3. (1) Η Επιτροπή Εξυγίανσης, με τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργού Οικονομικών, δύναται να αποφασίζει τη λήψη μέτρων εξυγίανσης, με γνώμονα την καλύτερη επίτευξη των πιο κάτω στόχων:
(α) Τη συνέχιση προσφοράς κρίσιμων τραπεζικών ή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών,
(β) την πρόληψη δημιουργίας ή εξάπλωσης κινδύνων που πιθανόν να έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος, εντός ή και εκτός της Δημοκρατίας,
(γ) τη διατήρηση της εμπιστοσύνης του κοινού στο χρηματοοικονομικό σύστημα,
(δ) την προστασία των δημόσιων πόρων αποτρέποντας επηρεαζόμενα ιδρύματα από το να βασίζονται σε δημόσια στήριξη για τη διάσωσή τους,
(ε) την προστασία των καταθετών που καλύπτονται από το Ταμείο Προστασίας Καταθέσεων,
(στ) την ελαχιστοποίηση του κόστους εξυγίανσης για τους φορολογούμενους,
(ζ) την προαγωγή της δημοσίας ωφέλειας και την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος.
(2) Κατά τη λήψη και εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (1), εφαρμόζονται οι πιο κάτω γενικές αρχές:
(α) Οι μέτοχοι ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση επωμίζονται πρώτοι τυχόν ζημιές που προκύπτουν από την εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης,
(β) οι πιστωτές ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση επωμίζονται τις ζημιές μετά τους μετόχους, σύμφωνα με τη σειρά προτεραιότητας των απαιτήσεων τους δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 4,
(γ) εκτός όπου προνοείται διαφορετικά στον παρόντα Νόμο, ή εφόσον συντρέχουν επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος, οι πιστωτές της ίδιας τάξεως τυγχάνουν ίσης μεταχείρισης,
(δ) οι πιστωτές του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση δεν βρίσκονται σε δυσμενέστερη οικονομική θέση ως αποτέλεσμα της εφαρμογής μέτρων εξυγίανσης συγκριτικά με τη θέση που θα βρίσκονταν εάν το εν λόγω ίδρυμα τίθετο εναλλακτικά σε εκκαθάριση,
(ε) δύναται να αντικαθίσταται η ανώτατη εκτελεστική διεύθυνση του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση,
(στ) τα ανώτερα διευθυντικά στελέχη του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση επωμίζονται ζημιές ανάλογες, με την ατομική ευθύνη που φέρουν για τους λόγους που έθεσαν το ίδρυμα σε εκκαθάριση, βάσει του αστικού ή ποινικού δικαίου,
(ζ) η επέμβαση επί των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας δεν υπερβαίνει πρόνοιες του Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρώπινων Δικαιωμάτων,
(η) δεν δημιουργείται σύγκρουση με το κοινοτικό πλαίσιο για τις δημόσιες ενισχύσεις και τους κανόνες ανταγωνισμού:
4. (1) Στην περίπτωση εκκαθάρισης ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση, εφαρμόζεται, κατά προτεραιότητα, το εδάφιο (1) και (2) του άρθρου 300 του περί Εταιρειών Νόμου.
(2) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του εδαφίου (1), καταβάλλονται χρέη ή απαιτήσεις εξασφαλισμένες με επιβάρυνση στην περιουσία του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση, μέχρι ποσού που προκύπτει από τη ρευστοποίηση της εξασφάλισης ή η εξασφάλιση παραδίδεται στο δικαιούχο πιστωτή.
