ΜΕΡΟΣ VI ΑΠΟΘΕΜΑΤΙΚΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ, ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΕΣ, ΘΕΜΑΤΟΦΥΛΑΚΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΣΥΝΟΡΙΑΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ
Τεχνικά αποθεματικά του Ταμείου

33.-(1) Κάθε Ταμείο διαθέτει ανά πάσα στιγμή, για το σύνολο των συνταξιοδοτικών σχεδίων του, τα απαιτούμενα ποσά παθητικού που αντιστοιχούν στις οικονομικές υποχρεώσεις του, οι οποίες προκύπτουν από το σύνολο των συνταξιοδοτικών υποχρεώσεων του με βάση τους κανόνες λειτουργίας του κάθε σχεδίου.

(2) Το Ταμείο, το οποίο παρέχει κάλυψη κατά των βιομετρικών κινδύνων ή εγγυάται είτε την απόδοση των επενδύσεων είτε ένα συγκεκριμένο ύψος παροχών, συνιστά επαρκή τεχνικά αποθεματικά για την πλήρη κάλυψη των σχεδίων τα οποία διαχειρίζεται.

(3) Ο υπολογισμός των εν λόγω τεχνικών αποθεματικών πραγματοποιείται κάθε έτος με ημερομηνία εκτίμησης τη λήξη του οικονομικού έτους:

Νοείται ότι ο υπολογισμός επιτρέπεται να γίνεται ανά τριετία υπό την προϋπόθεση ότι το Ταμείο παρέχει κάθε έτος, κατά το μεσοδιάστημα, προς τα μέλη και στον Έφορο πιστοποίηση ή έκθεση με ημερομηνία εκτίμησης τη λήξη του οικονομικού έτους, η οποία αντανακλά την αναπροσαρμοσμένη εξέλιξη των εν λόγω αποθεματικών και τις μεταβολές των καλυπτόμενων κινδύνων.

(4) Ο υπολογισμός των τεχνικών αποθεματικών διενεργείται και βεβαιώνεται από αναλογιστή ή, όπου αυτό είναι αδύνατο, από ελεγκτή ή άλλο πρόσωπο που κατέχει εξειδικευμένες γνώσεις και το οποίο ο Έφορος εγκρίνει ως κατάλληλο, αλλά πάντοτε στη βάση αναλογιστικών μεθόδων αναγνωρισμένων στη Δημοκρατία, οι οποίες τηρούν τουλάχιστον τις ακόλουθες αρχές:

(α) το ελάχιστο ποσό των τεχνικών αποθεματικών υπολογίζεται με επαρκώς συνετή αναλογιστική εκτίμηση, λαμβανομένων υπόψη όλων των υποχρεώσεων παροχών και εισφορών, σύμφωνα με τους συνταξιοδοτικούς διακανονισμούς του Ταμείου∙ το ποσό αυτό πρέπει να επαρκεί για να εξακολουθούν να καταβάλλονται οι ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις και λοιπές παροχές, και αντικατοπτρίζει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τα δεδουλευμένα συνταξιοδοτικά δικαιώματα των μελών∙ οι οικονομικές και αναλογιστικές παραδοχές που επιλέγονται για την εκτίμηση των υποχρεώσεων επιλέγονται με σύνεση, λαμβάνοντας υπόψη, όπου τούτο είναι εφαρμόσιμο, ένα επαρκές περιθώριο ανεπιθύμητων αποκλίσεων∙

(β) τα μέγιστα χρησιμοποιούμενα επιτόκια επιλέγονται με σύνεση και ορίζονται σύμφωνα με τους οικείους νομοθετικούς κανόνες που ισχύουν στη Δημοκρατία∙ για τον καθορισμό των επιτοκίων λαμβάνονται υπόψη-

(i) η απόδοση των αντίστοιχων στοιχείων του ενεργητικού του Ταμείου, καθώς επίσης και οι μελλοντικές αποδόσεις των επενδύσεων, ή/και

(ii) οι αποδόσεις των αγορών για κρατικά ομόλογα ή ομόλογα τα οποία φέρουν χαμηλό επενδυτικό κίνδυνο και θεωρούνται υψηλής ποιότητας·

