41.-(1) Το παρόν Μέρος εφαρμόζεται ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε άλλες σχετικές διατάξεις περί εργοδότησης ναυτικών επί πλοίων που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία της Δημοκρατίας.
(2) Για τους σκοπούς του παρόντος Μέρους, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
“BIMCO” σημαίνει το Βαλτικό και Διεθνές Ναυτιλιακό Συμβούλιο·
“διαχειριστής πληρώματος” σημαίνει το διαχειριστή πληρώματος ο οποίος παρέχει υπηρεσίες διαχείρισης πληρώματος·
“επαναπατρισμός” σημαίνει, σε σχέση με τα μέλη που βρίσκονται πάνω στο πλοίο, τον επαναπατρισμό του εν λόγω μέλους από λιμένα ή λιμενική εγκατάσταση από όπου αυτό είναι εφικτό και περιλαμβάνει λιμένα ή λιμενική εγκατάσταση μέσα σε περιοχή υψηλού κινδύνου·
“επάνοδο στο πλοίο” σημαίνει, σε σχέση με τα μέλη που δικαιολογημένα απουσιάσαν ή απουσιάζουν από αυτό, την επιβίβαση των εν λόγω μελών στο πλοίο σε λιμένα ή λιμενική εγκατάσταση από όπου αυτό είναι εφικτό και περιλαμβάνει λιμένα ή λιμενική ή υπεράκτια εγκατάσταση μέσα σε περιοχή υψηλού κινδύνου·
“ιατρική εξέταση” σημαίνει την ιατρική εξέταση που απαιτείται για την έκδοση πιστοποιητικού ιατρικής εξέτασης δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 10 του περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Ιατρική Εξέταση Ναυτικών και Έκδοση Πιστοποιητικών) Νόμου του 2000 ή πιστοποιητικού που αναγνωρίζεται ως ισοδύναμο δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 18 του ως άνω Νόμου·
“ισχύς σύμβασης εργασίας” σημαίνει την περίοδο ισχύος της σύμβασης εργασίας του εν λόγω μέλους του προσωπικού του πλοίου όπως αυτή είχε αμοιβαίως συμφωνηθεί κατά τη σύναψη της σύμβασης ή μεταγενέστερα πριν από την παράνομη πράξη·
“μέλος” ή “μέλη” σημαίνει μέλος ή μέλη του προσωπικού πλοίου·
“μέλος που δικαιολογημένα απουσίασε ή απουσιάζει” σημαίνει το μέλος του προσωπικού του πλοίου που απουσίασε ή απουσιάζει από το πλοίο για οποιονδήποτε από τους λόγους που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 42 του παρόντος Νόμου·
“πλοιοκτήτης” σημαίνει τον πλοιοκτήτη και ανάλογα με την περίπτωση δύναται να περιλαμβάνει και το διαχειριστή πληρώματος·
“σχετική δαπάνη” σημαίνει, αναφορικά με επαναπατρισμό ή επάνοδο στο πλοίο ή ιατρική εξέταση, τη δαπάνη για τον επαναπατρισμό ή την επάνοδο στο πλοίο ή την ιατρική εξέταση και περιλαμβάνει την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, διατροφή, διαμονή, ενδιαίτηση και μεταφορά του εν λόγω μέλους μέχρι τον επαναπατρισμό του ή την επάνοδο του στο πλοίο ή την ολοκλήρωση της ιατρικής εξέτασης και τη μετά από αυτή επαναπατρισμό του ή την επάνοδο του στο πλοίο·
“σύμβαση εργασίας” σημαίνει την ατομική σύμβαση εργασίας που συνάπτεται μεταξύ του πλοιοκτήτη και του εν λόγω μέλους·
“υπηρεσίες διαχείρισης πληρώματος” σημαίνει-
(α) την επιλογή και πρόσληψη του πληρώματος πλοίου, περιλαμβανομένης της διευθέτησης πληρωμών και ασφαλειών του πληρώματος·
(β) τη διασφάλιση ότι οι απαιτήσεις της νομοθεσίας του Κράτους της σημαίας του πλοίου ως επίσης και οποιεσδήποτε σχετικές επιπρόσθετες απαιτήσεις που επιβάλλονται από τον παρόντα Νόμο έχουν ικανοποιηθεί σχετικά με τα επίπεδα επάνδρωσης, βαθμού, προσόντων και πιστοποίησης του πληρώματος και των κανονισμών εργοδότησης, περιλαμβανομένης της φορολογίας πληρώματος, πειθαρχίας και άλλων απαιτήσεων·
(γ) τη διασφάλιση ότι όλα τα μέλη του πληρώματος έχουν υποβληθεί σε ιατρική εξέταση από προσοντούχο ιατρό ο οποίος πιστοποιεί ότι αυτοί είναι κατάλληλοι για τα καθήκοντα για τα οποία έχουν προσληφθεί και ότι έχουν στην κατοχή τους έγκυρα ιατρικά πιστοποιητικά τα οποία έχουν εκδοθεί σύμφωνα με τις απαιτήσεις του Κράτους της σημαίας·
(δ) τη διευθέτηση της μεταφοράς του πληρώματος, περιλαμβανομένου και του επαναπατρισμού·
(ε) την εκπαίδευση του πληρώματος και την επίβλεψη της ικανότητας του·
και δύναται να περιλαμβάνουν οποιαδήποτε άλλα σχετικά καθήκοντα που συνήθως εκτελούνται από το διαχειριστή πλοίου όπως αυτά καθορίζονται από το Πρότυπο της Συμφωνίας Διαχείρισης Πλοίων του BIMCO, όπως αυτό το Πρότυπο εκάστοτε τροποποιείται:
Νοείται ότι η αναφορά σε πλήρωμα περιλαμβάνει αναφορά και στο προσωπικό του πλοίου.
(3) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου, οι διατάξεις του παρόντος Μέρους ισχύουν και εφαρμόζονται, όπως καθορίζει κατά περίπτωση με απόφαση της η Αρμόδια Αρχή, κατά αναλογία σε σχέση με τους επιβαίνοντες που δεν είναι μέλη του προσωπικού του πλοίου, τηρουμένων των διατάξεων-
(α) οποιασδήποτε συμφωνίας μεταξύ αυτών ή του εργοδότη αυτών και του πλοιοκτήτη ή του έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου σε σχέση με την επιβίβαση τους στο, μεταφορά τους από το, και αποβίβαση τους από το, πλοίο· και
(β) οποιουδήποτε νόμου ή/και διεθνούς σύμβασης η οποία επιβάλλει στον πλοίαρχο ή/και το πλοίο υποχρέωση για τη μεταφορά αυτών.
