1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Προστασίας της Πατρότητας Νόμος του 2017.
2.Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
«αρμόδια αρχή» σημαίνει τον Υπουργό Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που εξουσιοδοτείται από αυτόν δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 8∙
«Επιθεωρητής» σημαίνει οποιοδήποτε άτομο που ορίζεται από την αρμόδια αρχή, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 9∙
«εργοδότης» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου∙
«μισθωτός» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου∙
«παρένθετη μητέρα» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Προστασίας της Μητρότητας Νόμου∙
«τοκετός» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου∙
3.–(1) Μισθωτός, η σύζυγος του οποίου γέννησε ή απέκτησε παιδί μέσω παρένθετης μητέρας ή ο ίδιος και η σύζυγός του έχουν συντελέσει υιοθεσία παιδιού ηλικίας μέχρι δώδεκα (12) ετών, έχει δικαίωμα σε άδεια πατρότητας δύο (2) συνεχόμενων εβδομάδων μέσα στην περίοδο που αρχίζει την εβδομάδα του τοκετού ή της υιοθεσίας και λήγει μετά την παρέλευση δύο (2) εβδομάδων από την ημερομηνία λήξης της περιόδου άδειας μητρότητας, όπως αυτή καθορίζεται στις διατάξεις του περί της Προστασίας της Μητρότητας Νόμου.
(2) Κατά τη διάρκεια της άδειας πατρότητας, ο μισθωτός λαμβάνει επίδομα πατρότητας στην έκταση και υπό τους όρους και προϋποθέσεις που εκάστοτε προβλέπει ο περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμος.
4. Μισθωτός σύζυγος, ο οποίος προτίθεται να ασκήσει το δικαίωμά του σε άδεια πατρότητας, υποχρεούται να προειδοποιήσει γραπτώς τον εργοδότη του, γραπτώς, δύο (2) εβδομάδες πριν από την έναρξη της άδειας πατρότητας.
5.–(1) (α) Απαγορεύεται σε εργοδότη να τερματίζει την απασχόληση εργοδοτουμένου ή να δίδει προειδοποίηση τερματισμού απασχόλησης σε εργοδοτούμενο κατά την περίοδο η οποία αρχίζει από την ημερομηνία της γραπτής προειδοποίησης από το μισθωτό για την πρόθεσή του να ασκήσει το δικαίωμά του σε άδεια πατρότητας και το οποίο εκπνέει κατά τη λήξη της άδειας πατρότητας.
(β) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου, η προειδοποίηση τερματισμού ή ο τερματισμός απασχόλησης κατά τη χρονική περίοδο που προβλέπεται στην εν λόγω παράγραφο δεν αποτελεί αδίκημα στις ακόλουθες περιπτώσεις:
(i) Ο εργοδοτούμενος είναι ένοχος σοβαρού παραπτώματος ή συμπεριφοράς η οποία δικαιολογεί τη ρήξη της σχέσης εργοδότησης∙
(ii) η σχετική επιχείρηση έπαυσε να λειτουργεί∙
(iii) η περίοδος διάρκειας της σύμβασης εργασίας έχει λήξει.
(γ) Σε περίπτωση τερματισμού της απασχόλησης εργοδοτουμένου κατά τη χρονική περίοδο που προβλέπεται στην παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου, ο εργοδότης οφείλει να δικαιολογήσει δεόντως και γραπτώς τον τερματισμό της απασχόλησης.
6. Η άδεια πατρότητας δεν επηρεάζει δυσμενώς την αρχαιότητα του μισθωτού ή το δικαίωμά του σε προαγωγή ή την επάνοδό του στην εργασία την οποία ασκούσε πριν από τη λήψη της άδειας πατρότητας ή σε άλλη παρόμοιας φύσεως εργασία με το ίδιο ύψος αποδοχών ή αποδοχές και ωφελήματα που σχετίζονται με την εργασία, εξαιρουμένων προμηθειών που υπολογίζονται αποκλειστικά με βάση την ποσότητα ή/και αξία της παραχθείσας εργασίας.
7. Επιφυλασσομένης της αποκλειστικής δικαιοδοσίας του Διοικητικού Δικαστηρίου, δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος, αρμοδιότητα για την εκδίκαση των εργατικών διαφορών και λοιπών διαφορών ιδιωτικού δικαίου που αναφύονται με αφορμή την εφαρμογή του παρόντος Νόμου, έχει το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών.
