23.-(1) Η Ορισθείσα Αρχή εποπτεύει το ΣΕΚ, επί συνεχούς βάσης, ως προς τη συμμόρφωσή του με την Οδηγία 2014/49/ΕΕ.
(2) Σε περίπτωση που το ΣΕΚ συμμετέχει σε διασυνοριακό σύστημα εγγύησης των καταθέσεων, το σύστημα αυτό εποπτεύεται από εκπροσώπους της Επιτροπής και από εκπροσώπους των ορισθεισών αρχών των άλλων κρατών μελών όπου έχουν λάβει άδεια λειτουργίας τα συμμετέχοντα πιστωτικά ιδρύματα.
24.-(1) Το ΣΕΚ ανταλλάζει πληροφορίες και επικοινωνεί με άλλα συστήματα εγγύησης των καταθέσεων κρατών μελών, με πιστωτικά ιδρύματα συνδεδεμένα με αυτά και με τις αρμόδιες και με ορισθείσες αρχές σε κράτη μέλη καθώς και, ανάλογα με την περίπτωση, με άλλους φορείς σε διασυνοριακή βάση.
(2) Το ΣΕΚ συνάπτει γραπτές συμφωνίες με άλλα συστήματα εγγύησης καταθέσεων ώστε να επιτυγχάνεται η αποτελεσματική εφαρμογή του παρόντος Νόμου, τηρουμένων των διατάξεων που αφορούν την εμπιστευτικότητα και τα προσωπικά δεδομένα που καθορίζονται στον περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμο και ενημερώνει την ΕΑΤ σχετικά με την ύπαρξη και το περιεχόμενο των συμφωνιών αυτών˙ εάν το ΣΕΚ δεν μπορεί να καταλήξει σε συμφωνία ή εάν προκύψει διαφορά με άλλο σύστημα εγγύησης καταθέσεων ως προς την ερμηνεία μιας συμφωνίας, έκαστο των μερών μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010˙ η απουσία τέτοιων συμφωνιών δεν επηρεάζει τις απαιτήσεις καταθετών σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 27 του παρόντος Νόμου ή των πιστωτικών ιδρυμάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του Κανονισμού 19 Επίσημη των περί Συστήματος Εγγύησης των Καταθέσεων και Εξυγίανσης Εφημερίδα, Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Κανονισμών.
(3) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (5) του άρθρου 19, το ΣΕΚ διαφυλάττει το απόρρητο για την επεξεργασία των δεδομένων σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμου, όταν ανταλλάσσει πληροφορίες με άλλες αρμόδιες εποπτικές αρχές.
(4) Η Επιτροπή -
(α) Μεριμνά ώστε να διενεργούνται έλεγχοι αντοχής των συστημάτων του ΣΕΚ σε συνεργασία με την Κεντρική Τράπεζα και οι έλεγχοι αυτοί να διενεργούνται τουλάχιστον ανά τριετία ή συχνότερα εάν αυτό κρίνεται αναγκαίο από την Επιτροπή∙
(β)χρησιμοποιεί τις πληροφορίες που απαιτούνται για τη διενέργεια ελέγχων αντοχής στο ΣΕΚ αποκλειστικά στο πλαίσιο των ελέγχων αυτών και τις διατηρεί μόνο για το διάστημα που απαιτείται για τον σκοπό αυτό.
(5) Η ΕΑΤ, η Κεντρική Τράπεζα, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου και το ΣΕΚ συνεργάζονται μεταξύ τους και ασκούν τις εξουσίες τους σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου, του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου, όπως διορθώθηκε και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
(6) Η Επιτροπή γνωστοποιεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την ΕΑΤ την ταυτότητα του ΣΕΚ, αμέσως μετά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου.
