1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Σχολής Δικαστών Νόμος του 2020.
2.-(1) Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
«Δημοκρατία» σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία·
«Διευθυντής» σημαίνει τον Διευθυντή της Σχολής Δικαστών, που διορίζεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 6·
«Δικαστήριο» σημαίνει το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο και το Ανώτατο Δικαστήριο ή οποιοδήποτε υπό τούτο τεταγμένο δικαστήριο που ιδρύθηκε με νόμο της Δημοκρατίας·
«Δικαστής» σημαίνει δικαστή οποιουδήποτε δικαστηρίου·
«Συμβούλιο» σημαίνει το συμβούλιο που ιδρύεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 5·
«Σχολή Δικαστών» ή «Σχολή» σημαίνει τη σχολή που ιδρύεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 3.
3.-(1) Ιδρύεται Σχολή Δικαστών με έδρα το Ανώτατο Δικαστήριο.
(2) Η Σχολή Δικαστών έχει αρμοδιότητα να επιλαμβάνεται όλων των θεμάτων που αφορούν την επαγγελματική κατάρτιση και επιμόρφωση των δικαστών, καθώς και να διεξάγει έρευνες σε θέματα που σχετίζονται με τη δικαιοσύνη.
(3) Άνευ επηρεασμού της γενικότητας των διατάξεων του εδαφίου (2), η Σχολή Δικαστών έχει ως αρμοδιότητα τα ακόλουθα:
(α) Την προώθηση και επικαιροποίηση προγραμμάτων εκπαίδευσης των Δικαστών τα οποία ανταποκρίνονται στις ανάγκες που εκάστοτε δημιουργούνται, περιλαμβανομένης της εκπαίδευσης σε σχέση με την ανάπτυξη δεξιοτήτων, καθώς και της εκπαίδευσης στον τομέα της πληροφορικής, της διαχείρισης των υποθέσεων και της επαγγελματικής ανάπτυξης των Δικαστών·
(β) την ανάπτυξη προγραμμάτων για τη διά βίου εκπαίδευση και επιμόρφωση των Δικαστών·
(γ) τη διευκόλυνση της σχεδιασμένης ανάπτυξης και παράδοσης σύγχρονων και σχετικών εκπαιδευτικών προγραμμάτων και πρωτοβουλιών στους Δικαστές·
(δ) την εκπροσώπηση, επεξήγηση, προστασία και προώθηση της βασικής αξίας της δικαστικής ανεξαρτησίας, της δικαστικής ηθικής και δεοντολογίας, στο πλαίσιο της εκπαίδευσης και επιμόρφωσης των Δικαστών·
(ε) την ετοιμασία βραχυπρόθεσμων, μεσοπρόσθεσμων και μακροπρόθεσμων εκπαιδευτικών και επιμορφωτικών στρατηγικών για τη δικαστική εκπαίδευση·
(στ) την παροχή συμβουλής ή γνώμης στους Προέδρους του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε σχέση με την ανάπτυξη της εκπαίδευσης και επιμόρφωσης των Δικαστών·
(ζ) την εκπόνηση ή ενθάρρυνση για εκπόνηση ερευνών και μελετών και την εκτέλεση ή ενθάρρυνση για εκτέλεση άλλων έργων, καθώς και την οργάνωση ή ενθάρρυνση για οργάνωση συνεδρίων, διαλέξεων, άλλων επιμορφωτικών εκδηλώσεων, καθώς και για ανταλλαγή επισκέψεων·
(η) τη συνεργασία με πανεπιστήμια, οργανισμούς ή πρόσωπα που, κατά την κρίση της, δυνατόν να συμβάλουν στην επίτευξη των σκοπών της·
(θ) τη συνεργασία και ενεργό συμμετοχή σε ευρωπαϊκές και διεθνείς ενώσεις, οργανισμούς ή σώματα που προωθούν αντίστοιχους σκοπούς, καθώς και την προώθηση κοινών θεμάτων, συμφερόντων και συνεργασιών· και
(ι) την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών προγραμμάτων και της εκάστοτε παρεχόμενης εκπαίδευσης.
(4) Η Σχολή Δικαστών είναι προσηλωμένη και καθοδηγείται από τις οικουμενικές θεμελιώδεις αρχές για την κατάρτιση και επιμόρφωση Δικαστών.
(5) Κατόπιν έγκρισης του Συμβουλίου, δικηγόροι και λειτουργοί άλλων νομικών επαγγελμάτων, όπως νομικοί λειτουργοί των δικαστηρίων, λειτουργοί της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας, πρωτοκολλητές, δικαστικοί υπάλληλοι και όσοι ασκούν συναφή με τη δικαιοσύνη επαγγέλματα δύναται να παρακολουθήσουν συγκεκριμένες διαλέξεις ή μαθήματα, είτε μαζί με τους Δικαστές είτε ξεχωριστά.