(γ) οι βιομετρικοί πίνακες που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των τεχνικών αποθεματικών βασίζονται σε συνετές αρχές, όσον αφορά τα βασικά χαρακτηριστικά των προς συνταξιοδότηση προσώπων αλλά και των συνταξιοδοτικών σχεδίων, και λαμβάνουν ιδιαίτερα υπόψη τα βασικά χαρακτηριστικά και τις αναμενόμενες αλλαγές στους σχετικούς κινδύνους·

(δ) η μέθοδος και η βάση υπολογισμού των τεχνικών αποθεματικών παραμένουν σταθερές από το ένα οικονομικό έτος στο άλλο, ενώ αλλαγές επιτρέπονται σε περίπτωση μεταβολής των νομικών, δημογραφικών ή οικονομικών δεδομένων, πάνω στα οποία βασίστηκαν οι υποθέσεις εργασίας.

(5) Ο Έφορος δύναται, σύμφωνα με τις εκάστοτε οικονομικές εξελίξεις οι οποίες επηρεάζουν τη λειτουργία ενός Ταμείου, να επιβάλλει με απόφασή του πρόσθετες και λεπτομερέστερες απαιτήσεις σε ό,τι αφορά τον υπολογισμό των τεχνικών αποθεματικών, προκειμένου να εξασφαλίσει επαρκώς τα συμφέροντα των μελών και των δικαιούχων.

Χρηματοδότηση των τεχνικών αποθεματικών του Ταμείου

34.-(1) Tο Ταμείο πρέπει να έχει ανά πάσα στιγμή κατάλληλα και επαρκή περιουσιακά στοιχεία για την κάλυψη των τεχνικών αποθεματικών που απαιτούνται για το σύνολο των συνταξιοδοτικών υποχρεώσεών του.

(2)(α) Σε περίπτωση που ο Έφορος διαπιστώνει ότι Ταμείο έχει ανεπαρκή περιουσιακά στοιχεία, δύναται, κατά τα προβλεπόμενα στο παρόν άρθρο, να ζητεί από το Ταμείο να καταρτίσει σχέδιο ανάκαμψης, έτσι ώστε να εξασφαλίσει εκ νέου τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο εδάφιο (1) σε εύλογο χρονικό διάστημα.

(β) Στην περίπτωση της παραγράφου (α)-

(i) το Ταμείο καταρτίζει συγκεκριμένο και πραγματοποιήσιμο σχέδιο ανάκαμψης, προκειμένου να επαναφέρει τα περιουσιακά στοιχεία στο απαιτούμενο ύψος, έτσι ώστε να καλύψει πλήρως και έγκαιρα τα τεχνικά του αποθεματικά·

(ii) το σχέδιο ανάκαμψης υποβάλλεται προς έγκριση στον Έφορο∙ και

(iii) το εγκεκριμένο σχέδιο ανάκαμψης ανακοινώνεται από το Ταμείο στα μέλη ή, όπου είναι εφαρμόσιμο, στους εκπροσώπους τους.

(γ) Κατά την κατάρτιση του σχεδίου ανάκαμψης, λαμβάνεται υπόψη η κατάσταση του συγκεκριμένου Ταμείου και, ειδικότερα, η διάρθρωση των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού του, το διάγραμμα των κινδύνων, το σχέδιο ρευστότητας, το διάγραμμα της ηλικίας των μελών που είναι δικαιούχοι συνταξιοδοτικών παροχών, τα υπό έναρξη συνταξιοδοτικά σχέδια του, καθώς και τα σχέδια για τα οποία το σύστημα χρηματοδότησης μεταβάλλεται -από μη κεφαλαιοποιητικό ή μερικώς κεφαλαιοποιητικό- σε κεφαλαιοποιητικό.

