ΜΕΡΟΣ IΙΙ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ ΠΑΙΔΙΩΝ ΠΑΡΑΒΑΤΩΝ ΠΟΥ ΕΝΕΡΓΟΥΝ ΜΕ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ
Ερμηνεία για σκοπούς του Μέρους ΙΙΙ

23.-(1) Για τους σκοπούς του παρόντος Μέρους-

«Διευθυντής» σημαίνει τον Αστυνομικό Διευθυντή της επαρχίας όπου φέρεται να διαπράχθηκε το αδίκημα·

«παιδί» σημαίνει πρόσωπο που έχει συμπληρώσει το δέκατο τέταρτο (14ο) έτος της ηλικίας του και, περιλαμβάνει πρόσωπο που έχει συμπληρώσει το εικοστό πρώτο (21ο) έτος της ηλικίας του, για αξιόποινες πράξεις τις οποίες τέλεσε πριν από τη συμπλήρωση του δέκατου όγδου (18ου) έτους της ηλικίας του.

(2) Στο παρόν Μέρος οποιεσδήποτε αναφορές σε ασκών τη γονική μέριμνα περιλαμβάνουν οποιονδήποτε ενήλικο συγγενή του παιδιού ή άλλο ενήλικο πρόσωπο που υποδεικνύεται από το παιδί ως πρόσωπο της εμπιστοσύνης του για να συμμετέχει σε οποιεσδήποτε διαδικασίες.

Μεταχείριση παιδιών ύποπτων για διάπραξη αδικήματος
Υποχρεώσεις Αστυνομίας και δικαιώματα παιδιών κατά τη σύλληψη

24.-(1) Σε περίπτωση σύλληψης παιδιού ως υπόπτου για τη διάπραξη αδικήματος, η Αστυνομία ενεργεί με σεβασμό στα δικαιώματα του παιδιού, διασφαλίζοντας ότι η περίπτωση αυτή τυγχάνει χειρισμού από επιμελητή και ο επί καθήκοντι αστυνομικός στον αστυνομικό σταθμό όπου μεταφέρεται το παιδί ή οποιοσδήποτε άλλος αστυνομικός εξουσιοδοτείται από αυτόν-

(α) ενημερώνει πάραυτα επιμελητή όπως μεταβεί στον αστυνομικό σταθμό, για να χειριστεί την υπόθεση,

(β) διασφαλίζει ότι το παιδί δεν έρχεται σε επαφή με οποιονδήποτε ενήλικα βρίσκεται στον αστυνομικό σταθμό υπό σύλληψη για τη διάπραξη αδικήματος,

(γ) διασφαλίζει ότι το παιδί δεν τοποθετείται σε κρατητήριο αλλά σε άλλο χώρο του αστυνομικού σταθμού λαμβάνοντας παράλληλα τα κατάλληλα μέτρα, ώστε το παιδί να μην μπορεί να διαφύγει με οποιοδήποτε τρόπο,

(δ) ενημερώνει αμέσως τους ασκούντες τη γονική μέριμνα του παιδιού ή τον εκπρόσωπό του αναφορικά με το γεγονός ότι το παιδί βρίσκεται υπό σύλληψη ή/και κράτηση, για τους λόγους για τους οποίους βρίσκεται υπό σύλληψη ή/και κράτηση, καθώς και για τα δικαιώματα του παιδιού δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, και τους ζητά όπως παρουσιαστούν χωρίς καθυστέρηση στον αστυνομικό σταθμό,

(ε) ενημερώνει πάραυτα τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας αναφορικά με τη σύλληψη και κράτηση του παιδιού, για να παρουσιαστεί Λειτουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών χωρίς καθυστέρηση στον αστυνομικό σταθμό, εάν ο ίδιος το κρίνει αναγκαίο, προκειμένου να προβεί στις δέουσες ενέργειες σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25,

(στ) διασφαλίζει ότι το παιδί λαμβάνει τη συνδρομή δικηγόρου, όπως προβέπεται στο άρθρο 7, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

(2) Παιδί υπό σύλληψη έχει δικαίωμα σε ιατρική εξέταση για αξιολόγηση της γενικής πνευματικής και σωματικής κατάστασής του, η οποία είναι όσο το δυνατόν λιγότερο επεμβατική και διενεργείται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση από γιατρό ή άλλο εξειδικευμένο επαγγελματία, το πόρισμα του οποίου είναι γραπτό, είτε κατόπιν πρωτοβουλίας του επί καθήκοντι αστυνομικού, ιδίως όταν συγκεκριμένες ενδείξεις σχετικά με την υγεία επιβάλλουν την εξέταση αυτή, είτε κατόπιν σχετικής αίτησης από-

(α) το παιδί,

(β) τους ασκούντες τη γονική μέριμνα ή τον εκπρόσωπο του παιδιού, ανάλογα με την περίπτωση, ή

(γ) το δικηγόρο του παιδιού.

(3) Τα αποτελέσματα της προβλεπόμενης στο εδάφιο (3) ιατρικής εξέτασης λαμβάνονται υπόψη για την αξιολόγηση της ικανότητας του παιδιού να παρακολουθήσει τη δικαστική διαδικασία ή για τη λήψη οποιωνδήποτε μέτρων λαμβάνονται ή προβλέπεται να ληφθούν κατά του παιδιού στο πλαίσιο των διαδικασιών του παρόντος Νόμου.

(4) Μετά την προβλεπόμενη στο εδάφιο (3) ιατρική εξέταση, εφόσον κρίνεται από τον γιατρό ή τον εξειδικευμένο επαγγελματία ότι απαιτείται, παρέχεται ιατρική περίθαλψη εφόσον δε ο γιατρός ή ο εξειδικευμένος επαγγελματίας κρίνει ότι, υπό τις περιστάσεις, απαιτείται περαιτέρω ή άλλη ιατρική εξέταση από άλλο γιατρό ή εξειδικευμένο επαγγελματία ή από τους ίδιους, δυνατό να διενεργηθεί η εν λόγω ιατρική εξέταση.

(5) Ο επί καθήκοντι αστυνομικός και ο επιμελητής ενημερώνουν το παιδί με κατάλληλο τρόπο και σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 8 σε γλώσσα κατανοητή και απλή, ανάλογα με την ηλικία και τον βαθμό ωριμότητας και αντίληψής του, χωρίς καθυστέρηση αναφορικά με-

(α) τα δικαιώματά του δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου,

(β) τους λόγους της σύλληψής του και το αδίκημα για τη διάπραξη του οποίου θεωρείται ύποπτο,

(γ) το δικαίωμά του να συμβουλευθεί δικηγόρο της επιλογής του ιδίου ή των ασκούντων τη γονική μέριμνα αυτού,

(δ) το γεγονός ότι έχουν ενημερωθεί για το γεγονός της σύλληψης και κράτησής του οι ασκούντες τη γονική μέριμνα ή ο εκπρόσωπός του, ανάλογα με την περίπτωση, καθώς και οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας.

(6) Σε περίπτωση που ο επί καθήκοντι αστυνομικός δεν κατορθώνει να επικοινωνήσει με τους ασκούντες τη γονική μέριμνα του παιδιού ή τον εκπρόσωπό του, όπου αυτό εφαρμόζεται, ή, σε περίπτωση που οι ασκούντες τη γονική μέριμνα ή ο εκπρόσωπός του παιδιού αναφέρουν ότι για πρακτικούς λόγους δεν είναι δυνατό να παρουσιαστούν στον αστυνομικό σταθμό χωρίς καθυστέρηση, ο επί καθήκοντι αστυνομικός ή/και ο επιμελητής ενημερώνουν το παιδί για το γεγονός αυτό, καθώς και για το δικαίωμά του να αναφέρει το όνομα άλλου ενήλικα που επιθυμεί να τον εκπροσωπήσει, ο οποίος θα τύχει έγκρισης από τον Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας.

