Προοίμιο

Για σκοπούς εναρμόνισης με την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία (EE) 2019/633 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Απριλίου 2019 σχετικά με τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές στις σχέσεις μεταξύ επιχειρήσεων στην αλυσίδα εφοδιασμού γεωργικών προϊόντων και τροφίμων»,

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Συνοπτικός τίτλος

1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί των Αθέμιτων Εμπορικών Πρακτικών στην Αλυσίδα Εφοδιασμού Γεωργικών Προϊόντων και Τροφίμων Νόμος του 2021.

Ερμηνεία

2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-

«αγοραστής» σημαίνει οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ανεξαρτήτως του τόπου εγκατάστασης του εν λόγω προσώπου, ή οποιαδήποτε δημόσια αρχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση που αγοράζει γεωργικά προϊόντα και τρόφιμα και περιλαμβάνει και ομάδα τέτοιων φυσικών και νομικών προσώπων·

«αγροτικές οργανώσεις» σημαίνει την Παναγροτική Ένωση Κύπρου, την Ένωση Κυπρίων Αγροτών, τον Παναγροτικό Σύνδεσμο Κύπρου, την Νέα Αγροτική Κίνηση και τον Ευρωαγροτικό Σύνδεσμο Κύπρουּ

«αθέμιτες εμπορικές πρακτικές» σημαίνει τις προβλεπόμενες στις διατάξεις του άρθρου 4, απαγορευμένες πρακτικέςּ

«αλλοιώσιμα γεωργικά προϊόντα και τρόφιμα» σημαίνει τα γεωργικά προϊόντα και τρόφιμα τα οποία από τη φύση τους ή στο στάδιο της μεταποίησής τους, ενδέχεται να καταστούν ακατάλληλα προς πώληση εντός τριάντα (30) ημερών από τη συγκομιδή, την παραγωγή ή τη μεταποίησηּ

«Αρμόδια Αρχή» σημαίνει το Τμήμα Γεωργίας του Υπουργείουּ

«Γενικός Διευθυντής» σημαίνει το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείουּ

«γεωργικά προϊόντα και τρόφιμα» σημαίνει τα προϊόντα που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα I της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και τα προϊόντα που δεν περιλαμβάνονται στο εν λόγω παράρτημα αλλά μεταποιούνται για να χρησιμοποιηθούν ως τρόφιμα με τη χρήση προϊόντων που περιλαμβάνονται στο παράρτημα αυτόּ

«δημόσια αρχή» σημαίνει τις εθνικές, τις περιφερειακές ή τοπικές αρχές, τους οργανισμούς δημοσίου δικαίου ή τις ενώσεις μίας ή περισσοτέρων από τις αρχές αυτές ή ενός ή περισσοτέρων από τους οργανισμούς αυτούς που διέπονται από το δημόσιο δίκαιοּ

«εξουσιοδοτημένος λειτουργός» σημαίνει λειτουργό του Τμήματος Γεωργίας, ο οποίος ορίζεται από την Αρμόδια Αρχήּ

«καθυστέρηση πληρωμής» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στο άρθρο 2του περί της Καταπολέμησης των Καθυστερήσεων Πληρωμών στις Εμπορικές Συναλλαγές Νόμου.

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ.1308/2013» σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Δεκεμβρίου 2013 για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των αγορών γεωργικών προϊόντων και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 922/72, (ΕΟΚ) αριθ. 234/79, (ΕΚ) αριθ. 1037/2001 και (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«καταναλωτής» σημαίνει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, όσον αφορά τις εμπορικές πρακτικές για τις οποίες εφαρμόζεται ο παρών Νόμος, ενεργεί για λόγους οι οποίοι δεν εμπίπτουν στην εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή ελεύθερη επαγγελματική του δραστηριότητα˙

«λόγοι ανωτέρας βίας» σημαίνει-

(α) σοβαρή φυσική καταστροφή που έπληξε σημαντικά τη γεωργική έκταση της εκμετάλλευσης·

(β) καταστροφή, λόγω ατυχήματος, των υποστατικών της εκμετάλλευσης που προοριζόταν για την εκτροφή των ζώων·

(γ) επιζωοτία που προσβάλλει το σύνολο ή μέρος του ζωικού κεφαλαίου του κατόχου της εκμετάλλευσης·

(δ) φυτικές ασθένειες που προκαλούνται από δυσμενείς καιρικές συνθήκες οι οποίες δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν· ή

(ε) σοβαρή φυσική καταστροφή ή ατύχημα που έπληξε σημαντικά αλιευτικό σκάφος, αλιευτικό εξοπλισμό ή εγκαταστάσεις υδατοκαλλιέργειας·

«Οδηγία (ΕΕ) 2019/633» σημαίνει την Οδηγία (ΕΕ) 2019/633 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Απριλίου 2019 σχετικά με τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές στις σχέσεις μεταξύ επιχειρήσεων στην αλυσίδα εφοδιασμού γεωργικών προϊόντων και τροφίμων, όπως αυτή εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«Οδηγία 2011/7/ΕΕ» σημαίνει την Οδηγία 2011/7/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου 2011 για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές, όπως αυτή εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«Οδηγία (ΕΕ) 2016/943» σημαίνει την Οδηγία (ΕΕ) 2016/943 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 8ης Ιουνίου 2016 περί προστασίας της τεχνογνωσίας και των επιχειρηματικών πληροφοριών που δεν έχουν αποκαλυφθεί (εμπορικό απόρρητο) από την παράνομη απόκτηση, χρήση και αποκάλυψή τους, όπως αυτή εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«παρακράτηση της κυριότητας» σημαίνει τη συμβατική συμφωνία με βάση την οποία ο πωλητής διατηρεί την κυριότητα των πωλούμενων αγαθών μέχρις ότου εξοφληθεί πλήρως το τίμημαּ

«προμηθευτής» σημαίνει οποιοδήποτε παραγωγό γεωργικών προϊόντων και τροφίμων ή οποιοδήποτε, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ανεξάρτητα από τον τόπο εγκατάστασής του, που πωλεί γεωργικά προϊόντα και τρόφιμα και περιλαμβάνει και ομάδα τέτοιων παραγωγών γεωργικών προϊόντων ή ομάδα τέτοιων φυσικών και νομικών προσώπων όπως ομάδες παραγωγών, οργανώσεων παραγωγών, ενώσεων ομάδων παραγωγών και ενώσεων οργανώσεων παραγωγών καθώς και οργανώσεις προμηθευτών και τις ενώσεις τέτοιων οργανώσεωνּ

«Σύσταση 2003/361/ΕΚ» σημαίνει την Σύσταση 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής της 6ης Μαΐου 2003 σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων, όπως αυτή εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«Υπουργείο» σημαίνει το Υπουργείο Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος·

«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος.

Πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου

3.-(1) Ο παρών Νόμος εφαρμόζεται-

(α) στις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, στην αλυσίδα εφοδιασμού γεωργικών προϊόντων και τροφίμων, όπως αυτές καθορίζονται στις διατάξεις του άρθρου 4·

(β) στις πωλήσεις, όταν είτε ο προμηθευτής είτε ο αγοραστής ή αμφότεροι είναι εγκατεστημένοι στην Ευρωπαϊκή Ένωση· και

(γ) στις υπηρεσίες, στο βαθμό που αναφέρεται στις διατάξεις του άρθρου 4, οι οποίες παρέχονται από τον αγοραστή στον προμηθευτή.

(2) Ο παρών Νόμος δεν εφαρμόζεται σε συμφωνίες μεταξύ προμηθευτών και καταναλωτών.

(3) Ο παρών Νόμος εφαρμόζεται χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του περί της Κατάπολέμησης των Καθυστερήσεων Πληρωμών στις Εμπορικές Συναλλαγές Νόμου.

(4) Οι διατάξεις των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 4 συνιστούν υπερισχύουσες διατάξεις, οι οποίες εφαρμόζονται σε οποιαδήποτε κατάσταση η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής τους, ανεξαρτήτως του δικαίου που θα εφαρμοζόταν σε διαφορετική περίπτωση στη συμφωνία προμήθειας μεταξύ των μερών.

(5) Οι διατάξεις της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 4, δεν εφαρμόζονται στις πληρωμές-

(α) τις οποίες πραγματοποιεί ο αγοραστής σε προμηθευτή, εφόσον οι πληρωμές αυτές πραγματοποιούνται στο πλαίσιο προγράμματος για τα σχολεία σύμφωνα με το άρθρο 23 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1308/2013·

(β) τις οποίες πραγματοποιούν δημόσιοι φορείς που παρέχουν υγειονομική περίθαλψη (μέριμνα) κατά την έννοια των διατάξεων της παραγράφου (β) του εδαφίου (4) του άρθρου 6 του περί της Καταπολέμησης των Καθυστερήσεων Πληρωμών στις Εμπορικές Συναλλαγές Νόμου·

(γ) στο πλαίσιο συμφωνιών προμήθειας μεταξύ προμηθευτών σταφυλιών ή γλεύκους για την παραγωγή οίνου και των άμεσων αγοραστών τους, εφόσον-

(i) οι ειδικοί όροι πληρωμής για τις συναλλαγές πώλησης περιλαμβάνονται στις τυποποιημένες συμβάσεις που έχουν καταστεί δεσμευτικές από τη Δημοκρατία ή άλλο κράτος μέλος, σύμφωνα με το άρθρο 164 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1308/2013, πριν από την 1η Ιανουαρίου 2019, και ότι η εν λόγω επέκταση της ισχύος των τυποποιημένων συμβάσεων ανανεώνεται από τα κράτη μέλη από την ημερομηνία αυτή χωρίς σημαντικές αλλαγές των όρων πληρωμής σε βάρος των προμηθευτών σταφυλιών ή γλεύκους· και

(ii) οι συμφωνίες προμήθειας μεταξύ προμηθευτών σταφυλιών ή γλεύκους για την παραγωγή οίνου και των άμεσων αγοραστών τους είναι πολυετείς ή καθίστανται πολυετείς.

(6) Οι διατάξεις της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 4 εφαρμόζονται χωρίς επηρεασμό-

(α) των συνεπειών των καθυστερήσεων πληρωμών και των μέτρων αποκατάστασης, όπως προβλέπονται στις διατάξεις του περί της Καταπολέμησης των Καθυστερήσεων Πληρωμών στις Εμπορικές Συναλλαγές Νόμου, που εφαρμόζονται βάσει των προθεσμιών πληρωμής που ορίζονται στον παρόντα Νόμο, κατά παρέκκλιση των προθεσμιών πληρωμής που ορίζονται στον εν λόγω Νόμο·

(β) της επιλογής του αγοραστή και του προμηθευτή να συμφωνήσουν ρήτρα επιμερισμού αξίας, κατά την έννοια του άρθρου 172α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1308/2013.

(7) Οι συμβάσεις προμήθειας που έχουν συναφθεί πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου συμμορφώνονται με τις διατάξεις αυτού το αργότερο μέχρι την 30ή Απριλίου 2022.

Αθέμιτες εμπορικές πρακτικές

4.-(1) Οι πιο κάτω περιπτώσεις αποτελούν αθέμιτες εμπορικές πρακτικές και απαγορεύονται:

(α) Ο αγοραστής να πληρώνει τον προμηθευτή-

(i) σε περίπτωση που η συμφωνία προμήθειας προβλέπει παράδοση των προϊόντων σε τακτική βάση-

(αα) για αλλοιώσιμα γεωργικά προϊόντα και τρόφιμα, μετά την παρέλευση τριάντα (30) ημερών από τη λήξη συμφωνηθείσας προθεσμίας παράδοσης κατά την οποία πραγματοποιήθηκαν παραδόσεις ή τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία καθορισμού του καταβλητέου ποσού για την εν λόγω προθεσμία παράδοσης, ανάλογα με το ποια από τις δύο ημερομηνίες είναι μεταγενέστερη·

