4Α. Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του παρόντος Νόμου, τα εδάφια (3) έως (8) του άρθρου 5, η παράγραφος (β) του εδαφίου (5) του άρθρου 6, τα άρθρα 11 έως 17, τα εδάφια (5) έως (9) του άρθρου 19, τα άρθρα 20, 21 και 22, τα εδάφια (1) έως (4) του άρθρου 23, το άρθρο 24, τα εδάφια (1) έως (3) του άρθρου 25 και τα άρθρα 27, 28, 29, 30, 31, 32 και 33 του περί της Παροχής και Χρήσης Υπηρεσιών Πληρωμών και Πρόσβασης στα Συστήματα Πληρωμών Νόμου εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν στα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος, περιλαμβανομένων των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που εκδίδονται σύμφωνα με το Άρθρο 28, παράγραφος 5 και το Άρθρο 29, παράγραφος 7 της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366:
5.-(1) [Καταργήθηκε με το Ν. 30(Ι)/2018].
(2) (α) Η Αρμόδια Αρχή μεριμνά ώστε πρόσωπα που έχουν συσταθεί εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έχουν λάβει άδεια έκδοσης ηλεκτρονικού χρήματος από τρίτη χώρα να μην τυγχάνουν ευνοϊκότερης μεταχείρισης σε σύγκριση με τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος που έχουν την έδρα τους σε κράτος μέλος. Σε περίπτωση που συναφθεί συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τρίτης χώρας κατά την έννοια του Άρθρου 8, παράγραφος 3, της Οδηγίας 2009/110/ΕΚ, η Αρμόδια Αρχή χορηγεί άδεια λειτουργίας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος σε νομικά πρόσωπα που έχουν συσταθεί στην εν λόγω τρίτη χώρα, έχουν λάβει άδεια έκδοσης ηλεκτρονικού χρήματος από τις αρμόδιες αρχές της χώρας εκείνης και προτίθενται να διατηρούν υποκατάστημα στη Δημοκρατία.
(β) Για σκοπούς του παρόντος εδαφίου, η Κεντρική Τράπεζα και η ΥΕΑΣΕ δύνανται μεμονωμένα ή από κοινού να καθορίζουν με οδηγία, καθεμία ως προς τα πρόσωπα σε σχέση με τα οποία η καθεμιά αποτελεί την Αρμόδια Αρχή, τις προϋποθέσεις και τους όρους χορήγησης άδειας λειτουργίας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος και επιπρόσθετα δύνανται να επιβάλλουν καθώς και να επιβάλλουν υποχρεώσεις στα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος που προβλέπονται στο παρόν εδάφιο και στα αρμόδια πρόσωπα αυτών των ιδρυμάτων.
(γ) Κατά την έκδοση οδηγίας δυνάμει του παρόντος εδαφίου, η Κεντρική Τράπεζα και η ΥΕΑΣΕ ενεργούν εντός του πλαισίου που καθορίζει η σχετική συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της τρίτης χώρας.
(δ) Τα άρθρα 6 έως 23 δεν εφαρμόζονται επί των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο, με εξαίρεση τις διατάξεις του άρθρου 8, των εδαφίων (2) έως (4) του άρθρου 14, του εδαφίου (3) του άρθρου 15 και του άρθρου 21.
(3)(α) Η Κεντρική Τράπεζα και η ΥΕΑΣΕ δύνανται μεμονωμένα ή από κοινού να καθορίζουν με οδηγία, καθεμία ως προς τα πρόσωπα σε σχέση με τα οποία η καθεμιά αποτελεί την Αρμόδια Αρχή, τις περιπτώσεις κατά τις οποίες επιτρέπεται η έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος από νομικό πρόσωπο που δεν πληροί τις προϋποθέσεις του παρόντος Μέρους εφόσον ο μέσος όρος ηλεκτρονικού χρήματος σε κυκλοφορία που προκύπτει από το σύνολο των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του δεν υπερβαίνει το όριο που ήθελε καθορίσουν τα νομικά αυτά πρόσωπα εγγράφονται στο μητρώο που προβλέπεται στο άρθρο που προβλέπεται εάν πληρούν τις προϋποθέσεις που ήθελε οριστούν με τη σχετική οδηγία.