(3) Σε περίπτωση που το Ταμείο τερματίζεται κατά το προβλεπόμενο στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) χρονικό διάστημα, το Ταμείο -

(α) ενημερώνει αμέσως τον Έφορο∙ και

(β) ακολουθεί διαδικασία μεταβίβασης των στοιχείων του ενεργητικού και των αντίστοιχων στοιχείων του παθητικού σε άλλο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ή ανάλογο φορέα, την οποία διαδικασία κοινοποιεί στον Έφορο, και θέτει μια γενική περιγραφή της διαδικασίας τίθεται στη διάθεση των μελών ή, όπου είναι εφαρμόσιμο, των εκπροσώπων τους τηρουμένης της εμπιστευτικότητας.

(4)(α) Σε περίπτωση άσκησης διασυνοριακής δραστηριότητας δυνάμει του άρθρου 39, τα τεχνικά αποθεματικά του Ταμείου πρέπει να μπορούν ανά πάσα στιγμή να χρηματοδοτούν πλήρως το σύνολο των συνταξιοδοτικών σχεδίων που το Ταμείο διαχειρίζεται.

(β) Εάν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου (α), ο Έφορος παρεμβαίνει κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 40.

(γ) Προκειμένου να εξασφαλίζεται η τήρηση της προβλεπόμενης στην παράγραφο (α) απαίτησης, ο Έφορος δύναται να απαιτεί ξεχωριστή παρουσίαση και διαχείριση των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού.

Ρυθμιστικά ίδια κεφάλαια

35.-(1) Ταμείο το οποίο στο πλαίσιο συνταξιοδοτικών σχεδίων αναλαμβάνει το ίδιο, αντί της χρηματοδοτούσας επιχείρησης, την ευθύνη για την κάλυψη βιομετρικών κινδύνων ή εγγυάται ορισμένη απόδοση των επενδύσεων ή ορισμένο ύψος παροχών, διατηρεί πάντοτε, πέραν των τεχνικών αποθεματικών, συμπληρωματικά περιουσιακά στοιχεία προς κάλυψη των πρόσθετων κινδύνων.

(2) Το ύψος των συμπληρωματικών στοιχείων κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (1) είναι ανάλογο με τον κίνδυνο και με το ύψος των βασικών στοιχείων του ενεργητικού που αντιστοιχεί στο πλήρες φάσμα των συνταξιοδοτικών σχεδίων του Ταμείου.

(3) Το ενεργητικό που αναφέρεται στο εδάφιο (2) δεν προορίζεται για την κάλυψη του προβλέψιμου παθητικού, αλλά αποτελεί κεφάλαιο ασφαλείας για την κάλυψη των αποκλίσεων μεταξύ των προβλεπομένων και των πραγματικών δαπανών και κερδών.

(4) Το ελάχιστο ποσό των συμπληρωματικών στοιχείων ενεργητικού περιλαμβανομένων των στοιχείων που το συνθέτουν και του τρόπου υπολογισμού του, το οποίο εφεξής θα αναφέρεται ως “περιθώριο φερεγγυότητας”, καθορίζεται στο Παράρτημα.

Επενδυτικοί κανόνες Ταμείου

36.-(1) Κάθε Ταμείο οφείλει να επενδύει σύμφωνα με τις επιταγές της συνετής διαχείρισης και ιδιαίτερα σύμφωνα με τους ακόλουθους κανόνες:

(α) τα στοιχεία του ενεργητικού επενδύονται με γνώμονα την καλύτερη δυνατή εξυπηρέτηση των συμφερόντων των μελών και των δικαιούχων∙ σε περίπτωση πιθανής σύγκρουσης συμφερόντων, το Ταμείο ή ο φορέας που διαχειρίζεται το χαρτοφυλάκιό του, εξασφαλίζει ότι η επένδυση γίνεται αποκλειστικά προς το συμφέρον των μελών και των δικαιούχων·

(β) τα στοιχεία του ενεργητικού επενδύονται κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η ασφάλεια, ποιότητα, ρευστότητα και κερδοφορία του χαρτοφυλακίου στο σύνολό του∙ το ενεργητικό που προορίζεται για την κάλυψη των τεχνικών αποθεματικών επενδύεται κατά τρόπο προσιδιάζοντα στη φύση και τη διάρκεια των προσδοκώμενων συνταξιοδοτικών παροχών·

