ΜΕΡΟΣ ΧVI ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1-ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αρμοδιότητα Διοικητικού Συμβουλίου ΑΔΕΕλΕπ για διεξαγωγή πειθαρχικής διαδικασίας

79. Η ΑΔΕΕλΕπ, για την διαπίστωση παραβάσεων του παρόντος Νόμου, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014 ή/και του ρυθμιστικού πλαισίου που διέπει τις εργασίες των νόμιμων ελεγκτών και των νόμιμων ελεγκτικών γραφείων, δύναται, είτε κατόπιν σχετικής καταγγελίας είτε αυτεπαγγέλτως, κατόπιν σχετικής απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της, να διατάσσει την διεξαγωγή πειθαρχικής έρευνας σε σχέση με νόμιμο ελεγκτή ή/ και νόμιμο ελεγκτικό γραφείο.

Παράπονα και καταγγελίες

80.-(1) Όταν-

(α) Σταλεί γραπτή και επώνυμη καταγγελία ή πληροφορία στο Συμβούλιο, από οποιοδήποτε μέλος του ή από οποιοδήποτε πρόσωπο, σχετικά με πράξεις ή παραλείψεις ή συμπεριφορά νόμιμου ελεγκτή ή νόμιμου ελεγκτικού γραφείου, ή

(β) σταλεί γραπτή και επώνυμη καταγγελία ή πληροφορία στο Συμβούλιο, από οποιοδήποτε μέλος του ή από οποιοδήποτε πρόσωπο, περί του ότι νόμιμος ελεγκτής ή νόμιμο ελεγκτικό γραφείο είναι ακατάλληλος/ο ή ανίκανος/ο, για συγκεκριμένο λόγο, να συνεχίσει να ασκεί το επάγγελμα του,

ο Γενικός Διευθυντής της ΑΔΕΕλΕπ ή ο εκάστοτε ασκών καθήκοντα Γενικού Διευθυντή σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος ή κενής θέσης του Γενικού Διευθυντή, θέτει χωρίς καθυστέρηση την καταγγελία ή την πληροφορία υπόψη του Προέδρου του Συμβουλίου.

(2) Τα νόμιμα ελεγκτικά γραφεία καθορίζουν κατάλληλες εσωτερικές διαδικασίες ώστε να μπορούν οι υπάλληλοί τους να αναφέρουν πιθανές ή πραγματικές περιπτώσεις παράβασης του παρόντος Νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014 εσωτερικά, μέσω συγκεκριμένου διαύλου.

(3) Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, σχετικά τόσο με πρόσωπο που αναφέρει πιθανολογούμενες ή πραγματικές περιπτώσεις παράτασης όσο και με πρόσωπο για το οποίο υπάρχουν υπόνοιες ή εικάζεται ότι έχει διαπράξει παράβαση του παρόντος Νόμου ή/και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014, προστατεύονται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στους περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμους.

(4) Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου παραπέμπει κατ’ ευθείαν την καταγγελία ή την πληροφορία στο Συμβούλιο το οποίο -

(α) Αποφασίζει κατά πόσον δε χρειάζεται να συνεχίσει περαιτέρω τη διαδικασία διότι εκ πρώτης όψεως κρίνει ότι, εάν δικάζετο από την Πειθαρχική Επιτροπή ο νόμιμος ελεγκτής ή το νόμιμο ελεγκτικό γραφείο δεν θα βρισκόταν ένοχος για οποιαδήποτε από τις πράξεις ή παραλείψεις του άρθρου 103 ή ότι δεν έχει επαρκείς πληροφορίες για να κρίνει κατά πόσον ο νόμιμος ελεγκτής ή το νόμιμο ελεγκτικό γραφείο θα πρέπει να τεθούν κάτω από πειθαρχική έρευνα, ή

(β) αποφασίζει να δώσει οδηγίες στο Γενικό Διευθυντή, κατά το άρθρο 82, για διεξαγωγή πειθαρχικής έρευνας.

(5)(α) Το Συμβούλιο σε κάθε περίπτωση δύναται να δίνει οδηγίες για την διεξαγωγή προκαταρκτικής έρευνας πριν αποφασίσει κατά πόσο ένα θέμα θα πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω για σκοπούς πειθαρχικής έρευνας.

(β) Το Συμβούλιο δύναται να ρυθμίζει με οδηγίες τον τρόπο υλοποίησης της προκαταρκτικής έρευνας λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του θέματος που θα διερευνηθεί.

Παραπομπή σε πειθαρχική έρευνα

81.-(1) Νόμιμος ελεγκτής και νόμιμο ελεγκτικό γραφείο υπόκειται σε πειθαρχική έρευνα, κατά το παρόν Μέρος, μόνο εάν, κατά τη γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΔΕΕλΕπ –

(α) Το θέμα για το οποίο πρόκειται να διεξαχθεί πειθαρχική έρευνα εγείρει ή πιθανώς να εγείρει σημαντικά θέματα που επηρεάζουν το δημόσιο συμφέρον στη Δημοκρατία˙ ή

(β) υπάρχουν βάσιμοι λόγοι υποψίας για παράβαση του παρόντος Νόμου, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014 ή/και του σχετικού θεσμικού πλαισίου.

(2)(α) Το Συμβούλιο, εξετάζοντας εάν ικανοποιείται το κριτήριο της παραγράφου (α) του εδαφίου (1), λαμβάνει οπωσδήποτε υπόψη εάν το θέμα εγείρει σοβαρή ανησυχία στο κοινό ή επηρεάζει την εμπιστοσύνη του κοινού στο ελεγκτικό επάγγελμα στη Δημοκρατία˙

(β) Πρόσθετα με τα πιο πάνω, το Συμβούλιο πρέπει επίσης να λαμβάνει υπόψη όλες τις περιστάσεις που περιβάλλουν το θέμα περιλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, τη φύση του θέματος, την έκταση, την κλίμακα και τη βαρύτητά του.

(3) Εξετάζοντας το Συμβούλιο εάν ικανοποιούνται τα κριτήρια της παραγράφου (β) του εδαφίου (1), πρέπει να λάβει υπόψη τις πρόνοιες του παρόντος Νόμου και οποιωνδήποτε κανονισμών εκδίδονται δυνάμει αυτού, καθώς επίσης τις πρόνοιες του σχετικού θεσμικού πλαισίου.

Πειθαρχική έρευνα

82.-(1)(α) Το Συμβούλιο, εάν αποφασίσει ότι οι καταγγελίες ή οι πληροφορίες είναι τέτοιες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε καταδίκη του νόμιμου ελεγκτή ή του νόμιμου ελεγκτικού γραφείου για οποιοδήποτε από τα αδικήματα του άρθρου 104, εξουσιοδοτεί τον Γενικό Διευθυντή της ΑΔΕΕλΕπ να εκδώσει ειδοποίηση με την οποία να καλεί σε μαρτυρική κατάθεση τον νόμιμο ελεγκτή ή/και το νόμιμο ελεγκτικό γραφείο, το πρόσωπο που έδωσε την καταγγελία ή την πληροφορία, και κάθε πρόσωπο που στην πορεία της έρευνας θα φανεί χρήσιμη ή αναγκαία η λήψη μαρτυρικής κατάθεσης εκ μέρους του.

(β) Πρόσθετα, το Συμβούλιο ορίζει επιθεωρητές ή εμπειρογνώμονες ή εντεταλμένους επιθεωρητές κατά το άρθρο 85, οι οποίου θα διεξάγουν πειθαρχική έρευνα και οι οποίοι έχουν τις προβλεπόμενες στο άρθρο 15 εξουσίες.