25. Εκτός από τα ποσά που είναι απαραίτητα για την κάλυψη των άμεσων εξόδων που απαιτούνται για τη λειτουργία του ΣΕΚ, συμπεριλαμβανομένων των ποσών που μεταφέρονται στο Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης, η Επιτροπή δύναται να επενδύει μέρος των κεφαλαίων του κάθε Ταμείου σε άμεσα ρευστοποιήσιμα και χαμηλού κινδύνου στοιχεία ενεργητικού, διασφαλίζοντας ότι υπάρχουν άμεσα διαθέσιμοι πόροι και επαρκής διαφοροποίηση στις επενδύσεις, προκειμένου να μην επηρεάζεται η εξυπηρέτηση των σκοπών του ΣΕΚ.
26. Η Επιτροπή δύναται να ανακτά από τα ιδρύματα τα εύλογα και κοστοστρεφή λειτουργικά έξοδα που δεν καλύπτονται από την Κεντρική Τράπεζα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20, περιλαμβανομένων εξόδων -
(α) Για νομικές και συμβουλευτικές υπηρεσίεςˑ και
(β) για ανάθεση εργασιών σε τρίτους.
27.-(1) Τα δικαιώματα αποζημίωσης των καταθετών αποτελούν αντικείμενο αγωγής κατά του ΣΕΚ.
(2) Εάν οι επιλέξιμες καταθέσεις σε ένα ίδρυμα υπό εξυγίανση μεταβιβάζονται σε άλλη οντότητα μέσω του μέτρου πώλησης εργασιών ή του μέτρου μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων σε μεταβατικό ίδρυμα, οι καταθέτες δεν έχουν καμία απαίτηση κατά του ΣΕΚ όσον αφορά οποιοδήποτε μέρος των καταθέσεών τους στο ίδρυμα υπό εξυγίανση που δεν μεταβιβάζεται, εφόσον το ύψος των χρηματικών ποσών που μεταβιβάζονται είναι ίσο ή μεγαλύτερο από το συνολικό επίπεδο κάλυψης που προβλέπεται στους κανονισμούς.
(3) Σε περίπτωση που το ΣΕΚ καταβάλλει αποζημίωση σε καταθέτες πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με την υποπαράγραφο (i) της παραγράφου (α) του άρθρου 4 και την παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 10, εφαρμόζονται τα ακόλουθα:
(α) Όταν συντρέχει η προϋπόθεση που προβλέπεται στην παράγραφο (α) του ορισμού του όρου “μη διαθέσιμη κατάθεση” στο εδάφιο (1) του άρθρου 2 και η αρμόδια αρχή έχει ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, αλλά δεν έχει εκδοθεί διάταγμα από δικαστήριο όπως αναφέρεται στην προϋπόθεση της παραγράφου (β) του ίδιου ορισμού, το ΣΕΚ απαιτεί και ανακτά άμεσα από το πιστωτικό ίδρυμα ποσό ίσο με τις πληρωμές τις οποίες καταβάλλει για αποζημίωση των καταθετών του πιστωτικού ιδρύματος·
(β) προς υλοποίηση των ενεργειών που αναφέρονται στην παράγραφο (α), το ΣΕΚ ειδοποιεί γραπτώς το πιστωτικό ίδρυμα ή, ανάλογα με την περίπτωση, τον Ειδικό Διαχειριστή που διορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 46 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου, να προβεί στις δέουσες ενέργειες για πληρωμή του εν λόγω ποσού στο ΣΕΚ από τα ρευστά διαθέσιμα του πιστωτικού ιδρύματος, ως αυτά ορίζονται σε κανονισμούς, εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία υποβολής της απαίτησης του ΣΕΚ·
(γ) κατόπιν λήψης της γραπτής ειδοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο (β), το πιστωτικό ίδρυμα ή, ανάλογα με την περίπτωση, ο Ειδικός Διαχειριστής, εντός της προθεσμίας που καθορίζεται στην παράγραφο (β), αξιολογεί την επάρκεια των ρευστών διαθεσίμων του πιστωτικού ιδρύματος και-
