28Α.(1) Η Αρχή Εξυγίανσης δύναται να ζητεί και συλλέγει πληροφορίες απαραίτητες ή χρήσιμες για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, καθώς και να απαιτεί μέσα σε ταχθείσα προθεσμία, με γραπτό αίτημά της και χωρίς προειδοποίηση, την παροχή πληροφοριών από οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που η Αρχή Εξυγίανσης, κατά την απόλυτή της κρίση, θεωρεί ότι είναι σε θέση να δώσει τις αιτούμενες πληροφορίες.
(2) Η Αρχή Εξυγίανσης, με γραπτό αίτημά της και χωρίς προειδοποίηση, καθορίζει το σκοπό της έρευνας, τη διάταξη, στην οποία βασίζεται η εξουσία της, τη τασσόμενη, προς παροχή των πληροφοριών, προθεσμία και τις ενδεχόμενες κυρώσεις, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με την προβλεπόμενη στο εδάφιο (1), υποχρέωση παροχής πληροφοριών.
(3) Οποιοδήποτε πρόσωπο, στο οποίο απευθύνεται το αίτημα της Αρχής Εξυγίανσης για συλλογή πληροφοριών, έχει υποχρέωση προς έγκαιρη, πλήρη και ακριβή παροχή των ζητούμενων πληροφοριών.
(4) Αναφορικά με το τραπεζικό απόρρητο, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 29 των περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμων του 1997 ως (Αρ. 4) του 2013, η Αρχή Εξυγίανσης ή η Μονάδα Εξυγίανσης ή άλλο πρόσωπο που είναι εντεταλμένο ύστερα από ρητή απόφαση της Αρχής Εξυγίανσης προς λήψη πληροφοριών, δυνάμει του παρόντος Νόμου, λογίζεται ως δημόσιος λειτουργός, κατά την έννοια της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 29 των προαναφερόμενων Νόμων για την εξασφάλιση οποιασδήποτε πληροφορίας:
(5)Σε περίπτωση άρνησης οποιουδήποτε προσώπου να συμμορφωθεί με αίτημά της Αρχής Εξυγίανσης για συλλογή πληροφοριών μέσα στην ταχθείσα προθεσμία ή, σε περίπτωση που αυτό αρνείται να δώσει οποιεσδήποτε πληροφορίες ή επιδεικνύει ή προσκομίζει ελλιπείς ή ψευδείς ή παραποιημένες πληροφορίες, κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο, η Αρχή Εξυγίανσης έχει εξουσία να του επιβάλει διοικητικό πρόστιμο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 28Γ.
(6) Οι πληροφορίες που παρέχονται στην Αρχή Εξυγίανσης κατά την άσκηση της εξουσίας της είναι εμπιστευτικής φύσεως και δύναται να χρησιμοποιηθούν μόνο για τους σκοπούς άσκησης των αρμοδιοτήτων της.
(7) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, «υποχρέωση παροχής πληροφοριών» περιλαμβάνει την υποχρέωση προς προσκόμιση, παράθεση και κατάθεση –
(α) κάθε είδους γραπτών στοιχείων και πληροφοριών, περιλαμβανομένων των πρακτικών των συνεδριάσεων οποιουδήποτε νομικού προσώπου και πληροφοριών εναποθηκευμένων σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές,
(β)ανεξαρτήτως των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου Νόμου, οποιωνδήποτε στοιχείων, τα οποία πρόσωπο κατέχει υπό την ιδιότητά του ως καταπιστευματοδόχος, συμπεριλαμβανομένης και της πραγματικής ταυτότητας των πραγματικών δικαιούχων των χρηματοοικονομικών μέσων σε σχέση με τα οποία, άμεσα ή έμμεσα, είναι καταπιστευματοδόχος.
(8) Οποιοδήποτε πρόσωπο λαμβάνει αίτημα της Αρχής Εξυγίανσης για παροχή πληροφοριών δυνάμει του παρόντος άρθρου, δεν το κοινοποιεί με οποιοδήποτε τρόπο και το χειρίζεται με πλήρη εμπιστευτικότητα.