(7) Σε περίπτωση που το παιδί μεταφέρεται σε άλλο αστυνομικό σταθμό ή σε οποιοδήποτε άλλο μέρος, ο επί καθήκοντι αστυνομικός ή/και ο επιμελητής ενημερώνουν χωρίς καθυστέρηση όλα τα πρόσωπα, τα οποία είχαν ήδη ενημερωθεί για τη σύλληψη και κράτηση του παιδιού, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, συμπεριλαμβανομένου του δικηγόρου του, αναφορικά με το γεγονός αυτό και για τον αστυνομικό σταθμό ή τον τόπο, στον οποίο το παιδί έχει μεταφερθεί.

Υποχρεώσεις Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας

25.-(1) Σε περίπτωση που Λειτουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών λάβει ενημέρωση από την Αστυνομία αναφορικά με τη σύλληψη και κράτηση παιδιού σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (ε) του εδαφίου (1) του άρθρου 24, και ότι κρίνεται αναγκαίο να παραστεί, παρίσταται στον αστυνομικό σταθμό χωρίς καθυστέρηση, για να αξιολογήσει αρχικά την κατάσταση του παιδιού.

(2) Σε περίπτωση που δεν είναι πρακτικά δυνατό για τον Λειτουργό Κοινωνικών Υπηρεσιών να παρουσιαστεί χωρίς καθυστέρηση στον αστυνομικό σταθμό, επισκέπεται τον αστυνομικό σταθμό το συντομότερο δυνατό, και σε περίπτωση που το παιδί έχει εν τω μεταξύ αφεθεί ελεύθερο, ενημερώνεται για τα στοιχεία, τη διεύθυνση και τις περιστάσεις υπό τις οποίες το παιδί συνελήφθη και φροντίζει όπως το συντομότερο δυνατό έχει συνάντηση με το παιδί, τους ασκούντες τη γονική μέριμνα ή τον εκπρόσωπό του, όπου αυτό εφαρμόζεται.

(3) Σε περίπτωση που ο Λειτουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών διαπιστώνει ότι το παιδί χρειάζεται φροντίδα και προστασία, προβαίνει σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου.

(4) Ο Λειτουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών συντάσσει έκθεση αναφορικά με το γεγονός ότι το παιδί έχει ανάγκη φροντίδας και προστασίας, καθώς και τις ενέργειες που λήφθηκαν από τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας για τον σκοπό αυτό, η οποία καταχωρίζεται στον φάκελο που διαβιβάζεται στον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας από την Αστυνομία σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 33.

Ενημέρωση δικηγόρου

26.-(1) Ο επί καθήκοντι αστυνομικός ειδοποιεί αμέσως τον δικηγόρο του παιδιού, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 7, και τον καλεί να παρουσιαστεί χωρίς καθυστέρηση στον αστυνομικό σταθμό.

(2) Σε περίπτωση που δεν καθίσταται δυνατό να εντοπιστεί ο δικηγόρος του παιδιού εντός εύλογου χρονικού διαστήματος ή που κωλύεται να παρουσιαστεί στον αστυνομικό σταθμό, ενημερώνεται για το γεγονός αυτό το παιδί, οι ασκούντες τη γονική μέριμνα ή ο εκπρόσωπός του, όπου αυτό εφαρμόζεται, οι οποίοι δύνανται να ζητήσουν την παρουσία άλλου δικηγόρου, τον οποίο ο επί καθήκοντι αστυνομικός καλεί να παρουσιαστεί στον αστυνομικό σταθμό χωρίς καθυστέρηση.

(3) Σε περίπτωση που το παιδί, οι ασκούντες τη γονική μέριμνα ή ο εκπρόσωπος του παιδιού, όπου αυτό εφαρμόζεται, ζητήσουν τις υπηρεσίες δικηγόρου, χωρίς να κατονομάσουν συγκεκριμένο δικηγόρο, ο επί καθήκοντι αστυνομικός ή/και ο επιμελητής παραδίδει στο παιδί, στους ασκούντες τη γονική μέριμνα ή στον εκπρόσωπο του παιδιού, ανάλογα με την περίπτωση, κατάλογο με τα ονόματα δικηγόρων εγγεγραμμένων στον κατάλογο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, για να επιλέξουν.

Ανάκριση ή κατάθεση παιδιού

27.-(1) Ο επί καθήκοντι υπεύθυνος του αστυνομικού σταθμού στον οποίο προσάγεται παιδί, το οποίο έχει συλληφθεί και κρατείται ως ύποπτο για τη διάπραξη αδικήματος διασφαλίζει ότι το παιδί παριουσιάζεται ενώπιον δικαστηρίου για έκδοση διατάγματος προσωποκράτησης ή αφήνεται ελεύθερο, το αργότερο εντός είκοσι τεσσάρων (24) ωρών από τον χρόνο που το παιδί τέθηκε υπό κράτηση.

(2) Με την επιφύλαξη των διατάξεων των εδαφίων (3), (4) και (5), παιδί υπό σύλληψη και κράτηση σε αστυνομικό σταθμό ως ύποπτο για τη διάπραξη ποινικού αδικήματος, ανακρίνεται ή/και δίδει κατάθεση, σε σχέση με το υπό διερεύνηση αδίκημα, στην παρουσία-

(α) των ασκούντων τη γονική μέριμνα ή του εκπροσώπου του, όπου αυτό εφαρμόζεται,

(β) του δικηγόρου του,

(γ) του επιμελητή σε περίπτωση που εφαρμόζονται οι διατάξεις του εδαφίου (6).

(3) Σε περίπτωση που για οποιονδήποτε λόγο δεν παρίσταται δικηγόρος, η διεξαγωγή ανάκρισης του παιδιού ή η λήψη κατάθεσης από το παιδί αναβάλλεται για εύλογο χρονικό διάστημα, μέχρι να παραστεί ο δικηγόρος του.

(4) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των εδαφίων (2) και (3), ο επί καθήκοντι υπεύθυνος αστυνομικός δύναται σε εξαιρετικές περιστάσεις και μόνο κατά το προδικαστικό στάδιο να διατάξει την ανάκριση παιδιού ή τη λήψη κατάθεσης από αυτό στην απουσία του δικηγόρου του, αφού προηγουμένως το ενημερώσει για τα δικαιώματά του σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8, στο βαθμό που ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης το δικαιολογούν για έναν από τους ακόλουθους επιτακτικούς λόγους:

(α) Υπάρχει επείγουσα ανάγκη να αποτραπούν σοβαρές δυσμενείς επιπτώσεις για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα προσώπου·

(β) είναι επιτακτική η ανάληψη άμεσης δράσης από τις ανακριτικές αρχές προς αποτροπή σημαντικού κινδύνου για την ποινική διαδικασία σε σχέση με σοβαρό ποινικό αδίκημα.

(5) Απόφαση διεξαγωγής ανάκρισης στην απουσία δικηγόρου, δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (4), δύναται να προσβληθεί ενώπιον του Δικαστηρίου.

(6) Ο επί καθήκοντι υπεύθυνος του αστυνομικού σταθμού δύναται να διατάξει την εξαίρεση των ασκούντων τη γονική μέριμνα του παιδιού κατά την ανάκριση του παιδιού ή κατά τη λήψη κατάθεσης, σε περίπτωση που-

(α) ο ασκών τη γονική μέριμνα είναι το θύμα του αδικήματος ή έχει συλληφθεί αναφορικά με τη διάπραξη του ίδιου αδικήματος,

(β) έχει εύλογες υπόνοιες για τη συμμετοχή του ασκούντος τη γονική μέριμνα στη διάπραξη του αδικήματος,

(γ) ο αστυνομικός έχει εύλογες υπόνοιες ότι, έαν ο ασκών τη γονική μέριμνα είναι παρών κατά την ανάκριση ή τη λήψη γραπτής κατάθεσης, θα επηρεάσει το ανακριτικό έργο.

(7) Η ανάκριση ή κατάθεση παιδιού διενεργείται πάντοτε σε γλώσσα απλή και κατανοητή στο παιδί και, εφόσον είναι απαραίτητο, με τη βοήθεια μεταφραστή ή διερμηνέα.