(4) Οι διατάξεις των παραγράφων (α) και (γ) του εδαφίου (1), των εδαφίων (6) έως (9) και της παραγράφου (β) του εδάφιου (10) του άρθρου 53 του παρόντος Νόμου ισχύουν και εφαρμόζονται κατά αναλογία σε σχέση με τους επιβαίνοντες που δεν είναι μέλη του προσωπικού του πλοίου καθώς και σε σχέση με οποιοδήποτε πρόσωπο έχει συλληφθεί ή φυλακισθεί πάνω στο πλοίο δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
42.-(1) Τα μέλη που απουσίαζαν από αυτό κατά τη διάρκεια παράνομης πράξης ή που απουσιάζουν μετά τη λήξη αυτής-
(α) λόγω του ότι υποχρεώθηκαν από τα πρόσωπα που διέπραξαν την παράνομη πράξη να αποβιβαστούν από το πλοίο∙ ή
(β) λόγω του ότι κρατούνταν ή/και κρατούνται εκτός του πλοίου, ή/και παρεμποδιζόταν ή παρεμποδίζεται η επάνοδος τους στο πλοίο∙ ή
(γ) παρότι είχαν ή έχουν αφεθεί ελεύθεροι , ή είχαν ή έχουν διαφύγει από τον έλεγχο των προσώπων που τους υποχρέωσαν να αποβιβαστούν από το πλοίο ή που τους κατακρατούσαν εκτός του πλοίου ή που τους παρεμπόδιζαν να επανέλθουν στο πλοίο, υπό τις περιστάσεις δεν ήταν ή είναι δυνατή η επάνοδος τους στο πλοίο, στον τόπο που αυτό βρισκόταν ή βρίσκεται∙ ή
(δ) παρότι είχαν διαφύγει από το πλοίο κατά τη διάρκεια παράνομης πράξης, υπό τις περιστάσεις δεν ήταν ή δεν είναι δυνατή η επάνοδος τους στο πλοίο στο τόπο που αυτό βρισκόταν ή βρίσκεται∙ ή
(ε) λόγω ασθενείας ή σωματικής βλάβης, ανεξάρτητα από τους λόγους ή το χρόνο της ασθενείας ή της σωματικής βλάβης, και υπό τις περιστάσεις δεν ήταν ή είναι δυνατή η επάνοδος τους στο πλοίο στο τόπο που αυτό βρισκόταν ή βρίσκεται∙ ή
(στ) λόγω άδειας, απουσίας ή/και μετάβασης εκτός του πλοίου και υπό τις περιστάσεις δεν ήταν ή είναι δυνατή η επάνοδος τους στο πλοίο στο τόπο που αυτό βρισκόταν ή βρίσκεται∙
δεν διαπράττουν αδικαιολόγητη απουσία, άρνηση ή παράλειψη να επανέλθουν στο πλοίο ή λιποταξία ή άρνηση ή παράλειψη εκτέλεσης των καθηκόντων τους και οι συμβάσεις εργασίας αυτών παραμένουν σε ισχύ.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 47 και 48 του παρόντος Νόμου και ανεξάρτητα από την ημερομηνία λήξης της ισχύος των συμβάσεων εργασίας των εν λόγω μελών-
(α) ο πλοίαρχος και ο πλοιοκτήτης δε δύνανται να αρνηθούν την επάνοδο στο πλοίο αυτών που δικαιολογημένα απουσιάζουν από αυτό∙ και
(β) τα μέλη που δικαιολογημένα απουσιάζουν από αυτό, έχουν την υποχρέωση να επανέλθουν στο πλοίο με την πρώτη ευκαιρία που τούτο θα είναι υπό τις περιστάσεις δυνατό.
(3) Ο πλοίαρχος του πλοίου και ο πλοιοκτήτης απαλλάσσονται της κατά την παράγραφο (α) του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου υποχρέωσης τους και τα μέλη απαλλάσσονται της κατά την παράγραφο (β) του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου υποχρέωσης τους εφόσον-
(α) έχουν ήδη γίνει διευθετήσεις για τον επαναπατρισμό των εν λόγω μελών ή για την επάνοδο αυτών στο πλοίο σε άλλο μέρος∙ και
(β) η παρουσία των εν λόγω μελών πάνω στο πλοίο δεν απαιτείται, κατά την Αρμόδια Αρχή, μέχρι του κατάπλου αυτού σε λιμένα ή λιμενική εγκατάσταση όπου θα είναι δυνατή η αποκατάσταση των ελλείψεων στη σύνθεση του πληρώματος.
43.-(1) Ο πλοιοκτήτης έχει την υποχρέωση να διασφαλίζει-
(α) σε περίπτωση παράνομης πράξης η οποία δεν έχει ως αποτέλεσμα την παράνομη κατοχή του πλοίου, τον επαναπατρισμό ή την επάνοδο στο πλοίο των μελών που δικαιολογημένα απουσιάζουν από αυτό το συντομότερο δυνατό∙ και
(β) σε περίπτωση παράνομης κατοχής του πλοίου, τον επαναπατρισμό ή την επάνοδο στο πλοίο στο τόπο που αυτό βρίσκεται ή τη μεταφορά σε άλλο κράτος με σκοπό τον από εκεί επαναπατρισμό ή την επάνοδο στο πλοίο των μελών, που δικαιολογημένα απουσιάζουν από αυτό, το συντομότερο δυνατό.
(2)(α) Η αναχώρηση του πλοίου από τον τόπο που αυτό βρίσκεται μετά τη λήξη της παράνομης πράξης, η οποία δεν έχει ως αποτέλεσμα την παράνομη κατοχή του πλοίου, συνιστά εγκατάλειψη των μελών που δικαιολογημένα απουσιάζουν από αυτό, εκτός εάν έχουν ήδη γίνει ή είναι δυνατό υπό τις περιστάσεις να γίνουν διευθετήσεις από τον πλοιοκτήτη για τον επαναπατρισμό αυτών ή για την επάνοδο αυτών στο πλοίο σε άλλο μέρος καθώς και για την κάλυψη από αυτόν της σχετικής δαπάνης και εφόσον-
(i) η επιβίβαση αυτών στο πλοίο δημιουργεί κινδύνους για την ασφάλεια, ή την υγεία, ή τη ζωή αυτών ή των άλλων επιβαινόντων∙ ή
(ii) η παρουσία αυτών πάνω στο πλοίο δεν απαιτείται, κατά την Αρμόδια Αρχή, μέχρι του κατάπλου αυτού σε λιμένα ή λιμενική εγκατάσταση όπου θα είναι δυνατή η αποκατάσταση των ελλείψεων στη σύνθεση του πληρώματος.
(β) Σε περίπτωση που η περαιτέρω παραμονή του πλοίου θέτει ή δύναται να θέσει σε κίνδυνο την ασφάλεια, ή την υγεία, ή τη ζωή των άλλων επιβαινόντων ή την ασφάλεια του πλοίου, το πλοίο δύναται, υπό τις περιστάσεις, να αναχωρήσει το συντομότερο δυνατό εφόσον-
(i) σε περίπτωση που τα εν λόγω μέλη διέφυγαν στην θάλασσα, ο πλοίαρχος του πλοίου έχει ενημερώσει ανάλογα τις αρχές που έχουν αρμοδιότητα για έρευνα και διάσωση στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή∙ και
(ii) ο πλοιοκτήτης έχει προβεί ή προβαίνει στις αναγκαίες διευθετήσεις για τον επαναπατρισμό ή την επάνοδο στο πλοίο το συντομότερο δυνατό των μελών που δικαιολογημένα απουσιάζουν από αυτό καθώς και για την κάλυψη της σχετικής δαπάνης∙ και
(iii) ο πλοιοκτήτης ενημερώσει την Αρμόδια Αρχή ως προς τούτο το συντομότερο δυνατό.