(ββ) για άλλα γεωργικά προϊόντα και τρόφιμα, μετά την παρέλευση εξήντα (60) ημερών από τη λήξη συμφωνηθείσας προθεσμίας παράδοσης κατά την οποία πραγματοποιήθηκαν παραδόσεις ή εξήντα (60) ημερών από την ημερομηνία καθορισμού του καταβλητέου ποσού για την εν λόγω προθεσμία παράδοσης, ανάλογα με το ποια από τις δύο ημερομηνίες είναι μεταγενέστερη:

Νοείται ότι, για τους σκοπούς των προθεσμιών πληρωμής που προβλέπονται στην υποπαράγραφο (i), οι συμφωνηθείσες προθεσμίες παράδοσης σε κάθε περίπτωση δεν υπερβαίνουν τον ένα (1) μήνα, με εξαίρεση τις συμφωνίες προμήθειας μεταξύ προμηθευτών σταφυλιών για την παραγωγή οίνου και αγοραστών με ετήσιο κύκλο εργασιών μικρότερο των δύο εκατομμυρίων ευρώ (€2.000.000), που υπολογίζεται σύμφωνα με τη Σύσταση 2003/361/ΕΚ·

(ii) σε περίπτωση που η συμφωνία προμήθειας δεν προβλέπει παράδοση των προϊόντων σε τακτική βάση-

(αα) για αλλοιώσιμα γεωργικά προϊόντα και τρόφιμα, μετά την παρέλευση τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία παράδοσης ή τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία καθορισμού του καταβλητέου ποσού, ανάλογα με το ποια από τις δύο ημερομηνίες είναι μεταγενέστερη·

(ββ) για άλλα γεωργικά προϊόντα και τρόφιμα, μετά την παρέλευση εξήντα (60) ημερών από την ημερομηνία παράδοσης ή εξήντα (60) ημερών από την ημερομηνία καθορισμού του καταβλητέου ποσού, ανάλογα με το ποια από τις δύο ημερομηνίες είναι μεταγενέστερη:

Νοείται ότι, ανεξαρτήτως των διατάξεων των υποπαραγράφων (i) και (ii), όταν ο αγοραστής καθορίζει το καταβλητέο ποσό-

(α) οι προθεσμίες πληρωμής που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (i) της παραγράφου (α), αρχίζουν να υπολογίζονται από την ημερομηνία λήξης της συμφωνηθείσας προθεσμίας παράδοσης κατά την οποία πραγματοποιήθηκαν παραδόσεις· και

(β) οι προθεσμίες πληρωμής που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (α), αρχίζουν να υπολογίζονται από την ημερομηνία παράδοσης·

(β) ο αγοραστής να ακυρώνει παραγγελίες αλλοιώσιμων γεωργικών προϊόντων και τροφίμων με σύντομη προειδοποίηση που δεν μπορεί να αναμένεται ευλόγως από τον προμηθευτή να βρει εναλλακτική λύση για την εμπορευματοποίηση ή τη χρήση αυτών των προϊόντων:

Νοείται ότι, προειδοποίηση εντός προθεσμίας μικρότερης των τριάντα (30) ημερών θεωρείται πάντοτε σύντομη προειδοποίηση·

(γ) ο αγοραστής ή ο προμηθευτής, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που συντρέχουν λόγοι ανωτέρας βίας, να αλλάζει μονομερώς και αναδρομικά τους όρους της συμφωνίας προμήθειας όσον αφορά τη συχνότητα, τη μέθοδο και τον τόπο παραλαβής και παράδοσης, το χρονοδιάγραμμα ή τον όγκο της προμήθειας ή της παράδοσης των γεωργικών προϊόντων και τροφίμων, τα πρότυπα ποιότητας, τους όρους πληρωμής ή τις τιμές των προϊόντων ή όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών, εφόσον αυτές αναφέρονται στις διατάξεις του εδαφίου (2)·

(δ) ο αγοραστής να απαιτεί από τον προμηθευτή να πληρώνει για την αλλοίωση ή/και την απώλεια γεωργικών προϊόντων και τροφίμων που προκύπτουν στις εγκαταστάσεις του αγοραστή μετά που η κυριότητα έχει μεταβιβαστεί στον αγοραστή και οι οποίες προκλήθηκαν χωρίς να ευθύνεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο ο προμηθευτής·

(ε) ο αγοραστής να κατέχει ή να τοποθετεί γεωργικά προϊόντα και τρόφιμα ενός προμηθευτή σε κιβώτια συσκευασίας ή μεταφοράς άλλου προμηθευτή·

(στ) ο αγοραστής να κατακρατεί επαναχρησιμοποιούμενα κιβώτια συσκευασίας ή μεταφοράς γεωργικών προϊόντων και τροφίμων, που ανήκουν στην κυριότητα του προμηθευτή, για χρονική περίοδο πέραν των τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία που περιήλθαν στην κατοχή του, με βάση την ημερομηνία που αναγράφεται στο τιμολόγιο πώλησης·

(ζ) o προμηθευτής να τοποθετεί γεωργικά προϊόντα και τρόφιμα σε κιβώτια συσκευασίας ή μεταφοράς άλλου προμηθευτή·

(η) o προμηθευτής να μην εκδίδει αμέσως τιμολόγια για τα γεωργικά προϊόντα και τρόφιμα που πωλεί, εξαιρουμένων των γεωργικών προϊόντων και τροφίμων τα οποία εκ της φύσεως τους, για τον καθορισμό της τιμής πώλησης αυτών, απαιτείται η διενέργεια εργαστηριακών αναλύσεων από τον αγοραστή όπου το σχετικό τιμολόγιο εκδίδεται εντός δέκα (10) ημερών και αντίστοιχα ο αγοραστής να κατέχει γεωργικά προϊόντα και τρόφιμα χωρίς τιμολόγιο:

Νοείται ότι, η έκδοση τιμολογίου δεν απαιτείται για γεωργικά προϊόντα και τρόφιμα, τα οποία παραδίδει ο παραγωγός σε σταθμούς προετοιμασίας και συσκευασίας·

(θ) o αγοραστής να απαιτεί πληρωμές από τον προμηθευτή που δεν σχετίζονται με την πώληση γεωργικών προϊόντων και τροφίμων του προμηθευτή·