(γ) το ενεργητικό επενδύεται πρωτίστως σε οργανωμένες αγορές, ενώ το τμήμα που επενδύεται σε στοιχεία μη εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένες χρηματοοικονομικές αγορές παραμένει, σε κάθε περίπτωση, σε συνετά επίπεδα·

(δ)(i) η επένδυση σε παράγωγα μέσα είναι δυνατή όταν συμβάλλει στη μείωση των επενδυτικών κινδύνων ή διευκολύνει την αποτελεσματική διαχείριση του χαρτοφυλακίου,

(ii) η εκτίμηση των παραγώγων γίνεται με σύνεση, λαμβανομένου υπόψη του αντίστοιχου τμήματος του ενεργητικού, ενώ τα παράγωγα περιλαμβάνονται στην αποτίμηση του ενεργητικού του Ταμείου,

(iii) το Ταμείο αποφεύγει την υπερβολική έκθεση στους κινδύνους του ενός και μοναδικού αντισυμβαλλομένου, καθώς και άλλων πράξεων, με αντικείμενο παράγωγα μέσα·

(ε)(i) τα στοιχεία του ενεργητικού είναι διαφοροποιημένα όπως αρμόζει και κατά τρόπο, έτσι ώστε να αποφεύγεται η υπέρμετρη εξάρτηση από κάποιο συγκεκριμένο επενδυτικό στοιχείο του ή κάποιο συγκεκριμένο εκδότη ή όμιλο επιχειρήσεων, αλλά και η συσσώρευση κινδύνων στο χαρτοφυλάκιο συνολικά,

(ii) οι επενδύσεις σε στοιχεία εκδοθέντα από τον ίδιο εκδότη ή από εκδότες, οι οποίοι ανήκουν στον ίδιο όμιλο, δεν πρέπει να εκθέτουν το Ταμείο σε υπέρμετρη συσσώρευση κινδύνων·

(στ) η επένδυση στη χρηματοδοτούσα επιχείρηση δεν υπερβαίνει το 5% του συνόλου του χαρτοφυλακίου και, όταν η χρηματοδοτούσα επιχείρηση ανήκει σε όμιλο, η επένδυση στις επιχειρήσεις που ανήκουν στον ίδιο όμιλο με τη χρηματοδοτούσα επιχείρηση δεν υπερβαίνει το 10% του χαρτοφυλακίου:

Νοείται ότι, εάν το Ταμείο χρηματοδοτείται από περισσότερες της μίας επιχειρήσεις, η επένδυση του Ταμείου σε μίαν εκάστη χρηματοδοτούσα επιχείρηση γίνεται με σύνεση, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη για προσήκουσα διαφοροποίηση των στοιχείων του ενεργητικού∙

(ζ) οι απαιτήσεις που προβλέπονται στις παραγράφους (ε) και (στ) δεν εφαρμόζονται σε επενδύσεις σε κρατικά ομόλογα.

(1Α) Ο Έφορος, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων των Ταμείων -

(α) Ελέγχει την επάρκεια των διαδικασιών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που εφαρμόζουν τα Ταμεία,

(β) αξιολογεί τη χρησιμοποίηση αναφορών σε αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας που εκδίδονται σύμφωνα με το στοιχείο β) της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 στο πλαίσιο των επενδυτικών πολιτικών τους και

(γ) οσάκις ενδείκνυται, ενθαρρύνει την άμβλυνση του αντίκτυπου των αναφορών αυτών, προκειμένου να μειωθεί η αποκλειστική και μηχανιστική στήριξη σε τέτοιες αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας.

(2) Το Ταμείο δεν δικαιούται να δανείζεται ή να ενεργεί ως εγγυητής υπέρ τρίτων:

Νοείται ότι δανειοληπτικές πράξεις επιτρέπονται , όταν οι εν λόγω πράξεις διενεργούνται με σύνεση και μόνο σε προσωρινή βάση για λόγους ρευστότητας του Ταμείου.

(3) Με εξαίρεση τις εξασφαλίσεις για δανειοληπτικές πράξεις που διενεργούνται σύμφωνα με το εδάφιο (2), οι επενδύσεις του Ταμείου τηρούνται από το Ταμείο αυτό ελεύθερες κάθε υποθήκης, επιβάρυνσης, δέσμευσης ή δικαιώματος επισχέσεως.