(3) Η αναχώρηση του πλοίου μετά τη λήξη της παράνομης κατοχής του συνιστά, σε περίπτωση που ο πλοιοκτήτης αρνείται να υλοποιήσει τις κατά την παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου υποχρεώσεις του, εγκατάλειψη των μελών που απουσιάζουν από αυτό λόγω του ότι-
(α) κατακρατούνταν εκτός του πλοίου∙ ή
(β) παρεμποδίζεται η επάνοδος αυτών στο πλοίο πριν την αναχώρηση του πλοίου∙ ή
(γ) παρεμποδίζεται η μεταφορά αυτών σε άλλο κράτος∙
από αυτούς που διέπραξαν την παράνομη πράξη ή από άλλους.
44.-(1) Τόσο ο πλοιοκτήτης όσο και ο πλοίαρχος του πλοίου δε δύναται να καταγγείλει τις συμβάσεις εργασίας με τα μέλη κατά τη διάρκεια της-
(α) παράνομης πράξης ή μετά από αυτή μέχρι τον κατάπλου του πλοίου σε λιμένα ή λιμενική εγκατάσταση από όπου είναι δυνατός ο επαναπατρισμός και η αντικατάσταση αυτών∙ ή
(β) περιόδου που το εν λόγω μέλος δικαιολογημένα απουσίασε ή απουσιάζει από το πλοίο.
(2) Τα μέλη δε δύνανται να καταγγείλουν τις συμβάσεις εργασίας κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε από τις περιόδους που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου.
(3) Τα μέλη που δεν αιτήθηκαν δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 47 του παρόντος Νόμου να επαναπατριστούν πριν την είσοδο του πλοίου σε περιοχή υψηλού κίνδυνου, δε δύνανται να καταγγείλουν τις συμβάσεις εργασίας κατά τη διάρκεια της διέλευσης του πλοίου διαμέσου ή της παραμονής αυτού μέσα σε περιοχή υψηλού κινδύνου, ή του κατάπλου αυτού σε λιμένα ή λιμενική ή υπεράκτια εγκατάσταση που βρίσκεται μέσα σε περιοχή υψηλού κινδύνου, εκτός εάν συντρέχουν λόγοι μη σχετιζόμενοι με την ασφάλεια του πλοίου.
45.-(1) Η ισχύς των συμβάσεων εργασίας των μελών που λήγουν, ενώ το εν λόγω μέλος βρίσκεται πάνω στο πλοίο, κατά τη διάρκεια-
(α) της παράνομης πράξης∙ ή
(β) μετά από αυτή μέχρι τον κατάπλου του πλοίου σε λιμένα ή λιμενική εγκατάσταση από όπου είναι δυνατός ο επαναπατρισμός τους και η αντικατάσταση αυτών∙
παρατείνεται μέχρι τον επαναπατρισμό τους, εκτός εάν αμοιβαίως συμφωνηθεί, μετά τη λήξη της παράνομης πράξης, η περαιτέρω παράταση της ισχύος της σύμβασης εργασίας του εν λόγω μέλους.
(2) Η ισχύς των συμβάσεων εργασίας των μελών που λήγουν κατά την περίοδο που το εν λόγω μέλος δικαιολογημένα απουσιάζει από το πλοίο παρατείνεται μέχρι τον επαναπατρισμό του, εκτός εάν αμοιβαίως συμφωνηθεί η επάνοδος του εν λόγω μέλους στο πλοίο και η περαιτέρω παράταση της ισχύος της σύμβασης εργασίας αυτού.
46.- O πλοιοκτήτης έχει την υποχρέωση να καταβάλλει στα μέλη-
(1) κατά τη διάρκεια της παράνομης πράξης και ανεξάρτητα από το εάν το εν λόγω μέλος δικαιολογημένα απουσίασε ή απουσιάζει από το πλοίο, τα κατά περίπτωση και σύμφωνα με τη σύμβαση εργασίας συμφωνηθέντα∙ και
(2) μετά τη λήξη της παράνομης πράξης, εάν το εν λόγω μέλος δικαιολογημένα απουσίασε ή απουσιάζει από το πλοίο, τα κατά περίπτωση και σύμφωνα με τη σύμβαση εργασίας συμφωνηθέντα, μέχρι τον επαναπατρισμό του ή την επάνοδο του στο πλοίο.
47.-(1) Τα μέλη δύνανται-
(α) όταν επικείμενα ταξίδια του πλοίου θα περιλαμβάνουν διέλευση του πλοίου διαμέσου ή παραμονή αυτού μέσα σε γεωγραφική περιοχή εντός περιοχής υψηλού κινδύνου, ή κατάπλου αυτού σε λιμένα ή λιμενική ή υπεράκτια εγκατάσταση που βρίσκεται μέσα σε γεωγραφική περιοχή εντός περιοχής υψηλού κινδύνου, πριν την είσοδο του πλοίου σε περιοχή υψηλού κινδύνου∙ ή
(β) μετά τη λήξη παράνομης πράξης και εφόσον δεν απουσιάζουν από το πλοίο∙
να υποβάλουν στον πλοιοκτήτη αίτηση με την οποία να ζητούν να επαναπατριστούν, ανεξάρτητα από την ημερομηνία λήξης της ισχύος των συμβάσεων εργασίας:
Νοείται ότι-
(i) η φράση “γεωγραφική περιοχή εντός περιοχής υψηλού κινδύνου” σημαίνει τις γεωγραφικές περιοχές που καθορίζονται στο Πρώτο Παράρτημα για τους σκοπούς των διατάξεων της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου∙
(ii) τα μέλη έχουν την υποχρέωση να εξασκούν το κατά την παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου δικαίωμα και να πληροφορούν ως προς τούτο το πλοίαρχο και τον πλοιοκτήτη έγκαιρα και να παρέχουν στον πλοιοκτήτη χρόνο ούτως ώστε αυτός να δύναται να προβαίνει στην έγκαιρη αντικατάσταση των∙
(iii) τα μέλη δε δύνανται να εξασκήσουν το κατά την παράγραφο (α) δικαίωμα του παρόντος εδαφίου μετά την είσοδο ή κατά τη διάρκεια της παραμονής του πλοίου σε περιοχή υψηλού κινδύνου∙
(iv) ο πλοιοκτήτης, με την έγκριση της Αρμόδιας Αρχής, δύναται, σε περίπτωση που υπό τις περιστάσεις δεν είναι δυνατή η έγκαιρη αντικατάσταση μέλους που εξάσκησε το κατά την παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου δικαίωμα του, να αρνηθεί να προβεί σε επαναπατρισμό του μέλους.
