ΜΕΡΟΣ III ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΑΙ ΣΕΚ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥΣ
Επιτροπή

18.-(1) Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, τα μέλη της Επιτροπής δεν ζητούν ούτε λαμβάνουν οδηγίες από το Υπουργικό Συμβούλιο, από την Κυβέρνηση ή οποιοδήποτε άλλο κρατικό ή ημικρατικό φορέα, όργανο ή οργανισμό, ούτε υπόκεινται σε επιρροές οποιασδήποτε φύσης.

(2)(α) Η Επιτροπή απαρτίζεται από πέντε (5) μέλη, περιλαμβανομένου του Προέδρου.

(β) Πρόεδρος ως εκ της θέσης του είναι ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας.

(γ) Σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματός του, τον Πρόεδρο αναπληρώνει στέλεχος της Κεντρικής Τράπεζας, το οποίο υποδεικνύει ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας.

(3) Τα τέσσερα (4) άλλα μέλη της Επιτροπής διορίζονται με απόφαση του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας και είναι-

(α) δύο (2) υπάλληλοι της Κεντρικής Τράπεζας, και

(β) δύο (2) υπάλληλοι του Υπουργείου Οικονομικών, κατόπιν εισήγησης του Υπουργού Οικονομικών.

(4) Ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας διορίζει τέσσερα (4) αναπληρωματικά μέλη τα οποία αναπληρούν τα μέλη που αναφέρονται στο εδάφιο (3). τα δύο (2) μέλη που αναπληρούν τους δύο (2) εκπροσώπους του Υπουργείου Οικονομικών διορίζονται από το Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας, κατόπιν εισήγησης του Υπουργού Οικονομικών.

(5) Η θητεία των μελών της Επιτροπής που αναφέρονται στα εδάφια (3) και (4) είναι πενταετής, δύναται όμως να ανανεώνεται ή/και να παρατείνεται μέχρι το διορισμό νέας Επιτροπής, νοουμένου ότι η παράταση δεν υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες.

(6) Η θητεία οποιουδήποτε μέλους της Επιτροπής κενούται μόνο σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) σε περίπτωση που, κατά την κρίση του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας αδυνατεί να ασκήσει τα καθήκοντά του για λόγους υγείας ή λόγω θανάτου∙

(β) σε περίπτωση αφυπηρέτησης ή παραίτησής του από την Κεντρική Τράπεζα ή το Υπουργείο Οικονομικών∙

(γ) εφόσον, κατά την κρίση του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας, κατά τη διάρκεια της θητείας του μέλους προκύψουν πράξεις ή παραλείψεις που θέτουν υπό αμφισβήτηση την απαραίτητη για την άσκηση του λειτουργήματός του αξιοπιστία του μέλους∙

(δ) με έγγραφη παραίτηση από τη θέση του ως μέλος της Επιτροπής και εφόσον αυτή γίνει αποδεκτή από το Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας∙

(ε) για οποιαδήποτε άλλη σοβαρή αιτία που, κατά την κρίση του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας, επηρεάζει την ομαλή ή/και αποτελεσματική λειτουργία της Επιτροπής.

(7) Μετά την κένωση της θέσης, οποιουδήποτε μέλους, ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας, σε συνεννόηση με τον Υπουργό Οικονομικών σε περίπτωση κένωσης θέσης μέλους το οποίο εκπροσωπεί το Υπουργείο Οικονομικών, μεριμνά το γρηγορότερο για την πλήρωση της θέσης για τον υπολειπόμενο χρόνο της θητείας αυτού, αλλά μέχρις ότου πληρωθεί η κενωθείσα θέση, καμία κένωση θέσης δεν επηρεάζει τη νόμιμη συγκρότηση και λειτουργία της Επιτροπής, νοουμένου ότι ο αριθμός των παραμενόντων μελών δεν είναι μικρότερος του απαιτούμενου αριθμού της Επιτροπής για σκοπούς απαρτίας σύμφωνα με τις διατάξεις των κανονισμών.