(4) Το Ταμείο δύναται να επενδύει στις κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων που επιλέγει.

(5) Τηρουμένου του άρθρου 24, οι επενδυτικές αποφάσεις του Ταμείου δεν υπόκεινται σε προηγούμενη έγκριση ή υποχρεωτική γνωστοποίηση, εκτός όπου αυτό απαιτείται από τους κανόνες λειτουργίας του Ταμείου.

(6)(α) Κάθε Ταμείο δύναται να επενδύει μέχρι 70% του ενεργητικού που καλύπτει τα τεχνικά αποθεματικά ή του συνολικού χαρτοφυλακίου, για συνταξιοδοτικά σχέδια, στα οποία τα μέλη φέρουν τον κίνδυνο επενδύσεων, σε μετοχές, διαπραγματεύσιμα αξιόγραφα εξομοιούμενα προς μετοχές και σε εταιρικά ομόλογα εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένες αγορές, καθώς και να αποφασίζει για το μερίδιο των εν λόγω αξιογράφων στο επενδυτικό χαρτοφυλάκιο:

Νοείται ότι, εφόσον δικαιολογείται από πλευράς συνετής διαχείρισης, ο Έφορος δύναται να επιβάλλει με απόφασή του χαμηλότερο όριο σε Ταμείο που καταβάλλει συνταξιοδοτικές παροχές με εγγύηση μακροπρόθεσμων επιτοκίων, φέρει τον επενδυτικό κίνδυνο και παρέχει το ίδιο αυτή την εγγύηση.

(β) Κάθε Ταμείο επιτρέπεται να επενδύει μέχρι 30% του ενεργητικού που καλύπτει τα τεχνικά αποθεματικά σε στοιχεία ενεργητικού εκπεφρασμένα σε νομίσματα διαφορετικά από εκείνα στα οποία είναι εκπεφρασμένες οι υποχρεώσεις του.

(γ) Κάθε Ταμείο επιτρέπεται να επενδύει σε επιχειρηματικά κεφάλαια.

(7)(α) Κανένα δάνειο οποιασδήποτε μορφής δεν χορηγείται από Ταμείο προς χρηματοδοτούσα επιχείρηση και οποιοδήποτε τέτοιο δάνειο είναι άκυρο.

(β) Οι κανόνες λειτουργίας Ταμείου Προνοίας δύνανται να προβλέπουν για τη χορήγηση δανείου σε μέλος για τους σκοπούς και υπό τους όρους και προϋποθέσεις που καθορίζονται με Κανονισμούς.

(8) Τηρουμένων των εδαφίων (1) έως (7), ο Έφορος με οδηγίες του δύναται να απαιτεί αναλυτικότερες ρυθμίσεις για τα θέματα που καθορίζονται στο εδάφιο (6), συμπεριλαμβανομένων ποσοτικών κανόνων, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές δικαιολογούνται από άποψη συνετής διαχείρισης ώστε να καθίσταται εμφανές το πλήρες φάσμα των συνταξιοδοτικών σχεδίων που διαχειρίζεται το Ταμείο.

(9) Ο Έφορος με οδηγίες του δύναται να μειώνει οποιοδήποτε ποσοστό που προβλέπεται στο εδάφιο (6), αναφορικά με τα Ταμεία που αναφέρονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 3.

Λοιποί επενδυτικοί κανόνες σε περίπτωση διασυνοριακής δραστηριότητας Ταμείου

37.-(1) Σε περίπτωση διασυνοριακής δραστηριότητας κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 39, ο Έφορος ενεργώντας ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής απαιτεί από Ταμείο κράτους μέλους την τήρηση των κανόνων που αναφέρονται στο εδάφιο (2):

Νοείται ότι οι κανόνες αυτοί εφαρμόζονται μόνο στο τμήμα του ενεργητικού του Ταμείου κράτους μέλους που αντιστοιχεί στις δραστηριότητες που πραγματοποιούνται στη Δημοκρατία.