(2) Μέλη που απουσιάζουν από πλοίο-
(α) για οποιονδήποτε από τους λόγους που αναφέρονται στην παράγραφο (α) και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 42 του παρόντος Νόμου, μετά τη λήξη της κατακράτησης τους∙ ή
(β) για οποιονδήποτε από τους λόγους που αναφέρονται στις παραγράφους (γ) έως (στ) του εδαφίου (1) του άρθρου 42 του παρόντος Νόμου, όταν αυτό είναι υπό τις περιστάσεις δυνατό∙
δύνανται να υποβάλουν αίτηση στον πλοιοκτήτη με την οποία να ζητούν να επαναπατριστούν, ανεξάρτητα από την ημερομηνία λήξης της ισχύος των συμβάσεων εργασίας.
(3)(α) Μέλη τα οποία έχουν αιτηθεί να επαναπατριστούν δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) ή του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου έχουν την υποχρέωση να υποβληθούν σε ιατρική εξέταση το συντομότερο δυνατό και κατά προτίμηση πριν τον επαναπατρισμό τους και ο πλοιοκτήτης έχει την υποχρέωση να καλύψει τη σχετική δαπάνη.
(β) Σε περίπτωση που το εν λόγω μέλος αρνείται να υποβληθεί σε ιατρική εξέταση, η Αρμόδια Αρχή δύναται και έχει εξουσία να απαλλάξει τον πλοιοκτήτη ολικώς ή μερικώς από τις, κατά την παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 49 του παρόντος Νόμου ή/και του εδαφίου (3) του άρθρου 52 του παρόντος Νόμου, υποχρεώσεις του προς το εν λόγω μέλος, από την ημερομηνία επαναπατρισμού αυτού. Σε τέτοια περίπτωση η Αρμόδια Αρχή έχει την υποχρέωση να κοινοποιήσει την απόφαση της στο εν λόγω μέλος.
(γ) Η Αρμόδια Αρχή, εάν το κρίνει σκόπιμο και λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα της κάθε περίπτωσης καθώς και τις κατά τόπους δυνατότητες ικανοποιητικής τήρησης των διατάξεων του περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Ιατρική Εξέταση Ναυτικών και Έκδοση Πιστοποιητικών) Νόμου του 2000, δύναται και έχει εξουσία να καθορίζει άλλη από την κατά την παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου προθεσμία για τη διενέργεια της ιατρικής εξέτασης.
(4) Η αίτηση μέλους για επαναπατρισμό δυνάμει των διατάξεων των εδάφιων (1) ή (2) του παρόντος άρθρου δεν συνιστά καταγγελία από το εν λόγω μέλος της σύμβασης εργασίας και θεωρείται ως επαναπατρισμός αυτού λόγω επικειμένης λήξης ή λήξης της σύμβασης εργασίας αμοιβαία συναινέσει.
(5) Ο πλοιοκτήτης έχει την υποχρέωση-
(α) να διευθετεί τον επαναπατρισμό των μελών που αιτήθηκαν τούτο δυνάμει των διατάξεων των εδαφίων (1) ή (2) του παρόντος άρθρου το συντομότερο δυνατό με την πρώτη ευκαιρία που το εν λόγω μέλος δύναται να ταξιδεύσει∙ και
(β) να καλύψει τη σχετική δαπάνη.
48.-(1) Μέλη που απουσιάζουν από πλοίο-
(α) για οποιονδήποτε από τους λόγους που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 42 του παρόντος Νόμου, μετά τη λήξη της κατακράτησης τους∙ ή
(β) για οποιονδήποτε από τους λόγους που αναφέρονται στις παραγράφους (γ) έως (στ) του εδαφίου (1) του άρθρου 42 του παρόντος Νόμου, όταν αυτό είναι υπό τις περιστάσεις δυνατό∙
δύνανται να υποβάλουν αίτηση στον πλοιοκτήτη με την οποία να ζητούν να επανέλθουν στο πλοίο.
(2)(α) Μέλη τα οποία έχουν αιτηθεί να επανέλθουν στο πλοίο δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου έχουν την υποχρέωση να υποβληθούν σε ιατρική εξέταση και να εξασφαλίσουν πιστοποιητικό ιατρικής εξέτασης το συντομότερο δυνατό και κατά προτίμηση πριν την εξέταση της αίτησης τους για επάνοδο στο πλοίο και ο πλοιοκτήτης έχει την υποχρέωση να καλύψει τη σχετική δαπάνη.
(β) Η Αρμόδια Αρχή, εφόσον ικανοποιείται ότι δεν τίθεται σε κίνδυνο η ασφάλεια ή η υγεία ή η ζωή των εν λόγω μελών ή των άλλων επιβαινόντων ή η ασφάλεια του πλοίου και εάν το κρίνει σκόπιμο και λαμβάνοντας υπόψη-
(i) τα δεδομένα της κάθε περίπτωσης∙ και
(ii) τις κατά τόπους δυνατότητες ικανοποιητικής τήρησης των διατάξεων του περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Ιατρική Εξέταση Ναυτικών και Έκδοση Πιστοποιητικών) Νόμου∙
δύναται και έχει εξουσία να καθορίζει άλλη από την κατά την παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου προθεσμία για τη διενέργεια της ιατρικής εξέτασης.
(3) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4) και με επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (6) του παρόντος άρθρου, ο πλοιοκτήτης έχει την υποχρέωση, εφόσον η κατά την παράγραφο (α) του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου ιατρική εξέταση δεν επιβάλλει διαφορετικά-
(α) να διευθετεί την επάνοδο στο πλοίο των μελών που αιτήθηκαν τούτο δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου το συντομότερο δυνατό με την πρώτη ευκαιρία που το εν λόγω μέλος δύναται να ταξιδεύσει∙ και
(β) να καλύψει τη σχετική δαπάνη.
(4) Ο πλοιοκτήτης δύναται, εφόσον, με βάση την κατά την παράγραφο (α) του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου ιατρική εξέταση, δεν ενδείκνυται η συνέχιση της εργασίας πάνω στο πλοίο των μελών που αιτήθηκαν να επανέλθουν στο πλοίο δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας με όλα ή με οποιονδήποτε από τα εν λόγω μέλη. Σε τέτοια περίπτωση ο πλοιοκτήτης έχει την υποχρέωση-
(α) να διευθετεί τον επαναπατρισμό του εν λόγω μέλους το συντομότερο δυνατό, με την πρώτη ευκαιρία που το εν λόγω μέλος δύναται να ταξιδεύσει και να καλύψει τη σχετική δαπάνη∙ και
(β) να καταβάλει σε αυτά αποζημίωση ίση με δυο μηνιαίους μισθούς ή το ποσό που αναφέρεται στη σύμβαση εργασίας του εν λόγω μέλους ως αποζημίωση, σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης εργασίας από την πλευρά του πλοιοκτήτη, εάν αυτό είναι μεγαλύτερο.