(8) Ο επιμελητής διασφαλίζει ότι η διαδικασία της ανάκρισης παιδιού γίνεται με σεβασμό στα δικαιώματά του σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(9) Η ανάκριση παιδιού καταγράφεται με οπτικοακουστικά μέσα, εάν αυτό είναι εφικτό και προς το συμφέρον του παιδιού, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τη σοβαρότητα του αδικήματος ή της υπόθεσης, κατά πόσο παρίσταται δικηγόρος και κατά πόσο το παιδί έχει στερηθεί της ελευθερίας του.

(10) Σε περίπτωση που η κατάθεση ή η ανάκριση δεν καταγράφεται με οπτικοακουστικά μέσα, λαμβάνεται γραπτώς και διαβάζεται στο παιδί που στη συνέχεια δηλώνει εάν συμφωνεί και η δήλωση αυτή καταγράφεται στο τέλος της κατάθεσης ή ανάκρισης.

Κοινοποίηση κατηγοριών και διαδικασιών στο παιδί και στους ασκούντες τη γονική μέριμνα αυτού

28. Σε περίπτωση που παιδί κατηγορείται για τη διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος μετά από ανάκριση ή κατάθεση, ο επί καθήκοντι αστυνομικός ενημερώνει σε γλώσσα κατανοητή και απλή το παιδί, τους ασκούντες τη γονική μέριμνα ή τον εκπρόσωπό του, όπου αυτό εφαρμόζεται, και τον δικηγόρο του για-

(α) τις εναντίον του κατηγορίες,

(β) τις ενδεχόμενες συνέπειες της απουσίας είτε του παιδιού είτε των ασκούντων τη γονική μέριμνά του σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη διαδικασία που διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

Απόλυση από τον αστυνομικό σταθμό

29. Ο επί καθήκοντι αστυνομικός απολύει το παιδί, το αργότερο εντός είκοσι τεσσάρων (24) ωρών από την ώρα που το παιδί τέθηκε υπό κράτηση σε αστυνομικό σταθμό-

(α) σε περίπτωση που το παιδί έχει δώσει κατάθεση, αφού το κατηγορήσει γραπτώς, νοουμένου ότι υπάρχει επαρκής μαρτυρία και εφόσον η κράτησή του δεν κρίνεται απαραίτητη για οποιονδήποτε άλλο λόγο,

(β) έαν η μαρτυρία είναι ανεπαρκής για να απαγγελθεί οποιαδήποτε κατηγορία εναντίον του,

(γ) εάν η κατάθεση του παιδιού δεν δύναται να συμπληρωθεί για σοβαρό λόγο και δεν συντρέχει άλλος λόγος κράτησής του, η δε κατάθεση διακόπτεται και συμπληρώνεται σε κατοπινό στάδιο και μόλις αυτό καταστεί δυνατό.

Συνέπειες μη εφαρμογής διατάξεων

30. Παράλειψη οποιουδήποτε αστυνομικού να εφαρμόσει τις διατάξεις των άρθρων 24, 25, 26, 27, 28 και 29 συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα.

Έκδοση αστυνομικών διαταγών

31. Ο Αρχηγός Αστυνομίας δύναται, με αστυνομική διαταγή που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του περί Αστυνομίας Νόμου και δημοσιοποιείται στην ιστοσελίδα της Αστυνομίας, να καθορίζει περαιτέρω λεπτομέρειες αναφορικά με-

(α) τη μεταχείριση παιδιών που συλλαμβάνονται και κρατούνται σε αστυνομικό σταθμό ως ύποπτα για τη διάπραξη αδικήματος,

(β) τον ρόλο των ασκούντων τη γονική μέριμνα του παιδιού ή του εκπροσώπου του, όπου αυτό εφαρμόζεται, που είναι παρόντες στον αστυνομικό σταθμό σε περίπτωση κράτησης παιδιού, περιλαμβανομένου του επιμελητή και του Λειτουργού Κοινωνικής Ευημερίας.

Εξουσίες Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας - Πρόγραμμα Αποδικαστικοποίησης και Συμβούλιο Παιδιού
Δυνατότητα παραπομπής παιδιού σε Πρόγραμμα Αποδικαστικοποίησης αντί ποινικής δίωξης

32. Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δύναται, εκτός εάν κατά την κρίση του το δημόσιο συμφέρον επιβάλλει διαφορετικά, να παραπέμψει παιδί σε σύγκρουση με τον νόμο σε Πρόγραμμα Αποδικαστικοποίησης, όπως προβλέπεται στον παρόντα Νόμο αντί να ασκήσει ποινική δίωξη κατά του παιδιού αυτού.

Εξουσίες Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

33.-(1) Μετά την ολοκλήρωση των ανακρίσεων ο αρμόδιος αστυνομικός αποστέλλει στον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας τον σχετικό ανακριτικό φάκελο, στον οποίο καταχωρίστηκε όλο το σχετικό μαρτυρικό υλικό και τυχόν έκθεση των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, που συντάχθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (4) του άρθρου 25.

(2) Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του άρθρου 32, δύναται να δώσει οδηγίες να μην ασκηθεί ποινική δίωξη κατά του παιδιού σε σύγκρουση με τον νόμο και να παραπέμψει την υπόθεση πίσω στον Διευθυντή, για να προβεί στις κατάλληλες ενέργειες, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 34, ή για να ορίσει επιμελητή προς μελέτη της δυνατότητας ένταξης του παιδιού σε Πρόγραμμα Αποδικαστικοποίησης, όπως προβλέπεται στα άρθρα 35, 36, 37 και 38.

(3) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (2), ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, λαμβάνοντας υπόψη τα περιστατικά της υπόθεσης, τις διαπιστώσεις και εισηγήσεις είτε του Οικογενειακού Συμβουλίου Ευημερίας Παιδιού είτε του Συμβουλίου Παιδιού είτε των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, εάν υπάρχουν, το κατά πόσο το παιδί έχει ήδη υπαχθεί προηγουμένως σε Πρόγραμμα Αποδικαστικοποίησης και την τυχόν επαναλαμβανόμενη παραβατική συμπεριφορά του παιδιού, δύναται να αποφασίσει την ποινική δίωξη του παιδιού για το αδίκημα το οποίο φέρεται να διέπραξε χωρίς να υπαχθεί σε Πρόγραμμα Αποδικαστικοποίησης.

Παρατήρηση από το Διευθυντή

34.-(1) Σε περίπτωση που, ο Γενικός Εισαγγελέας, παραπέμψει υπόθεση παιδιού σε σύγκρουση με τον νόμο στον Διευθυντή, δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου 33, με οδηγίες όπως δοθεί από τον Διευθυντή γραπτή παρατήρηση στο παιδί, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, ο Διευθυντής, καλεί το παιδί και τους ασκούντες τη γονική μέριμνα ή τον εκπρόσωπό του, όπου αυτό εφαρμόζεται, και τους επιδίδει γραπτή παρατήρηση, στην οποία καταγράφονται όλες οι λεπτομέρειες αναφορικά με το αδίκημα, το οποίο το παιδί φέρεται να διέπραξε, επισημαίνει στο παιδί τις διατάξεις των σχετικών Νόμων και καταχωρίζει την γραπτή παρατήρηση στον ανακριτικό φάκελο της υπόθεσης.

(2) Η προβλεπόμενη στο εδάφιο (1) γραπτή παρατήρηση διαγράφεται μετά την παρέλευση δύο (2) ετών από την έκδοσή της.

Ορισμός επιμελητή και εφαρμογή Προγράμματος Αποδικαστικοποίησης

35.-(1) Ο Διευθυντής ορίζει επιμελητή για τη διαχείριση και συντονισμό Προγράμματος Αποδικαστικοποίησης, στο οποίο εντάσσεται παιδί σε σύγκρουση με τον νόμο.

(2) Επιμελητής που ορίζεται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) λαμβάνει ειδική και κατάλληλη εκπαίδευση σχετικά με το πρόγραμμα και τις ανάγκες του.