(2)(α) Ταμείο κράτους μέλους είτε δεν επενδύει άνω του 30% του εν λόγω τμήματος του ενεργητικού σε μετοχές, άλλα αξιόγραφα εξομοιούμενα προς μετοχές και χρεόγραφα μη εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά, είτε επενδύει τουλάχιστον 70% του εν λόγω τμήματος του ενεργητικού σε μετοχές, άλλα αξιόγραφα εξομοιούμενα προς μετοχές και χρεόγραφα εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά·

(β) Ταμείο κράτους μέλους δεν επενδύει άνω του 5% του εν λόγω τμήματος του ενεργητικού σε μετοχές και άλλα αξιόγραφα εξομοιούμενα προς μετοχές, ομολογίες, χρεόγραφα και άλλα μέσα της χρηματαγοράς και της κεφαλαιαγοράς εκδιδόμενα από την ίδια επιχείρηση και άνω του 10% του εν λόγω τμήματος του ενεργητικού σε μετοχές και άλλα αξιόγραφα εξομοιούμενα προς μετοχές, ομόλογα, χρεόγραφα και άλλα μέσα της χρηματαγοράς και της κεφαλαιαγοράς εκδιδόμενα από επιχειρήσεις που ανήκουν σε έναν και μόνο όμιλο·

(γ) Ταμείο κράτους μέλους δεν επενδύει άνω του 30% του εν λόγω τμήματος του ενεργητικού σε επενδυτικά προϊόντα εκπεφρασμένα σε νομίσματα διαφορετικά από αυτά στα οποία είναι εκπεφρασμένες οι υποχρεώσεις του.

(3) Οι κανόνες του εδαφίου (2) εφαρμόζονται μόνον εφόσον οι ίδιοι κανόνες εφαρμόζονται και στα Ταμεία που εδρεύουν στη Δημοκρατία.

(4) Για τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις των εδαφίων (1) έως (3), ο Έφορος δύναται να απαιτεί το διαχωρισμό των στοιχείων του ενεργητικού.

Διαχειριστής επενδύσεων και θεματοφύλακας

38.-(1) Κάθε Ταμείο επιτρέπεται να ορίζει για τη διαχείριση του επενδυτικού του χαρτοφυλακίου, επενδυτικούς διαχειριστές εγκατεστημένους σε άλλο κράτος μέλος και έχοντες τη νενομισμένη άδεια βάσει της νομοθεσίας του κράτους μέλους της καταγωγής τους που είναι εναρμονισμένη με τις Οδηγίες 2002/83/ΕΚ, 2004/39/ΕΚ, 2006/48/ΕΚ, 2009/65/ΕΚ και 2011/61/ΕΕ.

(2)(α) Για την προστασία των στοιχείων του ενεργητικού του, κάθε Ταμείο επιτρέπεται να διορίζει θεματοφύλακες που εδρεύουν σε άλλο κράτος μέλος και που έχουν λάβει σχετική άδεια θεματοφύλακα από το εν λόγω κράτος μέλος καταγωγής τους, βάσει νομοθεσίας που είναι εναρμονισμένη με τις Οδηγίες 2004/39/ΕΚ ή 2006/48/ΕΚ ή οι οποίοι έχουν άδεια θεματοφύλακα κατά το νομοθέτημα του κράτους μέλους καταγωγής τους που εναρμονίζεται με την Οδηγία 2009/65/ΕΚ.

(β) Ο Έφορος δύναται να επιβάλλει στο Ταμείο, όταν κρίνει αναγκαία την προστασία των στοιχείων του ενεργητικού του, τον υποχρεωτικό διορισμό θεματοφύλακα.

(3) Ο Έφορος δύναται να απαγορεύει, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 40, την ελεύθερη διάθεση των στοιχείων του ενεργητικού που κατέχει διαχειριστής ή θεματοφύλακας εντός της Δημοκρατίας, κατόπιν σχετικής αίτησης του κράτους μέλους καταγωγής του Ταμείου.