28Β.(1)(α) Η Αρχή Εξυγίανσης ή εντεταλμένο από αυτήν πρόσωπο, δύναται να διενεργεί έρευνες, απαραίτητες για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της ή για τη διερεύνηση ενδεχόμενης παράβασης των δυνάμει του παρόντος Νόμου επιβαλλόμενων υποχρεώσεων και, προς τούτο, δύναται να ζητεί και να συλλέγει πληροφορίες, να εισέρχεται σε γραφεία και επαγγελματικούς χώρους και να ελέγχει αρχεία, βιβλία, λογαριασμούς, άλλα έγγραφα και στοιχεία εναποθηκευμένα σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές και να λαμβάνει αντίγραφα ή αποσπάσματά τους:
(β) Σε περίπτωση άρνησης πρόσβασης σε πληροφορίες, αρχεία, βιβλία, λογαριασμούς, καθώς και σε άλλα έγγραφα και στοιχεία εναποθηκευμένα σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές, η Αρχή Εξυγίανσης δύναται να προβαίνει σε άμεση κατάσχεση των σχετικών πληροφοριών, αρχείων, βιβλίων, λογαριασμών και άλλων εγγράφων και στοιχείων και των ηλεκτρονικών μέσων αποθήκευσης και μεταφοράς δεδομένων:
(2) H Αρχή Εξυγίανσης δύναται να διενεργεί έρευνες σε υποστατικό κάθε φυσικού ή νομικού πρόσωπου που εμπίπτει εντός των αρμοδιοτήτων της Αρχής Εξυγίανσης δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και, σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, που η Αρχή Εξυγίανσης, κατά την απόλυτη της κρίση της, θεωρεί ότι είναι σε θέση να δώσει τις απαιτούμενες πληροφορίες και στοιχεία.
(3) Η έρευνα διενεργείται ύστερα από ειδοποίηση της Αρχής Εξυγίανσης, η οποία αποστέλλεται από προηγουμένως ή επιδίδεται στο πρόσωπο που αφορά η ειδοποίηση, κατά την ημερομηνία και ώρα έναρξης της έρευνας.
(4) Η ειδοποίηση της Αρχής Εξυγίανσης είναι γραπτή, ορίζει την ημερομηνία και ώρα έναρξη της έρευνας, το σκοπό της, τη διάταξη, στην οποία βασίζεται η εξουσία της Αρχής Εξυγίανσης και τις ενδεχόμενες κυρώσεις σε περίπτωση άρνησης του προσώπου, στο οποίο η ειδοποίηση αφορά, να συμμορφωθεί προς την ειδοποίηση.
(5) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του παρόντος άρθρου, δεν επιτρέπεται η είσοδος σε κατοικία ή η διεξαγωγή έρευνας σε κατοικία για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, παρά μόνο δυνάμει δικαστικού εντάλματος.
(6) Η Αρχή Εξυγίανσης δύναται να καλεί σε κατάθεση πρόσωπα που δυνατό να έχουν στοιχεία ή να γνωρίζουν οτιδήποτε σχετικά με την υπό διενέργεια έρευνα και να ορίζει οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο για να ακούσει μαρτυρία και να πάρει, εκ μέρους της, γραπτή ή ηχογραφημένη κατάθεση από τα πρόσωπα αυτά, τα οποία προσέρχονται ενώπιον του εντεταλμένου προσώπου και παρέχουν τις πληροφορίες που κατέχουν.
(7) Οποιοδήποτε πρόσωπο, στο οποίο απευθύνεται αίτημα της Αρχής Εξυγίανσης έχει υποχρέωση προς έγκαιρη, πλήρη και ακριβή συμμόρφωση.
(8) Σε περίπτωση άρνησης οποιουδήποτε προσώπου να συμμορφωθεί με ειδοποίησή της Αρχής Εξυγίανσης για έρευνα ή στην κλήση για κατάθεση δυνάμει του παρόντος άρθρου ή, σε περίπτωση που αυτό δεν προσκομίζει ή προσκομίζει ή επιδεικνύει ελλιπή ή ψευδή ή παραποιημένα τα αιτηθέντα αρχεία, βιβλία, λογαριασμούς ή άλλα έγγραφα ή στοιχεία ή πληροφορίες, η Αρχή Εξυγίανσης δύναται να του επιβάλει, χωρίς επηρεασμό της εξουσίας της για κατάσχεση κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (1), διοικητικό πρόστιμο, σύμφωνα με το άρθρο 28Γ.
