59.-(1) Κύριος σκοπός της προληπτικής εποπτείας είναι η προστασία των δικαιωμάτων των μελών και των δικαιούχων και η διασφάλιση της σταθερότητας και της αξιοπιστίας των ΙΕΣΠ.
(2) Ο Έφορος είναι υπεύθυνος για την επίτευξη του κύριου σκοπού της εποπτείας που αναφέρεται στο εδάφιο (1), και προς τούτο τίθενται στη διάθεση του επί συνεχούς βάσης όλα τα αναγκαία μέσα για την εφαρμογή του παρόντος Νόμου, περιλαμβανομένου του απαραίτητου προσωπικού σε όλες τις αναγκαίες βαθμίδες και ειδικότητες και έχει τη σχετική εμπειρογνωμοσύνη , ικανότητα και εντολή για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού.
60. Τα ΙΕΣΠ υπόκεινται σε προληπτική εποπτεία, στην οποία περιλαμβάνονται και τα εξής, κατά περίπτωση:
(α) Οι προϋποθέσεις λειτουργίας·
(β) τα τεχνικά αποθεματικά·
(γ) η χρηματοδότηση των τεχνικών αποθεματικών·
(δ) τα ρυθμιστικά ίδια κεφάλαια·
(ε) το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας·
(στ) το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας·
(ζ) οι επενδυτικοί κανόνες·
(η) η διαχείριση επενδύσεων·
(θ) το σύστημα διακυβέρνησης· και
(ι) οι πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στα μέλη και τους δικαιούχους.
61.-(1) Ο Έφορος είναι υπεύθυνος για την προληπτική εποπτεία όλων των εγγεγραμμένων ΙΕΣΠ.
(2) Η εποπτεία βασίζεται σε μακροπρόθεσμη προσέγγιση, επικεντρωμένη στους κινδύνους.
(3) Η εποπτεία των ΙΕΣΠ περιλαμβάνει κατάλληλο συνδυασμό μη επιτόπιων δραστηριοτήτων και επιτόπιων ελέγχων.
(4) Οι εποπτικές εξουσίες ασκούνται κατά τρόπο έγκαιρο και αναλογικό προς το μέγεθος, τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του ΙΕΣΠ.
(5) Ο Έφορος, σε συνεννόηση με τις άλλες αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας, εξετάζει δεόντως τον δυνητικό αντίκτυπο των ενεργειών του στη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών συστημάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ιδίως σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης.
62.-(1) Ο Έφορος απαιτεί από κάθε εγγεγραμμένο ΙΕΣΠ να έχει υγιείς διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες και κατάλληλους εσωτερικούς μηχανισμούς ελέγχου.
(2)(α) Με την επιφύλαξη των εποπτικών εξουσιών του Εφόρου και των διατάξεων του άρθρου 82, όσον αφορά την επιβολή ποινικών κυρώσεων, Κανονισμοί θα προβλέψουν για την επιβολή από τον Έφορο διοικητικών κυρώσεων και άλλων μέτρων για παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος Νόμου, καθώς και για όλα τα απαραίτητα μέτρα για να διασφαλίζεται η εφαρμογή τους.
(β) Οι διοικητικές κυρώσεις και τα άλλα μέτρα πρέπει να είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά.
(3) Ο Έφορος δημοσιοποιεί οποιεσδήποτε διοικητικές κυρώσεις ή λοιπά μέτρα επιβάλλονται λόγω παράβασης των διατάξεων του παρόντος Νόμου, κατά των οποίων δεν έχει κατατεθεί προσφυγή, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, περιλαμβάνοντας πληροφορίες σχετικά με το είδος και τη φύση της παράβασης και την ταυτότητα των προσώπων που ευθύνονται για αυτήν:
(4) Οποιαδήποτε απόφαση του Εφόρου για απαγόρευση ή περιορισμό των δραστηριοτήτων ενός ΙΕΣΠ περιλαμβάνει λεπτομερές σκεπτικό και κοινοποιείται στο συγκεκριμένο ΙΕΣΠ, καθώς και στην EΑΕΣ, η οποία τη γνωστοποιεί σε όλες τις αρμόδιες αρχές σε περίπτωση διασυνοριακής δραστηριότητας, όπως αναφέρεται στα άρθρα 23 και 24.