4.-(1) Η Σχολή Δικαστών διαθέτει δικό της λογότυπο και δική της σφραγίδα, που ορίζει το Συμβούλιο με απόφασή του, την ευθύνη φύλαξης της οποίας έχει ο Διευθυντής.
(2) Τα έγγραφα που φέρουν το λογότυπο και/ή τη σφραγίδα της Σχολής υπογράφονται από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου ή τον Διευθυντή, κατόπιν εξουσιοδότησης του Προέδρου του Συμβουλίου.
5.-(1) Ιδρύεται Συμβούλιο που είναι αρμόδιο για την επίβλεψη της λειτουργίας της Σχολής Δικαστών, πρόεδρος του οποίου είναι ο εκάστοτε Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου ή άλλο πρόσωπο που υποδεικνύεται από αυτόν.
(2) Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου, κατόπιν συνεννόησης με τα μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου και με τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, διορίζει ως μέλη του Συμβουλίου τους ακόλουθους:
(α) Έναν Δικαστή του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και έναν Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου·
(β) έναν Δικαστή Επαρχιακού Δικαστηρίου με δικαιοδοσία σε πολιτικές υποθέσεις·
(γ) έναν Δικαστή Επαρχιακού Δικαστηρίου με δικαιοδοσία σε ποινικές υποθέσεις·
(δ) έναν Δικαστή του Διοικητικού Δικαστηρίου·
(ε) έναν Δικαστή Δικαστηρίου ειδικής δικαιοδοσίας·
(στ) τον Πρόεδρο της Ένωσης Δικαστών· και
(ζ) έναν ακαδημαϊκό νομικό.
(3) Το Συμβούλιο δύναται να εκδίδει εσωτερικούς κανονισμούς για σκοπούς καλύτερης λειτουργίας της Σχολής Δικαστών και ειδικότερα για τη ρύθμιση των πιο κάτω θεμάτων:
(α) Τη συμμετοχή των Δικαστών σε εκπαιδευτικά προγράμματα της Σχολής ή αντίστοιχα προγράμματα·
(β) τα καθήκοντα του προσωπικού της Σχολής εκτός των καθηκόντων του Διευθυντή· (γ) την εμπλοκή, τη συμπεριφορά και τα καθήκοντα των εκπαιδευτών.
(4) Εξαιρουμένου του Προέδρου της Ένωσης Δικαστών, ο οποίος διορίζεται στο Συμβούλιο ως εκ της θέσεώς του (ex officio), η θητεία των διοριζόμενων μελών, που αναφέρονται στο εδάφιο (2), είναι πενταετής, με δυνατότητα επαναδιορισμού τους για την ίδια ή για μικρότερη περίοδο, όπως αποφασίζεται από τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου:
(5) Το Συμβούλιο συνεδριάζει σε τακτική συνεδρία τουλάχιστον δύο (2) φορές το χρόνο και εκτάκτως όποτε ο Πρόεδρος του Συμβουλίου θεωρήσει ότι τούτο επιβάλλεται υπό τις περιστάσεις.
(6) Στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου συμμετέχει ο Διευθυντής της Σχολής χωρίς δικαίωμα ψήφου.
(7) Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου δεν λαμβάνουν αντιμισθία.
6.-(1) Ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με τη σύμφωνη γνώμη της πλειοψηφίας των μελών του Ανωτάτου Δικαστηρίου, διορίζει ως Διευθυντή της Σχολής Δικαστών πρόσωπο το οποίο κατά το χρόνο πριν από το διορισμό του είτε υπηρετεί στο δικαστικό σώμα είτε αφυπηρέτησε από αυτό:
(2) Η θητεία του Διευθυντή είναι τριετής με δυνατότητα ανανέωσής της από τον Προέδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατόπιν σύμφωνης γνώμης της πλειοψηφίας των μελών του Ανωτάτου Δικαστηρίου, για όση χρονική περίοδο κριθεί αναγκαία.