Ειδοποίηση για κατάθεση μαρτυρική

83. Όταν το Συμβούλιο αποφασίσει κατά την παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 82 –

(α) Καταγράφεται ο σκοπός της πειθαρχικής έρευνας στην ειδοποίηση που εκδίδει ο Γενικός Διευθυντής της ΑΔΕΕλΕπ και επιδίδει στα πρόσωπα που αναφέρεται στο άρθρο 82˙

(β) ο σκοπός της πειθαρχικής έρευνας που στην παράγραφο (α) αναφέρεται δεν περιορίζεται στα θέματα που αναφέρθηκαν στην καταγγελία ή πληροφορία αλλά δύνανται, με απόφαση του Συμβουλίου, να συμπεριληφθούν ή να αφαιρεθούν θέματα που κατά την κρίση του χρήζουν ή δεν χρήζουν πειθαρχικής έρευνας, με την προϋπόθεση ότι τέτοια δυνατότητα παρέχεται με βάση τα στοιχεία και πληροφορίες που έχει ενώπιόν του το Συμβούλιο˙

(γ) το πρόσωπο που καταγγέλλει ή δίνει τις πληροφορίες οφείλει να δώσει στο Συμβούλιο τα έγγραφα και άλλες πληροφορίες που κατέχει για το θέμα, με την προϋπόθεση ότι τα κατέχει νόμιμα.

Επίδοση ειδοποίησης

84.-(1) Ο Γενικός Διευθυντής της ΑΔΕΕλΕπ, αφού λάβει από το Συμβούλιο όλα τα έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή του και αφορούν την πειθαρχική έρευνα, προχωρεί στην επίδοση της ειδοποίησης προς τα πρόσωπα που καλούνται σε μαρτυρική κατάθεση, μαζί με τις σχετικές πληροφορίες για τον σκοπό της πειθαρχικής έρευνας.

(2) Η σειρά λήψης καταθέσεων αποφασίζεται από τον ερευνώντα λειτουργό με βάση την διεξαγωγή της έρευνας με τον πλέον πρόσφορο τρόπο.

Παραχώρηση από το Συμβούλιο, επιθεωρητών/ εμπειρογνωμόνων/εντεταλμένων επιθεωρητών για διεξαγωγή πειθαρχικής έρευνας ή προκαταρκτικής έρευνας

85.-(1) Το Συμβούλιο ορίζει και παραχωρεί στον Γενικό Διευθυντή της ΑΔΕΕλΕπ επιθεωρητές ή/και εμπειρογνώμονες ή/και εντεταλμένους επιθεωρητές που έχουν σχετική με το ερευνώμενο θέμα εμπειρογνωμοσύνη, των οποίων οι υπηρεσίες δυνατόν να απαιτούνται για την πραγματοποίηση οποιασδήποτε προκαταρκτικής έρευνας ή πειθαρχικής έρευνας ήθελε διαταχθεί από το Συμβούλιο και της συνεπαγόμενης με την εν λόγω έρευνα πειθαρχικής διαδικασίας ενώπιον της Πειθαρχικής Επιτροπής.

(2) Όσον αφορά τους εντεταλμένους επιθεωρητές και τους εμπειρογνώμονες, το Συμβούλιο δύναται να εξειδικεύει τα αναγκαία προσόντα και τις απαιτούμενες ειδικότητες τους καθώς και τη διαδικασία επιλογής και αποζημίωσής τους, λαμβάνοντας υπόψη τις απαιτήσεις των εδαφίων (4) και (5) του άρθρου 14.

Οι εντεταλμένοι επιθεωρητές και οι εμπειρογνώμονες οφείλουν να υποβάλλουν στο Συμβούλιο, πριν την έναρξη έκαστης έρευνας που τους ανατίθεται, υπεύθυνη δήλωση περί του ότι συμμορφώνονται με τους περιορισμούς και τις απαιτήσεις που προβλέπονται στα εδάφια (4) και (5) του άρθρου 14.

Δυνατότητα τροποποίησης του σκοπού της έρευνας

86. Εάν, κατά τη διαδικασία της πειθαρχικής έρευνας, αποκαλυφθούν γεγονότα ή περιστατικά ή πληροφορίες ή στοιχεία τα οποία απαιτούν περαιτέρω έρευνα η οποία είναι εκτός του σκοπού της διεξαγόμενης πειθαρχικής έρευνας, τότε -

(α) Ο ερευνών λειτουργός που διεξάγει την έρευνα αυτή ετοιμάζει σχετική έκθεση και την διαβιβάζει μέσω του Γενικού Διευθυντή της ΑΔΕΕλΕπ στο Συμβούλιο∙

(β) το Συμβούλιο δύναται, αφού μελετήσει την έκθεση και ακούσει, εάν το κρίνει αναγκαίο, τον ερευνώντα λειτουργό, να συμπεριλάβει στον σκοπό της έρευνας και τα νέα γεγονότα, περιστατικά, πληροφορίες ή στοιχεία που αποκαλύφθηκαν και πληροφορεί σχετικά τον καταγγέλλοντα και τον καταγγελλόμενο.

(γ) εάν με έκθεση του ερευνώντα λειτουργού και με ανάλογη ως προς τις παραγράφους (α) και (β) διαδικασία διαπιστωθεί ότι ο σκοπός της έρευνας θα πρέπει να περιοριστεί, το Συμβούλιο περιορίζει ανάλογα την πειθαρχική έρευνα.

Δυνατότητα επέκτασης πειθαρχικής έρευνας και σε άλλους νόμιμους ελεγκτές ή νόμιμα ελεγκτικά γραφεία

87. Εάν, κατά την πορεία της πειθαρχικής έρευνας με βάση την σχετική έκθεση του ερευνώντα λειτουργού, φανεί στο Συμβούλιο ότι ο σκοπός της θα πρέπει να τροποποιηθεί με επέκτασή της, με συμπερίληψη στους καταγγελλόμενους και άλλου νόμιμου ελεγκτή ή νόμιμου ελεγκτικού γραφείου, τότε, με βάση τα γεγονότα και στοιχεία που περιέχονται στην έκθεση του ερευνώντα λειτουργού που κατατίθεται στο Συμβούλιο από τον Γενικό Διευθυντή της ΑΔΕΕλΕπ, το Συμβούλιο δύναται με απόφαση του να επεκτείνει ως ανωτέρω την έρευνα.

Διαδικασία λήψης μαρτυρικών καταθέσεων

88.-(1) Η πειθαρχική έρευνα διεξάγεται από τον ερευνώντα λειτουργό και συμπληρώνεται μέσα σε τριάντα ημέρες από την ημερομηνία της εντολής για έρευνα, με δικαίωμα παράτασης μέχρι τριάντα μέρες που παρέχεται από το Συμβούλιο μετά από αίτημα του ερευνώντα λειτουργού αν παραστεί ανάγκη.

(2) Κατά τη διεξαγωγή της πειθαρχικής έρευνας, εφαρμόζονται οι διαδικασίες που προβλέπονται στα ακόλουθα εδάφια.

(3) Αναφορικά με την λήψη εγγράφων, βιβλίων, στοιχείων, ή αντιγράφων τους, κατά την παράγραφο (α) του άρθρου 15, ο ερευνών λειτουργός συντάσσει σε δύο αντίγραφα σχετική έκθεση, τα οποία υπογράφονται τόσο από τον ίδιο όσο και από το ερευνώμενο πρόσωπο, ή τον νόμιμο εκπρόσωπό του σε περίπτωση νόμιμου ελεγκτικού γραφείου, και έκαστος εκ των υπογραφόντων διατηρεί ένα αντίγραφο.

(4) Η έκθεση περιλαμβάνει τουλάχιστον σαφή περιγραφή των ληφθέντων αντικειμένων, την αιτιολογία για τη διενέργεια της λήψης, τον χρόνο και τόπο της λήψης, περιλαμβανομένων στοιχείων του καταγγελλόμενου νομικού ή φυσικού προσώπου, το ονοματεπώνυμο και την υπογραφή του ενεργούντα την κατάσχεση λειτουργού και την υπογραφή του καταγγελλόμενου προσώπου, ή του νόμιμου αντιπροσώπου του σε περίπτωση νομικού προσώπου:

Νοείται ότι, ο τύπος και τα πλήρη στοιχεία που πρέπει να περιέχει η εν λόγω έκθεση δύνανται να καθοριστούν σε έντυπο που εκδίδει για τον σκοπό αυτό το Συμβούλιο.