(ι) ο αγοραστής να αρνείται να επιβεβαιώσει γραπτώς τους όρους μιας συμφωνίας προμήθειας μεταξύ του ιδίου και του προμηθευτή και για την οποία ο προμηθευτής ζήτησε γραπτή επιβεβαίωση εξαιρουμένης της συμφωνίας προμήθειας που αφορά προϊόντα που παραδίδονται από προμηθευτή που έχει την ιδιότητα μέλους οργάνωσης παραγωγών, περιλαμβανομένου συνεταιρισμού, εάν το καταστατικό της οργάνωσης παραγωγών ή οι κανόνες και οι αποφάσεις της διασφαλίζουν τους όρους της συμφωνίας προμήθειας·

(ια) ο αγοραστής να αποκτά, να χρησιμοποιεί ή να αποκαλύπτει παράνομα, το εμπορικό απόρρητο του προμηθευτή όπως αυτό ορίζεται στις διατάξεις του περί της Προστασίας της Τεχνογνωσίας και των Επιχειρηματικών Πληροφοριών που δεν έχουν Αποκαλυφθεί (Εμπορικό Απόρρητο) από την Παράνομη Απόκτηση, Χρήση και Αποκάλυψή τους Νόμου·

(ιβ) ο αγοραστής να απειλεί να πραγματοποιήσει ή να πραγματοποιεί πράξεις εμπορικών αντιποίνων κατά του προμηθευτή, εάν ο προμηθευτής ασκεί τα συμβατικά ή τα εκ του νόμου δικαιώματά του, μέσω υποβολής καταγγελίας στην Αρμόδια Αρχή ή μέσω συνεργασίας με την Αρμόδια Αρχή κατά τη διάρκεια έρευναςּ

(ιγ) ο αγοραστής να απαιτεί αποζημίωση από τον προμηθευτή για το κόστος εξέτασης των καταγγελιών πελατών που σχετίζονται με την πώληση των προϊόντων του προμηθευτή, χωρίς να ευθύνεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο ο προμηθευτής.

(2) Οι ακόλουθες εμπορικές πρακτικές απαγορεύονται για τα οπωροκηπευτικά προϊόντα που αναφέρονται στο Μέρος ΙΧ του Παραρτήματος Ι του Κανονισμού (ΕΕ) 1308/2013, ενώ για τα λοιπά γεωργικά προϊόντα και τρόφιμα, οι ακόλουθες εμπορικές πρακτικές απαγορεύονται, εκτός εάν έχουν προηγουμένως συμφωνηθεί με σαφείς και αδιαμφισβήτητους όρους στην συμφωνία προμήθειας ή σε επακόλουθη συμφωνία μεταξύ προμηθευτή και αγοραστή:

(α) Ο αγοραστής να επιστρέφει στον προμηθευτή γεωργικά προϊόντα και τρόφιμα που δεν πωλήθηκαν χωρίς να πληρώνει τα εν λόγω προϊόντα ή για τη διάθεση των προϊόντων αυτών ή και για τα δύο·

(β) ο προμηθευτής να χρεώνεται πληρωμή ως προϋπόθεση να αποθεματοποιήσει, εκθέσει ή προσθέσει γεωργικά προϊόντα και τρόφιμα ή να διαθέσει τα προϊόντα αυτά στην αγοράּּּ

(γ) ο αγοραστής να απαιτεί από τον προμηθευτή να βαρύνεται με το σύνολο ή με μέρος του κόστους οποιωνδήποτε εκπτώσεων σε γεωργικά προϊόντα και τρόφιμα που πωλούνται από τον αγοραστή ως μέρος προώθησης, εκτός εάν ο αγοραστής πριν από την προώθηση, η οποία ξεκινά από τον αγοραστή, προσδιορίζει το χρονικό διάστημα της προώθησης και την αναμενόμενη ποσότητα γεωργικών προϊόντων και τροφίμων προς παραγγελία στην τιμή με έκπτωση·

(δ) ο αγοραστής να απαιτεί από τον προμηθευτή να πληρώσει για τη διαφήμιση από τον αγοραστή των γεωργικών προϊόντων και τροφίμωνּ

(ε) ο αγοραστής να απαιτεί από τον προμηθευτή να πληρώνει για δαπάνες που αφορούν στην προώθηση και την εμπορία από τον αγοραστή, γεωργικών προϊόντων και τροφίμωνּ

(στ) ο αγοραστής να χρεώνει τον προμηθευτή για το προσωπικό που είναι επιφορτισμένο με τη διαρρύθμιση των χώρων που χρησιμοποιούνται για την πώληση των προϊόντων του προμηθευτή.

(3) Όταν απαιτείται πληρωμή από τον αγοραστή για πρακτικές που είχαν συμφωνηθεί με σαφείς και αδιαμφισβήτητους όρους κατά τη σύναψη της συμφωνίας προμήθειας που αναφέρονται στις διατάξεις των παραγράφων (β), (γ), (δ), (ε) και (στ) του εδαφίου (2), ο αγοραστής, εάν ζητηθεί από τον προμηθευτή, παρέχει στον προμηθευτή γραπτή εκτίμηση των πληρωμών ανά μονάδα ή συνολικά, ανάλογα με την περίπτωση, και για τις πρακτικές που αναφέρονται στις διατάξεις των παραγράφων (β), (δ), (ε) και (στ) του εδαφίου (2) παρέχει επιπροσθέτως γραπτή εκτίμηση του κόστους καθώς και τη βάση αυτής της εκτίμησης.

Αρμοδιότητες εξουσιοδοτημένων λειτουργών

5.-(1) Η Αρμόδια Αρχή ορίζει εξουσιοδοτημένους λειτουργούς για σκοπούς εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδομένων Κανονισμών.