(i) βεβαιώνει γραπτώς το ΣΕΚ ότι τα ρευστά διαθέσιμα του πιστωτικού ιδρύματος είναι ήδη κάτω από το διπλάσιο του υπολογιζόμενου συνολικού ποσού των απαιτήσεων που έχουν προτεραιότητα έναντι των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας σύμφωνα με το άρθρο 33Ο του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου και δεν καταβάλλει οποιαδήποτε πληρωμή προς το ΣΕΚ πριν από την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης· ή
(ii) βεβαιώνει γραπτώς το ΣΕΚ ότι το υπόλοιπο των ρευστών διαθεσίμων, μετά την πληρωμή στο ΣΕΚ, είναι ίσο ή μεγαλύτερο από το διπλάσιο του υπολογιζόμενου συνολικού ποσού των απαιτήσεων που έχουν προτεραιότητα έναντι των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας σύμφωνα με το άρθρο 33Ο του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου, ώστε να διασφαλίζεται η αποζημίωσή τους στην εκκαθάριση, και πληρώνει στο ΣΕΚ ποσό ίσο με τη διαφορά του υπολοίπου των ρευστών διαθεσίμων με το διπλάσιο του υπολογιζόμενου συνολικού ποσού των απαιτήσεων που έχουν προτεραιότητα έναντι των καλυπτόμενων καταθέσεων, με μέγιστο ποσό το συνολικό ποσό της απαίτησης του ΣΕΚ σύμφωνα με τη γραπτή ειδοποίηση που προβλέπεται στην παράγραφο (β)·
(δ) σε περίπτωση που η πληρωμή την οποία λαμβάνει το ΣΕΚ, σύμφωνα με την παράγραφο (γ), δεν καλύπτει το συνολικό ποσό της απαίτησης που περιλαμβάνεται στην γραπτή ειδοποίηση που προβλέπεται στην παράγραφο (β), το ΣΕΚ για το υπολειπόμενο ποσό έχει το δικαίωμα υποκατάστασης στα δικαιώματα των καταθετών σε διαδικασίες εκκαθάρισης, μέχρι την πλήρη κάλυψη της απαίτησής του·
(ε) η προβλεπόμενη στις παραγράφους (α) έως (δ) διαδικασία δεν επηρεάζει τη σειρά προτεραιότητας καλυπτόμενων καταθέσεων στην εκκαθάριση σύμφωνα με το άρθρο 33Ο του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου·
(στ) όταν συντρέχει η προϋπόθεση που προβλέπεται στην παράγραφο (β) του ορισμού του όρου “μη διαθέσιμη κατάθεση” στο εδάφιο (1) του άρθρου 2, το ΣΕΚ έχει το δικαίωμα υποκατάστασης στα δικαιώματα των καταθετών σε διαδικασίες εκκαθάρισης ή αναδιοργάνωσης για ποσό ίσο προς τις πληρωμές στις οποίες προβαίνει το ΣΕΚ.
(3Α) Όταν το ΣΕΚ προβαίνει σε πληρωμές σύμφωνα με την υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (α) και την παράγραφο (β) του άρθρου 4, την παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 10 και με το εδάφιο (1) του άρθρου 14, το ΣΕΚ έχει απαίτηση έναντι του σχετικού πιστωτικού ιδρύματος για ποσό ίσο με τις πληρωμές στις οποίες προβαίνει το ΣΕΚ και η εν λόγω απαίτηση κατατάσσεται στην ίδια σειρά προτεραιότητας, όπως οι καλυπτόμενες καταθέσεις βάσει του άρθρου 33Ο του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου.
(4) Οι καταθέτες, των οποίων οι καταθέσεις δεν αποζημιώθηκαν ούτε αναγνωρίστηκαν από το ΣΕΚ εντός των προθεσμιών που καθορίζονται στους κανονισμούς, μπορούν να απαιτήσουν την αποζημίωση των καταθέσεών τους εντός δύο (2) ετών από την ημερομηνία από την οποία οι εν λόγω καταθέσεις καθίστανται μη διαθέσιμες καταθέσεις.
(5) Στις περιπτώσεις που υφίσταται δικαστική διαδικασία σε σχέση με καλυπτόμενη κατάθεση, η προθεσμία που αναφέρεται στο εδάφιο (4) δεν ισχύει.