(3) Λοιπά χρέη ή απαιτήσεις καταβάλλονται από τα έσοδα της εκκαθάρισης, με την ακόλουθη σειρά:
(α) Αναγκαία και εύλογα έξοδα του ειδικού εκκαθαριστή και της Αρχής Εξυγίανσης, συμπεριλαμβανομένων επαγγελματικών εξόδων κατά την εφαρμογή των διατάξεων της εν λόγω εκκαθάρισης,
(β) πιστώσεις που παραχωρήθηκαν στο ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση μετά το διορισμό του ειδικού εκκαθαριστή,
(γ) πιστώσεις που παραχωρήθηκαν στο ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ή τα Ταμεία πριν το διορισμό του ειδικού εκκαθαριστή,
(δ) εγγυημένη κατάθεση, ποσά οφειλόμενα προς το Ταμείο Προστασίας Καταθέσεων, οποιαδήποτε κρατική στήριξη δόθηκε στο ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση, δυνάμει του περί της Αναδιάρθρωσης Χρηματοοικονομικών Οργανισμών Νόμου του 2013 και κυβερνητικές εγγυήσεις που παραχωρήθηκαν στο ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση δυνάμει του περί της Παραχώρησης Κυβερνητικών Εγγυήσεων για τη Σύναψη Δανείων ή και την Έκδοση Ομολόγων από Πιστωτικά Ιδρύματα Νόμου του 2012,
(ε) άλλα χρέη ή απαιτήσεις που δεν εξασφαλίζονται με επιβάρυνση στην περιουσία του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση,
(στ) χρέη ή απαιτήσεις μειωμένης εξασφάλισης (δευτεροβάθμιο κεφάλαιο).
(4) Στην περίπτωση όπου το διαθέσιμο ποσό για πληρωμή οποιωνδήποτε χρεών ή απαιτήσεων ως διαλαμβάνονται στο εδάφιο (3) δεν επαρκεί για την πλήρη εξόφλησή τους, τα εν λόγω χρέη ή απαιτήσεις μειώνονται κατ’ αναλογία. Για οποιαδήποτε πληρωμή χρεών ή απαιτήσεων, τηρείται αυστηρά η σειρά προτεραιότητας, ως αυτή διαλαμβάνεται στο εδάφιο (3).
(5) Χρέη ή απαιτήσεις που έχουν καταχωρηθεί εκτός της προθεσμίας που καθορίζεται σε σχετική νομοθεσία δεν ικανοποιούνται. Τυχόν έσοδα που απομένουν μετά την πλήρη εξόφληση των άλλων πιστωτών κατανέμονται μεταξύ των μετόχων του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση, κατ’ αναλογία με τα δικαιώματά τους.
(6) Η Αρχή Εξυγίανσης δύναται να διαχωρίζει χρέη και υποχρεώσεις της ίδιας τάξης, εάν θεωρείται αναγκαίο για τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας εντός και εκτός της Δημοκρατίας ή, όταν αυτό είναι προς όφελος των πιστωτών στο σύνολό τους και για την προαγωγή της δημόσιας ωφέλειας και την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος
5. (1) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, η Αρχή Εξυγίανσης έχει την αποκλειστική εξουσία να λαμβάνει και να εφαρμόζει μέτρα εξυγίανσης σε επηρεαζόμενα ιδρύματα.
(2) Η Αρχή Εξυγίανσης λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για τη δημιουργία πλαισίου συνεργασίας με αρμόδια αρχή κράτους μέλους ή τρίτης χώρας για την προετοιμασία, τον προγραμματισμό και την εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης, σε περίπτωση που οι εργασίες επηρεαζόμενου ιδρύματος στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους ή τρίτης χώρας είναι σημαντικές για τη βιωσιμότητα του εν λόγω ιδρύματος.
(3) Η Αρχή Εξυγίανσης ενημερώνει την αρμόδια αρχή κράτους μέλους ή τρίτης χώρας για την εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (1) του άρθρου 7, σε επηρεαζόμενο ίδρυμα, το οποίο διατηρεί υποκατάστημα ή θυγατρική σε άλλο κράτος μέλος ή τρίτη χώρα ή αποτελεί θυγατρική ή υποκατάστημα τράπεζας με έδρα σε άλλο κράτος μέλος ή τρίτη χώρα.
(4) Η Αρχή Εξυγίανσης δύναται να συνεργάζεται με αρμόδια αρχή της χώρας καταγωγής τράπεζας που έχει συσταθεί σε κράτος μέλος ή τρίτη χώρα, το οποίο διατηρεί θυγατρική εταιρεία που κατέχει άδεια διεξαγωγής τραπεζικών εργασιών ή υποκατάστημα στη Δημοκρατία, στο πλαίσιο μιας διασυνοριακής εξυγίανσης της εν λόγω τράπεζας.