(9) Οι πληροφορίες που περιέρχονται στην κατοχή της Αρχής Εξυγίανσης κατά την άσκηση της εξουσίας της είναι εμπιστευτικής φύσης και δύναται να χρησιμοποιηθούν μόνο για τους σκοπούς άσκησης των αρμοδιοτήτων της.
(10) Οποιοδήποτε πρόσωπο λαμβάνει αίτημα της Αρχής Εξυγίανσης, δυνάμει του παρόντος άρθρου, δεν το κοινοποιεί με οποιοδήποτε τρόπο και το χειρίζεται με πλήρη εμπιστευτικότητα.
(11) Η Αρχή Εξυγίανσης δύναται να ζητεί τη συνδρομή της Αστυνομίας, προκειμένου να καταστεί ικανή να ασκήσει τις εξουσίες της, κατά τα προβλεπόμενα στο παρόν άρθρο.
28Γ.(1) Σε περίπτωση, κατά την οποία η Αρχή Εξυγίανσης, κατά την άσκηση των εξουσιών ή αρμοδιοτήτων της δυνάμει του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού Διαταγμάτων ή Οδηγιών, διαπιστώνει ότι πρόσωπο προβαίνει σε οποιαδήποτε πράξη κατά παράβαση οποιασδήποτε διάταξης του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Διαταγμάτων ή Οδηγιών, η Αρχή Εξυγίανσης, αφού προηγουμένως καλέσει σε απολογία το πρόσωπο αυτό, έχει εξουσία να επιβάλει για κάθε παράβαση, διοικητικό πρόστιμο από χίλιες (€1.000) μέχρι πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ (€500.000), ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, και, σε περίπτωση που η παράβαση συνεχίζεται, η Αρχή Εξυγίανσης έχει επιπρόσθετα την εξουσία να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο, ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, από εκατό (€100) μέχρι πενήντα χιλιάδες ευρώ (€50.000), για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης.
(2) Η Αρχή Εξυγίανσης, σε περίπτωση που αποδεικνύεται ότι ο υπαίτιος της παράβασης προσπορίστηκε όφελος, το οποίο υπερβαίνει το ύψος των διοικητικών προστίμων, τα οποία καθορίζονται στο εδάφιο (1), ανάλογα με την περίπτωση, δύναται να επιβάλλει στον υπαίτιο, διοικητικό πρόστιμο, ύψους μέχρι του διπλασίου του οφέλους που ο υπαίτιος αποδεδειγμένα προσπορίστηκε.
(3) Σε περίπτωση παράβασης διάταξης του παρόντος Νόμου, η Αρχή Εξυγίανσης δύναται να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο-
(α)σε νομικό πρόσωπο·
(β)σε σύμβουλο, διευθυντή, ή αξιωματούχο ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι η παράβαση οφειλόταν σε δική του υπαιτιότητα, εσκεμμένη παράλειψη ή αμέλεια.
28Δ.(1) Διοικητικό πρόστιμο που επιβάλλεται από την Αρχή Εξυγίανσης, κατά τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, λογίζεται έναντι των εσόδων του Πάγιου Ταμείου της Δημοκρατίας.
(2)Σε περίπτωση παράλειψης καταβολής διοικητικού προστίμου ή χρηματικής πληρωμής που καθορίζεται στα πλαίσια συμβιβασμού, η Αρχή Εξυγίανσης δύναται-
(α)να λαμβάνει δικαστικά μέτρα προς είσπραξή του, οπότε το οφειλόμενο ποσό εισπράττεται ως αστικό χρέος·
(β)να λαμβάνει οποιαδήποτε άλλα μέτρα, τα οποία δύναται να καθορίζει με Οδηγία της.