Μελέτη για την ένταξη παιδιού σε Πρόγραμμα Αποδικαστικοποίησης

36.-(1) Ο Επιμελητής υποβάλλει έκθεση στον Διευθυντή με τις εισηγήσεις του αναφορικά με την ένταξη του παιδιού σε Πρόγραμμα Αποδικαστικοποίησης, αφού προηγουμένως-

(α) πραγματοποιήσει συνάντηση και συνέντευξη με το παιδί,

(β) πραγματοποιήσει συνάντηση και συνέντευξη με τους ασκούντες τη γονική μέριμνα του παιδιού ή τον εκπρόσωπό του, όπου αυτό εφαρμόζεται,

(γ) πραγματοποιήσει συνάντηση με το δικηγόρο του παιδιού,

(δ) πραγματοποιήσει συνάντηση με τον αστυνομικό που χειρίστηκε το ανακριτικό έργο,

(ε)πραγματοποιήσει συνάντηση με τον αρμόδιο Λειτουργό Κοινωνικών Υπηρεσιών,

(στ)ζητήσει, εφόσον κρίνει σκόπιμο, την αξιολόγηση του παιδιού από ειδικό εμπειρογνώμονα ή/και όπως αυτός του υποβάλει σχετική έκθεση,

(ζ) πραγματοποιήσει συνάντηση, εφόσον κρίνει αυτό σκόπιμο, με εκπρόσωπο της σχολικής μονάδας του παιδιού, περιλαμβανομένου εκπαιδευτικού ψυχολόγου,

(η) πραγματοποιήσει συνάντηση, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο γνωρίζει το παιδί από το οικογενειακό, φιλικό ή κοινωνικό του περιβάλλον,

(θ) πραγματοποιήσει συνέντευξη με το θύμα, παρέχοντάς του τη δυνατότητα να εκφέρει τις απόψεις του, εφόσον το θύμα συγκατατίθεται προς τούτο,

(ι) μελετήσει όλα τα σχετικά στοιχεία και το ιστορικό του παιδιού και το φάκελο που περιλαμβάνει τις μαρτυρίες της υπόθεσης.

(2) Ο Διευθυντής, αφού μελετήσει τις εισηγήσεις του επιμελητή, αποφασίζει κατά πόσο το παιδί σε σύγκρουση με τον νόμο θα ενταχθεί σε Πρόγραμμα Αποδικαστικοποίησης, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα περιστατικά της υπόθεσης και τις συνθήκες του παιδιού και ειδικότερα-

(α) τις προβλεπόμενες στο άρθρο 5 αρχές και ειδικότερα το συμφέρον του παιδιού,

(β) το δημόσιο συμφέρον και το συμφέρον του θύματος του αδικήματος,

(γ) τη σοβαρότητα του αδικήματος και τυχόν επαναλαμβανόμενη παραβατική συμπεριφορά από το παιδί,

(δ) τις απόψεις του θύματος σε σχέση με την παραβατική συμπεριφορά του παιδιού και, σε περίπτωση που το θύμα είναι επίσης παιδί, το συμφέρον του παιδιού θύματος και την εξισορρόπηση των συμφερόντων των δύο παιδιών:

Νοείται ότι, οι απόψεις του θύματος δεν είναι καθοριστικές για την απόφαση του Διευθυντή,

(ε) τις απόψεις του παιδιού.

(3) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (2), παιδί σε σύγκρουση με τον νόμο δύνται να ενταχθεί σε Πρόγραμμα Αποδικαστικοποίησης, εφόσον-

(α) διεπραξε ποινικό αδίκημα για πρωτη φορά, και

(β) αντιλαμβάνεται την ευθύνη της παραβατικής του συπεριφοράς.

Απόφαση για ένταξη παιδιού σε Πρόγραμμα Αποδικαστικοποίησης

37. Σε περίπτωση που ο Διευθυντής αποφασίσει την ένταξη παιδιού σε Πρόγραμμα Αποδικαστικοποίησης, ενημερώνει σχετικά τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, τον επιμελητή, τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, το παιδί και τους ασκούντες τη γονική μέριμνα.

Απόφαση για μη ένταξη παιδιού σε Πρόγραμμα Αποδικαστικοποίησης

38.-(1) Σε περίπτωση που ο Διευθυντής αποφασίσει ότι το παιδί δεν δύναται να ενταχθεί σε Πρόγραμμα Αποδικαστικοποίησης, ενημερώνει γραπτώς τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας αναφορικά με την αιτιολογημένη απόφασή του.

(2) Μετά τη λήψη της προβλεπόμενης στο εδάφιο (1) ενημέρωσης, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, αποφασίζει κατά πόσο θα ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίον του παιδιού σε σύγκρουση με τον νόμο ή κατά πόσον ενδείκνυται η ένταξή του σε Πρόγραμμα Αποδικαστικοποίησης και ενημερώνει σχετικά τον Διευθυντή.

Περιεχόμενο Προγράμματος Αποδικαστικοποίησης

39. Στο πλαίσιο του Προγράμματος Αποδικαστικοποίησης λαμβάνεται απόφαση για-

(α) επιβολή Ανεπίσημης Προειδοποίησης,

(β) επιβολή Επίσημης Προειδοποίησης,

(γ) υπαγωγή του παιδιού υπό την εποπτεία κηδεμονευτικού λειτουργού, ή/και

(δ) σύγκληση Συμβουλίου Παιδιού.

Επιβολή Προειδοποιήσεων

40.-(1) Σε παιδί σε σύγκρουση με τον νόμο το οποίο εντάσσεται σε Πρόγραμμα Αποδικαστικοποίησης επιβάλλεται είτε Επίσημη Προειδοποίηση είτε Ανεπίσημη Προειδοποίηση, η οποία περιλαμβάνει-

(α) πληροφορίες και επεξηγήσεις αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους δίδεται η προειδοποίηση,

(β) επεξήγηση των συνεπειών του αδικήματος στο θύμα και στο παιδί σε σύγκρουση με τον νόμο, συμπεριλαμβανομένων των συνεπειών σε περίπτωση μελλοντικής παραβατικής συμπεριφοράς,

(γ) συμβουλές για την αποφυγή μελλοντικής παραβατικής συμπεριφοράς.

(2) Ο Διευθυντής, τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (3) και (5), αποφασίζει τον τύπο της Προειδοποίησης που θα επιβληθεί στο παιδί σε σύγκρουση με τον νόμο και παραδίδει γραπτή ειδοποίηση στο παιδί και στους ασκούντες τη γονική μέριμνα αυτού, σε γλώσσα απλή και κατανοητή, στην οποία αναφέρεται η παραβατική συμπεριφορά που υπέδειξε το παιδί, ο τύπος της προειδοποίησης, ο τόπος και χρόνος κατά τον οποίο θα επιβληθεί η προειδοποίηση, καλώντας το παιδί και τους ασκούντες τη γονική μέριμνα να είναι παρόντες.

(3) Επίσημη Προειδοποίηση προς παιδί σε σύγκρουση με τον νόμο, επιβάλλεται στις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α)(i) Έχει επιβληθεί στο παιδί προηγουμένως μία ή περισσότερες Ανεπίσημες Προειδοποιήσεις, ή

(ii) έχει επιβληθεί στο παιδί προηγουμένως μία ή περισσότερες Επίσημες Προειδοποιήσεις· και

(β) ο Διευθυντής κρίνει ότι η παραβατική συμπεριφορά του παιδιού ήταν τέτοιας σοβαρότητας που επιβάλλει Επίσημη Προειδοποίηση.

(4) Επίσημη Προειδοποίηση προς το παιδί σε σύγκρουση με τον νόμο λαμβάνει χώρα σε αστυνομικό σταθμό που καθορίζεται στην αναφερόμενη στο εδάφιο (1) ειδοποίηση ή, σε εξαιρετικές περιστάσεις, σε άλλο χώρο που καθορίζεται από τον Διευθυντή της επαρχίας στην οποία διαμένει το παιδί, στην παρουσία των ασκούντων τη γονική μέριμνα αυτού, του επιμελητή και του κηδεμονευτικού λειτουργού.