28.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία ίδρυμα δεν τηρεί οποιαδήποτε υποχρέωση ή δέσμευσή του, περιλαμβανομένης της υποχρέωσης παροχής πληροφοριών ή καταβολής εισφοράς ή άλλης χρηματικής οφειλής, η οποία προκύπτει από τον παρόντα Νόμο, τους κανονισμούς ή τις εγκυκλίους ή οδηγίες τις οποίες εκδίδει η Επιτροπή-
(α) η Επιτροπή ενημερώνει αμέσως την Κεντρική Τράπεζα, η οποία, σε συνεργασία με την Επιτροπή, εν ανάγκη αποφασίζει την επιβολή οποιασδήποτε κύρωσης, η οποία προβλέπεται από τον περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμο, οι δε διατάξεις του εν λόγω Νόμου που επιτρέπουν στην Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου την επιβολή τέτοιων κυρώσεων καθίστανται κατ’ αναλογία εφαρμοστέες για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου.
(β) χωρίς επηρεασμό των διατάξεων της παραγράφου (α), η Επιτροπή δύναται, αφού προηγουμένως καλέσει σε απολογία το εν λόγω ίδρυμα, να επιβάλει για κάθε παράβαση, διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις εκατό χιλιάδες ευρώ (€100.000), ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, και, σε περίπτωση που η παράβαση συνεχίζεται, να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο, ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, ποσού που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) για έκαστη παράβαση.
(γ) σε περίπτωση κατά την οποία ίδρυμα παραλείπει να καταβάλει το οφειλόμενο ποσό έως τη δοθείσα προθεσμία εκπλήρωσης των οφειλών του κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (β), η Επιτροπή δύναται να επιβάλλει τόκο επί του ποσού που οφείλεται, με επιτόκιο, το οποίο δεν υπερβαίνει το δημόσιο επιτόκιο υπερημερίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Ενιαίου Δημόσιου Επιτοκίου Υπερημερίας Νόμου.
(2)(α) Σε περίπτωση κατά την οποία τα μέτρα που αναφέρονται στο εδάφιο (1) δεν εξασφαλίζουν την τήρηση των υποχρεώσεων οποιουδήποτε μέλους, η Επιτροπή δύναται, μετά από ρητή συναίνεση της Κεντρικής Τράπεζας και, στην περίπτωση πιστωτικού ιδρύματος που η έδρα του είναι άλλη από τη Δημοκρατία κατόπιν διαβουλεύσεων με την εποπτική αρχή της χώρας όπου αυτό έχει την έδρα του, να αποκλείσει το πιστωτικό ίδρυμα από το ΣΕΚ, δίνοντάς του προθεσμία τουλάχιστον ενός μηνός για να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του. τα υπόλοιπα των καταθέσεων που έγιναν πριν από τη λήξη της προθεσμίας εξακολουθούν να καλύπτονται από το ΣΕΚ στο βαθμό που προβλέπεται από τους κανονισμούς.
(β) Αν μετά την πάροδο της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο (α) το πιστωτικό ίδρυμα συνεχίζει να μην τηρεί τις υποχρεώσεις του, η Επιτροπή αποκλείει το πιστωτικό ίδρυμα από το ΣΕΚ και ενημερώνει τους καταθέτες με σχετική ανακοίνωσή της στον ημερήσιο τύπο.
(γ) Οι καταθέσεις που υφίστανται κατά την ημερομηνία αποκλεισμού του πιστωτικού ιδρύματος από τη συμμετοχή στο ΣΕΚ εξακολουθούν να καλύπτονται από το ΣΕΚ.
(3)(α) Σε περίπτωση αποκλεισμού πιστωτικού ιδρύματος από το ΣΕΚ, η Κεντρική Τράπεζα ανακαλεί την άδεια λειτουργίας του.
(β) Αναφορικά με υποκατάστημα πιστωτικού ιδρύματος με έδρα σε χώρα εκτός της Ένωσης, οι διατάξεις της παραγράφου (α) δεν εφαρμόζονται αν το πιστωτικό ίδρυμα προβεί σε άλλες διευθετήσεις για κάλυψη των καταθετών του, τουλάχιστον στο επίπεδο και στο βαθμό που προνοεί το ΣΕΚ.