(5) Ο Έφορος μπορεί, επίσης, να περιορίσει ή να απαγορεύσει την ελεύθερη διάθεση των στοιχείων ενεργητικού ΙΕΣΠ, όταν ιδίως-
(α) Το ΙΕΣΠ δεν έχει συστήσει επαρκή τεχνικά αποθεματικά όσον αφορά το σύνολο της επιχειρηματικής δραστηριότητας ή δεν διαθέτει επαρκή στοιχεία ενεργητικού για να καλύψει τα τεχνικά αποθεματικά·
(β) το ΙΕΣΠ δεν κατέχει τα ρυθμιστικά ίδια κεφάλαια.
(6) Ο Έφορος, με σκοπό να διαφυλάξει τα συμφέροντα των μελών και των δικαιούχων, μπορεί να μεταβιβάσει ολικώς ή πλήρως τις δυνάμει του παρόντος Νόμου εξουσίες των διοικούντων εγγεγραμμένων ΙΕΣΠ σε ειδικό αντιπρόσωπο κατάλληλο να τις ασκήσει.
(7) Ο Έφορος μπορεί να απαγορεύσει ή να περιορίσει τις δραστηριότητες ενός εγγεγραμμένου ΙΕΣΠ, ιδίως εάν-
(α) Το ΙΕΣΠ δεν προστατεύει επαρκώς τα συμφέροντα των μελών και των δικαιούχων του συνταξιοδοτικού σχεδίου·
(β) το ΙΕΣΠ δεν πληροί πλέον τους όρους λειτουργίας·
(γ) το ΙΕΣΠ αθετεί σοβαρά τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει των κανόνων λειτουργίας του·
(δ) σε περίπτωση διασυνοριακής δραστηριότητας, το ΙΕΣΠ δεν τηρεί τις απαιτήσεις όσον αφορά την κοινωνική και εργατική νομοθεσία του κράτους μέλους υποδοχής στον τομέα των επαγγελματικών συνταξιοδοτικών σχεδίων.
(8) Οι αποφάσεις που λαμβάνονται σε σχέση με κάποιο ΙΕΣΠ βάσει του παρόντος Νόμου και κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που θεσπίζονται δυνάμει αυτού, υπόκεινται στο δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου.
(9) Ο Έφορος διεξάγει έρευνα επί των υποθέσεων οποιουδήποτε ΙΕΣΠ, σε περίπτωση αίτησης εκ μέρους-
(α) Της πλειοψηφίας των μελών της Διαχειριστικής Επιτροπής ή των μελών που αντιπροσωπεύουν τη χρηματοδοτούσα επιχείρηση ή των μελών της Διαχειριστικής Επιτροπής που αντιπροσωπεύουν τα μέλη του ΙΕΣΠ, ή
(β) τουλάχιστον του ενός τρίτου των μελών του ΙΕΣΠ,
υποστηριζόμενης από γεγονότα και στοιχεία που ικανοποιούν τον Έφορο ότι υπάρχει εύλογη αιτία για τη διενέργεια έρευνας.
(10) Ο Έφορος δύναται αυτεπάγγελτα να διεξάγει οποτεδήποτε επιθεώρηση ή έρευνα επί των εργασιών και υποθέσεων οποιουδήποτε ΙΕΣΠ, με σκοπό να διαπιστώνει κατά πόσο τηρούνται οι διατάξεις των κανόνων λειτουργίας του ΙΕΣΠ ή του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών ή Οδηγιών.
63.-(1)(α) Ο Έφορος έχει εξουσία να εξετάζει τις στρατηγικές, τις διεργασίες και τις διαδικασίες υποβολής εκθέσεων που καθιερώνονται από τα ΙΕΣΠ, προκειμένου να συμμορφωθούν προς τον παρόντα Νόμο και τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που θεσπίζονται δυνάμει αυτού, λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος, τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του ΙΕΣΠ.