(8) Η εγκυρότητα οποιασδήποτε πράξης ή εργασίας της Επιτροπής δεν επηρεάζεται εξαιτίας της χηρείας θέσης μέλους της, εφόσον ο αριθμός των μελών δεν είναι μικρότερος των τριών (3) κατά το χρόνο της απόφασης της Επιτροπής.

(9) Οι διαδικασίες λειτουργίας της Επιτροπής καθορίζονται σε κανονισμούς.

Εξουσίες και ευθύνη μελών Επιτροπής

19.-(1) Η Επιτροπή έχει πλήρη εξουσία για τη διοίκηση και διαχείριση του κάθε Ταμείου και ειδικότερα-

(α) Διασφαλίζει ότι τα Ταμεία διαθέτουν επαρκείς χρηματοδοτικούς πόρους∙

(β) υπολογίζει, επιβάλλει και εισπράττει τις εισφορές που πρέπει να καταβάλλουν τα πιστωτικά ιδρύματα στο Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων∙

(γ) στην περίπτωση των εισφορών στο Ταμείο Εξυγίανσης, η Επιτροπή υπολογίζει τις εισφορές κατόπιν συνεννόησης με την Αρχή Εξυγίανσης, επιβάλλει τις εισφορές και έχει την ευθύνη της είσπραξής τους∙

(δ) χρησιμοποιεί τους πόρους του κάθε Ταμείου χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του άρθρου 4∙

(ε) διεκπεραιώνει την επενδυτική πολιτική των Ταμείων∙

(στ) δανείζεται, όταν παρίσταται ανάγκη, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 17 και των κανονισμών∙

(ζ) έχει οποιαδήποτε άλλα καθήκοντα και ευθύνες που είναι απαραίτητα για τη λειτουργία του κάθε Ταμείου∙

(η) τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (β) του άρθρου 4, διεκπεραιώνει τις αναγκαίες πληρωμές που προκύπτουν από μέτρα εξυγίανσης, κατόπιν εντολής της Αρχής Εξυγίανσης∙

(θ) εκδίδει προς τα ιδρύματα γενικές ή ειδικές οδηγίες μέσω εγκυκλίων, οι οποίες έχουν δεσμευτική ισχύ και τις οποίες γνωστοποιεί με οποιοδήποτε τρόπο ήθελε ορίσει.

(2) Η Επιτροπή δύναται να απαιτεί από τα πιστωτικά ιδρύματα, απευθείας ή μέσω της Κεντρικής Τράπεζας, τηρουμένων των διατάξεων του περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου, όπως διορθώθηκε και του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου, να υποβάλλουν στοιχεία ή/και πληροφορίες σχετικά με την επίτευξη του σκοπού του κάθε Ταμείου, μέσα σε χρονική προθεσμία που η ίδια ορίζει, και δυνατό να περιλαμβάνουν-

(α) Στοιχεία που αφορούν τη βάση σχετικών υποχρεώσεων για τον υπολογισμό της τακτικής ή έκτακτης εισφοράς∙

(β) στοιχεία ισολογισμού και αποτελεσμάτων χρήσης∙

(γ) οποιαδήποτε άλλα στοιχεία:

Νοείται ότι, κάθε πιστωτικό ίδρυμα, από το οποίο η Κεντρική Τράπεζα απαιτεί την υποβολή στοιχείων ή/και πληροφοριών, οφείλει να συμμορφώνεται με την εν λόγω απαίτηση.

(3) Η Επιτροπή:

(α) Έχει την ευθύνη της συλλογής των οφειλόμενων εισφορών, οι οποίες πρέπει να εξοφλούνται πλήρως,

(β) θεσπίζει κατάλληλη υποχρεωτική λογιστική υποβολή εκθέσεων και άλλες υποχρεώσεις προκειμένου να διασφαλίσει την πλήρη εξόφληση των οφειλόμενων εισφορών,

(γ) διασφαλίζει τη λήψη μέτρων για την κατάλληλη επαλήθευση της ορθής εξόφλησης των εισφορών,

(δ) διασφαλίζει τη λήψη μέτρων για την πρόληψη της διαφυγής, της αποφυγής και της κατάχρησης.

