12.-(1) Το νομικό πρόσωπο που ζητεί άδεια λειτουργίας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος οφείλει να έχει κατά το χρόνο αδειοδότησης αρχικό κεφάλαιο τουλάχιστον τριακοσίων πενήντα χιλιάδων ευρώ (€350.000)(2) Η Αρμόδια Αρχή καθορίζει με οδηγία της τη σύνθεση του αρχικού κεφαλαίου.
(3) Το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος υποχρεούται να διαθέτει καθ’ όλη τη διάρκεια λειτουργίας του ίδια κεφάλαια, τη σύνθεση των οποίων καθορίζει με οδηγία της η Αρμόδια Αρχή, ελάχιστου ύψους ίσου με το άθροισμα των ποσών που προκύπτουν από τους κατά τα εδάφια (4) έως (6) υπολογισμούς και τους κατά τα εδάφια (7) έως (9) υπολογισμούς.
(4) Για έκαστο ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος, η Αρμόδια Αρχή καθορίζει με οδηγία της, η οποία συνιστά ατομική διοικητική πράξη και την οποία διαβιβάζει στο σχετικό ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος, τις μεθόδους για τον υπολογισμό του ελάχιστου ύψους των ιδίων κεφαλαίων για τις περιπτώσεις όπου παρέχονται υπηρεσίες πληρωμών και η παροχή αυτή δεν έχει σχέση με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος.
(5) Η Αρμόδια Αρχή δύναται να τροποποιεί ή να αντικαθιστά οδηγία της που αναφέρεται στο εδάφιο (4) με άλλη οδηγία που συνιστά ατομική διοικητική πράξη και την οποία διαβιβάζει στο σχετικό ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος με σκοπό έναν ή περισσότερους από τους ακόλουθους:
(α) να καθορίζει άλλη μέθοδο για τον υπολογισμό του ελάχιστου ύψους ιδίων κεφαλαίων,
(β) να υποδεικνύει τον τρόπο εφαρμογής της εκάστοτε καθορισμένης μεθόδου υπολογισμού,
(γ) αφού αξιολογήσει τις διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου, τις βάσεις δεδομένων σχετικά με τον κίνδυνο ζημίας και τους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου του ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος, να αυξάνει έως και 20% ή να μειώνει έως και 20% το ελάχιστο ύψος ιδίων κεφαλαίων που προκύπτει από την εκάστοτε καθορισμένη μέθοδο.
(6) Έκαστο ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος, στο οποίο απευθύνεται οδηγία που αναφέρεται στο εδάφιο (4) ή/και (5) οφείλει να συμμορφώνεται με αυτήν.
(7) Η Αρμόδια Αρχή καθορίζει με οδηγία της μέθοδο για τον υπολογισμό του ελάχιστου ύψους των ιδίων κεφαλαίων για την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος∙ η μέθοδος αυτή στηρίζεται, με την επιφύλαξη του εδαφίου (8), στο ποσό του ηλεκτρονικού χρήματος σε κυκλοφορία.
(8)(α) Σε περίπτωση που ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος παρέχει μία ή περισσότερες υπηρεσίες πληρωμών χωρίς η παροχή αυτή να έχει σχέση με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος ή ασκεί μια ή περισσότερες από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο άρθρο 15(1)(β) έως και (δ) και (2), και το ποσό του ηλεκτρονικού χρήματος σε κυκλοφορία δεν είναι γνωστό εκ των προτέρων-
(i) το σχετικό ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος δύναται να αιτείται την έγκριση της Αρμόδιας Αρχής ώστε ο υπολογισμός του ελάχιστου ύψους των ιδίων κεφαλαίων για την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος να στηρίζεται σε ένα αντιπροσωπευτικό τμήμα που θεωρείται ότι θα χρησιμοποιηθεί για την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος, και
(ii) η Αρμόδια Αρχή χορηγεί τέτοιαν έγκριση εφόσον ικανοποιείται ότι το αντιπροσωπευτικό αυτό τμήμα εκτιμάται εύλογα βάσει ιστορικών δεδομένων.
(β) Σε περίπτωση που το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος δεν έχει ασκήσει δραστηριότητα για επαρκές χρονικό διάστημα, το ελάχιστο ύψος των ιδίων κεφαλαίων υπολογίζεται πάνω στη βάση του προβλεπόμενου ηλεκτρονικού χρήματος σε κυκλοφορία που τεκμηριώνεται μέσω του επιχειρησιακού σχεδίου, με την επιφύλαξη τυχόν αναπροσαρμογής του σχεδίου αυτού κατ’ απαίτηση της Αρμόδιας Αρχής.