(3) Ο Διευθυντής διορίζεται, κατόπιν υποβολής αίτησης ενδιαφερόμενων προσώπων, επί τη βάσει των κριτηρίων, της περιγραφής καθηκόντων και της διαδικασίας που καθορίζονται από τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
(4) Ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου δύναται, ύστερα από συνεννόηση με τη σύμφωνη γνώμη της πλειοψηφίας των μελών του Ανωτάτου Δικαστηρίου, να τερματίσει τη θητεία του Διευθυντή οποτεδήποτε, προκειμένου περί εν ενεργεία Δικαστή, εφόσον κρίνεται αναγκαίο να επανέλθει πλήρως στα καθήκοντά του, και, προκειμένου περί αφυπηρετήσαντος Δικαστή, για τους λόγους που αναφέρονται στο συμβόλαιό του:
(5) Ο Διευθυντής είναι υπεύθυνος για τη λειτουργία της Σχολής και ειδικότερα έχει αρμοδιότητα να-
(α) εκπροσωπεί τη Σχολή·
(β) καταρτίζει και εφαρμόζει το ετήσιο νομικό εκπαιδευτικό και επιμορφωτικό πρόγραμμα της Σχολής·
(γ) καταρτίζει αποτελεσματικά εκπαιδευτικά προγράμματα και παραδίδει διδακτικό υλικό, τα οποία καθιστά διαθέσιμα σε όλους τους Δικαστές·
(δ) εφαρμόζει οποιαδήποτε εκπαιδευτική κατεύθυνση ή απόφαση την οποία λαμβάνει από τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε σχέση με οποιονδήποτε Δικαστή ή ομάδα Δικαστών·
(ε) ετοιμάζει και υποβάλλει προς έγκριση στο Συμβούλιο, κάθε τρία χρόνια, εκπαιδευτικό πρόγραμμα, μαζί με υπολογισμό των πόρων που είναι απαραίτητοι για την υλοποίησή του, με το οποίο καθορίζονται οι βραχυπρόθεσμοι, μεσοπρόθεσμοι και μακροπρόθεσμοι στόχοι για την ανάπτυξη και τη βελτίωση της δικαστικής κατάρτισης και εκπαίδευσης:
(στ) εκδίδει ετήσιο εκπαιδευτικό πρόγραμμα για το επόμενο έτος μέχρι το τέλος Οκτωβρίου εκάστου έτους·
(ζ)συγκεντρώνει πρόσφατη σημαντική νομοθεσία και νομολογία για τις οποίες απαιτείται να ενημερωθούν οι Δικαστές και παρέχει την απαιτούμενη εκπαίδευση επ’ αυτών·
(η) συνεργάζεται, συμμετέχει και προωθεί στη Δημοκρατία τις εργασίες του Ευρωπαϊκού Δικτύου Δικαστικής Κατάρτισης·
(θ) αναπτύσσει νέες τεχνολογίες για τη δικαστική διδασκαλία και εκπαίδευση, περιλαμβανομένης της προώθησης των τεχνολογικά υποστηριζόμενων ευκαιριών μάθησης·
(ι) συνεργάζεται με την εκτελεστική εξουσία, τη δημόσια υπηρεσία, τη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας, την ακαδημαϊκή κοινότητα και οργανισμούς που ασχολούνται με θέματα ποινικής δικαιοσύνης, καθώς και με διάφορα πρόσωπα και σώματα ή οργανισμούς, με στόχο την παροχή πληροφοριών στους Δικαστές που θα τους βοηθήσουν στο έργο τους·
(ια) συνεργάζεται και προωθεί προγράμματα κατάρτισης με αντίστοιχες σχολές ή επαγγελματικές οργανώσεις ή φορείς παροχής κατάρτισης σε ευρωπαϊκό επίπεδο ή σε επίπεδο διεθνών οργανισμών ή άλλων χωρών·
(ιβ) προετοιμάζει, προωθεί και συμμετέχει εκ μέρους της Σχολής, είτε από μόνης της είτε σε συνεργασία με άλλους φορείς, σε χρηματοδοτικά προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλων διεθνών οργανισμών που δυνατό να προωθούν τους σκοπούς της Σχολής·
(ιγ) οργανώνει τρόπους κατάρτισης, με σκοπό, μεταξύ άλλων, τη βελτίωση της γνώσης του πρωτογενούς και παράγωγου δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την προώθηση της γνώσης των νομικών συστημάτων και του δικαίου άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
7.-(1) Η Σχολή Δικαστών στελεχώνεται από τα ακόλουθα κατ’ ελάχιστον πρόσωπα:
(α) Έναν νομικό λειτουργό πλήρους απασχόλησης·
(β) έναν διοικητικό λειτουργό πλήρους απασχόλησης·
(γ) μία στενογράφο/γραμματέα·
(δ) έναν βοηθό γραμματειακό λειτουργό πλήρους απασχόλησης· και
(ε) έναν κλητήρα πλήρους ή μερικής απασχόλησης.
(2) Τα καθήκοντα ενός εκάστου μέλους του προσωπικού της Σχολής καθορίζονται με κανονισμούς που εκδίδει το Συμβούλιο, κατόπιν εισήγησης του Διευθυντή.
8. Ο προϋπολογισμός της Σχολής για έκαστο οικονομικό έτος εγκρίνεται από το Συμβούλιο και υποβάλλεται στο Υπουργείο Οικονομικών ως μέρος του προϋπολογισμού της Δικαστικής Υπηρε- σίας.
9. Μετά το τέλος κάθε έτους ο Διευθυντής συντάσσει το συντομότερο δυνατόν ετήσια έκθεση αναφορικά με τις δραστηριότητες της Σχολής, στην οποία καταγράφονται οι παρατηρήσεις και εισηγήσεις του για το εν λόγω έτος, και την οποία υποβάλλει στο Ανώτατο Δικαστήριο.
6. Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν. 69(Ι)/2023] τίθεται σε ισχύ την 1η Ιουλίου 2023.