(2) Κάθε εξουσιοδοτημένος λειτουργός έχει εξουσία σε εύλογο χρόνο-

(α) να εισέρχεται, να επιθεωρεί, να ερευνά και να διενεργεί έλεγχο σε οποιοδήποτε υποστατικό ή άλλο χώρο, εκτός της κατοικίας, αυτεπάγγελτα ή κατόπιν καταγγελίας, όπου έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι τελείται παράβαση ή παράλειψη συμμόρφωσης με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου·

(β) να ανακόπτει, να εισέρχεται, να επιθεωρεί, να ερευνά και να διενεργεί έλεγχο σε οποιοδήποτε μεταφορικό μέσο·

(γ) να εξετάζει οποιαδήποτε στοιχεία, καταχωρημένα σε οποιαδήποτε μορφή και έγγραφα, τα οποία βρίσκονται στο υποστατικό ή άλλο χώρο ή σε μεταφορικό μέσο, για τα οποία έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι περιέχουν οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με πιθανή παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου και να παίρνει αντίγραφα αυτών·

(δ) να εισέρχεται χωρίς προειδοποίηση σε οποιοδήποτε υποστατικό ή άλλο χώρο, εκτός της κατοικίας, και σε μεταφορικό μέσο, συνοδευόμενος από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, του οποίου η παρουσία κρίνεται αναγκαία για οποιοδήποτε σκοπό για τον οποίο ασκεί εξουσία δυνάμει του παρόντος Νόμου και-

(i) να φέρει μαζί του οποιοδήποτε εξοπλισμό που κρίνει αναγκαίο· και

(ii) να παίρνει δείγματα των προϊόντων που κρίνει αναγκαία για σκοπούς εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου:

Νοείται ότι, εάν ο κάτοχος των προϊόντων από τα οποία λαμβάνεται δείγμα το απαιτήσει, η Αρμόδια Αρχή καταβάλλει την ανάλογη αποζημίωση για την αξία του δείγματος που έχει ληφθεί.

(3) Ο κάτοχος ή ο υπεύθυνος του υποστατικού ή άλλου χώρου ή μεταφορικού μέσου στο οποίο εισέρχεται είτε η Αρμόδια Αρχή είτε ο εξουσιοδοτημένος λειτουργός παρέχει κάθε αναγκαία πληροφορία και διευκόλυνση για την διεξαγωγή έρευνας σχετικά με απαγορευμένες εμπορικές πρακτικές που κατέχουν και που η Αρμόδια Αρχή ή εξουσιοδοτημένος λειτουργός εύλογα απαιτεί.

(4) Κάθε εξουσιοδοτημένος λειτουργός επιδεικνύει, εφόσον του ζητηθεί, πιστοποιητικό της ιδιότητάς του.

(5) Σε περίπτωση που ο εξουσιοδοτημένος λειτουργός-

(α) παίρνει δείγμα προϊόντος· ή/και

(β) παίρνει αντίγραφο, φωτοτυπία ή απόσπασμα στοιχείων, βιβλίων ή εγγράφων· ή/και

(γ) δεσμεύει μεταφορικό μέσο ή προϊόντα ή μέρος των προϊόντων·

πληροφορεί γραπτώς, σχετικά, το επηρεαζόμενο πρόσωπο για τους λόγους στους οποίους βασίζεται η σχετική πράξη ή απόφαση.

(6) Σε περίπτωση που ο εξουσιοδοτημένος λειτουργός ενεργεί δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (γ) του εδαφίου (5), πληροφορεί το επηρεαζόμενο πρόσωπο περί του δικαιώματος του να προσβάλει, την πράξη ή την απόφαση αυτού, με ιεραρχική προσφυγή στο Γενικό Διευθυντή, καθώς και την προθεσμία εντός της οποίας δύναται να ασκηθεί το δικαίωμά του αυτό.

(7) Οι έρευνες και οι σχετικές εξουσίες του εξουσιοδοτημένου λειτουργού ασκούνται κατ’ εντολή της Αρμόδιας Αρχής η οποία είναι γραπτή και στην οποία καθορίζεται επακριβώς το αντικείμενο και ο σκοπός της έρευνας, ορίζεται η ημερομηνία έναρξης αυτής, η διάταξη βάσει της οποίας στηρίζεται και οι ενδεχόμενες κυρώσεις σε περίπτωση άρνησης συμμόρφωσης.

Εξουσίες και υποχρεώσεις της Αρμόδιας Αρχής

6.-(1)(α) Η Αρμόδια Αρχή έχει εξουσία να εξετάζει, αυτεπάγγελτα ή κατόπιν υποβολής καταγγελίας, από προμηθευτή ή αγοραστή, τυχόν παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των προνοιών των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών.

(β) Η Αρμόδια Αρχή όταν παραλάβει την καταγγελία ενημερώνει τον καταγγέλλοντα, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος μετά την παραλαβή της καταγγελίας, για την πορεία αυτής.

(2) Κατά τη διερεύνηση, η Αρμόδια Αρχή δύναται-

(α) να απαιτεί από τους αγοραστές και τους προμηθευτές να παρέχουν όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για τη διεξαγωγή ερευνών σχετικά με τις απαγορευμένες αθέμιτες εμπορικές πρακτικέςּּ

(β) να ζητά από τον προμηθευτή ή τον αγοραστή να προσκομίσει μέσα σε εύλογο υπό τις περιστάσεις χρονικό διάστημα, αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την ακρίβεια των πραγματικών ισχυρισμών που αναφέρονται σε μια εμπορική πρακτική, εφόσον αυτό κρίνεται αναγκαίο, επί τη βάσει των δεδομένων της συγκεκριμένης υπόθεσης λαμβάνοντας υπόψη τα έννομα συμφέροντα του προμηθευτή και των λοιπών επηρεαζόμενων· και

(γ) να θεωρεί ανακριβείς τους πραγματικούς ισχυρισμούς, εφόσον τα αποδεικτικά στοιχεία που ζητούνται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (β) δεν προσκομιστούν έγκαιρα ή θεωρηθούν ανεπαρκή από την Αρμόδια Αρχή.

(3) Σε περίπτωση που η Αρμόδια Αρχή θεωρεί ότι δεν υπάρχουν επαρκείς λόγοι για να προχωρήσει η διαδικασία της καταγγελίας, ενημερώνει, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος μετά την παραλαβή της, τον καταγγέλλοντα.