(9) Με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων που η Αρμόδια Αρχή ήθελε ορίσει με οδηγία της, η Αρμόδια Αρχή δύναται, κατά παρέκκλιση από τα εδάφια (3), (4) και (7), να εξαιρεί από την υποχρέωση εφαρμογής μεθόδου για τον υπολογισμό ελάχιστου ύψους ιδίων κεφαλαίων, ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος που περιλαμβάνονται στην πραγματοποιούμενη σε ενοποιημένη βάση εποπτεία των μητρικών πιστωτικών ιδρυμάτων σύμφωνα με τις κατά περίπτωση διατάξεις των περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμων ή των περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμων. Η Αρμόδια Αρχή χορηγεί την εν λόγω εξαίρεση με οδηγία της η οποία συνιστά ατομική διοικητική πράξη και την οποία διαβιβάζει στο σχετικό ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος.
(10) Τα ίδια κεφάλαια του ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση να μειωθούν κάτω από το επίπεδο του αρχικού κεφαλαίου κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (1).
13.-(1) Τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος υποχρεούνται να διασφαλίζουν-
(α) τα χρηματικά ποσά που λαμβάνουν σε αντάλλαγμα για την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος, και
(β) σε περίπτωση παροχής υπηρεσιών πληρωμών που δεν έχει σχέση με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος, τα χρηματικά ποσά που λαμβάνουν από τους χρήστες υπηρεσιών πληρωμών ή μέσω άλλου παρόχου υπηρεσιών πληρωμών για την εκτέλεση πράξεων πληρωμής.
(2) Όταν ένα τμήμα των χρηματικών ποσών που λαμβάνει το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για μελλοντικές πράξεις πληρωμής και το υπόλοιπο ποσό πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για υπηρεσίες άλλες εκτός της έκδοσης ηλεκτρονικού χρήματος και της παροχής υπηρεσιών πληρωμών, το τμήμα των χρηματικών ποσών που προορίζεται για μελλοντικές πράξεις πληρωμής υπόκειται στις απαιτήσεις διασφάλισης του παρόντος άρθρου.
(3) Ανεξάρτητα από το εδάφιο (2), αν το τμήμα χρηματικών ποσών που προορίζεται για μελλοντικές πράξεις πληρωμής, κατά τα προβλεπόμενα στο εν λόγω εδάφιο, κυμαίνεται ή δεν είναι γνωστό εκ των προτέρων, οδηγία της Αρμόδιας Αρχής δύναται να προβλέπει ότι -
(α) το σχετικό ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος δύναται να αιτείται την έγκριση της Αρμόδιας Αρχής ώστε οι απαιτήσεις διασφάλισης να αφορούν ένα αντιπροσωπευτικό τμήμα των χρηματικών ποσών που λαμβάνει το οποίο θεωρείται ότι χρησιμοποιείται ως ηλεκτρονικό χρήμα και για άλλες ενδεχομένως υπηρεσίες πληρωμών, και
(β) η Αρμόδια Αρχή χορηγεί τέτοιαν έγκριση εφόσον ικανοποιείται ότι το αντιπροσωπευτικό αυτό τμήμα μπορεί να εκτιμηθεί εύλογα βάσει ιστορικών δεδομένων.
(4) Η Αρμόδια Αρχή με οδηγίες-
(α) δύναται να καθορίζει τη μέθοδο υπολογισμού των διασφαλιστέων χρηματικών ποσών∙
(β) δύναται να περιορίζει ή να επεκτείνει την υποχρέωση διασφάλισης καθορίζοντας τα χρονικά όρια εντός των οποίων υφίσταται η υποχρέωση διασφάλισης∙
(γ) καθορίζει τους τρόπους διασφάλισης, περιλαμβανομένων των στοιχείων ενεργητικού στα οποία επιτρέπεται να επενδύονται τα διασφαλιστέα χρηματικά ποσά∙ η Αρμόδια Αρχή καθορίζει τα στοιχεία ενεργητικού στα οποία επιτρέπεται να επενδύονται τα διασφαλιστέα χρηματικά ποσά εντός του πλαισίου του άρθρου 7, παράγραφος 2, της Οδηγίας 2009/110/ΕΚ∙
(δ) δύναται να ορίζει ότι, σε περίπτωση που το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος διαλύεται ή τίθεται υπό εκκαθάριση, τα διασφαλιστέα χρηματικά ποσά παραδίδονται στους δικαιούχους τους κατά προτεραιότητα έναντι αξιώσεων άλλων πιστωτών του ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος∙
(ε) δύναται να περιορίζει την υποχρέωση διασφάλισης για παροχή υπηρεσιών πληρωμών που δεν έχει σχέση με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος θέτοντας, κατά χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, ανώτατο όριο μη διασφαλιστέων χρηματικών ποσών∙ και
(στ) δύναται να εξαιρεί από την υποχρέωση διασφάλισης για παροχή υπηρεσιών πληρωμών που δεν έχει σχέση με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος τα οποία δεν ασκούν άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες εκτός από την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος και την παροχή υπηρεσιών πληρωμών.
(5) Με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων που η Αρμόδια Αρχή ήθελε ορίσει με οδηγία της, η Αρμόδια Αρχή δύναται να επιβάλλει περιορισμούς σε ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος σε σχέση με τα στοιχεία ενεργητικού στα οποία επιτρέπεται να επενδύονται τα διασφαλιστέα χρηματικά ποσά.