(β) Η αναφερόμενη στην παράγραφο (α) εξέταση λαμβάνει υπόψη τις περιστάσεις στις οποίες λειτουργούν τα ΙΕΣΠ και, όπου συντρέχει περίπτωση, τους τρίτους που εκτελούν με εξωτερική ανάθεση βασικές λειτουργίες ή άλλες δραστηριότητες για λογαριασμό τους.
(γ) Η εν λόγω εξέταση συνίσταται στα ακόλουθα:
(i) Αξιολόγηση των ποιοτικών απαιτήσεων που σχετίζονται με το σύστημα διακυβέρνησης·
(ii) αξιολόγηση των κινδύνων που αντιμετωπίζει το ΙΕΣΠ·
(iii) αξιολόγηση της ικανότητας του ΙΕΣΠ να αξιολογεί και να διαχειρίζεται τους εν λόγω κινδύνους.
(2) Ο Έφορος διαθέτει εργαλεία παρακολούθησης, συμπεριλαμβανομένης της προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, τα οποία του επιτρέπουν να εντοπίζει την επιδείνωση των χρηματοοικονομικών συνθηκών σε ένα ΙΕΣΠ και να παρακολουθεί τον τρόπο θεραπείας μιας επιδείνωσης.
(3) Ο Έφορος έχει εξουσία να απαιτεί από τα ΙΕΣΠ να αποκαθιστούν τις αδυναμίες ή τις ελλείψεις που εντοπίζονται κατά τη διαδικασία εποπτικής εξέτασης.
(4) Ο Έφορος καθορίζει την ελάχιστη συχνότητα και το αντικείμενο της εις το εδάφιο (1) εξέτασης, λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος, τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του οικείου ΙΕΣΠ.
64.-(1) Ο Έφορος, για κάθε εγγεγραμμένο ΙΕΣΠ, έχει εξουσία να-
(α) Απαιτεί από το ΙΕΣΠ, το διοικητικό, το διαχειριστικό ή το εποπτικό όργανο του ΙΕΣΠ ή τα άτομα που διοικούν πραγματικά το ΙΕΣΠ ή ασκούν βασικές λειτουργίες, να παρέχουν ανά πάσα στιγμή πληροφορίες για όλα τα θέματα που έχουν σχέση με τις δραστηριότητές τους ή οποιοδήποτε σχετικό έγγραφο·
(β) εποπτεύει τις σχέσεις μεταξύ του ΙΕΣΠ και άλλων επιχειρήσεων ή μεταξύ ΙΕΣΠ, όταν τα ΙΕΣΠ αναθέτουν εξωτερικά βασικές λειτουργίες ή οποιεσδήποτε άλλες δραστηριότητες σε αυτές τις άλλες επιχειρήσεις ή ΙΕΣΠ και κάθε επακόλουθης εκ νέου εξωτερικής ανάθεσης, που επηρεάζουν τη χρηματοοικονομική κατάσταση του ΙΕΣΠ ή που έχουν ιδιαίτερη σημασία για την αποτελεσματικότητα της εποπτείας·
(γ) λαμβάνει την ιδία αξιολόγηση κινδύνων, τη δήλωση των αρχών της επενδυτικής πολιτικής, τους ετήσιους λογαριασμούς και την ετήσια έκθεση, καθώς και όλα τα άλλα έγγραφα που είναι απαραίτητα για την εποπτεία·
(δ) καθορίζει τα έγγραφα που είναι αναγκαία για τους σκοπούς της εποπτείας, στα οποία συμπεριλαμβάνονται-
(i) Εσωτερικές ενδιάμεσες εκθέσεις,
(ii) αναλογιστικές αποτιμήσεις και λεπτομερείς παραδοχές,
(iii) μελέτες στοιχείων ενεργητικού- παθητικού,
(iv) αποδείξεις για τη συμβατότητα των επενδύσεων με τις αρχές της επενδυτικής πολιτικής,
(v) αποδείξεις ότι οι εισφορές καταβλήθηκαν βάσει του προγράμματος,
(vi) εκθέσεις των προσώπων που είναι αρμόδια για τον έλεγχο των ετήσιων λογαριασμών, κατά το άρθρο 43·
(ε) προβαίνει σε επιτόπιους ελέγχους στις εγκαταστάσεις του ΙΕΣΠ και, εφόσον είναι απαραίτητο, να ελέγχει τις εκχωρηθείσες σε τρίτους δραστηριότητες και όλες τις δραστηριότητες που στη συνέχεια ανατίθενται εκ νέου σε τρίτους, προκειμένου να διαπιστώσει αν οι σχετικές εργασίες ασκούνται σύμφωνα με τους εποπτικούς κανόνες·
(στ) ζητεί ανά πάσα στιγμή πληροφορίες από τα ΙΕΣΠ σχετικά με τις εξωτερικά ανατιθέμενες δραστηριότητες και όλες τις δραστηριότητες που στη συνέχεια αποτελούν αντικείμενο εκ νέου εξωτερικής ανάθεσης.