(5) Σε περίπτωση που καταγγελλόμενο πρόσωπο, ή νόμιμος εκπρόσωπος του προσώπου αυτού, αρνείται να υπογράψει την έκθεση κατά το εδάφιο (3), ο ερευνών λειτουργός επιδίδει στο πρόσωπο αυτό με επιδότη διπλοσυστημένο αντίγραφο αυτής της έκθεσης εντός δεκαπέντε ημερών από την ημερομηνία σύνταξης της έκθεσης.

(6) Σε περίπτωση κατάσχεσης εγγράφων, το ερευνώμενο πρόσωπο δικαιούται να λάβει αντίγραφά τους από την ΑΔΕΕλΕπ.

(7)(α) Η λήψη μαρτυρικών καταθέσεων πραγματοποιείται στην έδρα της ΑΔΕΕλΕπ εκτός εάν οι περιστάσεις απαιτούν την λήψη των καταθέσεων αυτών σε άλλο χώρο.

(β) Το πρόσωπο που πρόκειται να καταθέσει κλητεύεται εγγράφως σε ορισμένη ημέρα και ώρα και η κλήση ετοιμάζεται από τον ερευνώντα λειτουργό και υπογράφεται από αυτόν.

(γ) Η κλήση περιέχει συνοπτική περιγραφή της υπόθεσης για την οποία πρόκειται να εξεταστεί ο μάρτυρας και κάνει αναφορά της αρχής η οποία τον καλεί και του τόπου στον οποίο καλείται.

(δ) Η κλήση επιδίδεται με επιδότη στο πρόσωπο που καλείται να καταθέσει τουλάχιστον τρείς εργάσιμες ημέρες πριν από την ημερομηνία που καθορίζεται στην κλήσηː

Νοείται ότι, σε περίπτωση που το πρόσωπο που καλείται να καταθέσει έχει την κατοικία ή την έδρα του στην Δημοκρατία αλλά εκτός της επαρχίας Λευκωσίας, η επίδοση πρέπει να γίνεται τουλάχιστον πέντε εργάσιμες μέρες νωρίτερα από την πιο πάνω ημερομηνία και, εάν η κατοικία ή η έδρα του βρίσκεται στο εξωτερικό, τουλάχιστον δώδεκα εργάσιμες ημέρες νωρίτερα από την εν λόγω ημερομηνία:

(ε) Ο ερευνών λειτουργός λαμβάνει την κατάθεση γραπτά και ο μάρτυρας καλείται, πριν καταθέσει, να δηλώσει το όνομα και το επώνυμό του, τον αριθμό του δελτίου ταυτότητας ή διαβατηρίου του, τον τόπο γέννησής του και της κατοικίας του, καθώς και την ηλικία του.

(στ) Στο έγγραφο της κατάθεσης, ο ερευνών λειτουργός οφείλει να αναφέρει τον τόπο και την ημερομηνία της κατάθεσης, την ώρα κατά την οποία άρχισε και τελείωσε η κατάθεση, το ονοματεπώνυμο του ερευνώντα λειτουργού που έλαβε και κατέγραψε την κατάθεση και το όνομα του μάρτυρα, καθώς επίσης ακριβή καταγραφή όσων κατατέθηκαν από τον μάρτυρα.

(ζ) Η γραπτή κατάθεση διαβάζεται από τον ερευνώντα λειτουργό και τον μάρτυρα και υπογράφεται από αυτούς. Σε περίπτωση που ο μάρτυρας αρνείται να υπογράψει την κατάθεσή του, ο ερευνών λειτουργός καλεί μέλος του προσωπικού της ΑΔΕΕλΕπ στην παρουσία του οποίου ο μάρτυρας επαναλαμβάνει την άρνησή του αυτή και ο ερευνών λειτουργός καταγράφει το γεγονός αυτό στο έγγραφο της κατάθεσης και το βεβαιώνει το ως άνω μέλος του προσωπικού της ΑΔΕΕλΕπ το οποίο υπογράφει την βεβαίωση του αυτή και δηλώνει το πλήρες ονοματεπώνυμό του και τον αριθμό του δελτίου ταυτότητας ή του διαβατηρίου του.

(η) Η έγγραφη κατάθεση είναι άκυρη εάν δεν -

(i) Καταγραφεί η ημερομηνία λήψης της, εκτός εάν η ημερομηνία αυτή προκύπτει με βεβαιότητα από το περιεχόμενο της κατάθεσης αυτής ή από άλλα έγγραφα που αναφέρονται στην κατάθεση αυτή, και

(ii) εάν δεν αναγραφούν τα ονοματεπώνυμα και οι αριθμοί του δελτίου ταυτότητας ή διαβατηρίου και εάν δεν υπέγραψαν τα πρόσωπα που παρευρέθηκαν στην όλη διαδικασία όπως ανωτέρω αναφέρεται.

(θ) Η έγγραφη κατάθεση αποτελεί απόδειξη για όσα έχει καταθέσει ο μάρτυρας.

(ι) Αντίγραφο της κατάθεσης δίνεται στον μάρτυρα και το πρωτότυπο κατατίθεται από τον ερευνώντα λειτουργό στον φάκελο της υπόθεσης.

(ια) Σε περίπτωση που κρίνεται από τον ερευνώντα λειτουργό αναγκαία η συνδρομή του Γενικού Διευθυντή της ΑΔΕΕλΕπ για την διεκπεραίωση της διαδικασίας που προνοείται στο παρόν έγγραφο (7), επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν οι υπηρεσίες μέλους του προσωπικού της ΑΔΕΕλΕπ για το σκοπό αυτόː

Νοείται ότι, σε τέτοια περίπτωση, πρέπει να τηρούνται και για το μέλος αυτό όλα όσα απαιτούνται, αναφορικά με την καταγραφή των ως άνω αναφερομένων πληροφοριών και στοιχείων, όπως και για τον ερευνώντα λειτουργό.

(ιβ) Διαπράττει ποινικό αδίκημα πρόσωπο που προβαίνει αδίκημα πρόσωπο που προβαίνει σε ψευδή ή ανακριβή μαρτυρική κατάθεση και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δυο χιλιάδες ευρώ ή σε αμφότερες τις ποινές.

(8)(α) Οι καταθέσεις οι οποίες λαμβάνονται και τα στοιχεία τα οποία συλλέγονται, τίθενται υπόψη του ενδιαφερόμενου υπό έρευνα νόμιμου ελεγκτή ή νόμιμου ελεγκτικού γραφείου, ή του νόμιμου εκπροσώπου του τελευταίου, στον οποίο παρέχεται η ευκαιρία να προβεί, εάν το επιθυμεί, σε κατάθεση μέσα σε προθεσμία που τάσσεται από τον ερευνώντα λειτουργό.

(β) Η μη προσέλευση του υπό έρευνα προσώπου ή η άρνησή του να δώσει κατάθεση δεν παρεμποδίζει την πρόοδο της έρευνας.

Έκθεση

89.-(1) Μετά την ολοκλήρωση της έρευνας, ο ερευνών λειτουργός υποβάλλει, στο Γενικό Διευθυντή της ΑΔΕΕλΕπ, έκθεση στην οποία συνοψίζεται η μαρτυρία που έχει συλλεχθεί και σχετικό πόρισμα. Η έκθεση συνοδεύεται από τις καταθέσεις που έχουν ληφθεί, περιλαμβανομένης και οποιασδήποτε συμπληρωματικής κατάθεσης του καταγγελλόμενου προσώπου.

(2) Στα πλαίσια εφαρμογής του Άρθρου 26 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014, ο Γενικός Διευθυντής της ΑΔΕΕλΕπ λαμβάνει υπόψη τη σοβαρότητα των συστάσεων, τις ενέργειες για υλοποίηση τους από τον νόμιμο ελεγκτή ή το νόμιμο ελεγκτικό γραφείο του νόμιμου ελεγκτή και αξιολογεί κατά πόσο η ποιότητα ελέγχου του νόμιμου ελεγκτή ή νόμιμου ελεγκτικού γραφείου, δύναται να επηρεαστεί αρνητικά. Σε περίπτωση που ο Γενικός Διευθυντής της ΑΔΕΕλΕπ κρίνει ότι η ποιότητα του ελέγχου επηρεάζεται αρνητικά, ετοιμάζει σχετική έκθεση με τις συστάσεις που δεν έχουν εφαρμοστεί από τον νόμιμο ελεγκτή ή το νόμιμο ελεγκτικό γραφείο και την υποβάλλει χωρίς καθυστέρηση στον Πρόεδρο της ΑΔΕΕλΕπ ώστε να εξεταστούν στα πλαίσια του άρθρου 90.