(5) Ανεπίσημη Προειδοποίηση προς παιδί σε σύγκρουση με τον νόμο επιβάλλεται, όταν ο Διευθυντής κρίνει ότι η παραβατική συμπεριφορά του παιδιού δεν ήταν αρκετά σοβαρή, ώστε να επιβάλει Επίσημη Προειδοποίηση, νουμένου ότι είτε δεν του έχει επιβληθεί προηγουμένως οποιαδήποτε προειδοποίηση, είτε του έχουν επιβληθεί προηγουμένως μόνο Ανεπίσημες Προειδοποιήσεις.

(6) Ανεπίσημη Προειδοποίηση προς παιδι σε σύγκρουση με τον νόμο, επιβάλλεται από τον Διευθυντή της επαρχίας όπου διαμένει το παιδί, σε αστυνομικό σταθμό της περιοχής όπου διαμένει το παιδί ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, σε άλλο τόπο που καθορίζεται από τον Διευθυντή, στην παρουσία των ασκούντων τη γονική μέριμνα αυτού.

Απολογία και αποζημίωση στο θύμα

41.-(1) Ο επιμελητής, εφόσον του ζητηθεί από τον Διευθυντή, προσκαλεί για να παραστεί στην Επίσημη Προειδοποίηση πρόσωπο, του οποίου οι απόψεις λήφθηκαν υπόψη υπό την ιδιότητά του ως θύμα σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (θ) του εδαφίου (1) του άρθρου 36.

(2) Ο επιμελητής ή ο κηδεμονευτικός λειτουργός, ανάλογα με την περίπτωση, δύναται να καλέσει το παιδί σε σύγκρουση με τον νόμο-

(α) να απολογηθεί γραπτώς στο θύμα, ή/και

(β)να αποζημιώσει το θύμα μέσω των ασκούντων τη γονική μέριμνα αναφορικά με οποιαδήποτε ζημιά υπέστη από τη διάπραξη του αδικήματος.

Εποπτεία παιδιού που εντάχθηκε σε Πρόγραμμα Αποδικαστικοποίησης

42.-(1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (3), παιδί σε σύγκρουση με τον νόμο, στο οποίο επιβλήθηκε Επίσημη Προειδοποίηση υπόκειται σε εποπτεία από κηδεμονευτικό λειτουργό για περίοδο που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα (12) μήνες αρχομένης από την ημερομηνία που επιβλήθηκε η Επίσημη Προειδοποίηση.

(2) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (3), παιδί σε σύγκρουση με τον νόμο, στο οποίο επιβλήθηκε Ανεπίσημη Προειδοποίηση δύναται, με απόφαση του Διευθυντή, να υπαχθεί υπό την εποπτεία κηδεμονευτικού λειτουργού για περίοδο που δεν υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες, αρχομένης από την ημερομηνία κατά την οποία επιβλήθηκε η Ανεπίσημη Προειδοποίηση.

(3) Οι αναφερόμενες στα εδάφια (1) και (2) περίοδοι δυνατό να διαφοροποιούνται από τον Διευθυντή με τρόπο που να συνάδουν με οποιεσδήποτε εισηγήσεις προκύπτουν από το Συμβούλιο Παιδιού.

(4) Η προβλεπόμενη στο παρον άρθρο εποπτεία κηδεμονευτικού λειτουργού, τερματίζεται αμέσως όταν παιδί σε σύγκρουση με τον νόμο που υπόκειται σε τέτοια εποπτεία κρίνεται ένοχο με απόφαση Δικαστηρίου για τη διάπραξη άλλου αδικήματος.

Επίπεδο εποπτείας

43. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 51, ο κηδεμονευτικός λειτουργός που εποπτεύει το παιδί καθορίζει το επίπεδο εποπτείας, αφού λάβει υποψη του-

(α) τη σοβαρότητα του αδικήματος,

(β) το επίπεδο στήριξης και το επίπεδο ελέγχου του παιδιού από τους ασκούντες τη γονική μέριμνα,

(γ)την πιθανότητα το παιδί σε σύγκρουση με τον νόμο να διαπράξει άλλα αδικήματα,

(δ) οποιεσδήποτε εισηγήσεις του Διευθυντή αναφορικά με το κατάλληλο επίπεδο εποπτείας.

Εισήγηση για σύγκληση Συμβουλίου Παιδιού

44.-(1) Σε περίπτωση που παιδί σε σύγκρουση με τον νόμο τίθεται υπό την εποπτεία κηδεμονευτικού λειτουργού, ο εν λόγω κηδεμονευτικός λειτουργός δύναται να εισηγηθεί, με γραπτή έκθεση στον Διευθυντή, τη σύγκληση Συμβουλίου Παιδιού για το παιδί, το οποίο εποπτεύει, λαμβάνοντας πρώτιστα υπόψη το συμφέρον του παιδιού αυτού.

(2) Χωρίς επηρεασμό της εξουσίας του Διευθυντή να λαμβάνει την τελική απόφαση ως προς τη σύγκληση του Συμβουλίου Παιδιού, για τη σύγκληση του Συμβουλίου απαιτείται όπως ο κηδεμονικός λειτουργός-

(α) λάβει γραπτή συγκατάθεση των ασκούντων τη γονική μέριμνα του παιδιού, και

(β) λάβει σοβαρά υπόψη το συμφέρον του παιδιού και τις απόψεις του ανάλογα με την ηλικία και τον βαθμό ωριμότητας και ανάπτυξής του.

(3) Ο κηδεμονευτικός λειτουργός, στο πλαίσιο της ετοιμασίας της έκθεσής του προς τον Διευθυντή-

(α) διαπιστώνει τις απόψεις του θύματος αναφορικά με τη συμπεριφορά του παιδιού σε σύγκρουση με τον νόμο, και

(β) σε περίπτωση που θύμα είναι παιδί, λαμβάνει υπόψη το συμφέρον του παιδιού θύματος και κατά πόσο οι ασκούντες τη γονική μέριμνα του παιδιού θύματος συμφωνούν ως προς τη σύγκληση του Συμβουλίου και επιθυμούν να συμμετέχουν.

(4) Σε περίπτωση που ο κηδεμονευτικός λειτουργός εισηγηθεί τη σύγκληση Συμβουλίου Παιδιού εξηγεί στο παιδί και στους ασκούντες τη γονική μέριμνα τις διαδικασίες και τους στόχους του Συμβουλίου Παιδιού.

Απόφαση για σύγκληση Συμβουλίου Παιδιού

45.-(1) Ο Διευθυντής, αφού μελετήσει την έκθεση που υποβάλλεται από τον κηδεμονευτικό λειτουργό σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 44, και αφού λάβει υπόψη κατά πόσο το Συμβούλιο Παιδιού θα βοηθήσει στην πρόληψη της διάπραξης οποιωνδήποτε μελλοντικών αδικημάτων από το παιδί, αποφασίζει για τη σύγκληση Συμβουλίου Παιδιού από τον επιμελητή.

(2) Σε περίπτωση που ο Διευθυντής αποφασίζει όπως μη συγκληθεί Συμβούλιο Παιδιού, ενημερώνει σχετικά τον κηδεμονευτικό λειτουργό και του δίδει οδηγίες να ενημερώσει σχετικά το παιδί και τους ασκούντες τη γονική μέριμνα αυτού αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους αποφασίστηκε η μη σύγκληση του Συμβουλίου.

Σύνθεση, σύγκληση και λειτουργία του Συμβουλίου Παιδιού

46.-(1) Το Συμβούλιο Παιδιού συγκαλείται από τον επιμελητή σε χρόνο και χώρο που ο ίδιος αποφασίζει, αφού ειδοποίησει τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (2) πρόσωπα.

(2) Το Συμβούλιο Παιδιού απαρτίζεται από-

(α) το παιδί σε σύγκρουση με τον νόμο·

(β) τους ασκούντες τη γονική μέριμνα του παιδιού και άλλα μέλη της οικογένειας ή συγγενείς του παιδιού, εάν ο επιμελητής, στη βάση εισήγησης του κηδεμονευτικού λειτουργού, έχει την άποψη ότι θα έχουν θετική συνεισφορά στο Συμβούλιο Παιδιού∙

(γ) τον κηδεμονευτικό λειτουργό·

(δ) οποιοδήποτε πρόσωπο κληθεί από τον επιμελητή να παραστεί, δυνάμει των διατάξεων των εδαφίων (3) και (4).