8. Η αρμόδια αρχή είναι υπεύθυνη για την άσκηση οποιασδήποτε εξουσίας και την εκτέλεση οποιουδήποτε καθήκοντος που απορρέει από τον παρόντα Νόμο και προς το σκοπό αυτό δύναται να ορίσει λειτουργό του Υπουργείου Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ως υπεύθυνο για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
9.–(1) Η αρμόδια αρχή, με απόφασή της, ορίζει ως Επιθεωρητές Λειτουργούς του Υπουργείου Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων για την αποτελεσματική εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(2) Τα καθήκοντα των Επιθεωρητών περιλαμβάνουν –
(α) Τη διενέργεια οποιουδήποτε τακτικού ή έκτακτου ελέγχου για την εξασφάλιση της πλήρους και αποτελεσματικής εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου·
(β) τη σύνταξη εκθέσεων σχετικά με τα πορίσματα των ελέγχων που διενεργούν·
(γ) την αναφορά προς την αρμόδια αρχή προβλημάτων που δημιουργούνται κατά την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου και την υποβολή προτάσεων σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την αντιμετώπισή τους.
(3) Για την άσκηση των καθηκόντων τους, οι Επιθεωρητές εφοδιάζονται με ειδικές ταυτότητες.
10.–(1) Κάθε Επιθεωρητής, για σκοπούς εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου, δύναται να–
(α) Εισέρχεται, με την επίδειξη της ταυτότητάς του, ελεύθερα και χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση σε οποιοδήποτε χώρο απασχόλησης, εκτός από οικιακά υποστατικά:
(β) συνοδεύεται από μέλος της Αστυνομίας, αν έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι θα παρεμποδιστεί στην άσκηση των εξουσιών του ή στην εκτέλεση των καθηκόντων του και στην περίπτωση αυτή η Αστυνομία έχει υποχρέωση να διαθέτει ένα (1) ή περισσότερα μέλη της Αστυνομίας για να το συνοδεύουν·
(γ) συνοδεύεται από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, όπως θεωρεί αναγκαίο·
(δ) προβαίνει σε ελέγχους, επιθεωρήσεις, έρευνες, ανακρίσεις ή εξετάσεις, όπως αυτός θεωρεί αναγκαίο, για τη διαπίστωση της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου και ιδίως να–
(i) απαιτεί από οποιοδήποτε πρόσωπο, για το οποίο έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι μπορεί να παράσχει πληροφορίες ή διευκρινίσεις σχετιζόμενες με οποιαδήποτε επιθεώρηση που αφορά την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου, να απαντά σε σχετικές ερωτήσεις, μόνο του ή στην παρουσία οποιουδήποτε άλλου προσώπου, την οποία μπορεί ο Επιθεωρητής να απαιτήσει ή να επιτρέψει, καθώς και να απαιτεί από το πρόσωπο αυτό να υπογράφει δήλωση ότι οι απαντήσεις του είναι αληθείς,
(ii) απαιτεί από οποιοδήποτε πρόσωπο στο χώρο εργασίας να του παρέχει, για θέματα τα οποία είναι υπό τον έλεγχο ή την ευθύνη του προσώπου αυτού, τις διευκολύνσεις και τη βοήθεια που είναι αναγκαίες για την ενάσκηση από τον ίδιο οποιασδήποτε από τις εξουσίες που του παρέχονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου,
(iii) ζητεί τη συνδρομή οποιασδήποτε δημόσιας υπηρεσίας ή αρχής, η οποία και υποχρεούται να του την παράσχει.
(2) Κατά τη διάρκεια της κατά το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου επίσκεψής του για σκοπούς επιθεώρησης, ο Επιθεωρητής ενημερώνει τον εργοδότη ή εκπρόσωπό του για την παρουσία του, εκτός εάν θεωρεί ότι αυτό θα επηρεάσει δυσμενώς την εκτέλεση των καθηκόντων του.
11.–(1) Ο Επιθεωρητής μπορεί να δέχεται παράπονα σχετικά με διαφορά που πιθανό να προκύψει από την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου από οποιοδήποτε πρόσωπο θεωρεί ότι θίγεται από τη διαφορά αυτή, καθώς και για λογαριασμό τέτοιου προσώπου και αμέσως μόλις του υποβληθεί τέτοιο παράπονο ακολουθεί τη διαδικασία που προνοείται στα εδάφια (2) και (3) του παρόντος άρθρου, εκτός αν η υπόθεση έχει προσαχθεί σε δικαστήριο.
(2) Ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχει ο Νόμος, ο Επιθεωρητής ερευνά με κάθε πρόσφορο τρόπο το παράπονο που του έχει υποβληθεί και ιδίως καλεί το πρόσωπο κατά του οποίου γίνεται το παράπονο, καθώς και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που έχει αρμοδιότητα ή ευθύνη γι’ αυτό, να παράσχει πληροφορίες, διευκρινίσεις ή οποιαδήποτε στοιχεία κατέχει ή είναι υπό τον έλεγχό του, που εξυπηρετούν ή διευκολύνουν τη διερεύνηση του παραπόνου και επιχειρεί να διευθετήσει τη διαφορά.