Παραπομπή σε πειθαρχική διαδικασία και σύνταξη κατηγορητηρίου

90.-(1) Εάν το Συμβούλιο, με βάση έκθεση που προνοείται στο άρθρο 89 και όλα τα στοιχεία που τις υποστηρίζουν κρίνει ότι είναι δυνατή η στοιχειοθέτηση κατηγορητηρίου εναντίον νόμιμου ελεγκτή ή νόμιμου ελεγκτικού γραφείου για διάπραξη πειθαρχικών αδικημάτων που προβλέπονται στο άρθρο 103 για τα οποία επιβάλλονται κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 109 συντάσσει σχετικό κατηγορητήριο, που υπογράφεται από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου.

(2)(α) Ο Πρόεδρος της Πειθαρχικής Επιτροπής παραλαμβάνει από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου το κατηγορητήριο στο οποίο εκτίθεται η κατηγορία ή οι κατηγορίες κατά περίπτωση και συνοπτικά οι λεπτομέρειες που τις στοιχειοθετούν, καθώς επίσης όλες οι μαρτυρικές καταθέσεις και άλλο υλικό που έχει συλλεχθεί ή κατασχεθεί κατά τη διάρκεια της έρευνας ή της επιθεώρησης διασφάλισης ποιότητας.

(β) Παράλληλα με τα πιο πάνω, το Συμβούλιο γνωστοποιεί την απόφασή του για διατύπωση κατηγορητηρίου στον καταγγελλόμενο, και στον καταγγέλλοντα εάν η έρευνα είχε ως αφετηρία καταγγελία που υποβλήθηκε.

(3) Εάν το Συμβούλιο κρίνει ότι η έκθεση του ερευνώντα λειτουργού ή του Γενικού Διευθυντή δεν αποκαλύπτει πειθαρχικά αδικήματα, ως αναφέρονται στο εδάφιο (1), αποφασίζει να τερματίσει τη διαδικασία.

Ειδοποίηση κλήσης σε ακρόαση ενώπιον της Πειθαρχικής Επιτροπής

91.-(1)(α) Ο Πρόεδρος της Πειθαρχικής Επιτροπής, το συντομότερο μετά την παραλαβή του κατηγορητηρίου και όλων των συναφών στοιχείων, ετοιμάζει ειδοποίηση κλήτευσης σε ακρόαση την οποίαν υπογράφει.

(β) Η ειδοποίηση κλήτευσης σε ακρόαση αναγράφει την ημερομηνία, ώρα και τόπο στον οποίο θα διεξαχθεί η ακρόαση, και επισυνάπτεται σε αυτή το κατηγορητήριο.

(2)(α) Η ειδοποίηση κλήτευσης σε ακρόαση επιδίδεται ιδιοχείρως ή με διπλοσυστημένη επιστολή της Πειθαρχικής Επιτροπής στον νόμιμο ελεγκτή ή στο νόμιμο ελεγκτικό γραφείο.

(β) Η ακρόαση ενώπιον της Πειθαρχικής Επιτροπής δεν μπορεί να είναι ορισμένη σε ημερομηνία που απέχει λιγότερο από δεκαπέντε ημέρες από την ημερομηνία -

(i) Της παράδοσης της ειδοποίησης κλήτευσης σε ακρόαση, ή

(ii) της αποστολής διπλοσυστημένης επιστολής η οποία περιέχει την ειδοποίηση κλήτευσης σε ακρόαση,

στον κατηγορούμενο νόμιμο ελεγκτή ή στο κατηγορούμενο νόμιμο ελεγκτικό γραφείο.

(3)(α) Η Πειθαρχική Επιτροπή μεριμνά όπως ο κατηγορούμενος νόμιμος ελεγκτής ή το κατηγορούμενο νόμιμο ελεγκτικό γραφείο λάβει την ειδοποίηση κλήτευσης σε ακρόαση.

(β) Θεωρείται ότι έχει παραληφθεί η ειδοποίηση κλήτευσης σε ακρόασης εάν αυτή –

(i) Παραδοθεί δια χειρός προσωπικά στον κατηγορούμενο νόμιμο ελεγκτή ή σταλεί με διπλοσυστημένη επιστολή στον τόπο της κατοικίας του, σε περίπτωση που η υπόθεση αφορά φυσικό πρόσωπο˙ ή

(ii) παραδοθεί δια χειρός ή σταλεί με διπλοσυστημένη επιστολή στην διεύθυνση από την οποία ασκεί τις εργασίες του το κατηγορούμενο νόμιμο ελεγκτικό γραφείο, σύμφωνα με τα στοιχεία του Μητρώου που διατηρεί η ΑΔΕΕλΕπ, σε περίπτωση που η υπόθεση αφορά τέτοιο γραφείο.

(4)(α) Η ειδοποίηση κλήτευσης σε ακρόαση ετοιμάζεται κατά τον Τύπο Α που παρατίθεται στο Παράρτημα.

(β) Ο Υπουργός δύναται, με διάταγμά του δημοσιευόμενο στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και κατόπιν εισήγησης του Συμβουλίου, να τροποποιεί ή αντικαθιστά τον Τύπο Α του Παραρτήματος.

(5) Ο Πρόεδρος της Πειθαρχικής Επιτροπής κοινοποιεί αντίγραφο έκαστης ειδοποίησης κλήτευσης σε ακρόαση, με όλα τα επισυνημμένα της, στο Γενικό Διευθυντή της ΑΔΕΕλΕπ.

Διόρθωση τυπικού ελαττώματος κατηγορητηρίου

92.-(1) Πριν από την έναρξη ακρόασης ή σε οποιοδήποτε στάδιο της ακρόασης το Συμβούλιο, μέσω του Γενικού Διευθυντή του ή του δικηγόρου που το αντιπροσωπεύει στην πειθαρχική διαδικασία, δύναται σε περίπτωση που διαπιστωθεί τυπικό ελάττωμα στο κατηγορητήριο, να ζητήσει από την Πειθαρχική Επιτροπή άδεια για διόρθωση των τυπικών ελαττωμάτων, υπό την προϋπόθεση ότι οι τροποποιήσεις δεν θα οδηγήσουν σε τροποποίηση της ουσίας του κατηγορητηρίου και σε αδικία για τον κατηγορούμενο.

(2) Εάν για την άσκηση της εξουσίας που προβλέπεται στο εδάφιο (1) απαιτείται αναβολή της ακροαματικής διαδικασίας, ο Πρόεδρος της Πειθαρχικής Επιτροπής δύναται να δίνει τέτοιες οδηγίες για το σκοπό αυτό, όπως ήθελε κρίνει αναγκαίες.

Αρχή αντικειμενικότητας και αμεροληψίας

93.-(1) Τα μέλη της Πειθαρχικής Επιτροπής εξαιρούνται, ή δύναται να αμφισβητηθεί η αντικειμενικότητα και η αμεροληψία τους, για τους ίδιους λόγους που θα πρέπει να εξαιρεθεί ή να αμφισβητηθεί η αντικειμενικότητα και αμεροληψία διοικητικού οργάνου σύμφωνα με το άρθρο 44 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου.

(2) Αμφισβήτηση αντικειμενικότητας και αμεροληψίας μέλους της Πειθαρχικής Επιτροπής, ή αίτημα για εξαίρεσή του, πρέπει να υποβάλλεται πριν την απαγγελία του κατηγορητηρίου, από το Γενικό Διευθυντή της ΑΔΕΕλΕπ ή τον δικηγόρο του Συμβουλίου ή/και από τον κατηγορούμενο νόμιμο ελεγκτή ή το κατηγορούμενο νόμιμο ελεγκτικό γραφείο, εκτός στην περίπτωση που η αμφισβήτηση προέκυψε, ή ήρθε στην γνώση του μέρους που εγείρει αυτό το θέμα, αργότερα.