(3) Ο επιμελητής δύναται να προσκαλέσει στο Συμβούλιο Παιδιού οποιοδήποτε θύμα της συμπεριφοράς του παιδιού σε σύγκρουση με τον νόμο και οποιουσδήποτε συγγενείς ή φίλους του θύματος, τους οποίους το θύμα επιθυμεί να το συνοδεύσουν, εκτός εάν ο ίδιος κρίνει ότι η συμμετοχή τους δεν είναι προς όφελος του παιδιού.

(4) Ο επιμελητής δύναται να προσκαλέσει στο Συμβούλιο Παιδιού οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο, κατά την άποψή του, θα έχει θετική συνεισφορά στο Συμβούλιο, περιλαμβανομένων των ακόλουθων προσώπων:

(α) Λειτουργό Κοινωνικών Υπηρεσιών·

(β) λειτουργό της σχολικής μονάδας του παιδιού·

(γ) λειτουργό της Ομάδας Άμεσης Παρέμβασης του Υπουργείου Παιδείας, Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαιας, σε περίπτωση που το παιδί στηρίζεται από την ομάδα αυτή∙

(δ) λειτουργό των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας του Υπουργείου Υγείας·

(ε) λειτουργό της Υπηρεσίας Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας του Υπουργείου Παιδείας, Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας·

(στ) οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ζητηθεί από το παιδί ή την οικογένειά του, η παρουσία του οποίου, κατά την άποψη του επιμελητή, θα είναι προς όφελος του παιδιού.

(5) Ο επιμελητής, ο κηδεμονευτικός λειτουργός και το πενήντα τοις εκατό (50%) των προσώπων που προσκλήθηκαν στο Συμβούλιο Παιδιού αποτελούν απαρτία.

(6) Εάν, κατά τη διάρκεια διεξαγωγής του Συμβουλίου ο επιμελητής κρίνει ότι η παρουσία οποιουδήποτε προσώπου δεν είναι προς το συμφέρον του Συμβουλίου ή του παιδιού, δύναται να το αποκλείσει από περαιτέρω συμμετοχή στο Συμβούλιο.

(7) Πρόσωπο, το οποίο συμμετέχει σε Συμβούλιο Παιδιού και αποκαλύπτει οποιανδήποτε εμπιστευτικής φύσεως πληροφορία περιήλθε σε γνώση του κατά τη συμμετοχή του σε τέτοιο Συμβούλιο ή ως αποτέλεσμα της συμμετοχής του σε τέτοιο Συμβούλιο, διαπράττει αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000).

(8) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, «εμπιστευτικής φύσεως πληροφορία» σημαίνει πληροφορία που δίδεται από οποιοδήποτε πρόσωπο, το οποίο την καθιστά ως εμπιστευτική.

Χρονικά πλαίσια εντός των οποίων συγκαλείται Συμβούλιο Παιδιού

47.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 52 και 72, Συμβούλιο Παιδιού δύναται να συγκαλείται μόνο καθόσον χρόνο το παιδί βρίσκεται υπό την εποπτεία κηδεμονευτικού λειτουργού.

(2) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 52, Συμβούλιο Παιδιού δύναται να συγκαλείται σε περισσότερες από μία περιπτώσεις.

Αρμοδιότητες Συμβουλίου Παιδιού

48. Το Συμβούλιο Παιδιού δύναται να συγκαλείται, με στόχο-

(α) να συζητηθούν οι λόγοι που το παιδί σε σύγκρουση με τον νόμο επέδειξε τέτοια συμπεριφορά, η οποία οδήγησε στην ένταξή του σε Πρόγραμμα Αποδικαστικοποίησης,

(β) όπου αυτό είναι δυνατό, να διαμεσολαβήσει μεταξύ του παιδιού και του θύματος,

(γ) να συζητηθεί ο τρόπος με τον οποίο οι ασκούντες τη γονική μέριμνα ή οποιαδήποτε μέλη της οικογένειας ή συγγενείς ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο δύνανται να βοηθήσουν, ώστε να αποφευχθεί η μελλοντική ανάμειξη του παιδιού σε παραβατική συμπεριφορά,

(δ) να αξιολογηθεί η συμπεριφορά του παιδιού σε σύγκρουση με τον νόμο από τον χρόνο της ένταξής του σε Πρόγραμμα Αποδικαστικοποίησης,

(ε) να διατυπώσει σχέδιο δράσης για το παιδί,

(στ) να διαπιστώσει κατά πόσο το παιδί έχει ανάγκη προστασίας και φροντίδας στο οικογενειακό περιβάλλον και να καλέσει τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας να εισηγηθούν κατάλληλες ενέργειες για τη φροντίδα και προστασία του παιδιού.

Απόψεις προσώπων που δεν παρίστανται στο Συμβούλιο Παιδιού

49. Ο επιμελητής λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα για να διασφαλίσει ότι απόψεις προσώπου που κλήθηκε να συμμετάσχει στο Συμβούλιο Παιδιού και το οποίο για οποιονδήποτε λόγο δεν ήταν σε θέση να παραστεί διαβιβάζονται γραπτώς στο Συμβούλιο Παιδιού.

Διαδικασία στο Συμβούλιο Παιδιού

50. Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος Μέρους, με τη σύστασή του το Συμβούλιο Παιδιού καθορίζει τη διαδικασία του όπως αυτό κρίνει σκόπιμο.

Περίοδος και επίπεδο εποπτείας

51. Το Συμβούλιο Παιδιού αξιολογεί και εισηγείται κατά πόσο η περίοδος και το επίπεδο εποπτείας του παιδιού από κηδεμονευτικό λειτουργό πρέπει να διαφοροποιηθούν υπό το φως των ακόλουθων παραγόντων:

(α) η σοβαρότητα του αδικήματος που φέρεται να διέπραξε το παιδί σε σύγκρουση με τον νόμο·

(β) το επίπεδο στήριξης και το επίπεδο ελέγχου του παιδιού σε σύγκρουση με τον νόμο από τους ασκούντες τη γονική μέριμνά του·

(γ) την πιθανότητα το παιδί σε σύγκρουση με τον νόμο να διαπράξει αδίκημα στο μέλλον·

(δ) τις συνθήκες του παιδιού σε σύγκρουση με τον νόμο σε σχέση με την εκπαίδευσή του ή την επαγγελματική του κατάρτιση ή την απασχόληση, ανάλογα με την περίπτωση·

(ε) τις δραστηριότητες ψυχαγωγίας του παιδιού σε σύγκρουση με τον νόμο·

(στ) τις σχέσεις του παιδιού σε σύγκρουση με τον νόμο με τους ασκούντες τη γονική μέριμνά του και την κοινωνία του τόπου διαμονής του·

(ζ) την στάση του παιδιού σε σύγκρουση με τον νόμο έναντι της εποπτείας του·

(η) την πρόοδο του παιδιού σε σύγκρουση με τον νόμο κατά την περίοδο που τελεί υπό εποπτεία·

(θ) τη στάση του παιδιού σε σύγκρουση με τον νόμο σε σχέση με την παραβατική του συμπεριφορά, και ειδικότερα, σε σχέση με το θύμα· και

(ι) οποιοδήποτε άλλο θέμα δυνατό να είναι σχετικό με το παιδί σε σύγκρουση με τον νόμο.

Σχέδιο δράσης για το παιδί

52.-(1) Το Συμβούλιο Παιδιού δύναται να καθορίσει σχέδιο δράσης για το παιδί σε σύγκρουση με τον νόμο με τη συμμετοχή του παιδιού αυτού και των ασκούντων τη γονική μέριμνα.