(2) Κάθε αναφερόμενο στο εδάφιο (1) όργανο ή άτομο, όταν εύλογα πιστεύει ότι μια παράβαση ή παράλειψη συμμόρφωσης προς οποιαδήποτε υποχρέωση ή καθήκον που προβλέπει ο παρών Νόμος ή οι κανόνες λειτουργίας του ΙΕΣΠ είναι ουσιώδους σημασίας για την άσκηση των αρμοδιοτήτων του Εφόρου, οφείλει να γνωστοποιεί αμέσως την παράβαση ή παράλειψη στον Έφορο.
(3) Κάθε ΙΕΣΠ υποβάλλει στον Έφορο όλα τα έγγραφα και πληροφορίες που είναι αναγκαία για τους σκοπούς της εποπτείας των ΙΕΣΠ, εντός των προθεσμιών που καθορίζονται στον παρόντα Νόμο:
65.-(1) Ο Έφορος ασκεί τα καθήκοντα που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο με διαφάνεια, ανεξαρτησία και λογοδοσία, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την προστασία των εμπιστευτικών πληροφοριών.
(2) Ο Έφορος δημοσιοποιεί τις ακόλουθες πληροφορίες:
(α) το κείμενο του παρόντος Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, τα κείμενα των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων και των γενικών Οδηγιών που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου, καθώς και την εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής του των ΙΕΣΠ που εμπίπτουν στον περί Ασφαλιστικών και Αντασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.
(β) τις πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία εποπτικής εξέτασης, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 63·
(γ) τα συγκεντρωτικά στατιστικά δεδομένα που αφορούν βασικές πτυχές της εφαρμογής του πλαισίου προληπτικής εποπτείας·
(δ) τον κύριο στόχο της προληπτικής εποπτείας και τις πληροφορίες σχετικά με τα κύρια καθήκοντα και δραστηριότητες του Εφόρου·
(ε) τους κανόνες σχετικά με τις διοικητικές κυρώσεις και άλλα μέτρα που εφαρμόζονται σε περίπτωση παραβάσεων του παρόντος Νόμου.
(3) Ο ορισμός και η παύση του Εφόρου γίνονται με διαφανείς διαδικασίες.
(4) O Έφορος ετοιμάζει για κάθε έτος ετήσια έκθεση των δραστηριοτήτων του, η οποία περιέχει πληροφορίες και στοιχεία σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος Νόμου και τη λειτουργία των ΙΕΣΠ και γενικά την κατάσταση στον τομέα των επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών. Η έκθεση δίνει σαφή εικόνα του τρόπου άσκησης και της αποτελεσματικότητας του εποπτικού έργου του Εφόρου, με ιδιαίτερη αναφορά στην κατάσταση συμμόρφωσης των ΙΕΣΠ και των χρηματοδοτουσών επιχειρήσεων προς τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και στα μέτρα που λήφθηκαν για προστασία των συμφερόντων των μελών και των δικαιούχων από τυχόν παραβάσεις των εν λόγω διατάξεων.