ΜΕΡΟΣ Ι ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Ερμηνεία

2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-

«ανώτατη εκτελεστική διεύθυνση» σημαίνει τους διευθυντές ή και εκτελεστικούς συμβούλους, όπως αυτοί ορίζονται στην περί της Ικανότητας και Καταλληλότητας (Κριτήρια Αξιολόγησης) των Συμβούλων και των Διευθυντών Τραπεζών Οδηγία του 2006 και 2007 που εκδόθηκε δυνάμει των περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμων του 1997 έως 2013.

«ανώτερα διευθυντικά στελέχη» σημαίνει οποιοδήποτε πρόσωπο δίνει απευθείας αναφορά ή λαμβάνει απευθείας οδηγίες από την ανώτατη εκτελεστική διεύθυνση∙

«αρμόδια εποπτική αρχή» σημαίνει την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου∙

«Αρχή Εξυγίανσης» σημαίνει την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου∙

«εγγυημένη κατάθεση» σημαίνει την κατάθεση που καλύπτεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Σύστασης και Λειτουργίας Σχεδίου Προστασίας Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου του 2013 και των περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμων του 1985 έως 2013∙

«Ειδικός Διαχειριστής» σημαίνει τον ειδικό διαχειριστή όπως προβλέπεται στο Μέρος IV∙

«εκκαθάριση» σημαίνει-

(α) σε σχέση με επηρεαζόμενο ίδρυμα που είναι τράπεζα ή συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα, την ειδική εκκαθάρισή του, δυνάμει των διατάξεων του Μέρους ΧΙΙΙ των περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμων του 1997 έως (Αρ. 4) του 2013,

(β) σε σχέση με τον Οργανισμό Χρηματοδότησης Στέγης, την εκκαθάρισή του, σύμφωνα με νόμο που ψηφίζεται για το σκοπό αυτό,

(γ) σε σχέση με εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, την εκκαθάρισή της, δυνάμει των διατάξεων του περί Εταιρειών Νόμου∙

«ενδιάμεση τράπεζα» σημαίνει την τράπεζα που ιδρύεται, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 10∙

«επηρεαζόμενο ίδρυμα» σημαίνει ίδρυμα, που υπόκειται στις πρόνοιες του παρόντος Νόμου και περιλαμβάνει-

(α) τράπεζα, με την έννοια που αποδίδουν στον όρο αυτό, οι περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμοι του 1997 έως 2013, περιλαμβανομένων και των υποκαταστημάτων τραπεζών που έχουν την έδρα τους σε τρίτες χώρες και λειτουργούν στη Δημοκρατία,

(β) μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Δημοκρατία,

(γ) συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα, με την έννοια που αποδίδουν στον όρο αυτό, οι περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμοι του 1997 έως (Αρ. 4) του 2013·

(δ) τον Οργανισμό Χρηματοδότησης Στέγης∙

«Επιτροπή Εξυγίανσης» σημαίνει την Επιτροπή που προβλέπεται στο άρθρο 2Α ∙

«εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων» σημαίνει την εταιρεία που συστήνεται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 11∙

«καταθέτης» σημαίνει πρόσωπο, το οποίο κατέχει κατάθεση σε επηρεαζόμενο ίδρυμα, με την έννοια που αποδίδεται στον όρο «κατάθεση», από το άρθρο 2 των περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμων του 1997 έως (Αρ. 4) του 2013∙

«μέτρα εξυγίανσης» σημαίνει τα μέτρα, τα οποία προβλέπονται στο Μέρος ΙΙΙ∙

«ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση» σημαίνει επηρεαζόμενο ίδρυμα, για το οποίο αναλαμβάνεται δράση εξυγίανσης∙

«Κεντρική Τράπεζα» σημαίνει την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου∙

«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλο κράτος που είναι συμβαλλόμενο μέρος στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, η οποία υπογράφτηκε στο Οπόρτο στις 2 Μαΐου 1992 και προσαρμόστηκε από το Πρωτόκολλο, το οποίο υπογράφτηκε στις Βρυξέλλες την 17η Μαΐου 1993, ως η Συμφωνία αυτή περαιτέρω εκάστοτε τροποποιείται∙

«Μονάδα Εξυγίανσης» σημαίνει τη Μονάδα που προβλέπεται στο άρθρο 5Α·

«μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στη Δημοκρατία» σημαίνει χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, η οποία δεν αποτελεί η ίδια θυγατρική ιδρύματος με άδεια λειτουργίας στη Δημοκρατία ή άλλης χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών συσταθείσας στη Δημοκρατία∙

«Οδηγία» σημαίνει την κανονιστικού περιεχομένου Οδηγία της Αρχής Εξυγίανσης που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας∙

«συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα» σημαίνει συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα, με την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό, από το άρθρο 2 των περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμων του 1997 έως (Αρ. 4) του 2013∙

«Σχέδιο» σημαίνει το Σχέδιο Προστασίας Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων που συστάθηκε δυνάμει του περί Σύστασης και Λειτουργίας Σχεδίου Προστασίας Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου του 2013∙

«Ταμείο Προστασίας Καταθέσεων» σημαίνει-

(α) σε σχέση με τον Οργανισμό Χρηματοδότησης Στέγης ή επηρεαζόμενο ίδρυμα που είναι τράπεζα, το Ταμείο Προστασίας Καταθέσεων που προνοείται στους περί Σύστασης και Λειτουργίας Σχεδίου Προστασίας Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμους του 2013∙