(β) Κατά την έκδοση οδηγίας δυνάμει του παρόντος άρθρου, η Κεντρική Τράπεζα και η ΥΕΑΣΕ ενεργούν εντός του πλαισίου που καθορίζει το Άρθρο 9 της Οδηγίας 2009/110/ΕΚ.
(4) Η Αρμόδια Αρχή ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή -
(α) σε σχέση με την τυχόν εφαρμογή στη Δημοκρατία συμφωνίας κατά την έννοια του Άρθρου 8, παράγραφος 3, της Οδηγίας 2009/110/ΕΚ, και
(β) όπως απαιτείται σύμφωνα με το Άρθρο 9, παράγραφος 9, της Οδηγίας 2009/110/ΕΚ, σε περίπτωση εφαρμογής του εδαφίου (3) του παρόντος άρθρου.
6.-(1) [Καταργήθηκε με το Ν. 30(Ι)/2018].
(2) [Καταργήθηκε με το Ν. 30(Ι)/2018].
(3) [Καταργήθηκε με το Ν. 30(Ι)/2018].
(4) [Καταργήθηκε με το Ν. 30(Ι)/2018].
(5) [Καταργήθηκε με το Ν. 30(Ι)/2018].
(6) [Καταργήθηκε με το Ν. 30(Ι)/2018].
(7) Η Αρμόδια Αρχή δεν χορηγεί άδεια λειτουργίας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος εάν δεν έχει πεισθεί πλήρως ότι όλα τα πρόσωπα που πρόκειται να ενεργούν ως σύμβουλοι ή διευθυντές του ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος είναι ικανά και κατάλληλα για να κατέχουν τις εν λόγω θέσεις σύμφωνα με κριτήρια που η Αρμόδια Αρχή καθορίζει με οδηγία της.
(8) Στην άδεια λειτουργίας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος αναγράφονται το όνομα του ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος, ο αριθμός και η ημερομηνία έκδοσης της άδειας, οι υπηρεσίες πληρωμών για τις οποίες του έχει επιτραπεί παροχή η οποία δεν έχει σχέση με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος, καθώς και κάθε άλλο στοιχείο που η Αρμόδια Αρχή κρίνει απαραίτητο.
(9) Η Αρμόδια Αρχή δε λαμβάνει υπόψη το κριτήριο της οικονομικής ανάγκης για σκοπούς χορήγησης άδειας λειτουργίας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος.
(10) Η πολιτική χορήγησης άδειας λειτουργίας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος καθορίζεται από την Αρμόδια Αρχή με απόφασή της.
(11) Η Αρμόδια Αρχή δύναται να καθορίζει πρόσθετες προϋποθέσεις για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος, να καθορίζει, να εξειδικεύει ή να διευκρινίζει τις υποχρεώσεις του ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος και των αρμόδιων προσώπων του καθώς και οποιοδήποτε θέμα χρήζει χειρισμού δυνάμει του παρόντος Μέρους.
9.-(1) [Καταργήθηκε με το Ν. 30(Ι)/2018].
(2) Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου και των εδαφίων (6) έως (8) του άρθρου 13, καθ’ όλη τη διάρκεια λειτουργίας του, το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος οφείλει να γνωστοποιεί εκ των προτέρων στην Αρμόδια Αρχή οποιαδήποτε ουσιαστική μεταβολή επηρεάζει τα μέτρα που το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος λαμβάνει προς συμμόρφωση με τις απαιτήσεις της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 13. Η Αρμόδια Αρχή δύναται με οδηγία της να εξειδικεύει το παρόν εδάφιο και ιδίως την έννοια της ουσιαστικής μεταβολής.
