ταμείου περιλαμβάνει ένα λεπτομερές σκεπτικό, είναι δικαιολογημένη και κοινοποιείται στο οικείο Ταμείο και στην ΕΑΑΕΣ.
(5) Οι διοικητικές εκτελεστές πράξεις που εκδίδονται σε σχέση με Ταμείο ή Διαχειριστική Επιτροπή ή χρηματοδοτούσα επιχείρηση κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή Κανονισμών ή οδηγιών, υπόκεινται σε προσφυγή στο Aνώτατο Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
(6) O Έφορος, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, προβαίνει σε επιτόπιους ελέγχους στις εγκαταστάσεις του Ταμείου και εφόσον είναι απαραίτητο, ελέγχει τις αρμοδιότητες που έχουν εκχωρηθεί σε τρίτους, προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσον οι σχετικές εργασίες ασκούνται σύμφωνα με τους εποπτικούς κανόνες.
41.-(1) Ο Έφορος δύναται να διεξάγει έρευνα επί των υποθέσεων οποιουδήποτε Ταμείου, σε περίπτωση αίτησης εκ μέρους -
(α) της πλειοψηφίας των μελών της Διαχειριστικής Επιτροπής ή των μελών που αντιπροσωπεύουν τη χρηματοδοτούσα επιχείρηση ή των μελών της Διαχειριστικής Επιτροπής που αντιπροσωπεύουν τα μέλη του Ταμείου, ή
(β) τουλάχιστον του ενός τρίτου των μελών του Ταμείου,
υποστηριζόμενης από γεγονότα και στοιχεία που ικανοποιούν τον Έφορο ότι υπάρχει εύλογη αιτία για τη διενέργεια έρευνας.
(2) Ο Έφορος δύναται αυτεπάγγελτα να διεξάγει οποτεδήποτε επιθεώρηση ή έρευνα επί των εργασιών και υποθέσεων οποιουδήποτε Ταμείου, με σκοπό να διαπιστώνει κατά πόσο τηρούνται οι διατάξεις των κανόνων λειτουργίας του Ταμείου ή του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών ή οδηγιών.
42.-(1) Προς το σκοπό άσκησης των αρμοδιοτήτων του, ο Έφορος δύναται να εισέρχεται σε οποιοδήποτε οίκημα, εξαιρουμένων κατοικιών, και να επιθεωρεί οποιαδήποτε βιβλία ή έγγραφα, τα οποία εύλογα θεωρεί αναγκαία για την έρευνα και να πράττει οτιδήποτε άλλο θεωρεί αναγκαίο για την εφαρμογή του παρόντος Νόμου.
(2) Κάθε μέλος και αξιωματούχος Ταμείου ή άλλο πρόσωπο, το οποίο κατέχει πληροφορίες ή έγγραφα ή βιβλία παρουσιάζει στον Έφορο κάθε βιβλίο ή άλλο έγγραφο και δίδει κάθε πληροφορία ή βοήθεια σε σχέση με τη διεξαγωγή έρευνας, σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στον παρόντα Νόμο.
(3) Ο Έφορος δύναται, και οφείλει εάν κληθεί προς τούτο από τον Υπουργό, να υποβάλει προς αυτόν έκθεση αναφορικά με διεξαχθείσα έρευνα.
(4) Ο Υπουργός δύναται να παραδώσει αντίγραφο της εις το εδάφιο (3) προβλεπόμενης έκθεσης στη Διαχειριστική Επιτροπή ή τα μέλη του Ταμείου ή τους αιτητές της έρευνας.
43.-(1) Ο Έφορος δύναται να μεταβιβάζει γραπτώς σε οποιοδήποτε επιθεωρητή, ο οποίος διορίζεται βάσει του άρθρου 69 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, την άσκηση οποιασδήποτε εξουσίας και την εκτέλεση οποιουδήποτε καθήκοντος που ο παρών Νόμος ή οι Κανονισμοί ή οι οδηγίες χορηγούν ή αναθέτουν, αντίστοιχα, στον Έφορο.
Σε περίπτωση τέτοιας μεταβίβασης, ο Έφορος διατηρεί την εξουσία να ασκεί ούτως μεταβιβαζόμενη εξουσία και να εκτελεί ούτως μεταβιβαζόμενο καθήκον, από και κατά τη διάρκεια της εν λόγω μεταβίβασης.
(2) Ο Έφορος δύναται να τροποποιεί και να ανακαλεί μεταβίβαση που έκανε δυνάμει του εδαφίου (1), με γραπτή ειδοποίηση προς τον επιθεωρητή στον οποίο έγινε η μεταβίβαση.
(3) Σε περίπτωση που δυνάμει του παρόντος άρθρου τόσο ο Έφορος όσο και επιθεωρητής ταυτόχρονα ασκούν την ίδια εξουσία ή εκτελούν το ίδιο καθήκον, ο επιθεωρητής λαμβάνει τα δέοντα μέτρα έτσι ώστε να μην ασκεί την εξουσία ή να εκτελεί καθήκον στα ίδια πραγματικά γεγονότα με τον Έφορο, εκτός εάν ο τελευταίος το επιτρέπει και σύμφωνα με τυχόν οδηγίες του τελευταίου.
(4) Σε περίπτωση που δυνάμει του παρόντος άρθρου επιθεωρητής ασκεί εξουσία ή εκτελεί καθήκον που ο παρών Νόμος ή οι Κανονισμοί ή οδηγίες χορηγούν ή αναθέτουν, αντίστοιχα, στον Έφορο, ο παρών Νόμος και οι Κανονισμοί και οδηγίες εφαρμόζονται ως εάν να είχαν παραχωρήσει ρητά την εν λόγω εξουσία στο ασκούν αυτήν πρόσωπο και είχαν αναθέσει ρητά το εν λόγω καθήκον στο εκτελούν αυτό πρόσωπο.
(5) Κάθε επιθεωρητής είναι εφοδιασμένος με πιστοποιητικό διορισμού του, το οποίο και επιδεικνύει, αν του ζητηθεί, όταν ζητά να εισέλθει σε οποιοδήποτε υποστατικό ή άλλο τόπο για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, των Κανονισμών και οδηγιών.