(3) Η Πειθαρχική Επιτροπή αποφασίζει, επί της κατά το εδάφιο (2) προβαλλόμενης ένστασης αναφορικά με την συμμετοχή στην πειθαρχική διαδικασία μέλους της, πριν από την απαγγελία του κατηγορητηρίου ή, κατά περίπτωση, μετά την απαγγελία αυτή, και η απόφαση της αυτή είναι τελική.

Νομική και άλλη βοήθεια

94.-(1) Κάθε μέρος σε διαδικασία ενώπιον της Πειθαρχικής Επιτροπής δικαιούται να βοηθεί ή/και να αντιπροσωπεύεται από δικηγόρο.

(2) Το κατά το εδάφιο (1) δικαίωμα αναγράφεται στην ειδοποίηση κλήτευσης σε ακρόαση.

(3) Σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος νόμιμος ελεγκτής ή το κατηγορούμενο νόμιμο ελεγκτικό γραφείο αντιπροσωπεύεται με δικηγόρο, κάθε έγγραφο που θα επιδίδετο στον κατηγορούμενο κατά το παρόν Μέρος δύναται να επιδοθεί από την Πειθαρχική Επιτροπή στον δικηγόρο του.

Απαγγελία κατηγορητηρίου

95.-(1) Η πειθαρχική διαδικασία αρχίζει με την απαγγελία του κατηγορητηρίου από το Γενικό Διευθυντή της ΑΔΕΕλΕπ ή τον δικηγόρο ο οποίος παρουσιάζει εκ μέρους του Διοικητικού Συμβουλίου την υπόθεση, ο οποίος ερωτά τον κατηγορούμενο, στο τέλος κάθε κατηγορίας, εάν παραδέχεται αυτήν.

(2) Εάν ο κατηγορούμενος παραδέχεται την κατηγορία ή τις κατηγορίες, η Πειθαρχική Επιτροπή προχωρεί στην έκδοση της απόφασής της κατά την ίδια ημέρα ή σε άλλη ημέρα που ορίζει για τον σκοπό αυτό.

(3) Εάν ο κατηγορούμενος δεν παραδεχθεί την κατηγορία ή τις κατηγορίες, η Πειθαρχική Επιτροπή προχωρεί στην ακρόαση της υπόθεσης.

Απουσία κατηγορουμένου

96. Εάν ο κατηγορούμενος δεν εμφανιστεί κατά την ημερομηνία της ακρόασης χωρίς να υπάρχει αιτιολογία για τούτο και η Πειθαρχική Επιτροπή ικανοποιηθεί ότι η ειδοποίηση κλήσης σε ακρόαση επιδόθηκε σε αυτόν κατά το παρόν Κεφάλαιο, τότε δύναται, εάν το κρίνει σκόπιμο υπό τις περιστάσεις που περιβάλλουν την απουσία, να προχωρήσει στην ακρόαση στην απουσία του κατηγορουμένου.

Διαδικασία ακρόασης

97.-(1) Κατά την ημερομηνία που ορίζεται, από την Πειθαρχική Επιτροπή, η ακρόαση της υπόθεσης, τα μέρη εμφανίζονται ενώπιον της Επιτροπής και ακολουθείται η διαδικασία που προβλέπεται στο παρόν άρθρο.

(2)(α) Ο ερευνών λειτουργός της υπόθεσης καταθέτει ενώπιον της Πειθαρχικής Επιτροπής τη μαρτυρία επί της οποίας βασίζεται το κατηγορητήριο εναντίον του κατηγορούμενου νόμιμου ελεγκτή ή του κατηγορούμενου νόμιμου ελεγκτικού γραφείου.

(β) Η κατά την παράγραφο (α) μαρτυρία κατατίθεται σε γραπτή μορφή και περιλαμβάνει καταθέσεις και οποιοδήποτε έγγραφο ή άλλο υλικό το οποίο σχετίζεται με το περιεχόμενο της κατάθεσης ή άλλο υλικό το οποίο εκλήφθηκε ή κατασχέθηκε κατά την διάρκεια της διεξαγωγής της έρευνας, και ο κατηγορούμενος νόμιμος ελεγκτής ή το κατηγορούμενο νόμιμο ελεγκτικό γραφείο δικαιούται να ζητήσει από την Πειθαρχική Επιτροπή την κλήτευση οποιουδήποτε προσώπου του οποίου η μαρτυρία έχει, ως ανωτέρω, κατατεθεί σε γραπτή μορφή, ώστε να το αντεξετάσει σε σχέση με το περιεχόμενο της μαρτυρίας αυτής.

(γ) Ο Γενικός Διευθυντής της ΑΔΕΕλΕπ ή ο δικηγόρος του Συμβουλίου ο οποίος εκπροσωπεί το Συμβούλιο στην πειθαρχική διαδικασία, δικαιούται να κλητεύσει ενώπιον της Πειθαρχικής Επιτροπής οποιοδήποτε πρόσωπο για να διευκρινίσει ή να επεξηγήσει οποιοδήποτε ζήτημα προκύπτει από τη μαρτυρία που έχει ήδη καταθέσει, και το πρόσωπο αυτό δύναται να αντεξεταστεί από την πλευρά της υπεράσπισης.

(3)(α) Ακολουθεί η αγόρευση του Γενικού Διευθυντή της ΑΔΕΕλΕπ ή του δικηγόρου του Συμβουλίου, αναφορικά με την εκ πρώτης όψεως απόδειξη του κατηγορητηρίου και η Πειθαρχική Επιτροπή εκδίδει την ενδιάμεση απόφασή της.

(β) Εάν η Πειθαρχική Επιτροπή αποφασίσει ότι δεν έχει αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως η υπόθεση, τότε η διαδικασία τερματίζεται∙ σε αντίθετη περίπτωση η διαδικασία συνεχίζεται ως προβλέπεται στο εδάφιο (4) του παρόντος άρθρου και στα άρθρα 98 και 99.

(4)(α) Μετά την ολοκλήρωση της κατάθεσης της μαρτυρίας εκ μέρους του Συμβουλίου, ο κατηγορούμενος νόμιμος ελεγκτής ή ο νόμιμος εκπρόσωπος του κατηγορούμενου νόμιμου ελεγκτικού γραφείου, καταθέτει ενώπιον της Πειθαρχικής Επιτροπής τη μαρτυρία επί της οποίας βασίζεται η υπεράσπισή του.

(β) Η κατά την παράγραφο (α) μαρτυρία κατατίθεται σε γραπτή μορφή και περιλαμβάνει μαρτυρία προσώπων, περιλαμβανομένης και της μαρτυρίας του ιδίου του καταγγελλομένου εάν το επιθυμεί και οποιοδήποτε σχετικό με την μαρτυρία αυτή έγγραφο ή άλλο υλικό, και ο Γενικός Διευθυντής οποιουδήποτε προσώπου του οποίου η μαρτυρία έχει, ως ανωτέρω, κατατεθεί σε γραπτή μορφή, ώστε να το αντεξετάσει σε σχέση με το περιεχόμενο της μαρτυρίας αυτής.

(γ) Ο κατηγορούμενος νόμιμος ελεγκτής ή το κατηγορούμενο νόμιμο ελεγκτικό γραφείο δικαιούται να διευκρινίσει ή να επεξηγήσει οποιοδήποτε ζήτημα προκύπτει από τη μαρτυρία που έχει ήδη καταθέσει ή να κλητεύσει προς τούτο οποιοδήποτε πρόσωπο ή να ζητήσει από την Πειθαρχική Επιτροπή την κλήτευση οποιουδήποτε προσώπου, και ο ίδιος ή το εν λόγω πρόσωπο υπόκεινται σε αντεξέταση από την πλευρά του Συμβουλίου.