(5)(α) Μέλος έχει την υποχρέωση, σε περίπτωση που-
(i) με βάση την κατά την παράγραφο (α) του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου ιατρική εξέταση, η επάνοδος του στο πλοίο δεν ενδείκνυται∙ ή
(ii) επανήλθε στο πλοίο πριν, από την κατά την παράγραφο (α) του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου, ιατρική εξέταση εάν με βάση την εξέταση αυτή η συνέχιση της εργασίας του πάνω στο πλοίο δεν ενδείκνυται∙ ή
(iii) αρνείται να υποβληθεί στην κατά την παράγραφο (α) του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου ιατρική εξέταση∙
να αποδεχτεί να επαναπατριστεί με την πρώτη ευκαιρία που το εν λόγω μέλος δύναται να ταξιδεύσει και σε τέτοια περίπτωση ο πλοιοκτήτης έχει τις υποχρεώσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (4) του παρόντος άρθρου.
(β) Η Αρμόδια Αρχή δύναται και έχει εξουσία, σε περίπτωση που το εν λόγω μέλος αρνείται να υποβληθεί στην κατά την παράγραφο (β) του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου ιατρική εξέταση, να απαλλάξει τον πλοιοκτήτη, ολικώς ή μερικώς από τις κατά την παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 49 του παρόντος Νόμου ή/και του εδαφίου (3) του άρθρου 52 του παρόντος Νόμου υποχρεώσεις του προς το εν λόγω μέλος, από την ημερομηνία επαναπατρισμού αυτού. Σε τέτοια περίπτωση η Αρμόδια Αρχή έχει την υποχρέωση να κοινοποιήσει την απόφαση της στο εν λόγω μέλος.
(6)(α) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (3) του παρόντος άρθρου και τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (α) του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου, του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου και της παραγράφου (β) του εδαφίου (5) του παρόντος άρθρου ο πλοιοκτήτης δύναται να υποβάλει αίτηση στην Αρμόδια Αρχή με την οποία να ζητεί να του επιτραπεί να καταγγείλει τις συμβάσεις εργασίας με μέλη που αιτήθηκαν να επανέλθουν στο πλοίο δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου και να προβεί στον επαναπατρισμό των εν λόγω μελών.
(β) Η Αρμόδια Αρχή δύναται και έχει εξουσία να εγκρίνει την κατά την παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου αίτηση του πλοιοκτήτη εφόσον κρίνει ότι η παρουσία των εν λόγω μελών πάνω στο πλοίο-
(i) δεν απαιτείται μέχρι τον κατάπλου αυτού σε λιμένα ή λιμενική εγκατάσταση όπου θα είναι δυνατή η αποκατάσταση των ελλείψεων στη σύνθεση του πληρώματος∙ ή
(ii) δεν απαιτείται λόγω του ότι έχουν ήδη αποκατασταθεί οι ελλείψεις στη σύνθεση του πληρώματος που είχαν δημιουργηθεί με την απουσία των από αυτό∙ ή
(iii) δύναται να δημιουργήσει κινδύνους για την ασφάλεια, ή την υγεία, ή τη ζωή αυτών ή των άλλων επιβαινόντων.
Σε τέτοια περίπτωση η Αρμόδια Αρχή έχει την υποχρέωση να κοινοποιήσει την απόφαση της στο εν λόγω μέλος.
49.-(1) Σε περίπτωση ασθενείας ή σωματικής βλάβης που υπέστη μέλος κατά τη διάρκεια παράνομης πράξης ή κατά τη διάρκεια που το εν λόγω μέλος δικαιολογημένα απουσίαζε από το πλοίο, η οποία συνεπάγεται ανικανότητα εργασίας, ο πλοιοκτήτης έχει την υποχρέωση-
(α) να καταβάλλει ολόκληρο το ημερομίσθιο στο εν λόγω μέλος για όλο το χρονικό διάστημα που αυτό παραμένει πάνω στο πλοίο, ή θεωρητικά θα είχε παραμείνει πάνω στο πλοίο εάν δεν απουσίαζε δικαιολογημένα από αυτό, σύμφωνα με τη σύμβαση εργασίας∙ και
(β) από τη στιγμή της αποβίβασης του εν λόγω μέλους από το πλοίο, ή από τη στιγμή που θεωρητικά θα είχε αποβιβαστεί από πλοίο εάν δεν απουσίαζε δικαιολογημένα από αυτό, να καταβάλλει ολόκληρο ή μέρος του ημερομισθίου του, όπως προνοείται στη σύμβαση εργασίας, μέχρις ότου το εν λόγω μέλος αποθεραπευθεί ή μέχρις ότου διαπιστωθεί ο μόνιμος χαρακτήρας της ασθένειας ή της τυχόν προκύψασας ανικανότητας.
(2) Ο πλοιοκτήτης δύναται να περιορίσει συμβατικά την κατά την παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου υποχρέωση σε χρονική διάρκεια όχι μικρότερη των δεκαέξι εβδομάδων από την ημερομηνία της αποβίβασης του εν λόγω μέλους από το πλοίο ή του επαναπατρισμού αυτού σε περίπτωση που αυτός είναι μεταγενέστερος της αποβίβασης.
(3) Σε σχέση με τα μέλη που δικαιολογημένα απουσιάζουν από πλοίο, σε περίπτωση μη επανόδου στο πλοίο του εν λόγω μέλους, ο κατά το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου θεωρητικός χρόνος είναι ο χρόνος έναρξης του επαναπατρισμού του εν λόγω μέλους.
(4) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των εδαφίων (1) και (2) του παρόντος άρθρου, η υποχρέωση του πλοιοκτήτη για καταβολή ημερομισθίων μειώνεται ανάλογα κατά το ποσό και από τη στιγμή που το εν λόγω μέλος-
(α) καθίσταται δικαιούχος σε χρηματικά ωφελήματα ή επιδόματα δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε ισχύοντος στη Δημοκρατία ή στην αλλοδαπή κρατικού ή ημικρατικού υποχρεωτικού σχεδίου ασφάλισης ασθένειας ή ατυχημάτων ή σχεδίου αποζημίωσης εργατικών ατυχημάτων∙ ή
(β) καθίσταται δικαιούχος σε χρηματικά ωφελήματα ή επιδόματα που παρέχονται από αναγνωρισμένο ιδιωτικό ασφαλιστικό οργανισμό.
(5) Ο πλοιοκτήτης έχει την υποχρέωση να καλύψει τις δαπάνες για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη καθώς και για τη διατροφή, διαμονή, ενδιαίτηση και μεταφορά των μελών που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου-
(α) μέχρι τον επαναπατρισμό τους∙ ή
(β) μέχρι την επάνοδο τους στο πλοίο εάν μεταβούν ή μεταφερθούν εκτός του πλοίου για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και δεν αιτηθούν επαναπατρισμό.