(2) Το σχέδιο δράσης δύναται να περιλαμβάνει τη ρύθμιση ενός ή περισσοτέρων των πιο κάτω θεμάτων:

(α) Την απολογία, γραπτή ή προφορική, του παιδιού προς το θύμα:

Νοείται ότι, πριν να προβεί σε απολογία, το παιδί σε σύγκρουση με τον νόμο ενημερώνεται από το Συμβούλιο Παιδιού για τις πιθανές επιπτώσεις της απολογίας αυτής·

(β) την οικονομική ή οποιουδήποτε άλλου είδους αποζημίωση ή αποκατάσταση του θύματος·

(γ) τη συμμετοχή του παιδιού σε κατάλληλες αθλητικές ή άλλες δημιουργικές δραστηριότητες·

(δ) την εποπτεία του παιδιού σε σύγκρουση με τον νόμο στο σχολείο ή στην εργασία του, ανάλογα με την περίπτωση·

(ε) τη συμμετοχή του παιδιού σε σύγκρουση με τον νόμο σε κατάλληλα προγράμματα επαγγελματικής εκπαίδευσης ή άλλα θεραπευτικά προγράμματα∙

(στ) την παραμονή του παιδιού σε σύγκρουση με τον νόμο στο σπίτι του σε καθορισμένες ώρες·

(ζ) την μη επίσκεψη του παιδιού σε σύγκρουση με τον νόμο σε συγκεκριμένα μέρη ή την μη επαφή του με συγκεκριμένα πρόσωπα·

(η) την ανάληψη πρωτοβουλιών από την οικογένεια, οι οποίες δύναται να συμβάλουν στην πρόληψη διάπραξης αδικήματος από το παιδί· και

(θ) οποιοδήποτε άλλο θέμα το οποίο, κατά την άποψη του Συμβουλίου, δημιουργεί τις συνθήκες για να αντιληφθεί το παιδί σε σύγκρουση με τον νόμο τις συνέπειες της παραβατικής του συμπεριφοράς και να αποφύγει μελλοντική παραβατική συμπεριφορά.

(3) Το σχέδιο δράσης ετοιμάζεται από τον επιμελητή σε έντυπη μορφή σε γλώσσα απλή και κατανοητή για το παιδί.

(4) Οι συμμετέχοντες στο Συμβούλιο δύναται, εκτός από τον κηδεμονευτικό λειτουργό, να ορίσουν και άλλο μέλος του Συμβουλίου ως συνυπεύθυνο με τον κηδεμονευτικό λειτουργό για την εφαρμογή και παρακολούθηση της εφαρμογής του σχεδίου δράσης.

(5) Ο επιμελητής, μετά από διαβούλευση με τα άλλα μέλη του Συμβουλίου, καθορίζει, το αργότερο εντός έξι (6) μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία ετοιμάστηκε το σχέδιο δράσης, ημερομηνία και ώρα κατά την οποία το Συμβούλιο θα επανασυγκληθεί, για να αξιολογήσει την εφαρμογή και συμμόρφωση του παιδιού ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου με το σχέδιο δράσης.

(6) Ο επιμελητής δύναται να επανασυγκαλέσει το Συμβούλιο σε οποιαδήποτε νωρίτερη από την καθοριζόμενη στο εδάφιο (5) ημερομηνία, σε περίπτωση που λάβει γνώση ότι το παιδί δεν συμμορφώνεται με οποιονδήποτε από τους όρους του σχεδίου δράσης ή τον ειδοποιήσει σχετικά ο κηδεμονευτικός λειτουργός.

(7) Σε περίπτωση επανασύγκλησης του Συμβουλίου, τα πρόσωπα που συμμετέχουν σε αυτό, αφού διαπιστώσουν τους λόγους για τους οποίους το παιδί δεν συμμορφώνεται με το σχέδιο δράσης, ενθαρρύνουν το παιδί να συμμορφωθεί με το σχέδιο δράσης ή οποιαδήποτε αλλαγή συμφωνηθεί σε αυτό κατά την επανασύγκληση του Συμβουλίου.

(8) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (6), Συμβούλιο Παιδιού δύναται να επανασυγκαλείται οποτεδήποτε κρίνεται απαραίτητο από τον επιμελητή, ιδίως σε περίπτωση που αυτό ζητηθεί από το παιδί, για να συζητηθούν οποιεσδήποτε πτυχές του σχεδίου δράσης.

Διαφωνία επί του σχεδίου δράσης και δικαίωμα ένστασης στο Διευθυντή

53.-(1) Μη συμφωνία αναφορικά με τους όρους ή οτιδήποτε αφορά το σχέδιο δράσης δεν καταργεί ούτε ακυρώνει τις διαδικασίες που έλαβαν χώρα στο Συμβούλιο Παιδιού.

(2) Οποιοδήποτε πρόσωπο θεωρεί ότι όροι ή προϋποθέσεις του σχεδίου δράσης δεν είναι προς το συμφέρον του παιδιού έχει δικαίωμα υποβολής ένστασης στον Διευθυντή.

(3) Ο Διευθυντής εξετάζει οποιαδήποτε ένσταση υποβάλλεται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) και, αφού ακούσει οποιοδήποτε μέλος του Συμβουλίου Παιδιού κρίνει σκόπιμο, περιλαμβανομένου του παιδιού, αποφασίζει επί του θέματος για το οποίο έχει υποβληθεί ένσταση.

Διαβίβαση σχεδίου δράσης στο Διευθυντή

54. Όταν το Συμβούλιο Παιδιού καταρτίσει το σχέδιο δράσης, ο επιμελητής διαβιβάζει το σχέδιο αυτό στον Διευθυντή μαζί με τα πρακτικά του Συμβουλίου.

Επαναξιολόγηση της περιόδου ή του επίπεδου εποπτείας

55.-(1) Κατά την εφαρμογή του σχεδιου δράσης, το Συμβούλιο Παιδιού δύναται, όταν κρίνει αυτό απαραίτητο ή σκόπιμο και προς το συμφέρον του παιδιού, να αποφασίσει επαναξιολόγηση της περιόδου ή του επίπεδου εποπτείας του παιδιού.

(2) Όταν το Συμβούλιο Παιδιού λαμβάνει οποιαδήποτε απόφαση σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1), ενημερώνει σχετικά τον κηδεμονευτικό λειτουργό, ο οποίος εποπτεύει το παιδί και ο κηδεμονευτικός λειτουργός ενημερώνει το παιδί και τους ασκούντες τη γονική μέριμνά του το συντομότερο δυνατό.

Διοικητική υποστήριξη

56. Ο Διευθυντής παρέχει όλη την απαραίτητη διοικητική υποστήριξη, περιλαμβανομένων της μετάφρασης και διερμηνείας, όπου αυτό είναι απαραίτητο, έτσι ώστε το Συμβούλιο να ασκεί αποτελεσματικά τις λειτουργίες του.

Δυνατότητα προσαγωγής μαρτυρίας σε δικαστική διαδικασία

57.-(1) Σε οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία εναντίον παιδιού, το Δικαστήριο δύναται, κατά την κρίση του, να αποδεκτεί ή να μην αποδεκτεί ως μαρτυρία-

(α) οποιαδήποτε παραδοχή παιδιού αναφορικά με τη διάπραξη αδικήματος, για το οποίο έχει ενταχθεί σε Πρόγραμμα Αποδικαστικοποίησης,

(β) την ίδια την παραβατική συμπεριφορά του παιδιού, για την οποία εντάχθηκε σε Πρόγραμμα Αποδικαστικοποίησης,

(γ)το γεγονός της συμμετοχής του παιδιού σε Πρόγραμμα Αποδικαστικοποίησης για την παραβατική του συμπεριφορά.

(2) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1), δεν δύναται να χρησιμοποιηθεί ως μαρτυρία εναντίον του παιδιού σε σύγκρουση με τον νόμο οποιαδήποτε πληροφορία, δήλωση ή παραδοχή του παιδιού που αποκαλύπτεται ή γίνεται κατά τη διάρκεια Ανεπίσημης ή Επίσημης Προειδοποίησης ή ενώπιον του Συμβουλίου Παιδιού.