(4) Σε περίπτωση που η Αρμόδια Αρχή κατά τη διερεύνηση διαπιστώσει παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των προνοιών των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, έχει εξουσία εντός εύλογου χρονικού διαστήματος να προβεί στις πιο κάτω ενέργειες:

(α) Να διατάξει το πρόσωπο το οποίο κατά την κρίση της ευθύνεται για την παράβαση αυτή, όπως αμέσως ή εντός τακτής προθεσμίας, τερματίσει την παράβαση και αποφύγει επανάληψή της στο μέλλον·

(β) να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο στο επηρεαζόμενο πρόσωπο, ανάλογα με τη φύση, τη βαρύτητα και τη διάρκεια της παράβασης, ύψους μέχρι και πέντε τοις εκατό (5%) του κύκλου εργασιών του κατά το αμέσως προηγούμενο έτος της παράβασης·

(γ) να επιβάλει σε περίπτωση συνέχισης της παράβασης διοικητικό πρόστιμο μέχρι δύο χιλιάδες ευρώ (€2.000) για κάθε μέρα συνέχισης της παράβασης, ανάλογα με τη βαρύτητά της·

(δ) να λάβει απόφαση η οποία να διαπιστώνει παράβαση των απαγορεύσεων που καθορίζονται στις διατάξεις του άρθρου 4 και να απαιτεί από τον αγοραστή να τερματίσει την απαγορευμένη εμπορική πρακτική:

Νοείται ότι, η Αρμόδια Αρχή, αφού ζητήσει και λάβει τη σύμφωνη γνώμη του καταγγέλλοντα, δύναται να μην λάβει τέτοια απόφαση εάν αυτή ενέχει κίνδυνο να αποκαλύψει την ταυτότητα του καταγγέλλοντος ή να κοινοποιήσει τυχόν άλλες πληροφορίες των οποίων η κοινοποίηση θεωρείται από τον καταγγέλλοντα ζημιογόνα για τα συμφέροντα του, υπό την προϋπόθεση ότι ο καταγγέλλων έχει προσδιορίσει αυτές τις πληροφορίες σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (6)·

(ε) να δημοσιεύει τακτικά τις αποφάσεις της που έχουν ληφθεί με βάση τις διατάξεις των παραγράφων (α) έως και (δ) στην επίσημη ιστοσελίδα της και εφόσον το κρίνει αναγκαίο και σε έντυπα και/ή ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης.

(5) Η Αρμόδια Αρχή εκδίδει αιτιολογημένη απόφαση σε σχέση με την άσκηση οποιασδήποτε από τις εξουσίες της που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο.

(6)(α) Η Αρμόδια Αρχή, εάν ζητηθεί από τον καταγγέλλοντα, λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία της ταυτότητας αυτού ή των μελών ή των προμηθευτών ή των αγοραστών που αναφέρονται στις διατάξεις των εδαφίων (8) και (9) και οποιωνδήποτε άλλων πληροφοριών, των οποίων ο καταγγέλλων θεωρεί ότι η κοινοποίηση τέτοιας πληροφορίας θα είναι ζημιογόνα για τα συμφέροντα του ιδίου ή των μελών ή των προμηθευτών ή των αγοραστών.

(β) Ο καταγγέλλων προσδιορίζει τις πληροφορίες για τις οποίες ζητεί εμπιστευτικότητα.

(7)(α) Ο προμηθευτής δύναται να υποβάλει την καταγγελία του είτε απευθείας στην αντίστοιχη αρμόδια αρχή του κράτους μέλους που είναι εγκατεστημένος είτε στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο αγοραστής για τον οποίο υπάρχουν υπόνοιες ότι έχει προβεί σε αθέμιτη εμπορική πρακτική.

(β) Η αρμόδια Αρχή στην οποία απευθύνεται η καταγγελία είναι αρμόδια να επιβάλει τις απαγορεύσεις που προβλέπονται στις διατάξεις του άρθρου 4:

Νοείται ότι, στην περίπτωση που η καταγγελία απευθύνεται σε αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους, αυτή είναι αρμόδια να επιβάλει τις απαγορεύσεις που προβλέπονται στις διατάξεις του άρθρου 3 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/633.

(8) Οι οργανώσεις παραγωγών, άλλες οργανώσεις προμηθευτών και ενώσεις τέτοιων οργανώσεων έχουν δικαίωμα να υποβάλουν καταγγελία μετά από αίτηση ενός ή περισσοτέρων μελών τους ή μετά από αίτηση ενός ή περισσοτέρων μελών των οργανώσεών τους, όταν τα εν λόγω μέλη θεωρούν ότι επηρεάζονται από αθέμιτη εμπορική πρακτική.

(9) Άλλες οργανώσεις που έχουν έννομο συμφέρον να εκπροσωπούν προμηθευτές και αγοραστές έχουν δικαίωμα να υποβάλλουν καταγγελίες κατόπιν αιτήματος του προμηθευτή ή του αγοραστή και προς το συμφέρον του εν λόγω προμηθευτή ή αγοραστή υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω οργανώσεις είναι μη κερδοσκοπικά νομικά πρόσωπα.

(10) Η Αρμόδια Αρχή συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και παρέχει συνδρομή στο πλαίσιο ερευνών που έχουν διασυνοριακή διάσταση στο πλαίσια της εφαρμογής της Οδηγίας (EE) 2019/633.

Επιβολή διοικητικού προστίμου

7.-(1) Η Αρμόδια Αρχή δύναται να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (β) του εδαφίου (4) του άρθρου 6-

(α) στον προμηθευτή ή στον αγοραστή, ανάλογα με την περίπτωση, όταν δεν παραχωρούν σε αυτήν, μέσα σε τακτή προθεσμία, τα απαιτούμενα έγγραφα ή τις πληροφορίες που αφορούν συγκεκριμένες εμπορικές πρακτικές ή παρακωλύουν με οποιοδήποτε τρόπο την έρευνα ή παρέχουν ψευδείς ή παραπλανητικές πληροφορίες·

(β) σε οποιοδήποτε πρόσωπο που εσκεμμένα παρακωλύει εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

(2) Σε περίπτωση συνέχισης της παράβασης, η Αρμόδια Αρχή δύναται να επιβάλλει πρόστιμο σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (γ) του εδαφίου (4) του άρθρου 6, για κάθε μέρα συνέχισης της παράβασης ανάλογα με τη βαρύτητά της.