(6) Σε περίπτωση που το εν λόγω μέλος αιτηθεί επαναπατρισμό ισχύουν και εφαρμόζονται κατά αναλογία οι διατάξεις των εδαφίων (3) έως (5) του άρθρου 47 του παρόντος Νόμου, με την επιφύλαξη ότι η ιατρική εξέταση δύναται να γίνει αμέσως μετά τον επαναπατρισμό αυτού, καθώς και οι διατάξεις των εδαφίων (2) έως (4) του άρθρου 52 του παρόντος Νόμου.
(7) Σε περίπτωση που το εν λόγω μέλος δεν αιτηθεί επαναπατρισμό ισχύουν και εφαρμόζονται κατά αναλογία οι διατάξεις των εδαφίων (2) έως (6) του άρθρου 48 του παρόντος Νόμου με την επιφύλαξη ότι η ιατρική εξέταση γίνεται μετά από τη λήξη της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης που δυνατόν να παρέχεται.
50.- Σε περίπτωση τραυματισμού ή σωματικής βλάβης που υπέστη μέλος σε οποιοδήποτε χρόνο από όπλο ή ειδικό εξοπλισμό ασφαλείας που βρισκόταν πάνω στο πλοίο δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 4 του παρόντος Νόμου ή/και της παραγράφου (α) των εδαφίων (2) ή (3) του άρθρου 12 του παρόντος Νόμου, η οποία συνεπάγεται ανικανότητα εργασίας, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 49 του παρόντος Νόμου.
51.-(1)(α) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (3) του άρθρου 47, του εδαφίου (2) του άρθρου 48, των εδαφίων (6) και (7) του άρθρου 49 του παρόντος Νόμου, μετά τη λήξη της παράνομης κατοχής του πλοίου, τα μέλη αυτού έχουν την υποχρέωση να υποβληθούν σε ιατρική εξέταση και να εξασφαλίσουν πιστοποιητικό ιατρικής εξέτασης μετά τον κατάπλου του πλοίου στο πρώτο λιμένα ή λιμενική εγκατάσταση που αυτό μεταβαίνει μετά τη λήξη της παράνομης κατοχής και ο πλοιοκτήτης έχει την υποχρέωση να καλύψει τη σχετική δαπάνη.
(β) Η Αρμόδια Αρχή, εφόσον ικανοποιείται ότι δεν τίθεται σε κίνδυνο η ασφάλεια ή η υγεία ή η ζωή των εν λόγω μελών ή των άλλων επιβαινόντων ή η ασφάλεια του πλοίου και εάν το κρίνει σκόπιμο και λαμβάνοντας υπόψη-
(i) τα δεδομένα της κάθε περίπτωσης∙ και
(ii) τις κατά τόπους δυνατότητες ικανοποιητικής τήρησης των διατάξεων του περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Ιατρική Εξέταση Ναυτικών και Έκδοση Πιστοποιητικών) Νόμου∙
δύναται και έχει εξουσία να καθορίζει άλλη από την κατά την παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου προθεσμία για τη διενέργεια της ιατρικής εξέτασης.
(2) Ο πλοιοκτήτης δύναται, εφόσον με βάση την κατά την παράγραφο (α) του εδάφιου (1) του παρόντος άρθρου ιατρική εξέταση, η συνέχιση της εργασίας μελών πάνω στο πλοίο δεν ενδείκνυται, να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας με το εν λόγω μέλος. Σε τέτοια περίπτωση ο πλοιοκτήτης έχει την υποχρέωση-
(α) να διευθετεί τον επαναπατρισμό του εν λόγω μέλους το συντομότερο δυνατό με την πρώτη ευκαιρία που το εν λόγω μέλος δύναται να ταξιδεύσει και να καλύψει τη σχετική δαπάνη∙ και
(β) να καταβάλει σε αυτό αποζημίωση ίση με δυο μηνιαίους μισθούς ή το ποσό που αναφέρεται στη σύμβαση εργασίας του εν λόγω μέλους ως αποζημίωση σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης εργασίας από την πλευρά του πλοιοκτήτη, εάν αυτό είναι μεγαλύτερο.
(3)(α) Μέλος έχει την υποχρέωση, σε περίπτωση που-
(i) με βάση την κατά την παράγραφο (α) του εδάφιου (1) του παρόντος άρθρου ιατρική εξέταση, η συνέχιση της εργασίας του εν λόγω μέλους στο πλοίο δεν ενδείκνυται∙ ή
(ii) το εν λόγω μέλος αρνείται να υποβληθεί στην κατά το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου ιατρική εξέταση∙
να αποδεχτεί να επαναπατριστεί με την πρώτη ευκαιρία που το εν λόγω μέλος δύναται να ταξιδεύσει και σε τέτοια περίπτωση ο πλοιοκτήτης έχει τις υποχρεώσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου.
(β) Η Αρμόδια Αρχή δύναται και έχει εξουσία, σε περίπτωση που το εν λόγω μέλος αρνείται να υποβληθεί στην κατά την παράγραφο (α) του εδάφιου (1) του παρόντος άρθρου ιατρική εξέταση, να απαλλάξει τον πλοιοκτήτη ολικώς ή μερικώς από τις κατά την παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 49 του παρόντος Νόμου ή/και του εδαφίου (3) του άρθρου 52 του παρόντος Νόμου υποχρεώσεις του προς το εν λόγω μέλος από την ημερομηνία επαναπατρισμού αυτού. Σε τέτοια περίπτωση η Αρμόδια Αρχή έχει την υποχρέωση να κοινοποιήσει την απόφαση της στο εν λόγω μέλος.
52.-(1) Ο πλοιοκτήτης έχει την υποχρέωση να καλύψει τις δαπάνες για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη καθώς και για τη διατροφή, διαμονή, ενδιαίτηση και μεταφορά των μελών που αναφέρονται-
(α) στο εδάφιο (1) του άρθρου 42 του παρόντος Νόμου, μέχρι την επάνοδο τους στο πλοίο ή τον επαναπατρισμό τους∙
(β) στο εδάφιο (5) του άρθρου 47, στο εδάφιο (4), στην παράγραφο (α) του εδαφίου (5) και στην παράγραφο (α) του εδαφίου (6) του άρθρου 48, και στα εδάφια (2) και (3) του άρθρου 51 του παρόντος Νόμου, μέχρι τον επαναπατρισμό τους∙ και
(γ) στο εδάφιο (3) του άρθρου 48 του παρόντος Νόμου, μέχρι την επάνοδο τους στο πλοίο.