(6) Για έκαστο ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος, η Αρμόδια Αρχή καθορίζει με οδηγία της, η οποία συνιστά ατομική διοικητική πράξη και την οποία διαβιβάζει στο σχετικό ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος, τον τρόπο ή τους τρόπους διασφάλισης των διασφαλιστέων ποσών.
(7) Η Αρμόδια Αρχή δύναται να τροποποιεί ή να αντικαθιστά οδηγία της που αναφέρεται στο εδάφιο (6) με άλλην οδηγία που συνιστά ατομική διοικητική πράξη και την οποία διαβιβάζει στο σχετικό ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος με σκοπό να καθορίζει άλλον τρόπο ή τρόπους διασφάλισης των διασφαλιστέων ποσών.
(8) Έκαστο ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος, στο οποίο απευθύνεται οδηγία που αναφέρεται στο εδάφιο (6) ή/και (7) οφείλει να συμμορφώνεται με αυτήν.
- Ιστορικό Τροποποιήσεων
- 81(I)/2012
- 30(I)/2018
15.-(1) Τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος επιτρέπεται, πέραν της έκδοσης ηλεκτρονικού χρήματος, να ασκούν μια ή περισσότερες από τις ακόλουθες δραστηριότητες:
(α) να παρέχουν τις υπηρεσίες πληρωμών που καλύπτει η άδεια λειτουργίας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος ∙
(β) να χορηγούν πίστωση σε σχέση με τις υπηρεσίες πληρωμών των σημείων 4, 5 ή 7 του Παραρτήματος των περί Υπηρεσιών Πληρωμών Νόμων τις οποίες καλύπτει η άδεια λειτουργίας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος, εφόσον τηρούν όρους που η Αρμόδια Αρχή ήθελε ορίσει με οδηγίες της:
Νοείται ότι η παρούσα διάταξη δε θίγει την εφαρμογή του περί των Συμβάσεων Καταναλωτικής Πίστης Νόμου, τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου και τις συμβατές με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης διατάξεις του κυπριακού δικαίου, οι οποίες σχετίζονται με τη χορήγηση πιστώσεων στους καταναλωτές∙
(γ) υπό την επιφύλαξη του ισχύοντος δικαίου, να λειτουργούν συστήματα πληρωμών, νοουμένου ότι συμμορφώνονται με την οδηγία που η Κεντρική Τράπεζα εκδίδει δυνάμει του άρθρου 5 του περί Υπηρεσιών Πληρωμών Νόμου με σκοπό την εναρμόνιση με το Άρθρο 28 της Οδηγίας 2007/64/ΕΚ∙
(δ) με την επιφύλαξη του ισχύοντος δικαίου, να ασκούν εμπορική δραστηριότητα ή επιχείρηση.
(2) Παρά την ύπαρξη προηγούμενης αδειοδότησης για την άσκηση δεδομένης δραστηριότητας, τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος επιτρέπεται να παρέχουν λειτουργικές και στενά συνδεόμενες επικουρικές υπηρεσίες, οι οποίες έχουν σχέση με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος ή την παροχή υπηρεσιών πληρωμών. Η Αρμόδια Αρχή δύναται να εξειδικεύει με οδηγία της την έννοια των λειτουργικών και στενά συνδεόμενων επικουρικών υπηρεσιών, οι οποίες έχουν σχέση με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος ή την παροχή υπηρεσιών πληρωμών.
(3) Τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος απαγορεύεται να διεξάγουν εργασίες αποδοχής καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων κατά την έννοια των άρθρων 2 και του εδαφίου (1) του άρθρου 3 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου ή του άρθρου 2 και του εδαφίου (1) του άρθρου 41Α του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου:
Νοείται ότι, εφόσον το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος ανταλλάσσει χωρίς καθυστέρηση με ηλεκτρονικό χρήμα τα χρηματικά ποσά που λαμβάνει, αυτή η παραλαβή χρηματικών ποσών δεν συνιστά αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό.
(4) Τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος, κατά την παροχή υπηρεσιών πληρωμών που δεν έχει σχέση με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος, απαγορεύεται να τηρούν λογαριασμούς στο όνομα ενός ή περισσοτέρων χρηστών υπηρεσιών πληρωμών που δεν χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για εκτέλεση πράξεων πληρωμής:
Νοείται ότι, κατά την παροχή υπηρεσιών πληρωμών που δεν έχει σχέση με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος, η παραλαβή από το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος χρηματικών ποσών των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών για την εκτέλεση πράξης πληρωμής, δεν συνιστά ούτε αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων, κατά την έννοια του άρθρου 2 και του εδαφίου (1) του άρθρου 3 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου ή του άρθρου 2 και του εδαφίου (1) του άρθρου 41Α του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, ούτε ηλεκτρονικό χρήμα.
- Ιστορικό Τροποποιήσεων
- 81(I)/2012
- 30(I)/2018