(3) (α) Εάν επιτευχθεί διευθέτηση της διαφοράς σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου, ο Επιθεωρητής συντάσσει πρακτικό διευθέτησης της διαφοράς, το οποίο υπογράφεται και από τα δύο (2) μέρη.
(β) Εάν δεν επιτευχθεί διευθέτηση της διαφοράς σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου, ο Επιθεωρητής συντάσσει πρακτικό, στο οποίο αναγράφει όλες τις ενέργειες και τις διαπιστώσεις του, το οποίο κοινοποιεί άμεσα στα δύο (2) μέρη και το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών σε διαδικασία ενώπιόν του.
(4) Τηρουμένων των λοιπών διατάξεων οποιουδήποτε νόμου, από την ημέρα της υποβολής του κατά το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου παραπόνου, μέχρι την ημέρα που συντάχθηκε το προβλεπόμενο στο εδάφιο (4) πρακτικό, διακόπτεται η τυχόν ισχύουσα προθεσμία προσφυγής στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών του προσώπου που έχει υποβάλει ή για λογαριασμό του οποίου υποβλήθηκε το παράπονο, καθώς και η περίοδος παραγραφής της απαίτησής του.
12.–(1) Κάθε εργοδότης ή αντιπρόσωπός του και κάθε εργοδοτούμενός του οφείλει, όταν το απαιτεί ο Επιθεωρητής, να παρέχει σ’ αυτόν κάθε πληροφορία, βιβλίο, αρχείο, πιστοποιητικό ή άλλο έγγραφο ή οποιοδήποτε άλλο στοιχείο έχει στην κατοχή του σχετικά με τα ρυθμιζόμενα στον παρόντα Νόμο θέματα.
(2) Ο εργοδότης, οι αντιπρόσωποι ή οι εργοδοτούμενοί του οφείλουν γενικά να παρέχουν τα μέσα που απαιτούνται από τον Επιθεωρητή, τα οποία είναι απαραίτητα για την είσοδο, επιθεώρηση, εξέταση, έρευνα ή άλλη άσκηση εξουσίας δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου σχετικά με την επιχείρηση του εργοδότη αυτού.
13.-(1) Ο Επιθεωρητής οφείλει να θεωρεί και να χειρίζεται ως απόρρητο κάθε ζήτημα και κάθε πληροφορία, γραπτή ή προφορική, που περιήλθε σε γνώση του κατά τη διεκπεραίωση του έργου του και δεν αποκαλύπτει ή μεταδίδει οποιοδήποτε τέτοιο ζήτημα ή πληροφορία.
(2) Σε περίπτωση που οποιοσδήποτε Επιθεωρητής ενεργεί κατά παράβαση της υποχρέωσής του για εχεμύθεια, όπως προνοείται στις διατάξεις του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, τότε ο Επιθεωρητής υπέχει αστική ευθύνη κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 70 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου.
14. Πρόσωπο που εσκεμμένα παρεμποδίζει ή παρακωλύει Επιθεωρητή ή μέλος της Αστυνομίας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων ή την άσκηση των εξουσιών του σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή με οποιοδήποτε φιλοδώρημα, δωροδοκία, υπόσχεση ή άλλο κίνητρο εμποδίζει ή αποπειράται να εμποδίσει τη δέουσα εκτέλεση του καθήκοντός του ή τη δέουσα άσκηση της εξουσίας του δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες ευρώ (€3.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
15. Εργοδότης ο οποίος παραβαίνει τις υποχρεώσεις του δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 3, 5 και 6 είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις επτά χιλιάδες ευρώ (€7.000).
16. Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος Νόμου αρχίζει από την 1η Αυγούστου 2017.
36. Με την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δλαδή του Ν. 216(Ι)/2022] ο περί Προστασίας της Πατρότητας Νόμος [Σ.Σ.: δλαδή ο Ν. 117(Ι)/2017] και ο περί Γονικής Άδειας και Άδειας για Λόγους Aνωτέρας Bίας Νόμος [Σ.Σ.: δλαδή ο Ν. 47(Ι)/2012], καταργούνται.
37.-(1) Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 216(Ι)/2022] τυγχάνουν εφαρμογής και σε σχέση με εργαζόμενο που βρίσκεται σε άδεια πατρότητας ή γονική άδεια ή άδεια για λόγους ανωτέρας βίας κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 216(Ι)/2022].
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 10, από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 216(Ι)/2022] μέχρι και την 1η Αυγούστου 2024, το δικαίωμα σε επίδομα γονικής άδειας είναι έξι (6) εβδομάδες.
(3) Οποιαδήποτε περίοδος ή οποιεσδήποτε χωριστές αθροιζόμενες περίοδοι γονικής άδειας έλαβε εργαζόμενος πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 216(Ι)/2022] με μέγιστη διάρκεια τις δέκα (10) εβδομάδες, αφαιρούνται από το δικαίωμα γονικής άδειας από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 216(Ι)/2022], σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8.