(4) Σε περίπτωση αγωγής, αίτησης ή άλλης νομικής διαδικασίας για αποζημιώσεις σχετικά με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων και ευθυνών της Επιτροπής δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, κάθε μέλος αυτής, καθώς επίσης και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο το οποίο εκτελεί εργασίες που του έχουν ανατεθεί για την επίτευξη των σκοπών του ΣΕΚ, δεν υπέχει οποιαδήποτε ευθύνη, εκτός εάν αποδειχθεί ότι η πράξη ή η παράλειψη δεν έγινε καλή τη πίστει ή είναι αποτέλεσμα σοβαρής αμέλειας.

(5)(α) Απαγορεύεται στα μέλη της Επιτροπής, στο προσωπικό του ΣΕΚ και σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο να έχει πρόσβαση ή να λαμβάνει γνώση μη δημοσιευμένων στοιχείων ή/και οποιασδήποτε άλλης πληροφόρησης, η οποία αποδεδειγμένα δεν έχει γίνει δημόσια γνωστή και αφορά το ΣΕΚ ή/και πιστωτικό ίδρυμα ή/και τις χρηματοοικονομικές αγορές ή/και πρόσωπο επηρεαζόμενο από επικείμενες ή λαμβανόμενες ενέργειες ή αποφάσεις της Επιτροπής του ΣΕΚ, να παρέχει, κοινοποιεί, αποκαλύπτει ή χρησιμοποιεί προς ίδιο όφελος τις πληροφορίες αυτές:

Νοείται ότι, τα πρόσωπα που εμπίπτουν στα διαλαμβανόμενα στο παρόν εδάφιο, συνεχίζουν να φέρουν την υποχρέωση τήρησης του απόρρητου και της εχεμύθειας και μετά την αποχώρησή τους, την παύση ή/και την ολοκλήρωση των εργασιών που τους ανατέθηκαν από την Επιτροπή.

(β) Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο (α) δεν γνωστοποιούνται σε οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο, παρά μόνον κατόπιν προηγούμενης συγκατάθεσης της Επιτροπής.

(γ) Οι διατάξεις του παρόντος εδαφίου δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση παροχής πληροφοριών στις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές ή σε άλλους φορείς ή/και πρόσωπα, εφόσον οι πληροφορίες αυτές κρίνονται απαραίτητες για την άσκηση των καθηκόντων τους.

(6)(α) Όταν συντρέχει η προϋπόθεση που προβλέπεται στην παράγραφο (α) του ορισμού του όρου “μη διαθέσιμη κατάθεση” στο εδάφιο (1) του άρθρου 2, αλλά δεν έχει εκδοθεί διάταγμα από δικαστήριο όπως αναφέρεται στην προϋπόθεση της παραγράφου (β) του ίδιου ορισμού, και το πιστωτικό ίδρυμα δεν εφαρμόζει εντός τριών (3) ημερών τις οδηγίες της Επιτροπής που δίδονται σύμφωνα με τον  Κανονισμό 12(1)(ε) των περί Συστήματος Εγγύησης των Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Κανονισμών του 2016 έως 2020, η Επιτροπή δύναται να αναλάβει την αποκλειστική διαχείριση των λογαριασμών ρευστών διαθεσίμων που τηρεί το πιστωτικό ίδρυμα με την Κεντρική Τράπεζα ή/και με άλλο πιστωτικό ίδρυμα στη Δημοκρατία, με αποκλειστικό σκοπό την πληρωμή των καλυπτόμενων καταθέσεών του και προβαίνει σε τέτοιες πληρωμές εντός των χρονικών ορίων και διαδικασιών που καθορίζονται στον παρόντα Νόμο.

(β) Η Επιτροπή προβαίνει σε πληρωμές τηρουμένης της υποχρέωσης τήρησης του ποσού των ρευστών διαθεσίμων, όπως προβλέπεται στον Κανονισμό 12(1)(ε) των περί Συστήματος Εγγύησης των Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Κανονισμών του 2016 έως 2020.

(γ) Οι υπογράφοντες των σχετικών εντολών πληρωμών καθορίζονται από την Επιτροπή.