(2) Ο πλοιοκτήτης έχει την υποχρέωση να καλύψει τις δαπάνες για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη των μελών που αναφέρονται-
(α) στο εδάφιο (1) του άρθρου 42 και στο εδάφιο (3) του άρθρου 48 του παρόντος Νόμου, μετά την επάνοδο τους στο πλοίο και μέχρι τον επαναπατρισμό τους∙ και
(β) στο εδάφιο (1) του άρθρου 51, με την επιφύλαξη των διατάξεων των εδαφίων (2) και (3) του ιδίου ως άνω άρθρου του παρόντος Νόμου, μέχρι τον επαναπατρισμό τους.
(3) Ο πλοιοκτήτης έχει την υποχρέωση να καλύψει τις δαπάνες για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη των μελών που επαναπατρίζονται λόγω-
(α) ασθένειας ή σωματικής βλάβης που έχει υποστεί το εν λόγω μέλος κατά τη διάρκεια παράνομης πράξης ή κατά τη διάρκεια που το εν λόγω μέλος δικαιολογημένα απουσίαζε από το πλοίο∙ και
(β) τραυματισμού ή σωματικής βλάβης που υπέστη το εν λόγω μέλος σε οποιοδήποτε χρόνο από όπλο ή ειδικό εξοπλισμό ασφαλείας που βρισκόταν πάνω στο πλοίο δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 4 ή/και της παραγράφου (α) αντίστοιχα των εδαφίων (2) ή (3) του άρθρου 12 του παρόντος Νόμου∙
μετά το επαναπατρισμό του εν λόγω μέλους μέχρι την ανάρρωσή του ή την αποθεραπεία του ή για περίοδο μέχρι εκατόν δώδεκα ημερών (112) από την ημερομηνία επαναπατρισμού αυτού, οποιοδήποτε από τα δυο είναι ενωρίτερα.
(4) Ο πλοιοκτήτης απαλλάσσεται της κατά το εδάφιο (3) του παρόντος άρθρου υποχρέωσης από τη στιγμή που το εν λόγω μέλος-
(α) καθίσταται δικαιούχος σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε ισχύοντος στη Δημοκρατία ή στην αλλοδαπή κρατικού ή ημικρατικού υποχρεωτικού σχεδίου ασφάλισης ασθένειας ή ατυχημάτων∙ ή
(β) καθίσταται δικαιούχος σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη που παρέχεται από αναγνωρισμένο ιδιωτικό ασφαλιστικό οργανισμό.
53.-(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Πλοίαρχοι και Ναυτικοί) Νόμων του 1963 έως (Aρ. 2) του 2002 ή οποιουδήποτε άλλου νόμου της Δημοκρατίας ή κανονιστικής ή διοικητικής πράξης που έχει εκδοθεί ή εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων αυτών, ο πλοίαρχος του πλοίου και ο πλοιοκτήτης έχουν έκαστος την υποχρέωση να αναφέρουν στην Αρμόδια Αρχή το όνομα, το επώνυμο, την υπηκοότητα και τον αριθμό της ταυτότητος ή του διαβατηρίου ή του ταξιδιωτικού εγγράφου κάθε μέλους που αποβιώνει ή αγνοείται-
(α) κατά τη διάρκεια της παράνομης πράξης∙ ή
(β) κατά τη διάρκεια που το εν λόγω μέλος δικαιολογημένα απουσίαζε από το πλοίο∙ ή
(γ) λόγω τραυματισμού ή σωματικής βλάβης που υπέστη το εν λόγω μέλος σε οποιοδήποτε χρόνο από όπλο ή ειδικό εξοπλισμό ασφαλείας που βρισκόταν πάνω στο πλοίο δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 4 ή/και της παραγράφου (α) αντίστοιχα των εδαφίων (2) ή (3) του άρθρου 12 του παρόντος Νόμου.
(2) Η ισχύς της σύμβασης εργασίας μέλους που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου παρατείνεται μέχρι τον επαναπατρισμό και παράδοση της σωρού του στους οικείους αυτού ή της κήρυξης από την Αρμόδια Αρχή ότι τεκμαίρεται ο θάνατος του εν λόγω μέλους δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (α) του εδαφίου (6) ή του εδαφίου (7) του παρόντος άρθρου.
(3)(α) Ο πλοιοκτήτης έχει την υποχρέωση του επαναπατρισμού και της παράδοσης της σωρού των μελών που αποβιώνουν, στους οικείους αυτών και με δική του δαπάνη.
(β) Ο πλοιοκτήτης απαλλάσσεται της κατά την παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου υποχρέωσης στις περιπτώσεις που αγνοείται η τύχη-
(i) του εν λόγω μέλους και έχει κηρυχθεί από την Αρμόδια Αρχή ότι τεκμαίρεται ο θάνατος αυτού δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (α) του εδαφίου (6) του παρόντος άρθρου∙ και
(ii) της σωρού του εν λόγω μέλους και έχει κηρυχθεί από την Αρμόδια Αρχή ότι τεκμαίρεται ο θάνατος αυτού δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (7) του παρόντος άρθρου.
(γ) Ο πλοιοκτήτης έχει την υποχρέωση της παράδοσης των προσωπικών αντικειμένων, που έχουν παραμείνει πάνω στο πλοίο, των μελών που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου, στους οικείους αυτών και με δική του δαπάνη.
(4) O πλοιοκτήτης έχει την υποχρέωση να καταβάλλει στους οικείους των μελών που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου τα ημερομίσθια και την αποζημίωση που αναφέρεται στη σύμβαση εργασίας του εν λόγω μέλους σε περίπτωση που αυτό αποβιώσει ή έχει κηρυχθεί, από την Αρμόδια Αρχή δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (α) του εδαφίου (6) ή του εδαφίου (7) του παρόντος άρθρου, ότι τεκμαίρεται ο θάνατος αυτού.
(5) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου, η υποχρέωση του πλοιοκτήτη για καταβολή ημερομισθίων ή αποζημίωσης μειώνεται ανάλογα κατά το ποσό και από τη στιγμή που οι οικείοι του εν λόγω μέλους-
(α) καθίστανται δικαιούχοι σε χρηματικά ωφελήματα ή επιδόματα δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε ισχύοντος στη Δημοκρατία ή στην αλλοδαπή κρατικού ή ημικρατικού υποχρεωτικού σχεδίου ασφάλισης ασθένειας ή ατυχημάτων ή θανάτων ή σχεδίου αποζημίωσης εργατικών ατυχημάτων ή θανάτων∙ ή
(β) καθίστανται δικαιούχοι σε χρηματικά ωφελήματα ή επιδόματα που παρέχονται από αναγνωρισμένο ιδιωτικό ασφαλιστικό οργανισμό.