10. Σε περίπτωση που ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος επιθυμεί την επέκταση της άδειας λειτουργίας του σε πρόσθετες υπηρεσίες πληρωμών, η παροχή των οποίων δεν έχει σχέση με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος, υποβάλλει σχετική αίτηση στην Αρμόδια Αρχή συνοδευόμενη από πληροφορίες, στοιχεία και έντυπα που η Αρμόδια Αρχή καθορίζει με οδηγία της. Η Αρμόδια Αρχή αποφασίζει επί της αίτησης σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Μέρους.
11.-(1) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο έχει αποφασίσει-
(α) να αποκτήσει ή να παύσει να κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, έλεγχο σε ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος, ή
(β) να αυξήσει περαιτέρω ή να μειώσει, άμεσα ή έμμεσα, τέτοιον έλεγχο ούτως ώστε-
(i) η αναλογία των μεριδίων κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου που κατέχει να φθάνει ή να υπερβαίνει τα κατώτατα όρια του είκοσι τοις εκατό (20%), του τριάντα τοις εκατό (30%) ή του πενήντα τοις εκατό (50%), ή
(ii) η αναλογία των μεριδίων κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου που κατέχει να μειώνεται σε λιγότερο από το είκοσι τοις εκατό (20%), το τριάντα τοις εκατό (30%) ή το πενήντα τοις εκατό (50%), ή
(iii) το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος να καθίσταται θυγατρική του, ή
(iv) το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος να παύει να είναι θυγατρική του,
γνωστοποιεί την πρόθεσή του στην Αρμόδια Αρχή πριν προβεί στην απόκτηση, την παύση της κατοχής, την αύξηση ή τη μείωση, αντίστοιχα.
(2) Ο υποψήφιος αγοραστής παρέχει στην Αρμόδια Αρχή πληροφορίες που προσδιορίζουν το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής και, τηρουμένων των αναλογιών, τις πληροφορίες που ορίζονται δυνάμει -
(α) της υποπαραγράφου (4) της παραγράφου 8 της Κανονιστικής Απόφασης της Επιτροπής της ΥΕΑΣΕ σχετικά με τους διαδικαστικούς κανόνες και τα κριτήρια για την προληπτική αξιολόγηση της απόκτησης, αύξησης και μείωσης συμμετοχής στα Συνεργατικά Πιστωτικά Ιδρύματα, όταν πρόκειται για απόκτηση ή αύξηση ελέγχου επί ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος που έχει συσταθεί δυνάμει των περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμων·
(β) του εδαφίου (4) του άρθρου 17Α των περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου, όταν πρόκειται για απόκτηση ή αύξηση ελέγχου επί οποιουδήποτε άλλου ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος.
(3) Σε περίπτωση που η επιρροή προσώπου το οποίο αναφέρεται στο εδάφιο (2) είναι δυνατόν να αποβεί σε βάρος της συνετής και χρηστής διαχείρισης του ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος, η Αρμόδια Αρχή εκφράζει την αντίθεσή της και, επιπρόσθετα, δύναται να λαμβάνει ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα:
(α) αναστολή της άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από μετοχές ή δικαιώματα ψήφου που κατέχει το εν λόγω πρόσωπο∙
(β) έκδοση διαταγής δυνάμει της οποίας η διάθεση, η υπογραφή συμφωνίας διάθεσης, η πώληση, η ανταλλαγή, η μίσθωση, η μεταβίβαση, η δωρεά και εν γένει η αποξένωση των μετοχών που κατέχει είναι άκυρη∙
(γ) απαγόρευση απόκτησης, περιλαμβανομένης απόκτησης δια δωρεάς ή μέσω άσκησης δικαιωμάτων αγοράς, μετοχών του ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος∙ και
(δ) απαγόρευση διενέργειας οποιωνδήποτε πληρωμών από το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος που απορρέουν από τις μετοχές, εξαιρουμένης της περίπτωσης διάλυσης του ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος.