(3) Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (1) και (2), τα συμπεράσματα της έκθεσης η οποία ετοιμάζεται στο πλαίσιο Συμβουλίου Παιδιού είναι δυνατόν να κατατίθενται ως μαρτυρία σε οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία.

(4) Ο επιμελητής ενημερώνει το παιδί για την προβλεπόμενη στο παρόν άρθρο δυνατότητα προσαγωγής μαρτυρίας σε δικαστική διαδικασία κατά τη σύγκληση του Συμβουλίου Παιδιού.

Επιτροπή Παρακολούθησης Προγραμμάτων Αποδικαστικοποίησης

58.-(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο διορίζει, μετά από εισήγηση του Υπουργού, Επιτροπή Παρακολούθησης Προγραμμάτων Αποδικαστικοποίησης, για να αξιολογεί την αποτελεσματική λειτουργία των Προγραμμάτων Αποδικαστικοποίησης.

(2)(α) Η Επιτροπή Παρακολούθησης Προγραμμάτων Αποδικαστικοποίησης απαρτίζεται από μέχρι και επτά (7) μέλη, τα οποία διορίζονται υπό την προσωπική τους ιδιότητα, έχουν γνώση και πείρα του θέματος και προέρχονται από τον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα.

(β) Η θητεία της Επιτροπής Παρακολούθησης Προγραμμάτων Αποδικαστικοποίησης είναι πενταετής.

(γ) Τα μέλη της Επιτροπής Παρακολούθησης Προγραμμάτων Αποδικαστικοποίησης που προέρχονται από τον ιδιωτικό τομέα επιλέγονται με βάση την επιστημονική τους κατάρτιση και την πείρα τους σε θέματα παραβατικότητας παιδιών ενώ τα μέλη της επιτροπής που προέρχονται από τον δημόσιο τομέα επιλέγονται από τους ακόλουθους φορείς:

(i) Το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως ή την Αστυνομία Κύπρου·

(ii) τη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας·

(iii) το Υπουργείο Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων·

(iv) το Υπουργείο Υγείας∙

(v) το Υπουργείο Παιδείας, Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας.

(3) Ο Υπουργός διορίζει ένα (1) μέλος της Επιτροπής Παρακολούθησης Προγραμμάτων Αποδικαστικοποίησης ως πρόεδρο, το οποίο συγκαλεί και προεδρεύει των συσκέψεων αυτής, και ένα (1) μέλος ως αναπληρωτή πρόεδρο, το οποίο ασκεί καθήκοντα προέδρου σε περίπτωση απουσίας του προέδρου.

(4) Η Επιτροπή Παρακολούθησης Προγραμμάτων Αποδικαστικοποίησης δύναται να υποβοηθείται από προσωπικό του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως και σε αυτήν παρέχεται κατάλληλος χώρος για τις συνεδρίες της.

(5) Η Επιτροπή Παρακολούθησης Προγραμμάτων Αποδικαστικοποίησης ρυθμίζει με εσωτερικούς κανονισμούς, την τηρούμενη από αυτήν διαδικασία.

Αρμοδιότητες και καθήκοντα της Επιτροπής Παρακολούθησης Προγραμμάτων Αποδικαστικοποίησης

59.-(1) Η Επιτροπή Παρακολούθησης Προγραμμάτων Αποδικαστικοποίησης-

(α) είναι αρμόδια για όλες τις πτυχές λειτουργίας Προγραμμάτων Αποδικαστικοποίησης και τη διαπίστωση οποιωνδήποτε κενών ή εκπαιδευτικών ή άλλων αναγκών των επιμελητών, των κηδεμονευτικών λειτουργών και οποιωνδήποτε άλλων αρχών εμπλέκονται στην εφαρμογή τους,

(β) έχει πρόσβαση σε οποιαδήποτε έγγραφα ή άλλο υλικό σχετικά με τη λειτουργία Προγράμματος Αποδικαστικοποίησης και δύναται να καλεί οποτεδήποτε τον Διευθυντή ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο εμπλέκεται στην εφαρμογή Προγράμματος Αποδικαστικοποίησης σε συνεδρία της για συζήτηση οποιασδήποτε πτυχής τέτοιου Προγράμματος, που αποχωρεί πριν από τη λήψη απόφασης,

(γ) δύναται να αποφασίζει την αξιολόγηση οποιουδήποτε Προγράμματος Αποδικαστικοποίησης αφορά σε συγκεκριμένο παιδί, στο πλαίσιο της ευρύτερης αξιολόγησης Προγραμμάτων Αποδικαστικοποίησης, και για τον σκοπό αυτό δύναται εκπροσωπείται σε Ανεπίσημες Προειδοποιήσεις ή Επίσημες Προειδοποιήσεις ή σε Συμβούλιο Παιδιού και σε τέτοια περίπτωση ενημερώνεται σχετικά το παιδί και οι ασκούντες τη γονική μέριμνα αυτού.

(2) Η Επιτροπή Παρακολούθησης Προγραμμάτων Αποδικαστικοποίησης υποβάλλει στον Υπουργό ετήσια έκθεση αναφορικά με τις δραστηριότητές της και τα αποτελέσματα των αξιολογήσεών της, καθώς και οποιεσδήποτε εισηγήσεις αναφορικά με τα Πρόγραμματα Αποδικαστικοποίησης και τυχόν εκπαιδευτικές ανάγκες.

(3) Τα μέλη της Επιτροπής Παρακολούθησης Προγραμμάτων Αποδικαστικοποίησης δεν αποκαλύπτουν οποιαδήποτε εμπιστευτική πληροφορία λαμβάνουν υπό την ιδιότητά τους ως μέλη της Επιτροπής.

(4) Μέλος της Επιτροπής Παρακολούθησης Προγραμμάτων Αποδικαστικοποίησης που παραβαίνει τις διατάξεις του εδαφίου (3), διαπράττει αδίκημα και, σε περίπωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000).

(5) Στα μέλη της Επιτροπής Παρακολούθησης Προγραμμάτων Αποδικαστικοποίησης δύναται να παρέχεται αμοιβή, όπως αυτή εγκρίνεται κατά καιρούς από το Υπουργικό Συμβούλιο.

(6) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, «εμπιστευτική πληροφορία» σημαίνει οτιδήποτε χαρακτηρίζεται ως εμπιστευτικό από το πρόσωπο που το αποκαλύπτει.

Υποχρέωση διασφάλισης κατάλληλης εκπαίδευσης

60.-(1) Ο Υπουργός διασφαλίζει ότι ο Διευθυντής, οι επιμελητές, και οποιαδήποτε άλλα πρόσωπα εμπλέκονται στην εφαρμογή του Προγράμματος Αποδικαστικοποίησης λαμβάνουν την αναγκαία και κατάλληλη εκπαίδευση για την αποτελεσματική άσκηση των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων τους δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

(2) Ο Υπουργός Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων διασφαλίζει ότι οι κηδεμονευτικοί λειτουργοί και οποιαδήποτε άλλα πρόσωπα υπάγονται στο Υπουργείο του και εμπλέκονται στην εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου λαμβάνουν την αναγκαία και κατάλληλη εκπαίδευση για την αποτελεσματική άσκηση των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων που τους ανατίθενται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

Άσκηση βίας εναντίον παιδιού κατά την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου

61. Πρόσωπο, το οποίο ασκεί οποιασδήποτε μορφής βία, περιλαμβανομένης σωματικής, πνευματικής ή ψυχολογικής βίας, εναντίον παιδιού κατά την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης η οποία δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τριάντα χιλιάδες ευρώ (€30.000), ή και στις δύο αυτές ποινές.

Πειθαρχική ευθύνη για παράβαση των διατάξεων του παρόντος Μέρους

62. Μέλος της Αστυνομίας ή μέλος οποιασδήποτε δημόσιας αρχής το οποίο παραλείπει να εφαρμόσει τις διατάξεις του παρόντος Μέρους, υπόκειται σε πειθαρχικές διαδικασίες σύμφωνα με τους οικείους Νόμους και Κανονισμούς.