(5) Η Αρχή Εξυγίανσης δεν έχει εξουσία να εφαρμόζει μέτρα εξυγίανσης επί υποκαταστημάτων στη Δημοκρατία, των τραπεζών, που είναι εγκατεστημένα σε άλλο κράτος μέλος.
(6) Η Κεντρική Τράπεζα λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα για τη διασφάλιση-
(i) του αποτελεσματικού διαχωρισμού των αρμοδιοτήτων της εποπτείας, ως προνοούνται στους περί Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμους του 2002 έως 2014, και της εφαρμογής των μέτρων εξυγίανσης, ως προνοούνται στον παρόντα Νόμο,
(ii) της λειτουργικής ανεξαρτησίας μεταξύ των αρμοδιοτήτων εποπτείας, ως προνοούνται στους περί Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμους του 2002 έως 2014, και της εφαρμογής των μέτρων εξυγίανσης, ως προνοούνται στον παρόντα Νόμο,
(iii) της επάρκειας της εμπειρογνωμοσύνης, των πόρων και της επιχειρησιακής ικανότητας για την εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης και της ικανότητας γρήγορης και ευέλικτης άσκησης των εξουσιών για την επίτευξη των σκοπών της.
(7) Εφόσον ληφθούν μέτρα εξυγίανσης σε επηρεαζόμενο ίδρυμα, όλες οι εξουσίες, καθήκοντα και ευθύνες των μετόχων ή μελών, των συμβούλων ή μελών της επιτροπείας και των διευθυντών του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση, δύνανται να ασκούνται από την Αρχή Εξυγίανσης ή και από τον Ειδικό Διαχειριστή, ο οποίος διορίζεται δυνάμει του άρθρου 14 και, σε τέτοια περίπτωση, οποιεσδήποτε ενέργειες ή αποφάσεις λαμβάνονται από το εν λόγω ίδρυμα ή από τρίτο, για λογαριασμό του εν λόγω ιδρύματος, θεωρούνται άκυρες, εκτός αν έχουν ληφθεί από ή με τη συγκατάθεση της Αρχής Εξυγίανσης.
(8) Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας του εδαφίου (7), η Αρχή Εξυγίανσης δύναται να απαιτεί την απομάκρυνση ή αντικατάσταση σύμβουλου ή μέλους της επιτροπείας ή διευθυντή του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση, ανεξάρτητα από τις πρόνοιες οποιουδήποτε σε ισχύ νόμου.
(9) Η Αρχή Εξυγίανσης ή και ο Ειδικός Διαχειριστής λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίσουν το φυσικό έλεγχο και την προστασία των εγκαταστάσεων, της περιουσίας, των λογιστικών βιβλίων και άλλων εγγράφων του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση.
(10) Για την εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης, η Αρχή Εξυγίανσης ή και ο Ειδικός Διαχειριστής έχουν δικαίωμα ελεύθερης εισόδου στις εγκαταστάσεις και ελεύθερη πρόσβαση στην περιουσία, στα λογιστικά βιβλία και σε άλλα έγγραφα του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση.
(11) Κατόπιν αιτήματος της Αρχής Εξυγίανσης ή και του Ειδικού Διαχειριστή, οι αστυνομικές αρχές βοηθούν την Αρχή Εξυγίανσης ή και τον Ειδικό Διαχειριστή να αποκτήσουν πρόσβαση σε όλους τους χώρους του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση και να αποκτήσουν τον έλεγχο και να ασφαλίσουν την περιουσία, τα γραφεία, τα περιουσιακά στοιχεία, τα βιβλία, τα αρχεία και άλλα έγγραφα του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση.
(12) (α) Για την επίτευξη των σκοπών του παρόντος Νόμου και για την εκτέλεση των αρμοδιοτήτων της δυνάμει του παρόντος Νόμου και τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, η Αρχή Εξυγίανσης δύναται να εκδίδει γενικές ή ειδικές οδηγίες ή διατάγματα, τα οποία γνωστοποιεί με οποιοδήποτε τρόπο ήθελε ορίσει.