(4)(α) Σε περίπτωση φυσικών ή νομικών προσώπων που παραβαίνουν την κατά το παρόν άρθρο υποχρέωση εκ των προτέρων γνωστοποίησης, η Αρμόδια Αρχή δύναται να λαμβάνει οποιοδήποτε από τα μέτρα που αναφέρονται στο εδάφιο (3), ορίζοντας τη χρονική διάρκεια ισχύος του μέτρου ή ότι το μέτρο ισχύει μέχρι την ανάκλησή του από την Αρμόδια Αρχή.
(β) Το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος υποχρεούται να γνωστοποιεί σύμφωνα με το άρθρο 9 οποιαδήποτε μεταβολή επηρεάζει την ακρίβεια των στοιχείων που έχει υποβάλει στην Αρμόδια Αρχή σχετικά με την ταυτότητα των προσώπων που έχουν άμεσα ή έμμεσα έλεγχο σε αυτό
(γ) Η λήψη μέτρων σύμφωνα με το παρόν εδάφιο δεν απαλλάσσει το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος από τις συνέπειες τυχόν παράβασης του άρθρου 9.
(5) Σε περίπτωση απόκτησης συμμετοχής παρά την αντίθεση της Αρμόδιας Αρχής, είτε η Αρμόδια Αρχή εξέφρασε την αντίθεσή της πριν από την απόκτηση συμμετοχής είτε μετά από αυτή, η Αρμόδια Αρχή αναστέλλει την άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από μετοχές ή δικαιώματα ψήφου που κατέχει ο αποκτήσας τη συμμετοχή και δύναται επιπρόσθετα να λάβει οποιοδήποτε από τα μέτρα που αναφέρεται στις παραγράφους (β) και (δ) του εδαφίου (3).
(6) Η αναστολή της άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου σύμφωνα με το εδάφιο (5), καθιστά άκυρη τυχόν άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που πραγματοποιήθηκε αφότου η Αρμόδια Αρχή εξέφρασε την αντίθεσή της.
(7) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων των εδαφίων (4) έως και (6), η Αρμόδια Αρχή δύναται να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 42 ή 43, επί προσώπου το οποίο παραβαίνει την κατά το παρόν άρθρο υποχρέωση εκ των προτέρων γνωστοποίησης, καθώς επίσης επί προσώπου το οποίο αποκτά συμμετοχή παρά την αντίθεση της Αρμόδιας Αρχής∙ σε περίπτωση νομικού προσώπου, το εδάφιο (2) του άρθρου 42 και το εδάφιο (2) του άρθρου 43 εφαρμόζονται επί των συμβούλων, διευθυντών, γραμματέων, μελών επιτροπείας, αξιωματούχων και υπαλλήλων, αντίστοιχα, αυτού του προσώπου.
(8) Η Αρμόδια Αρχή δύναται με οδηγίες της να ορίζει ότι το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται, εν όλω ή εν μέρει, στην περίπτωση ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος που ασκεί μια ή περισσότερες δραστηριότητες που εμπίπτουν στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 15.
12.-(1) Το νομικό πρόσωπο που ζητεί άδεια λειτουργίας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος οφείλει να έχει κατά το χρόνο αδειοδότησης αρχικό κεφάλαιο τουλάχιστον τριακοσίων πενήντα χιλιάδων ευρώ (€350.000)(2) Η Αρμόδια Αρχή καθορίζει με οδηγία της τη σύνθεση του αρχικού κεφαλαίου.
(3) Το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος υποχρεούται να διαθέτει καθ’ όλη τη διάρκεια λειτουργίας του ίδια κεφάλαια, τη σύνθεση των οποίων καθορίζει με οδηγία της η Αρμόδια Αρχή, ελάχιστου ύψους ίσου με το άθροισμα των ποσών που προκύπτουν από τους κατά τα εδάφια (4) έως (6) υπολογισμούς και τους κατά τα εδάφια (7) έως (9) υπολογισμούς.