(δ) Σε οποιοδήποτε στάδιο της πειθαρχικής διαδικασίας ενώπιον της Πειθαρχικής Επιτροπής, ο κατηγορούμενος νόμιμος ελεγκτής ή το κατηγορούμενο νόμιμο ελεγκτικό γραφείο δικαιούται να παραδεχθεί οποιαδήποτε ισχυριζόμενα γεγονότα ή λεπτομέρειες γεγονότων και οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη για την οποία κατηγορείται ενώπιον της Πειθαρχικής Επιτροπής, και τέτοια παραδοχή αποτελεί επαρκή απόδειξη εναντίον του ενώπιον της Πειθαρχικής Επιτροπής.

(5)(α) Σε κάθε πρόσωπο που καλείται να δώσει μαρτυρία ή να παρουσιάσει έγγραφα ή οποιοδήποτε άλλο μαρτυρικό υλικό, επιδίδεται σχετική ειδοποίηση κατά τον Τύπο Β που παρατίθεται στο Παράρτημα.

(β) Ο Υπουργός δύναται, με διάταγμά του δημοσιευόμενο στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και κατόπιν εισήγησης του Διοικητικού Συμβουλίου, να τροποποιεί ή αντικαθιστά τον Τύπο Β του Παραρτήματος.

Απόφαση Πειθαρχικής Επιτροπής

98.-(1)(α) Με την ολοκλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας, κατά το άρθρο 97, αγορεύει πρώτα η πλευρά του διαδίκου που κάλεσε τελευταίος μάρτυρα και στη συνέχεια η άλλη πλευρά και η Πειθαρχική Επιτροπή εκδίδει γραπτή αιτιολογημένη απόφαση με την οποία αποφασίζει κατά πόσον έχει αποδειχθεί ή όχι ότι ο κατηγορούμενος νόμιμος ελεγκτής ή το κατηγορούμενο νόμιμο ελεγκτικό γραφείο είναι ένοχο για το πειθαρχικό αδίκημα για το οποίο κατηγορείται και, κατά περίπτωση, καταδικάζει τον κατηγορούμενο ή τον απαλλάσσει.

(β) Εάν ο κατηγορούμενος νόμιμος ελεγκτής ή το κατηγορούμενο νόμιμο ελεγκτικό γραφείο αντιμετωπίζει περισσότερες από μία κατηγορίες, η Πειθαρχική Επιτροπή δύναται να τον βρει ένοχο σε σχέση με κάποια ή κάποιες κατηγορίες και να τον απαλλάξει σε σχέση με άλλη ή άλλες.

(2) Σε περίπτωση που κατηγορούμενος νόμιμος ελεγκτής ή κατηγορούμενο νόμιμο ελεγκτικό γραφείο κρίνεται ένοχο και καταδικάζεται, η Πειθαρχική Επιτροπή, αφού ακούσει αυτόν/ό ως προς την επιμέτρηση της ποινής, εκδίδει γραπτή αιτιολογημένη απόφαση με την οποία του επιβάλλει οποιανδήποτε από τις πειθαρχικές ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 109.

(3)(α) Οι αποφάσεις της Πειθαρχικής Επιτροπής, ενεργούσα στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας, λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία και σε περίπτωση ισοψηφίας η απόφαση είναι υπέρ του κατηγορουμένου.

(β) Οποιαδήποτε άλλη απόφαση της Επιτροπής λαμβάνεται με απλή πλειοψηφία και σε περίπτωση ισοψηφίας ο Πρόεδρός της έχει νικώσα ψήφο.

(4) Κάθε απόφαση της Πειθαρχικής Επιτροπής υπογράφεται από τον Πρόεδρό της και απαγγέλλεται σε δημόσια ακρόαση, εκτός εάν η ακροαματική διαδικασία που προηγήθηκε είχε διεξαχθεί κεκλεισμένων των θυρών κατόπιν σχετικής απόφασης της Πειθαρχικής Επιτροπής προς το συμφέρον της δικαιοσύνης.

(5)(α) Το πρωτότυπο της απόφασης της Επιτροπής επιδίδεται χωρίς καθυστέρηση στο Συμβούλιο μαζί με πλήρες πρακτικό της πειθαρχικής δίκης.

(β) Αντίγραφο της απόφασης και πλήρες πρακτικό της πειθαρχικής δίκης επιδίδεται χωρίς καθυστέρηση στον κατηγορηθέντα νόμιμο ελεγκτή ή στο κατηγορηθέν νόμιμο ελεγκτικό γραφείο.

(6) Κάθε απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου θεωρείται ως διάταγμα δικαστηρίου συνοπτικής δικαιοδοσίας και εκτελείται κατά τον ίδιο τρόπο όπως το διάταγμα του εν λόγω δικαστηρίου.

(7) Κάθε απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου, αφορούσα την ενοχή και καταδίκη ή μη κατηγορούμενου νόμιμου ελεγκτή ή κατηγορούμενου ελεγκτικού γραφείου και την τυχόν επιβολή πειθαρχικής κύρωσης, υπόκειται σε προσφυγή σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

Τήρηση πρακτικών και τύποι ειδοποιήσεων

99.-(1) Κατά την ακροαματική διαδικασία, ενώπιον της Πειθαρχικής Επιτροπής, τηρούνται πρακτικά.

(2) Ειδοποίηση κλήσης σε οποιοδήποτε πρόσωπο, για να εμφανιστεί ενώπιον της Πειθαρχικής Επιτροπής για να δώσει μαρτυρία ή για να καταθέσει έγγραφα ή άλλο υλικό, ετοιμάζεται κατά τον Τύπο Β που παρατίθεται στο Παράρτημα και υπογράφεται από τον Πρόεδρο της Πειθαρχικής Επιτροπής.

Υποχρέωση Πειθαρχικής Επιτροπής

100. Αποτελεί υποχρέωση της Πειθαρχικής Επιτροπής, κατά την διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, να τηρεί την τάξη και να ρυθμίζει την διαδικασία.

Δυνατότητα περαιτέρω ρύθμισης διαδικασιών Πειθαρχικής Επιτροπής

101. Τηρουμένων των λοιπών διατάξεων του παρόντος Μέρους, η Πειθαρχική Επιτροπή δύναται να ρυθμίζει περαιτέρω την διαδικασία που αφορά την αρμοδιότητά της με την ετοιμασία κανονιστικών διοικητικών πράξεων, προσχέδιο των οποίων προωθεί μέσω του Συμβουλίου στον Υπουργό για έκδοσή τους από το Υπουργικό Συμβούλιο.

Δημοσιοποίηση κυρώσεων

102.-(1) Το Συμβούλιο, χωρίς καθυστέρηση, μετά την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας προσβολής της απόφασης της Πειθαρχικής Επιτροπής βάσει αναφερόμενης στο εδάφιο (7) του άρθρου 98 προσφυγής, δημοσιοποιεί στην επίσημη ιστοσελίδα της τουλάχιστον την ουσία κάθε πειθαρχικής απόφασης και των κυρώσεων που επιβλήθηκαν για παράβαση του παρόντος Νόμου, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014 ή/και του θεσμικού πλαισίου που διέπει την διεξαγωγή των εργασιών των νόμιμων ελεγκτών και των νόμιμων ελεγκτικών γραφείων.

(2) Στις πληροφορίες που δημοσιοποιούνται κατά το εδάφιο (1), περιλαμβάνονται το είδος, η φύση της παράβασης καθώς επίσης αναφορά στο όνομα ή την επωνυμία του τυχόν καταδικασθέντος.

(3) Όταν το Συμβούλιο δημοσιοποιεί απόφαση και κυρώσεις για τις οποίες δεν έχει εκδοθεί, τελεσίδικη δικαστική απόφαση στα πλαίσια αναφερόμενης στο εδάφιο (7) του άρθρου 98 προσφυγής, καταγράφει το γεγονός αυτό στην επίσημη ιστοσελίδα της, την οποία φροντίζει να ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση για τα αποτελέσματα τέτοιας δικαστικής απόφασης.