(β) Η Αρχή Εξυγίανσης δύναται να εκδίδει γενικές ή ειδικές οδηγίες ή εγκυκλίους, τις οποίες γνωστοποιεί με οποιοδήποτε τρόπο ήθελε ορίσει, σχετικά με τον καταρτισμό σχεδίων εξυγίανσης, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 30Β των περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμων του 1997 έως 2013 και στο άρθρο 51Δ των περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμων του 1985 έως 2013.
(13) Η Αρχή Εξυγίανσης έχει πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες που βρίσκονται στην κατοχή της αρμόδιας εποπτικής αρχής, που θεωρούνται αναγκαίες για την εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης και την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, δυνάμει του παρόντος Νόμου:
(14) Η Αρχή Εξυγίανσης δύναται να αντιπροσωπεύει το ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση σε δικαστικές διαδικασίες, στις οποίες το εν λόγω ίδρυμα είναι διάδικος ή ενδιαφερόμενο μέρος και, οι οποίες εκκρεμούν κατά το χρόνο λήψης των μέτρων εξυγίανσης.
5Α.(1)Η Κεντρική Τράπεζα συστήνει Μονάδα Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων, με κύρια αρμοδιότητα την παροχή στήριξης στην Αρχή Εξυγίανσης και στην Επιτροπή Εξυγίανσης, σε σχέση με την εκτέλεση σκοπών, εξουσιών, αρμοδιοτήτων και καθηκόντων της δυνάμει του παρόντος Νόμου.
(2) Η δυνάμει του εδαφίου (1) Μονάδα Εξυγίανσης, αναφέρεται απευθείας στην Επιτροπή Εξυγίανσης και στελεχώνεται από προσωπικό της Κεντρικής Τράπεζας.
(3) Μετά τον τερματισμό των μέτρων εξυγίανσης σε πιστωτικό ή άλλο ίδρυμα, η Αρχή Εξυγίανσης δύναται να αποφασίσει ότι η Μονάδα Εξυγίανσης συνεχίζει τη λειτουργία της, για αναγκαίους υπό τις περιστάσεις της εξυγίανσης, λόγους:
(4)(α) Η Μονάδα Εξυγίανσης έχει ως πρωταρχικό καθήκον την παρακολούθηση της εφαρμογής των μέτρων εξυγίανσης και την αντιμετώπιση θεμάτων που προκύπτουν από την εφαρμογή αυτή.
(β) Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας της παραγράφου (α), τα καθήκοντα και οι αρμοδιότητες της Μονάδας Εξυγίανσης είναι μεταξύ άλλων-
(i) η παροχή στήριξης στην Αρχή Εξυγίανσης και στην Επιτροπή Εξυγίανσης προς εκτέλεση των σκοπών και εξουσιών τους, κατά τα οριζόμενα στον παρόντα Νόμο·
(ii) η δημιουργία και παρακολούθηση των σχεδίων εξυγίανσης·
(iii) η προκαταρκτική αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων υπό εξυγίανση πιστωτικού ή άλλου ιδρύματος, δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 22·
(iv) η αξιολόγηση των εναλλακτικών μέτρων εξυγίανσης που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν επί επηρεαζόμενου ιδρύματος, λαμβάνοντας υπόψη τις γενικές αρχές εξυγίανσης, δυνάμει του άρθρου 3·
(v) η συμμετοχή σε ομάδες εργασίας, επιτροπές και συμβούλια που συστήνονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο και αφορούν θέματα σχετικά με την εξυγίανση πιστωτικών και άλλων ιδρυμάτων· και
(vi) η εκτέλεση οποιωνδήποτε άλλων καθηκόντων ανατεθούν στη Μονάδα Εξυγίανσης από την Επιτροπή Εξυγίανσης.