(4) Για έκαστο ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος, η Αρμόδια Αρχή καθορίζει με οδηγία της, η οποία συνιστά ατομική διοικητική πράξη και την οποία διαβιβάζει στο σχετικό ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος, τις μεθόδους για τον υπολογισμό του ελάχιστου ύψους των ιδίων κεφαλαίων για τις περιπτώσεις όπου παρέχονται υπηρεσίες πληρωμών και η παροχή αυτή δεν έχει σχέση με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος.
(5) Η Αρμόδια Αρχή δύναται να τροποποιεί ή να αντικαθιστά οδηγία της που αναφέρεται στο εδάφιο (4) με άλλη οδηγία που συνιστά ατομική διοικητική πράξη και την οποία διαβιβάζει στο σχετικό ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος με σκοπό έναν ή περισσότερους από τους ακόλουθους:
(α) να καθορίζει άλλη μέθοδο για τον υπολογισμό του ελάχιστου ύψους ιδίων κεφαλαίων,
(β) να υποδεικνύει τον τρόπο εφαρμογής της εκάστοτε καθορισμένης μεθόδου υπολογισμού,
(γ) αφού αξιολογήσει τις διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου, τις βάσεις δεδομένων σχετικά με τον κίνδυνο ζημίας και τους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου του ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος, να αυξάνει έως και 20% ή να μειώνει έως και 20% το ελάχιστο ύψος ιδίων κεφαλαίων που προκύπτει από την εκάστοτε καθορισμένη μέθοδο.
(6) Έκαστο ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος, στο οποίο απευθύνεται οδηγία που αναφέρεται στο εδάφιο (4) ή/και (5) οφείλει να συμμορφώνεται με αυτήν.
(7) Η Αρμόδια Αρχή καθορίζει με οδηγία της μέθοδο για τον υπολογισμό του ελάχιστου ύψους των ιδίων κεφαλαίων για την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος∙ η μέθοδος αυτή στηρίζεται, με την επιφύλαξη του εδαφίου (8), στο ποσό του ηλεκτρονικού χρήματος σε κυκλοφορία.
(8)(α) Σε περίπτωση που ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος παρέχει μία ή περισσότερες υπηρεσίες πληρωμών χωρίς η παροχή αυτή να έχει σχέση με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος ή ασκεί μια ή περισσότερες από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο άρθρο 15(1)(β) έως και (δ) και (2), και το ποσό του ηλεκτρονικού χρήματος σε κυκλοφορία δεν είναι γνωστό εκ των προτέρων-
(i) το σχετικό ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος δύναται να αιτείται την έγκριση της Αρμόδιας Αρχής ώστε ο υπολογισμός του ελάχιστου ύψους των ιδίων κεφαλαίων για την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος να στηρίζεται σε ένα αντιπροσωπευτικό τμήμα που θεωρείται ότι θα χρησιμοποιηθεί για την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος, και
(ii) η Αρμόδια Αρχή χορηγεί τέτοιαν έγκριση εφόσον ικανοποιείται ότι το αντιπροσωπευτικό αυτό τμήμα εκτιμάται εύλογα βάσει ιστορικών δεδομένων.
(β) Σε περίπτωση που το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος δεν έχει ασκήσει δραστηριότητα για επαρκές χρονικό διάστημα, το ελάχιστο ύψος των ιδίων κεφαλαίων υπολογίζεται πάνω στη βάση του προβλεπόμενου ηλεκτρονικού χρήματος σε κυκλοφορία που τεκμηριώνεται μέσω του επιχειρησιακού σχεδίου, με την επιφύλαξη τυχόν αναπροσαρμογής του σχεδίου αυτού κατ’ απαίτηση της Αρμόδιας Αρχής.