(6)(α) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των περί Διαθηκών και Διαδοχής Νόμων, Κεφ. 195 και Νόμοι του 1970 και 1989 ή κανονιστικής ή διοικητικής πράξης που έχει εκδοθεί ή εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων αυτών, όπου, στις περιστάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους (α) έως (γ) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, η τύχη μέλους αγνοείται, η Αρμόδια Αρχή-
(i) αφού διερευνήσει, και ικανοποιηθεί αναφορικά με τις συνθήκες και περιστάσεις της εξαφάνισης του εν λόγω μέλους∙ και
(ii) εφόσον έχουν παρέλθει δώδεκα μήνες από την τελευταία ημερομηνία που το εν λόγω μέλος, με βάση ικανοποιητική μαρτυρία που εξασφάλισε, ήταν εν ζωή∙ και
(iii) εφόσον ουδέποτε έκτοτε λήφθηκαν πληροφορίες ότι το εν λόγω μέλος βρίσκεται στην ζωή∙
με αιτιολογημένη απόφαση της έχει εξουσία και δύναται, τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (β) του παρόντος εδαφίου, να κηρύσσει ότι τεκμαίρεται ο θάνατος του εν λόγω μέλους και να εκδίδει ως προς τούτο σχετικό πιστοποιητικό για χρήση ως τεκμήριο-
(αα) αναφορικά με την κατά το εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου λήξη της ισχύος της σύμβασης εργασίας του εν λόγου μέλους∙
(ββ) αναφορικά με τις υποχρεώσεις του πλοιοκτήτη που προκύπτουν από τις διατάξεις των εδάφιων (3) έως (4) του παρόντος άρθρου∙ και
(γγ) από τους οικείους του εν λόγου μέλους.
(β) Δεν δύναται να γίνει κήρυξη θανάτου πριν από τη λήξη του έτους κατά το οποίο το εν λόγω μέλος θα συμπλήρωνε το εικοστό πρώτο έτος της ηλικίας του.
(7) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των περί Διαθηκών και Διαδοχής Νόμων ή κανονιστικής ή διοικητικής πράξης που έχει εκδοθεί ή εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων αυτών, όπου, στις περιστάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους (α) έως (γ) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, η τύχη της σωρού μέλους αγνοείται, η Αρμόδια Αρχή-
(α) αφού διερευνήσει, και ικανοποιηθεί αναφορικά με τις συνθήκες και περιστάσεις της εξαφάνισης του εν λόγω μέλους∙ και
(β) εφόσον εξασφαλίσει ικανοποιητική μαρτυρία ή ικανοποιηθεί ότι αυτό απεβίωσε∙
με αιτιολογημένη απόφαση της έχει εξουσία και δύναται να κηρύσσει ότι τεκμαίρεται ο θάνατος του εν λόγω μέλους και να εκδίδει ως προς τούτο σχετικό πιστοποιητικό για χρήση ως τεκμήριο για τους σκοπούς που αναφέρονται στις διατάξεις των υποπαραγράφων (αα) έως (γγ) της παραγράφου (α) του εδαφίου (6) του παρόντος άρθρου.
(8) Σε περίπτωση που μετά την κήρυξη, δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (α) του εδαφίου (6) ή του εδαφίου (7) του παρόντος άρθρου, ότι τεκμαίρεται ο θάνατος του εν λόγω μέλους, η Αρμόδια Αρχή πληροφορείται και επιβεβαιώνει ότι αυτό είναι εν ζωή τότε έχει την υποχρέωση και την εξουσία να ακυρώσει την κατά την παράγραφο (α) του εδαφίου (6) ή του εδαφίου (7) του παρόντος άρθρου απόφαση της καθώς και το σχετικό με αυτή πιστοποιητικό και έχει επίσης την υποχρέωση να εκδίδει ως προς τούτο σχετικό πιστοποιητικό χωρίς να απαιτεί την καταβολή οποιουδήποτε τέλους από τον πλοιοκτήτη ή τους οικείους του εν λόγω μέλους.
(9) Η Αρμόδια Αρχή έχει την υποχρέωση να ολοκληρώσει τις διερευνήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (6) και στο εδάφιο (7) του παρόντος άρθρου μέσα σε έξι μήνες μετά από οποιαδήποτε από τις πιο κάτω ημερομηνίες είναι μεταγενέστερη-
(α) τη λήξη της παράνομης πράξης∙ ή
(β) την ημερομηνία που έχει πληροφορηθεί ότι η τύχη μέλους ή ότι η τύχη της σωρού μέλους αγνοείται.
(10)(α) Η Αρμόδια Αρχή έχει την υποχρέωση και την εξουσία να καθορίζει, με βάση τα συμπεράσματα των διερευνήσεων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (6) και στο εδάφιο (7) του παρόντος άρθρου και για τους σκοπούς των εδαφίων (2), (4) και (5) του παρόντος άρθρου, την ημερομηνία από την οποία τεκμαίρεται ο θάνατος του εν λόγω μέλους.
(β) Αν ο χρόνος θανάτου καθοριστεί μόνο ως ορισμένη ημέρα, τότε θεωρείται ότι συνέβη κατά τη λήξη της ημέρας αυτής.
54.-(1) Ο πλοιοκτήτης δύναται να αποσείσει τις κατά τα άρθρα 49, 50, 52 και 53 του παρόντος Νόμου υποχρεώσεις του, εφόσον αποδείξει ότι-
(α) η ασθένεια ή η σωματική βλάβη ή ο θάνατος του εν λόγω μέλους επήλθε άλλως πως και όχι κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του στο πλοίο∙ ή
(β) η ασθένεια ή η σωματική βλάβη ή ο θάνατος του εν λόγω μέλους οφείλεται σε εσκεμμένη πράξη ή παράλειψη ή σε ανάρμοστη συμπεριφορά αυτού∙ ή
(γ) η ασθένεια ή η ανικανότητα έχει σκόπιμα αποκρυβεί από το εν λόγω μέλος κατά τη σύναψη της σύμβασης εργασίας.
(2) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, δε θεωρείται ως εσκεμμένη πράξη ή παράλειψη ή ανάρμοστη συμπεριφορά, η διαφυγή ή η απόπειρα διαφυγής-
(α) από τον έλεγχο αυτών, που υποχρέωσαν το εν λόγω μέλος να αποβιβαστεί από το πλοίο ή που το κατακρατούσαν εκτός του πλοίου ή που του παρεμπόδιζαν την επάνοδο του στο πλοίο ή τον επαναπατρισμό του ή τη μετάβαση του σε άλλο κράτος ενώ υπό τις περιστάσεις αυτό ήταν δυνατό∙ ή
(β) από το πλοίο κατά τη διάρκεια παράνομης πράξης.
55. Τα μέλη κέκτηνται το δικαίωμα να αιτηθούν επαναπατρισμό δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 47 του παρόντος Νόμου σε σχέση με επικείμενα ταξίδια του πλοίου κατά τα οποία η είσοδος αυτού σε περιοχή υψηλού κινδύνου αναμένεται να γίνει δεκαπέντε (15) ημέρες μετά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου.
56. Οι διατάξεις του παρόντος Μέρους εφαρμόζονται αναδρομικά σε σχέση με οποιοδήποτε πλοίο τελεί υπό παράνομη κατοχή κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου και σε σχέση με οποιοδήποτε μέλος που δικαιολογημένα απουσίασε ή απουσιάζει από αυτό.