Διασυνοριακές δραστηριότητες

39.-(1)(α) Τηρουμένης της ισχύουσας κοινωνικής και εργατικής νομοθεσίας σε θέματα οργάνωσης των συνταξιοδοτικών σχεδίων, συμπεριλαμβανομένης της υποχρεωτικής συμμετοχής σε αυτά και των αποτελεσμάτων των συλλογικών διαπραγματεύσεων, επιχειρήσεις στη Δημοκρατία επιτρέπεται να χρηματοδοτούν Ταμείο κράτους μέλους.

(β) Κάθε Ταμείο δικαιούται να δεχθεί χρηματοδότηση από επιχείρηση άλλου κράτους μέλους.

(2)(α) Ταμείο, το οποίο επιθυμεί να δεχθεί χρηματοδότηση από χρηματοδοτούσα επιχείρηση που εδρεύει σε άλλο κράτος μέλος, υπόκειται σε προηγούμενη έγκριση από τον Έφορο, σύμφωνα με το εδάφιο (5) του άρθρου 20.

(β) Όταν το Ταμείο προτίθεται να δεχθεί χρηματοδότηση από νέα χρηματοδοτούσα επιχείρηση άλλου κράτους μέλους, γνωστοποιεί στον Έφορο την πρόθεσή του αυτή παρέχοντας τις ακόλουθες πληροφορίες:

(i) το κράτος μέλος υποδοχής·

(ii) την επωνυμία της χρηματοδοτούσας επιχείρησης·

(iii) τα κύρια χαρακτηριστικά του συνταξιοδοτικού σχεδίου που το Ταμείο θα διαχειρίζεται για λογαριασμό της χρηματοδοτούσας επιχείρησης.

(3)(α) Όταν ο Έφορος ειδοποιηθεί, σύμφωνα με το εδάφιο (2), και εφόσον δεν υπάρχουν λόγοι αμφιβολίας για το αν η διοικητική ή η οικονομική κατάσταση του Ταμείου ή η φήμη και τα επαγγελματικά προσόντα ή η πείρα των διαχειριστών του είναι συμβατά με τις πράξεις των οποίων προτείνεται η διενέργεια στο κράτος μέλος υποδοχής, ο Έφορος ανακοινώνει εντός τριμήνου από τη διενέργεια της προβλεπόμενης στο εδάφιο (2) γνωστοποίησης τις προβλεπόμενες στο ίδιο εδάφιο πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής και ενημερώνει ανάλογα το Ταμείο.

(β) Αν ο Έφορος έχει λόγους αμφιβολίας για το κατά πόσο η διοικητική ή η οικονομική κατάσταση του Ταμείου ή η φήμη και τα επαγγελματικά προσόντα ή η πείρα των διαχειριστών του είναι συμβατά με τις πράξεις, των οποίων προτείνεται η διενέργεια στο κράτος μέλος υποδοχής, αυτός δεν προβαίνει στην ανακοίνωση των πληροφοριών που προβλέπεται στο εδάφιο (2) στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής.

(γ) Ταμείο το οποίο θίγεται από την απόφαση που λαμβάνεται δυνάμει της παραγράφου (β) έχει δικαίωμα να την προσβάλει βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

(4)(α) Όταν το κράτος μέλος υποδοχής είναι η Δημοκρατία, ο Έφορος πληροφορεί τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, πριν το Ταμείο αρχίσει να διαχειρίζεται συνταξιοδοτικό σχέδιο για χρηματοδοτούσα επιχείρηση εγκατεστημένη στη Δημοκρατία και εντός δύο μηνών από την ανακοίνωση που προβλέπεται στο Άρθρο 20, παράγραφος 3, της Οδηγίας 2003/41/ΕΚ, εάν ενδείκνυται, για τις διατάξεις της κοινωνικής και εργατικής νομοθεσίας σχετικά με τις επαγγελματικές συντάξεις οι οποίες τηρούνται κατά τη διαχείριση του συνταξιοδοτικού σχεδίου που χρηματοδοτείται από επιχείρηση στη Δημοκρατία και κάθε διάταξη εφαρμοστέα σύμφωνα με το άρθρο 37 και με το εδάφιο (6) του παρόντος άρθρου.