(9) Με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων που η Αρμόδια Αρχή ήθελε ορίσει με οδηγία της, η Αρμόδια Αρχή δύναται, κατά παρέκκλιση από τα εδάφια (3), (4) και (7), να εξαιρεί από την υποχρέωση εφαρμογής μεθόδου για τον υπολογισμό ελάχιστου ύψους ιδίων κεφαλαίων, ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος που περιλαμβάνονται στην πραγματοποιούμενη σε ενοποιημένη βάση εποπτεία των μητρικών πιστωτικών ιδρυμάτων σύμφωνα με τις κατά περίπτωση διατάξεις των περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμων ή των περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμων. Η Αρμόδια Αρχή χορηγεί την εν λόγω εξαίρεση με οδηγία της η οποία συνιστά ατομική διοικητική πράξη και την οποία διαβιβάζει στο σχετικό ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος.
(10) Τα ίδια κεφάλαια του ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση να μειωθούν κάτω από το επίπεδο του αρχικού κεφαλαίου κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (1).
13.-(1) Τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος υποχρεούνται να διασφαλίζουν-
(α) τα χρηματικά ποσά που λαμβάνουν σε αντάλλαγμα για την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος, και
(β) σε περίπτωση παροχής υπηρεσιών πληρωμών που δεν έχει σχέση με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος, τα χρηματικά ποσά που λαμβάνουν από τους χρήστες υπηρεσιών πληρωμών ή μέσω άλλου παρόχου υπηρεσιών πληρωμών για την εκτέλεση πράξεων πληρωμής.
(2) Όταν ένα τμήμα των χρηματικών ποσών που λαμβάνει το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για μελλοντικές πράξεις πληρωμής και το υπόλοιπο ποσό πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για υπηρεσίες άλλες εκτός της έκδοσης ηλεκτρονικού χρήματος και της παροχής υπηρεσιών πληρωμών, το τμήμα των χρηματικών ποσών που προορίζεται για μελλοντικές πράξεις πληρωμής υπόκειται στις απαιτήσεις διασφάλισης του παρόντος άρθρου.
(3) Ανεξάρτητα από το εδάφιο (2), αν το τμήμα χρηματικών ποσών που προορίζεται για μελλοντικές πράξεις πληρωμής, κατά τα προβλεπόμενα στο εν λόγω εδάφιο, κυμαίνεται ή δεν είναι γνωστό εκ των προτέρων, οδηγία της Αρμόδιας Αρχής δύναται να προβλέπει ότι -
(α) το σχετικό ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος δύναται να αιτείται την έγκριση της Αρμόδιας Αρχής ώστε οι απαιτήσεις διασφάλισης να αφορούν ένα αντιπροσωπευτικό τμήμα των χρηματικών ποσών που λαμβάνει το οποίο θεωρείται ότι χρησιμοποιείται ως ηλεκτρονικό χρήμα και για άλλες ενδεχομένως υπηρεσίες πληρωμών, και
(β) η Αρμόδια Αρχή χορηγεί τέτοιαν έγκριση εφόσον ικανοποιείται ότι το αντιπροσωπευτικό αυτό τμήμα μπορεί να εκτιμηθεί εύλογα βάσει ιστορικών δεδομένων.
(4) Η Αρμόδια Αρχή με οδηγίες-
(α) δύναται να καθορίζει τη μέθοδο υπολογισμού των διασφαλιστέων χρηματικών ποσών∙
(β) δύναται να περιορίζει ή να επεκτείνει την υποχρέωση διασφάλισης καθορίζοντας τα χρονικά όρια εντός των οποίων υφίσταται η υποχρέωση διασφάλισης∙
(γ) καθορίζει τους τρόπους διασφάλισης, περιλαμβανομένων των στοιχείων ενεργητικού στα οποία επιτρέπεται να επενδύονται τα διασφαλιστέα χρηματικά ποσά∙ η Αρμόδια Αρχή καθορίζει τα στοιχεία ενεργητικού στα οποία επιτρέπεται να επενδύονται τα διασφαλιστέα χρηματικά ποσά εντός του πλαισίου του άρθρου 7, παράγραφος 2, της Οδηγίας 2009/110/ΕΚ∙
(δ) δύναται να ορίζει ότι, σε περίπτωση που το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος διαλύεται ή τίθεται υπό εκκαθάριση, τα διασφαλιστέα χρηματικά ποσά παραδίδονται στους δικαιούχους τους κατά προτεραιότητα έναντι αξιώσεων άλλων πιστωτών του ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος∙
(ε) δύναται να περιορίζει την υποχρέωση διασφάλισης για παροχή υπηρεσιών πληρωμών που δεν έχει σχέση με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος θέτοντας, κατά χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, ανώτατο όριο μη διασφαλιστέων χρηματικών ποσών∙ και
(στ) δύναται να εξαιρεί από την υποχρέωση διασφάλισης για παροχή υπηρεσιών πληρωμών που δεν έχει σχέση με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος τα οποία δεν ασκούν άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες εκτός από την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος και την παροχή υπηρεσιών πληρωμών.