6. (1) Η Αρχή Εξυγίανσης λαμβάνει μέτρα εξυγίανσης σε επηρεαζόμενο ίδρυμα, μόνο εάν ισχύουν όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Η αρμόδια εποπτική αρχή αφού διαβουλευθεί με την Επιτροπή Εξυγίανσης αποφασίζει ότι το επηρεαζόμενο ίδρυμα δεν είναι βιώσιμο ή πιθανόν να καταστεί μη βιώσιμο και διαφαίνεται εύλογος κίνδυνος ότι το επηρεαζόμενο ίδρυμα δυνατό να μην είναι σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του ή και να συνεχίσει να λειτουργεί ως δρώσα οικονομική μονάδα,
(β) χωρίς τη λήψη μέτρων εξυγίανσης, άλλες ενέργειες που δυνατό να ληφθούν σε εύλογο χρόνο από το επηρεαζόμενο ίδρυμα ή από την αρμόδια εποπτική αρχή, σύμφωνα με την αξιολόγηση της αρμόδιας εποπτικής αρχής, δεν επαρκούν ούτως ώστε το ίδρυμα να μπορεί να τηρεί τις απαιτήσεις κεφαλαιακής επάρκειας ή και ρευστότητας, και
(γ) το μέτρο εξυγίανσης είναι αναγκαίο για την προαγωγή της δημόσιας ωφέλειας και την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος.
(2) Για σκοπούς αξιολόγησης, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1), η αρμόδια εποπτική αρχή δύναται να λαμβάνει υπόψη μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες περιστάσεις, χωρίς ο κατάλογος αυτός να είναι εξαντλητικός:
(α) Το επηρεαζόμενο ίδρυμα αδυνατεί ή ενδέχεται να αδυνατεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του όταν καθίστανται απαιτητές∙
(β) τα περιουσιακά στοιχεία του επηρεαζόμενου ιδρύματος υπολείπονται ή ενδέχεται να υπολείπονται των υποχρεώσεών του∙
(γ) το επηρεαζόμενο ίδρυμα αδυνατεί ή ενδέχεται να αδυνατεί να τηρεί τις απαιτήσεις κεφαλαιακής επάρκειας ή και ρευστότητας∙
(δ) έχει μειωθεί σημαντικά η πρόσβαση του επηρεαζόμενου ιδρύματος σε πηγές χρηματοδότησης∙
(ε) η διατήρηση της λειτουργίας του επηρεαζόμενου ιδρύματος εξαρτάται από δημόσια χρηματοδοτική στήριξη ή θα υπήρχε τέτοια εξάρτηση ελλείψει εφαρμογής μέτρων εξυγίανσης, εκτός από την περίπτωση που, προκειμένου να διατηρηθεί η χρηματοοικονομική σταθερότητα, το ίδρυμα ζητεί ένα από τα εξής:
(i) κρατική εγγύηση για την άντληση ταμειακών διευκολύνσεων∙ ή
(ii) κρατική εγγύηση για την ανάληψη νέων υποχρεώσεων προκειμένου να αντιμετωπιστεί σοβαρή διαταραχή στην οικονομία της Δημοκρατίας∙
(στ) υπάρχει σημαντική απομείωση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων του επηρεαζόμενου ιδρύματος∙
(ζ) έχει χαθεί η εμπιστοσύνη του κοινού προς το επηρεαζόμενο ίδρυμα∙
(η) υπάρχουν θεμελιώδεις ελλείψεις στο επιχειρησιακό σχέδιο του επηρεαζόμενου ιδρύματος ή το επηρεαζόμενο ίδρυμα έχει παραβιάσει ή ενδέχεται να παραβιάσει τους όρους, βάσει των οποίων του χορηγήθηκε άδεια άσκησης εργασιών∙
(θ) είναι ορατός ο κίνδυνος έναρξης διαδικασίας εκκαθάρισης∙
(ι) το επηρεαζόμενο ίδρυμα λειτουργεί σε μη συνετή και ορθή βάση.
(3) Για τους σκοπούς της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1), η λήψη και εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης σε επηρεαζόμενο ίδρυμα θεωρείται απαραίτητη, εφόσον οι ανάγκες για την προαγωγή της δημόσιας ωφέλειας και την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος δεν καλύπτονται εξίσου από ενδεχόμενη εκκαθάριση.