(δ) Σε περίπτωση που η Επιτροπή έχει αναλάβει τη διαχείριση λογαριασμού ρευστών διαθεσίμων σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου και στη συνέχεια εκδίδεται διάταγμα εκκαθάρισης του πιστωτικού ιδρύματος, τη διαχείριση αναλαμβάνει ο εκκαθαριστής.

(ε) Οι διατάξεις του παρόντος εδαφίου εφαρμόζονται χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του άρθρου 28.

Στελέχωση ΣΕΚ

20.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα διασφαλίζει την παροχή γραμματείας στο ΣΕΚ και στο πλαίσιο αυτό, παρέχει υποστήριξη στο ΣΕΚ σε επίπεδο διοικητικής και τεχνικής μέριμνας.

(2) Η Κεντρική Τράπεζα παρέχει επαρκείς ανθρώπινους και οικονομικούς πόρους για την εκπλήρωση του καθήκοντός της να παράσχει γραμματειακή και τεχνική υποστήριξη.

(3) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να ανακτά απευθείας από τα ιδρύματα τα εύλογα και κοστοστρεφή έξοδα που προκύπτουν από την παροχή διοικητικής και τεχνικής μέριμνας στο ΣΕΚ, η δε συνεισφορά κάθε ιδρύματος για τα έξοδα αποφασίζεται από την Κεντρική Τράπεζα.

Εκπροσώπηση ΣΕΚ

21.-(1) Το ΣΕΚ εκπροσωπείται από τον Πρόεδρο ή τον αναπληρωτή του, οι οποίοι το δεσμεύουν με την υπογραφή τους.

(2) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του εδαφίου (1), ο Πρόεδρος δύναται να αναθέτει, με την έγκριση της Επιτροπής, την εκπροσώπηση του ΣΕΚ σε ένα ή περισσότερα μέλη της Επιτροπής, που δεσμεύουν με την υπογραφή τους το ΣΕΚ.

Ετήσιες οικονομικές καταστάσεις και έλεγχος

22.-(1) Το οικονομικό έτος του ΣΕΚ αρχίζει από την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους και λήγει την 31η Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, με εξαίρεση τον πρώτο χρόνο λειτουργίας του ΣΕΚ, που αρχίζει από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου και λήγει την 31η Δεκεμβρίου του ίδιου έτους.

(2) Η Επιτροπή ετοιμάζει ετήσιες οικονομικές καταστάσεις του ΣΕΚ ανά οικονομικό έτος.

(3) Το αργότερο σε έξι (6) μήνες μετά την έναρξη εκάστου οικονομικού έτους συντάσσεται, με μέριμνα της Επιτροπής, συνοπτική έκθεση με απολογισμό της λειτουργίας του ΣΕΚ, περιλαμβανομένης της λειτουργίας του κάθε Ταμείου ξεχωριστά για το προηγούμενο οικονομικό έτος.

(4) Η έκθεση που συντάσσει η Επιτροπή δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) κοινοποιείται μαζί με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις και την έκθεση του Γενικού Ελεγκτή, στη Βουλή των Αντιπροσώπων, στην Κεντρική Τράπεζα και στο Υπουργείο Οικονομικών.

(5) Ο έλεγχος της οικονομικής διαχείρισης του ΣΕΚ και των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων για κάθε οικονομικό έτος διενεργείται από το Γενικό Ελεγκτή της Δημοκρατίας.

(6) Η έκθεση του Γενικού Ελεγκτή της Δημοκρατίας ολοκληρώνεται και κοινοποιείται στην Επιτροπή τουλάχιστον είκοσι (20) ημέρες πριν από την ημερομηνία αποστολής της έκθεσης στη Βουλή των Αντιπροσώπων, στην Κεντρική Τράπεζα και στο Υπουργείο Οικονομικών.

(7) Ο Γενικός Ελεγκτής της Δημοκρατίας έχει δικαίωμα πρόσβασης σε οικονομικά βιβλία, στοιχεία και λογαριασμούς του ΣΕΚ και του κάθε Ταμείου ξεχωριστά και αναφέρεται στην Επιτροπή για οποιοδήποτε θέμα άπτεται της οικονομικής διαχείρισης του ΣΕΚ και των ελεγκτικών του καθηκόντων.