(β) σε σχέση με επηρεαζόμενο ίδρυμα που είναι συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα, το Ταμείο Προστασίας Καταθέσεων ΣΠΙ που προνοείται στους περί Σύστασης και Λειτουργίας Σχεδίου Προστασίας Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμους του 2013∙

«Ταμεία» σημαίνει το Ταμείο Προστασίας Καταθέσεων και το Ταμείο Εξυγίανσης, ως αυτά ορίζονται στο παρόν άρθρο∙

«Ταμείο Εξυγίανσης» σημαίνει το Ταμείο Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων που συστάθηκε δυνάμει του περί Σύστασης και Λειτουργίας Σχεδίου Προστασίας Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου του 2013∙

«τίτλοι» σημαίνει τίτλους ιδιοκτησίας ή χρεωστικούς τίτλους ή δικαιώματα απόκτησης χρεωστικών τίτλων που εκδόθηκαν από επηρεαζόμενο ίδρυμα∙

«τίτλοι ιδιοκτησίας» σημαίνει μετοχές, αξιόγραφα μετατρέψιμα σε μετοχές, δικαιώματα απόκτησης μετοχών και δικαιώματα απόκτησης αξιογράφων μετατρέψιμων σε μετοχές, που εκδόθηκαν από επηρεαζόμενο ίδρυμα∙

«τρίτη χώρα» σημαίνει κράτος, άλλο από το κράτος μέλος.

Σύσταση και λειτουργία της Επιτροπής Εξυγίανσης υπό την Αρχή Εξυγίανσης

2Α.(1) Συστήνεται Επιτροπή Εξυγίανσης, υπό την Αρχή Εξυγίανσης, η οποία συγκροτείται από το/τη Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας και τους εκάστοτε διοριζόμενους, δυνάμει του άρθρου 13 των περί Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμων του 2002 έως 2014, εκτελεστικούς συμβούλους της Κεντρικής Τράπεζας.

(2) Η Επιτροπή Εξυγίανσης είναι το αποφασίζον εκτελεστικό όργανο της Αρχής Εξυγίανσης και έχει ως κύρια αρμοδιότητα την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου, τη λήψη αποφάσεων και την έκδοση Διαταγμάτων ή Οδηγιών, ανάλογα με την περίπτωση, κατά τα οριζόμενα στον παρόντα Νόμο.

(3)(α) Οι αποφάσεις της Επιτροπής Εξυγίανσης λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία.

(β) Σε περίπτωση συνεδριών που συμμετέχουν δύο μέλη, οι αποφάσεις της Επιτροπής Εξυγίανσης λαμβάνονται με τη σύμφωνη γνώμη και των δύο παρόντων μελών.

(4)  Πρόεδρος της Επιτροπής Εξυγίανσης είναι ο/η Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας.  Σε περίπτωση απουσίας ή άλλου κωλύματος του προέδρου, προεδρεύει το μέλος που επιλέγεται για το σκοπό αυτό από τα παριστάμενα μέλη.

(5)  Για την έγκυρη διεξαγωγή των συνεδριών της Επιτροπής Εξυγίανσης, απαιτείται η παρουσία τουλάχιστον δύο μελών.

(6)(α) Οι συνεδρίες συγκαλούνται από τον Πρόεδρο ή από οποιοδήποτε άλλο μέλος της Επιτροπής Εξυγίανσης.

(β) Οι συνεδρίες της Επιτροπής Εξυγίανσης δύνανται να πραγματοποιούνται με ηλεκτρονικά μέσα, συμπεριλαμβανομένης της τηλεδιάσκεψης ή άλλων οπτικοακουστικών μέσων.

(7)  Η πρόσκληση σε συνεδρία είναι γραπτή και απευθύνεται σε όλα τα μέλη της Επιτροπής Εξυγίανσης, μία τουλάχιστο μέρα πριν από την καθορισμένη για τη συνεδρία ημερομηνία:

Νοείται ότι, η πρόσκληση δύναται να αποστέλλεται με ηλεκτρονικά μέσα, συμπεριλαμβανομένου ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή τηλεομοιότυπου:

Νοείται περαιτέρω ότι, σε έκτακτες, κατά την κρίση του Προέδρου της Επιτροπής Εξυγίανσης, περιπτώσεις, συνεδρία της Επιτροπής Εξυγίανσης συγκαλείται μετά από προφορική ή γραπτή πρόσκληση που κοινοποιείται από τον Πρόεδρο στα μέλη της Επιτροπής Εξυγίανσης το συντομότερο δυνατό και, εν πάση περιπτώσει, πριν από τον καθορισμένο για τη συνεδρία χρόνο.

(8)(α) Τα πρακτικά της συνεδρίας τηρούνται από το Γραμματέα της Επιτροπής Εξυγίανσης, ο οποίος διορίζεται από την ίδια την Επιτροπή.  Σε περίπτωση απουσίας του Γραμματέα, πρακτικά τηρούνται από άλλο πρόσωπο που αποφασίζει ειδικά για αυτό το σκοπό η Επιτροπή.

(β) Τα πρακτικά των συνεδριών τηρούνται εμπιστευτικά, εκτός αν αποφασισθεί διαφορετικά από την Επιτροπής Εξυγίανσης.

(9) Η κατάργηση ή η χηρεία της θέσης οποιουδήποτε μέλους της Επιτροπής Εξυγίανσης δεν επηρεάζει την εγκυρότητα οποιουδήποτε διατάγματος, πράξης, απόφασης ή εργασίας της Επιτροπής Εξυγίανσης, εφόσον ο αριθμός των μελών δεν μειωθεί κάτω του απαιτούμενου για την απαρτία αριθμού μελών.