12. (1) Κάθε θύμα δύναται να συμμετέχει ως μάρτυρας στην ποινική διαδικασία και να προσκομίζει αποδεικτικά στοιχεία σύμφωνα με τους ποινικούς δικονομικούς κανόνες και τους κανόνες του δικαίου της απόδειξης που ισχύουν στη Δημοκρατία.
(2) Οι διωκτικές αρχές καθώς και κάθε άλλη εμπλεκόμενη υπηρεσία λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα έτσι ώστε, σε συντονισμό μεταξύ τους, να εξασφαλίζουν ότι το θύμα εξετάζεται και ανακρίνεται μόνον καθόσον αυτό είναι αναγκαίο για τους σκοπούς της ποινικής διαδικασίας και σύμφωνα με τους ποινικούς δικονομικούς κανόνες που ισχύουν στη Δημοκρατία.
13. Η Δημοκρατία αποζημιώνει το θύμα που συνεργάζεται με τις διωκτικές αρχές ως μάρτυρας σε ποινική διαδικασία για οποιαδήποτε έξοδα στα οποία αυτό υπόκειται, λόγω της συμμετοχής του στην ποινική διαδικασία.
14. Το Δικαστήριο, μετά την έκδοση της απόφασής του, δύναται να εκδώσει διάταγμα με το οποίο να διατάσσει όπως τα αποδοτέα περιουσιακά στοιχεία του θύματος, τα οποία κατασχέθηκαν κατά την ποινική διαδικασία, επιστραφούν αμελλητί στο θύμα, εκτός εάν η κατάσχεσή τους απαιτείται για τους σκοπούς της ποινικής διαδικασίας.
15. (1) Άνευ επηρεασμού οποιουδήποτε άλλου ένδικου μέσου ή θεραπείας που προβλέπεται δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου νόμου ή κανονισμών, οποιοδήποτε πρόσωπο είναι θύμα κατά την έννοια του παρόντος Νόμου έχει αγώγιμο δικαίωμα αποζημιώσεων έναντι του δράστη, για οποιαδήποτε αξιόποινη πράξη που διαπράχθηκε σε βάρος του και ο δράστης υπέχει αντίστοιχη αστική ευθύνη για την καταβολή ειδικών και γενικών αποζημιώσεων προς το θύμα.
(2) Σε περίπτωση θανάτου του θύματος, αγώγιμο δικαίωμα για αποζημίωση έχουν τα μέλη της οικογένειας του θύματος, όπως αυτά καθορίζονται στο άρθρο 2.
16. (1) Σε περίπτωση που το θύμα κατοικεί σε άλλο κράτος μέλος, οι διωκτικές αρχές με σκοπό να μειώσουν τις δυσκολίες που ανακύπτουν ιδίως όσον αφορά την οργάνωση της διαδικασίας-
(α) Λαμβάνουν κατάθεση του θύματος, αμέσως μετά την καταγγελία της αξιόποινης πράξης·
(β) χρησιμοποιούν όσο το δυνατόν περισσότερο τις διατάξεις περί εικονοτηλεδιάσκεψης και τηλεφωνικής διάσκεψης, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί της Σύμβασης καταρτιζόμενης από το Συμβούλιο βάσει του άρθρου 34 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, για την Αμοιβαία Συνδρομή επί Ποινικών Υποθέσεων μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Πρωτοκόλλου της (Κυρωτικού) Νόμου, οι οποίες αφορούν την ακρόαση θυμάτων που κατοικούν στο εξωτερικό.
(2) Σε περίπτωση που το θύμα αξιόποινης πράξης που τελέστηκε στη Δημοκρατία έχει την κατοικία του σε άλλο κράτος μέλος, αυτό δύναται να υποβάλει την καταγγελία του στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους της κατοικίας του, νοουμένου ότι αδυνατεί να το πράξει στη Δημοκρατία ή, σε περίπτωση κακουργήματος, εάν δεν επιθυμεί να το πράξει στη Δημοκρατία.
(3) Σε περίπτωση που το θύμα υποβάλει καταγγελία στις διωκτικές αρχές της Δημοκρατίας για την τέλεση αξιόποινης πράξης που τελέστηκε σε άλλο κράτος μέλος, οι διωκτικές αρχές της Δημοκρατίας, εφόσον δεν έχει ασκηθεί η αρμοδιότητα να κινήσουν διαδικασίες, διαβιβάζουν αμελλητί την καταγγελία στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους τέλεσης της αξιόποινης πράξης.