(5) Με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων που η Αρμόδια Αρχή ήθελε ορίσει με οδηγία της, η Αρμόδια Αρχή δύναται να επιβάλλει περιορισμούς σε ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος σε σχέση με τα στοιχεία ενεργητικού στα οποία επιτρέπεται να επενδύονται τα διασφαλιστέα χρηματικά ποσά.
(6) Για έκαστο ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος, η Αρμόδια Αρχή καθορίζει με οδηγία της, η οποία συνιστά ατομική διοικητική πράξη και την οποία διαβιβάζει στο σχετικό ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος, τον τρόπο ή τους τρόπους διασφάλισης των διασφαλιστέων ποσών.
(7) Η Αρμόδια Αρχή δύναται να τροποποιεί ή να αντικαθιστά οδηγία της που αναφέρεται στο εδάφιο (6) με άλλην οδηγία που συνιστά ατομική διοικητική πράξη και την οποία διαβιβάζει στο σχετικό ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος με σκοπό να καθορίζει άλλον τρόπο ή τρόπους διασφάλισης των διασφαλιστέων ποσών.
(8) Έκαστο ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος, στο οποίο απευθύνεται οδηγία που αναφέρεται στο εδάφιο (6) ή/και (7) οφείλει να συμμορφώνεται με αυτήν.
- Ιστορικό Τροποποιήσεων
- 81(I)/2012
- 30(I)/2018
15.-(1) Τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος επιτρέπεται, πέραν της έκδοσης ηλεκτρονικού χρήματος, να ασκούν μια ή περισσότερες από τις ακόλουθες δραστηριότητες:
(α) να παρέχουν τις υπηρεσίες πληρωμών που καλύπτει η άδεια λειτουργίας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος ∙
(β) να χορηγούν πίστωση σε σχέση με τις υπηρεσίες πληρωμών των σημείων 4, 5 ή 7 του Παραρτήματος των περί Υπηρεσιών Πληρωμών Νόμων τις οποίες καλύπτει η άδεια λειτουργίας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος, εφόσον τηρούν όρους που η Αρμόδια Αρχή ήθελε ορίσει με οδηγίες της:
Νοείται ότι η παρούσα διάταξη δε θίγει την εφαρμογή του περί των Συμβάσεων Καταναλωτικής Πίστης Νόμου, τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου και τις συμβατές με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης διατάξεις του κυπριακού δικαίου, οι οποίες σχετίζονται με τη χορήγηση πιστώσεων στους καταναλωτές∙
(γ) υπό την επιφύλαξη του ισχύοντος δικαίου, να λειτουργούν συστήματα πληρωμών, νοουμένου ότι συμμορφώνονται με την οδηγία που η Κεντρική Τράπεζα εκδίδει δυνάμει του άρθρου 5 του περί Υπηρεσιών Πληρωμών Νόμου με σκοπό την εναρμόνιση με το Άρθρο 28 της Οδηγίας 2007/64/ΕΚ∙
(δ) με την επιφύλαξη του ισχύοντος δικαίου, να ασκούν εμπορική δραστηριότητα ή επιχείρηση.