(4) Η εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης δεν ενεργοποιεί-
(α) τη διαδικασία αποζημίωσης καταθετών, δυνάμει του περί Σύστασης και Λειτουργίας Σχεδίου Προστασίας Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου του 2013 και των περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμων του 1985 έως 2013 και τη διαδικασία αποζημίωσης επενδυτών πελατών, δυνάμει των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Ταμείου Αποζημίωσης Επενδυτών Πελατών Τραπεζών Κανονισμών του 2004 έως 2007∙
(β) συμβατική ρήτρα που ενεργοποιείται, σε περίπτωση εκκαθάρισης ή αφερεγγυότητας ή επέλευσης άλλου γεγονότος που δύναται να χαρακτηρίζεται ως πιστωτικό γεγονός ή ισοδύναμο αφερεγγυότητας:
Νοείται ότι, το άρθρο 9 των περί Συμφωνιών Παροχής Χρηματοοικονομικής Εξασφάλισης Νόμων του 2004 και 2011 δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση εφαρμογής μέτρων εξυγίανσης, κατά τα οριζόμενα στον παρόντα Nόμο∙
(γ) τα δικαιώματα ασφαλισμένων πιστωτών του επηρεαζόμενου ιδρύματος επί των περιουσιακών στοιχείων και δικαιωμάτων που εξασφαλίζουν τις απαιτήσεις τους κατά του επηρεαζόμενου ιδρύματος.
7. (1) Με τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργού Οικονομικών, η Επιτροπή Εξυγίανσης, αφού λάβει υπόψη της την έκθεση της αρμόδιας εποπτικής αρχής για την τρέχουσα οικονομική κατάσταση και βιωσιμότητα του επηρεαζόμενου ιδρύματος και το σχέδιο εξυγίανσης που ετοιμάζεται από την ίδια, σε συνεργασία με την αρμόδια εποπτική αρχή βάσει του άρθρου 30Β των περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμων του 1997 έως 2013 και του άρθρου 12Γ των περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμων του 1985 έως 2013, ανάλογα με την περίπτωση, έχει την εξουσία να απαιτήσει από το εν λόγω ίδρυμα να εφαρμόσει τα ακόλουθα μέτρα εξυγίανσης, είτε μεμονωμένα, είτε σε συνδυασμό:
(α) Αύξηση κεφαλαίου, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 8,
(β) πώληση εργασιών, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 9,
(γ) μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων σε ενδιάμεση τράπεζα, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 10,
(δ) μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων και δικαιωμάτων σε εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 11,
(ε) διάσωση με ίδια μέσα, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 12:
(2) Σε περίπτωση που η Αρχή Εξυγίανσης αποφασίσει, στη βάση των πληροφοριών που υποβλήθηκαν δυνάμει του εδαφίου (1), ότι κανένα από τα μέτρα εξυγίανσης δεν μπορεί να εξυπηρετήσει τις γενικές αρχές εξυγίανσης που καθορίζονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 3, δύναται να εισηγηθεί στην αρμόδια εποπτική αρχή την ανάκληση της άδειας του επηρεαζόμενου ιδρύματος.
(3) Στην περίπτωση εφαρμογής του μέτρου εξυγίανσης της πώλησης εργασιών, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 9, η Αρχή Εξυγίανσης δύναται να αναστείλει την απόφαση για την εφαρμογή του μέτρου αυτού, σε περίπτωση όπου οι προσφορές που έχουν ληφθεί κρίνονται από την Αρχή Εξυγίανσης ως μη συμφέρουσες. Σε τέτοια περίπτωση, η Αρχή Εξυγίανσης δύναται να αποφασίσει την εφαρμογή άλλων μέτρων εξυγίανσης ή να εισηγηθεί στην αρμόδια εποπτική αρχή την ανάκληση της άδειας του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση.
(4) Σε περίπτωση που, κατά την κρίση της Αρχής Εξυγίανσης, ισχύουν οι προϋποθέσεις λήψης μέτρων εξυγίανσης που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 6, η Αρχή Εξυγίανσης γνωστοποιεί το γεγονός αυτό στη Διαχειριστική Επιτροπή του Σχεδίου.
(5) Η εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης δυνάμει του εδαφίου (1), κοινοποιείται αυθημερόν στο ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση, στην αρμόδια εποπτική αρχή και στη Διαχειριστική Επιτροπή του Σχεδίου και δημοσιεύεται αυθημερόν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και στον ιστότοπο της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου. Η κοινοποίηση περιλαμβάνει αντίγραφο του διατάγματος, δυνάμει του οποίου ασκούνται οι σχετικές εξουσίες και αναφέρει την ημερομηνία, που τίθενται σε εφαρμογή, τα μέτρα εξυγίανσης.