(β) Ο Έφορος ανακοινώνει στο Ταμείο τις πληροφορίες τις οποίες λαμβάνει από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, όταν η τελευταία τον ενημερώνει σύμφωνα με το Άρθρο 20, παράγραφος 5, της Οδηγίας 2003/41/ΕΚ.

(5) Μόλις το Ταμείο λάβει την ανακοίνωση κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (4) ή αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία διαβίβασης της ανακοίνωσης από τον Έφορο, το Ταμείο δικαιούται να αρχίσει να διαχειρίζεται το συνταξιοδοτικό σχέδιο που χρηματοδοτείται από επιχείρηση στο κράτος μέλος υποδοχής, σύμφωνα με την κοινωνική και εργατική νομοθεσία του κράτους αυτού σχετικά με τις επαγγελματικές συντάξεις και σύμφωνα με κάθε διάταξη εφαρμοστέα βάσει του άρθρου 37 και του εδαφίου (6) του παρόντος άρθρου.

(6) Ταμείο που χρηματοδοτείται από επιχείρηση που είναι εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος, υπόκειται, για τα αντίστοιχα μέλη, στις απαιτήσεις παροχής πληροφοριών που επιβάλλουν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής σε Ταμεία εγκατεστημένα στο εν λόγω κράτος μέλος, σύμφωνα με τη νομοθεσία που είναι εναρμονισμένη με το Άρθρο 11 της Οδηγίας 2003/41/ΕΚ.

(7) Όταν το κράτος μέλος υποδοχής είναι η Δημοκρατία, ο Έφορος ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του Ταμείου για κάθε σημαντική μεταβολή των διατάξεων της εργατικής και κοινωνικής νομοθεσίας στη Δημοκρατία σχετικά με τα σχέδια επαγγελματικής σύνταξης, που μπορεί να επηρεάσει τα χαρακτηριστικά του συνταξιοδοτικού σχεδίου, κατά το μέρος εκείνο που αφορά τη λειτουργία του συνταξιοδοτικού σχεδίου που χρηματοδοτείται από επιχείρηση στη Δημοκρατία και για κάθε διάταξη εφαρμοστέα βάσει του άρθρου 37 και του εδαφίου (6) του παρόντος άρθρου.

(8)(α) Κάθε Ταμείο κράτους μέλους υπόκειται σε συνεχή έλεγχο από τον Έφορο, όσον αφορά τη συμμόρφωση των δραστηριοτήτων του Ταμείου με τις απαιτήσεις της εργατικής και κοινωνικής νομοθεσίας στη Δημοκρατία σχετικά με τις επαγγελματικές συντάξεις, κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (4), καθώς και με τις απαιτήσεις παροχής πληροφοριών κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (6).

(β) Εφόσον, κατά τον έλεγχο που αναφέρεται στην παράγραφο (α), προκύψουν παρατυπίες, ο Έφορος ενημερώνει αμέσως την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής και συντονίζεται με αυτήν για τη λήψη των απαραίτητων μέτρων από την τελευταία προκειμένου το Ταμείο να συμμορφωθεί προς τις διατάξεις της εργατικής και κοινωνικής νομοθεσίας της Δημοκρατίας.

(9) Εάν, παρά τη λήψη από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής των μέτρων ή ελλείψει κατάλληλων μέτρων στο κράτος μέλος καταγωγής, το Ταμείο εξακολουθεί να παραβιάζει οποιαδήποτε ισχύουσα διάταξη της κοινωνικής και εργατικής νομοθεσίας στη Δημοκρατία σχετικά με τα συνταξιοδοτικά σχέδια, ο Έφορος δύναται, αφού ενημερώσει τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, να λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να προληφθούν ή να μην προκύπτουν περαιτέρω κολάσιμες παραβάσεις και δύναται, εάν κρίνεται απολύτως αναγκαίο, να απαγορεύει στο εν λόγω Ταμείο κράτους μέλους να λειτουργεί στη Δημοκρατία για λογαριασμό της χρηματοδοτούσας επιχείρησης.

(10) Ο Έφορος ενημερώνει την ΕΑΑΕΣ σύμφωνα με το Άρθρο 20, παράγραφος 11, της Οδηγίας 2003/41/ΕΚ.