(2) Παρά την ύπαρξη προηγούμενης αδειοδότησης για την άσκηση δεδομένης δραστηριότητας, τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος επιτρέπεται να παρέχουν λειτουργικές και στενά συνδεόμενες επικουρικές υπηρεσίες, οι οποίες έχουν σχέση με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος ή την παροχή υπηρεσιών πληρωμών. Η Αρμόδια Αρχή δύναται να εξειδικεύει με οδηγία της την έννοια των λειτουργικών και στενά συνδεόμενων επικουρικών υπηρεσιών, οι οποίες έχουν σχέση με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος ή την παροχή υπηρεσιών πληρωμών.
(3) Τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος απαγορεύεται να διεξάγουν εργασίες αποδοχής καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων κατά την έννοια των άρθρων 2 και του εδαφίου (1) του άρθρου 3 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου ή του άρθρου 2 και του εδαφίου (1) του άρθρου 41Α του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου:
Νοείται ότι, εφόσον το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος ανταλλάσσει χωρίς καθυστέρηση με ηλεκτρονικό χρήμα τα χρηματικά ποσά που λαμβάνει, αυτή η παραλαβή χρηματικών ποσών δεν συνιστά αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό.
(4) Τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος, κατά την παροχή υπηρεσιών πληρωμών που δεν έχει σχέση με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος, απαγορεύεται να τηρούν λογαριασμούς στο όνομα ενός ή περισσοτέρων χρηστών υπηρεσιών πληρωμών που δεν χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για εκτέλεση πράξεων πληρωμής:
Νοείται ότι, κατά την παροχή υπηρεσιών πληρωμών που δεν έχει σχέση με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος, η παραλαβή από το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος χρηματικών ποσών των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών για την εκτέλεση πράξης πληρωμής, δεν συνιστά ούτε αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων, κατά την έννοια του άρθρου 2 και του εδαφίου (1) του άρθρου 3 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου ή του άρθρου 2 και του εδαφίου (1) του άρθρου 41Α του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, ούτε ηλεκτρονικό χρήμα.
- Ιστορικό Τροποποιήσεων
- 81(I)/2012
- 30(I)/2018
19.-(1) Τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος επιτρέπεται να διαμένουν και εξαργυρώνουν ηλεκτρονικό χρήμα μέσω φυσικών ή νομικών προσώπων που ενεργούν εξ ονόματός τους.
(2) Στην περίπτωση που ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος διανέμει ηλεκτρονικό χρήμα σε άλλο κράτος μέλος με πρόσληψη φυσικού ή νομικού προσώπου, εφαρμόζονται στα εν λόγω ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος κατ’ αναλογίαν τα άρθρα 28, 29, 30, 31 και 32, με εξαίρεση το εδάφιο (8) του άρθρου 30, του περί της Παροχής και Χρήσης Υπηρεσιών Πληρωμών και Πρόσβασης στα Συστήματα Πληρωμών Νόμου, περιλαμβανομένων των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που εκδίδονται σύμφωνα με το Άρθρο 28, παράγραφος 5 και με το Άρθρο 29, παράγραφος 7 της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366.
(3) Ανεξαρτήτως των διατάξεων των εδαφίων (1) και (2), τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος απαγορεύεται να εκδίδουν ηλεκτρονικό χρήμα μέσω αντιπροσώπων· επιτρέπεται να παρέχουν τις υπηρεσίες πληρωμών που προβλέπονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 15 μέσω αντιπροσώπων που υπόκεινται στις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 19 του περί της Παροχής και Χρήσης Υπηρεσιών Πληρωμών και Πρόσβασης στα Συστήματα Πληρωμών Νόμου του 2018.
- Ιστορικό Τροποποιήσεων
- 81(I)/2012
- 30(I)/2018
- Ιστορικό Τροποποιήσεων
- 81(I)/2012
- 30(I)/2018
- Ιστορικό Τροποποιήσεων
- 81(I)/2012
- 30(I)/2018