(3) Το διοικητικό πρόστιμο επιβάλλεται στο επηρεαζόμενο πρόσωπο με αιτιολογημένη απόφαση της Αρμόδιας Αρχής.

(4) Το ποσό του διοικητικού προστίμου εισπράττεται από την Αρμόδια Αρχή όταν παρέλθει άπρακτη η προς άσκηση προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προθεσμία των εβδομήντα πέντε (75) ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης για επιβολή διοικητικού προστίμου ή, σε περίπτωση που ασκείται ιεραρχική προσφυγή δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 8 ενώπιον του Γενικού Διευθυντή, από την κοινοποίηση της απόφασης του Γενικού Διευθυντή επί της ιεραρχικής προσφυγής.

(5) Σε περίπτωση παράλειψης πληρωμής του διοικητικού προστίμου, η Αρμόδια Αρχή λαμβάνει δικαστικά μέτρα προς είσπραξη του οφειλόμενου ποσού ως αστικό χρέος οφειλόμενο προς τη Δημοκρατία.

Ιεραρχική προσφυγή

8.-(1) Πρόσωπο, το οποίο έχει έννομο συμφέρον δύναται, σε περίπτωση επιβολής διοικητικού προστίμου ή δέσμευσης μεταφορικού μέσου ή προϊόντος ή μέρους του προϊόντος, να προσβάλει την εν λόγω πράξη ή απόφαση εντός τριάντα (30) εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης σε αυτόν της απόφασης, με γραπτή και αιτιολογημένη ιεραρχική προσφυγή στο Γενικό Διευθυντή.

(2) Ο Γενικός Διευθυντής δύναται, αν το θεωρήσει αναγκαίο, να αναθέσει σε ένα ή περισσότερους λειτουργούς που υπηρετούν στο Υπουργείο του ή στα Τμήματα που υπάγονται σε αυτό, την εξέταση θεμάτων που αφορούν την προσφυγή και υποβάλουν σε αυτόν εισήγηση πριν ο Γενικός Διευθυντής εκδώσει την απόφασή του.

(3) Ο Γενικός Διευθυντής δύναται κατά την κρίση του να ακούσει τον προσφεύγοντα ή να δώσει την ευκαιρία σ’ αυτόν να υποστηρίξει γραπτώς τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η προσφυγή του.

(4) Ο Γενικός Διευθυντής δύναται να εκδώσει μια από τις ακόλουθες αποφάσεις:

(α) Να επικυρώσει την προσβληθείσα απόφαση·

(β) να ακυρώσει την προσβληθείσα απόφαση·

(γ) να τροποποιήσει την προσβληθείσα απόφαση·

(δ) να προβεί σε έκδοση νέας απόφασης σε αντικατάσταση της προσβληθείσας αποφάσης.

(5) Κατά την εξέταση της προσφυγής, ο Γενικός Διευθυντής δύναται να ζητήσει από το επηρεαζόμενο πρόσωπο να προσκομίσει, μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, στοιχεία και πληροφορίες αναφορικά με τους ισχυρισμούς του, εφόσον αυτό κρίνεται αναγκαίο για την λήψη της απόφασης.

Επίδοση της απόφασης

9.-(1) Κάθε απόφαση της Αρμόδιας Αρχής ή του Γενικού Διευθυντή δύναται να επιδοθεί στο επηρεαζόμενο πρόσωπο-

(α) με ιδιόχειρη παράδοση ή με την αποστολή της απόφασης στην προσήκουσα διεύθυνση ή με την αποστολή της απόφασης διά συστημένου ταχυδρομείου· ή

(β) εάν πρόκειται για νομικό πρόσωπο, με επίδοση της απόφασης σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (α) στο γραμματέα ή στο διευθυντή ή σε οποιοδήποτε διευθύνοντα σύμβουλο·

(γ) εάν πρόκειται για ομόρρυθμο ή ετερόρρυθμο συνεταιρισμό, με επίδοση του εγγράφου σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (α) σε έναν από τους εταίρους ή σε πρόσωπο το οποίο έχει τον έλεγχο ή τη διεύθυνση των εργασιών του συνεταιρισμού αυτού.

(2) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1), η προσήκουσα διεύθυνση οποιουδήποτε προσώπου στο οποίο μπορεί να επιδοθεί απόφαση δυνάμει του παρόντος Νόμου, είναι η τελευταία γνωστή διεύθυνση αυτού, εξαιρουμένων των ακόλουθων περιπτώσεων:

(α) Στην περίπτωση επίδοσης σε νομικό πρόσωπο ή σε γραμματέα ή σε διευθυντή ή σε διευθύνοντα σύμβουλό του, η προσήκουσα διεύθυνση είναι η διεύθυνση του εγγεγραμμένου ή του κεντρικού γραφείου του νομικού προσώπουּ

(β) στην περίπτωση επίδοσης σε ομόρρυθμο ή ετερόρρυθμο συνεταιρισμό ή σε εταίρο ή σε πρόσωπο το οποίο έχει τον έλεγχο ή τη διεύθυνση των εργασιών του, η προσήκουσα διεύθυνση είναι του κύριου τόπου των εργασιών του.

(3) Για τους σκοπούς του εδαφίου (2) το κεντρικό γραφείο ενός νομικού προσώπου εγγεγραμμένου εκτός της Δημοκρατίας ή μιας εταιρείας η οποία διεξάγει εργασία εκτός της Δημοκρατίας είναι το κεντρικό γραφείο αυτών στη Δημοκρατία.