(4) Το Συμβούλιο δημοσιοποιεί ανώνυμα τις κυρώσεις και με τρόπο που δεν αντίκειται, κατά περίπτωση, σε οποιαδήποτε νομοθετική διάταξη, όταν –

(α) Με βάση την αρχή της αναλογικότητας, εκτιμά ως δυσανάλογη τη δημοσιοποίηση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του φυσικού προσώπου στο οποίο επιβλήθηκαν κυρώσεις˙

(β) όταν η δημοσιοποίηση θα έθετε σε κίνδυνο την σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών˙

(γ) όταν η δημοσιοποίηση θα έθετε σε κίνδυνο μία διεξαγόμενη ποινική έρευνα, εάν βέβαια το Συμβούλιο έχει γνώση της διεξαγωγής της˙

(δ) όταν η δημοσιοποίηση θα προκαλούσε δυσανάλογη ζημιά στα σχετικά νομικά ή φυσικά πρόσωπα.

(5) Η ελάχιστη διάρκεια της δημοσιοποίησης στην επίσημη ιστοσελίδα του Συμβουλίου είναι πέντε έτη από την άπρακτη εκπνοή της προθεσμίας καταχώρησης αναφερόμενης στο εδάφιο (7) του άρθρου 98 προσφυγής εναντίον της πειθαρχικής απόφασης και των τυχόν σχετικών κυρώσεων, και οποιαδήποτε περαιτέρω χρονική διάρκεια είναι ανάλογη με την φύση, την έκταση, τον βαθμό και την βαρύτητα του πειθαρχικού αδικήματος για το οποίο επιβλήθηκαν οι κυρώσεις καθώς επίσης οι περιστάσεις οι οποίες περιβάλλουν την τέλεσή του.

(6) Η δημοσιοποίηση των κυρώσεων και μέτρων καθώς και οποιαδήποτε δημόσια δήλωση του Συμβουλίου γίνονται με τήρηση και σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων που αναφέρονται στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως το δικαίωμα του σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής και το δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

(7) Το Συμβούλιο εκπληρώνει τις υποχρεώσεις τις οποίες επιβάλλει το Άρθρο 30στ της Οδηγίας 2006/43/ΕΚ στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2-ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ
Πειθαρχικά αδικήματα

103. Κάθε νόμιμος ελεγκτής και νόμιμο ελεγκτικό γραφείο υπόκεινται σε πειθαρχική δίωξη, κατά το Κεφάλαιο 1 του παρόντος Μέρους, εάν -

(α) Καταδικαστεί με τελεσίδικη απόφαση δικαστηρίου σε οποιαδήποτε ποινή για κλοπή, υπεξαίρεση, απάτη, εκβιασμό, πλαστογραφία, δωροδοκία καθώς επίσης για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα που κατά τη γνώμη της Πειθαρχικής Επιτροπής ενέχει ηθική αισχρότητα˙ ή

(β) επέδειξε, κατά την γνώμη του Συμβουλίου, στα πλαίσια των εργασιών του, επονείδιστη, δόλια, ή ασυμβίβαστη προς το επάγγελμα διαγωγή ή διαγωγή που θέτει σε σοβαρή αμφισβήτηση την εντιμότητά του˙ ή

(γ) έχει ενεργήσει ή παραλείψει κάτι ή έχει συμπεριφερθεί με τρόπο που ισοδυναμεί με παράβαση οποιουδήποτε καθήκοντος ή υποχρέωσης που επιβάλλεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014 ή/και γενικά του ρυθμιστικού πλαισίου που διέπει τις εργασίες των νόμιμων ελεγκτών και ελεγκτικών γραφείων˙ ή

(δ) συντρέχει διάπραξη πειθαρχικού αδικήματος ως προβλέπεται στον παρόντα Νόμο.

Απαγόρευση δίωξης δύο φορές για το ίδιο αδίκημα

104. Πειθαρχική δίωξη δεν μπορεί να ασκηθεί εναντίον νόμιμου ελεγκτή ή νόμιμου ελεγκτικού γραφείου για το ίδιο πειθαρχικό αδίκημα για το οποίο ήδη βρέθηκε ένοχος/ο ή για το οποίο αθωώθηκε, στη βάση των ίδιων γεγονότων.

Μόνο μία πειθαρχική ποινή για κάθε πειθαρχικό αδίκημα

105. Για το ίδιο πειθαρχικό αδίκημα δεν επιβάλλονται περισσότερες από μια πειθαρχική ποινή.

Λήξη πειθαρχικής ευθύνης

106. Νόμιμος ελεγκτής ή νόμιμο ελεγκτικό γραφείο, το οποίο απέβαλε την ιδιότητα αυτή με οποιοδήποτε τρόπο, δε διώκεται πειθαρχικά, η πειθαρχική όμως διαδικασία η οποία τυχόν έχει αρχίσει συνεχίζεται και μετά τη λύση της υπαλληλικής σχέσης, με εξαίρεση την περίπτωση του θανάτου του νόμιμου ελεγκτή.

Ποινική δίωξη

107. Εάν ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίον νόμιμου ελεγκτή ή νόμιμου ελεγκτικού γραφείου, δεν επιτρέπεται να ασκηθεί ή να συνεχιστεί πειθαρχική δίωξη εναντίον του για λόγους που σχετίζονται με την ποινική δίωξη, μέχρις ότου αυτή πάρει οριστικό τέλος.

Πειθαρχική δίωξη ύστερα από ποινική δίωξη

108. Νόμιμος ελεγκτής ή νόμιμο ελεγκτικό γραφείο που διώχθηκε για ποινικό αδίκημα και δεν βρέθηκε ένοχος/ο δεν μπορεί να διωχθεί πειθαρχικά για την ίδια κατηγορία, επιτρέπεται όμως να διωχθεί για πειθαρχικό αδίκημα που προκύπτει από πράξη ή παράλειψη ή διαγωγή του, η οποία σχετίζεται με την ποινική υπόθεση, αλλά δεν εγείρει το ίδιο επίδικο θέμα όπως εκείνο της κατηγορίας στην ποινική υπόθεση.

Πειθαρχικές κυρώσεις

109.-(1) Σε νόμιμο ελεγκτή ή σε νόμιμο ελεγκτικό γραφείο, δύναται να επιβληθεί από την Πειθαρχική Επιτροπή οποιαδήποτε από τις ακόλουθες πειθαρχικές κυρώσεις:

(α) Οριστική ανάκληση της άδειας νόμιμου ελεγκτή ή κατά περίπτωση, νόμιμου ελεγκτικού γραφείου και, κατά συνέπεια, μόνιμη απαγόρευση διενέργειας υποχρεωτικών ελέγχων και διαγραφή από το δημόσιο μητρώο, από την ημερομηνία επιβολής της πειθαρχικής κύρωσης∙

(β) προσωρινή απαγόρευση διάρκειας έως και τριών ετών, σε μέλος νόμιμου ελεγκτικού γραφείου ή σε μέλος διοικητικού ή διαχειριστικού οργάνου οντότητας δημοσίου συμφέροντος να ασκεί καθήκοντα σε νόμιμο ελεγκτικό γραφείο ή σε οντότητα δημοσίου συμφέροντος∙

(γ) προσωρινή απαγόρευση διάρκειας έως και τριών ετών, στον νόμιμο ελεγκτή, το νόμιμο ελεγκτικό γραφείο ή τον κύριο εταίρο ελέγχου, να διενεργεί υποχρεωτικούς ελέγχους ή να υπογράφει εκθέσεις ελέγχου∙

(δ) διατήρηση της επαγγελματικής άδειας με τέτοιους όρους και για τόσο χρονικό διάστημα όσο το Πειθαρχικό Συμβούλιο ήθελε θεωρήσει σκόπιμο∙

(ε) δήλωση ότι η έκθεση ελέγχου δεν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 69 του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, του Άρθρου 10 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014∙

(στ) διαταγή προς τον νόμιμο ελεγκτή ή το νόμιμο ελεγκτικό γραφείο που είναι υπαίτιος/ο για την παράβαση, να απέχει από τη συγκεκριμένη πράξη και να μην την επαναλάβει∙

(ζ) δημόσια δήλωση που αναφέρει το υπαίτιο πρόσωπο και τη φύση της παράβασης και δημοσιοποίηση της στον διαδικτυακό τόπο της ΑΔΕΕλΕπ∙

(η) χρηματικό πρόστιμο -

(i) σε νόμιμο ελεγκτή ύψους έως και εκατόν χιλιάδων ευρών και σε περίπτωση υποτροπής ύψους έως και διακοσίων χιλιάδων ευρώ,

(ii) σε νόμιμο ελεγκτικό γραφείο ύψους έως και ενός εκατομμυρίου ευρώ και σε περίπτωση υποτροπής ύψους έως και δύο εκατομμυρίων ευρώ.