Ευθύνη αξιωματούχων

10. Όταν οποιαδήποτε παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου διαπράττεται από νομικό πρόσωπο ή από πρόσωπο που ενεργεί εκ μέρους νομικού προσώπου και αποδεικνύεται ότι αυτή έχει διαπραχθεί με την συγκατάθεση, την συνενοχή ή την έγκριση ή έχει διευκολυνθεί από την επιδειχθείσα αμέλεια συμβούλου, διευθυντή, γραμματέα ή οποιουδήποτε άλλου αξιωματούχου του νομικού προσώπου ή οποιουδήποτε άλλου φυσικού προσώπου που φαίνεται ότι ενεργεί υπό τέτοια ιδιότητα, το φυσικό αυτό πρόσωπο είναι επίσης ένοχο της προαναφερθείσας παράβασης.

Υποβολή εκθέσεων

11.-(1)(α) Η Αρμόδια Αρχή δημοσιεύει, στην επίσημη ιστοσελίδα της, ετήσια έκθεση σχετικά με τις δραστηριότητές της που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου, στην οποία περιλαμβάνονται ο αριθμός των καταγγελιών που υποβλήθηκαν και οι έρευνες που διεξήχθησαν και περατώθηκαν από αυτήν καθώς και περιληπτική περιγραφή των θεμάτων και των ευρημάτων των ερευνών που έχουν περατωθεί.

(β) Η ετήσια έκθεση που αναφέρεται στις διατάξεις της παραγράφου (α) κοινοποιείται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για σκοπούς ενημέρωσής της.

(2) Η Αρμόδια Αρχή αποστέλλει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το αργότερο μέχρι την 15η Μαρτίου κάθε έτους, έκθεση σχετικά με τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές στις σχέσεις μεταξύ επιχειρήσεων στην αλυσίδα εφοδιασμού γεωργικών προϊόντων και τροφίμων, η οποία περιλαμβάνει όλα τα σχετικά δεδομένα, για την εφαρμογή του παρόντος Νόμου, κατά το προηγούμενο έτος.

Συμβουλευτική Επιτροπή

12.-(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο, με απόφασή του, καθιδρύει Συμβουλευτική Επιτροπή της οποίας προΐσταται ο Γενικός Διευθυντής και στην οποία συμμετέχουν ως μέλη οι ακόλουθοι:

(α) Τέσσερις (4) εκπρόσωποι εκ μέρους του Υπουργείου, οι οποίοι προέρχονται ένας (1) από το Τμήμα Γεωργίας, ένας (1) από το Τμήμα Αλιείας και Θαλασσίων Ερευνών, ένας (1) από τις Κτηνιατρικές Υπηρεσίες και ένας (1) από το Ινστιτούτο Γεωργικών Ερευνών·

(β) ένας (1) εκπρόσωπος εκ μέρους του Υπουργείου Ενέργειας, Εμπορίου, και Βιομηχανίας·

(γ) δύο (2) εκπρόσωποι εκ μέρους του Κυπριακού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου·

(δ) ένας (1) εκπρόσωπος εκ μέρους της Ένωσης Δήμων Κύπρου·

(ε) ένας (1) εκπρόσωπος εκ μέρους της Ένωσης Κοινοτήτων Κύπρου·

(στ) δύο (2) εκπρόσωποι εκ μέρους της Ομοσπονδίας Εργοδοτών και Βιομηχάνων Κύπρου·

(ζ) ένας (1) εκπρόσωπος από κάθε αγροτική οργάνωση· και

(η) ένας (1) εκπρόσωπος εκ μέρους της Γενικής Συνομοσπονδίας Παγκύπριων Οργανώσεων, Βιοτεχνών, Επαγγελματιών, Καταστηματαρχών.

(2)(α) Ο Γενικός Διευθυντής συγκαλεί τις συνεδριάσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής, σε χρόνο και τόπο που αυτός ήθελε επιλέξει, σε συνεννόηση με τα υπόλοιπα μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής.

(β) Ο Γενικός Διευθυντής συγκαλεί συνεδρία τουλάχιστον μία φορά το χρόνο ή όποτε το ζητήσουν γραπτώς τουλάχιστον τρία (3) μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής.

(3) Η θητεία των μελών της Συμβουλευτικής Επιτροπής είναι τριετής και δύναται να ανανεώνεται από το Υπουργικό Συμβούλιο.

(4) Η Συμβουλευτική Επιτροπή παρακολουθεί την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου και ετοιμάζει έκθεση προς τον Υπουργό, με εισηγήσεις για την τροποποίηση ή/και τη βελτίωση των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των προνοιών των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών.

Αδικήματα και ποινές

13.Πρόσωπο, το οποίο-

(α) αποκρύπτει, καταστρέφει ή παραποιεί πληροφορία, στοιχεία, βιβλία ή έγγραφα, ή παρέχει σε εξουσιοδοτημένο λειτουργό ψευδή, ελλιπή, ανακριβή ή παραπλανητικές πληροφορίες, στοιχεία, βιβλία ή έγγραφα, ή αρνείται να προσκομίσει σε αυτόν πληροφορίες, στοιχεία, βιβλία ή έγγραφα τα οποία ο εξουσιοδοτημένος λειτουργός απαιτεί κατά την άσκηση των εξουσιών του· ή

(β) μετακινεί, μεταβάλλει ή επεμβαίνει, με οποιοδήποτε τρόπο, χωρίς την εξουσιοδότηση του εξουσιοδοτημένου λειτουργού, σε οποιοδήποτε μεταφορικό μέσο ή προϊόν, το οποίο ο εξουσιοδοτημένος λειτουργός κατακράτησε ή δέσμευσε δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (γ) του εδαφίου (5) του άρθρου 5·

είναι ένοχο αδικήματος, και σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εκατόν χιλιάδες ευρώ (€100.000) ή σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) χρόνια ή/και στις δυο αυτές ποινές.

Εξουσία έκδοσης Κανονισμών

14. Το Υπουργικό Συμβούλιο έχει εξουσία να εκδίδει Κανονισμούς, για τον καθορισμό ή/και τη ρύθμιση οποιουδήποτε θέματος χρήζει ή είναι δεκτικό καθορισμού για την καλύτερη εφαρμογή του παρόντος Νόμου, οι οποίοι δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.