(2) Ανεξάρτητα από την επιβολή οποιασδήποτε από τις ποινές που αναφέρονται στο εδάφιο (1), η Πειθαρχική Επιτροπή δύναται να επιβάλει στο πρόσωπο που βρέθηκε ένοχο, την πληρωμή όλων ή μέρους των εξόδων της πειθαρχικής διαδικασίας.

(3) Η Πειθαρχική Επιτροπή, για την επιμέτρηση της πειθαρχικής κύρωσης που θα επιβάλει, λαμβάνει, μεταξύ άλλων, υπόψη -

(α) Την σοβαρότητα και την διάρκεια της παράβασης˙

(β) τον βαθμό ευθύνης του παραβάτη˙

(γ) την σοβαρότητα και την διάρκεια της παράβασης και την έκταση και σοβαρότητα του αντίκτυπου στο κοινό˙

(δ) τον κίνδυνο για την αξιοπιστία και την ορθή λειτουργία του ελεγκτικού θεσμού˙

(ε) την οικονομική δύναμη του παραβάτη όπως φαίνεται από τον κύκλο εργασιών του εάν είναι νόμιμο ελεγκτικό γραφείο ή από το ετήσιο εισόδημα του εάν είναι νόμιμος ελεγκτής˙

(στ) το ύψος των κερδών που αποκομίσθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν από τον παραβάτη, εφόσον αυτά μπορούν να προσδιορισθούν, και γενικά τον τυχόν προσπορισμό οφέλους από τον παραβάτη˙

(ζ) την τυχόν συνδρομή, στο πρόσωπο του παραβάτη, της ιδιότητας του κυρίου εταίρου.

(η) το βαθμό συνεργασίας του υπαίτιου προσώπου με την αρμόδια αρχή˙

(θ) τις προηγούμενες παραβάσεις του παραβάτη.

Πρόσωπα που υπόκεινται σε πειθαρχική έρευνα ή πειθαρχική διαδικασία

110. Νόμιμος ελεγκτής ή νόμιμο ελεγκτικό γραφείο έχει πειθαρχική ευθύνη και υπόκειται σε έρευνα ή σε πειθαρχική διαδικασία κατά το παρόν Μέρος, εάν το ισχυριζόμενο πειθαρχικό αδίκημα τελέσθηκε από –

(α) Πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας˙ ή

(β) φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή άλλη οντότητα που δραστηριοποιείται στη Δημοκρατία˙ ή

(γ) πρόσωπο φυσικό ή νομικό ή άλλη οντότητα που δραστηριοποιείται ή παρέχει υπηρεσίες σε εταιρεία που συνδέεται με την Δημοκρατία με βάση τον περί Εταιρειών Νόμο ως διορθώθηκε ή παρέχει υπηρεσίες σε επιχείρηση που συνδέεται με την Δημοκρατία.

Ειδική αυτοτελής ευθύνη και συναφή πειθαρχικά αδικήματα

111.-(1) Πράξη ή παράλειψη νόμιμου ελεγκτή που είναι υπάλληλος νόμιμου ελεγκτικού γραφείου, η οποία πράξη ή παράλειψη έλαβε χώρα στο όνομα και για λογαριασμό του γραφείου αυτού και στα πλαίσια της άσκησης της εργασίας του νόμιμου ελεγκτή ή ως αντιπρόσωπος του νόμιμου ελεγκτικού γραφείου στα πλαίσια της εξουσιοδότησής του, θεωρείται ότι έχει διενεργηθεί από το νόμιμο ελεγκτικό γραφείο και σε περίπτωση που η πράξη ή η παράλειψη αυτή στοιχειοθετούν πειθαρχικό αδίκημα κατά τον παρόντα Νόμο, η ατομική ευθύνη του νόμιμου ελεγκτή δεν αίρει την σωρευτική πειθαρχική ευθύνη του νόμιμου ελεγκτικού γραφείου το οποίο υπόκειται σε έρευνα ή πειθαρχική διαδικασία.

(2) Ειδικότερα και χωρίς επηρεασμό της γενικότητας του εδαφίου (1)-

(α) Η αμελής ή η πλημμελής άσκηση εποπτείας εκ μέρους εταίρου ή ιδιοκτήτη ή μέλους διοίκησης ή μέλους εποπτικού οργάνου, νόμιμου ελεγκτικού γραφείου, επί του κυρίου εταίρου και των νόμιμων ελεγκτών, καθώς και κάθε άλλου προσώπου που συμμετέχει εν γένει στην ελεγκτική διαδικασία για λογαριασμό του νόμιμου ελεγκτικού γραφείου συνιστά πειθαρχικό αδίκημα το οποίο καταλογίζεται αυτοτελώς στο νόμιμο ελεγκτικό γραφείο ή/και στα μέλη των οργάνων διοίκησης του που εμπλέκονται στην αμελή ή πλημμελή άσκηση εποπτείας και για το οποίο επιβάλλονται κυρώσεις˙

(β) συνιστά επίσης πειθαρχικό αδίκημα το οποίο καταλογίζεται αυτοτελώς στο νόμιμο ελεγκτικό γραφείο ή/και στα μέλη των οργάνων διοίκησης του νόμιμου ελεγκτικού γραφείου, κάθε πράξη ή παράλειψη εταίρου ή ιδιοκτήτη ή μέλους της διοίκησης ή μέλους του εποπτικού οργάνου ή κυρίου εταίρου νόμιμου ελεγκτικού γραφείου η οποία θέτει σε κίνδυνο την ανεξαρτησία και την αντικειμενικότητα νόμιμου ελεγκτή όπως αυτή προσδιορίζεται στον παρόντα Νόμο, στο θεσμικό πλαίσιο που διέπει τις εργασίες νόμιμου ελεγκτή και νόμιμου ελεγκτικού γραφείου περιλαμβανομένων των Διεθνών Ελεγκτικών Προτύπων και του εκάστοτε σε ισχύ Κώδικα Δεοντολογίας της Διεθνούς Ομοσπονδίας Λογιστών˙

(γ) σε περίπτωση καταδίκης για πειθαρχικό αδίκημα κατά την παράγραφο (α), πέραν των λοιπών κυρώσεων που δυνατόν να επιβληθούν για αδικήματα που διαπράχθηκαν λόγω της αμελούς ή/και πλημμελούς πράξης ή/και παράλειψης, δύναται να επιβληθεί, σε βάρος του νόμιμου ελεγκτικού γραφείου και στα μέλη των οργάνων διοίκησης του που εμπλέκονται στην διάπραξη του αδικήματος, η κύρωση της επιβολής χρηματικού προστίμου μέχρι πενήντα χιλιάδες ευρώ σε έκαστο εξ’ αυτών˙

(δ) σε περίπτωση καταδίκης για πειθαρχικό αδίκημα κατά την παράγραφο (β), πέραν των λοιπών κυρώσεων που δυνατόν να επιβληθούν για αδικήματα που διαπράχθηκαν λόγω της αμελούς ή/και πλημμελούς πράξης ή/και παράλειψης, δύναται να επιβληθεί, σε βάρος του νόμιμου ελεγκτικού γραφείου και στα μέλη των οργάνων διοίκησης του που εμπλέκονται στην διάπραξη αδικήματος, η κύρωση της επιβολής της προσωρινής ανάκλησης της άδειας για χρονικό διάστημα τουλάχιστον έξι μηνών.