15. Για τους σκοπούς του παρόντος Μέρους-
«παιδί» σημαίνει πρόσωπο, το οποίο δεν έχει συμπληρώσει το δέκατο τέταρτο (14ο) έτος της ηλικίας του·
«συντονιστής» σημαίνει Λειτουργό Κοινωνικών Υπηρεσιών, ο οποίος ορίζεται για να συντονίζει το Οικογενειακό Συμβούλιο Ευημερίας Παιδιού δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 17.
16.-(1) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των εδαφίων (2) και (3), σε περίπτωση που λειτουργός δημόσιας αρχής έχει εύλογες υποψίες ότι παιδί έχει διαπράξει ποινικό αδίκημα, ενημερώνει αμέσως την Αστυνομία, η οποία μεριμνά όπως ο επιμελητής ενημερώσει τους ασκούντες τη γονική μέριμνα του παιδιού αυτού και, σε περίπτωση που το παιδί βρίσκεται υπό τον έλεγχό του, το παραδώσει σε αυτούς και παράλληλα ενημερώσει τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας.
(2) Σε περίπτωση που το παιδί παραδίδεται στους ασκούντες τη γονική μέριμνα και ο επιμελητής έχει εύλογη υποψία ότι το παιδί δεν λαμβάνει ικανοποιητική φροντίδα και προστασία, ενημερώνει για το γεγονός αυτό τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας.
(3) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου, σε περίπτωση που για οποιονδήποτε λόγο δεν είναι δυνατό το παιδί να παραδοθεί αμέσως στους ασκούντες τη γονική μέριμνα αυτού από τον επιμελητή, το παιδί μεταφέρεται από τον επιμελητή σε πρόσωπο που υποδεικνύουν οι ασκούντες τη γονική μέριμνα και σε καμία περίπτωση δεν παραμένει σε αστυνομικό σταθμό.
(4) Στην περίπτωση που οι ασκούντες τη γονική μέριμνα δεν είναι δυνατό να ανευρεθούν, το παιδί παραδίδεται από τον επιμελητή στις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, οι οποίες θέτουν το παιδί προσωρινά υπό τη φροντίδα τους μέχρι να διευθετηθεί το συντομότερο δυνατό η παράδοση του παιδιού στους ασκούντες τη γονική μέριμνα.
(5) Σε περίπτωση που οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας ενημερωθούν από επιμελητή όπως προβλέπεται στο εδάφιο (2) ή παιδί τίθεται υπό την προσωρινή φροντίδα αυτών όπως προβλέπεται στο εδάφιο (4), και υπάρχουν εύλογες υποψίες ότι το εν λόγω παιδί χρειάζεται φροντίδα ή προστασία, την οποία φαίνεται απίθανο ή απομακρυσμένο να λάβει από τους ασκούντες τη γονική μέριμνα, οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας-
(α) προχωρούν άμεσα στη σύγκληση Οικογενειακού Συμβουλίου Ευημερίας Παιδιού για την αξιολόγηση της περίπτωσής του και τη λήψη οποιωνδήποτε απαραίτητων μέτρων σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 17, ή/και
(β) εφόσον το κρίνουν απαραίτητο, εφαρμόζουν τις διατάξεις του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου αναφορικά με την έκδοση διατάγματος αφαίρεσης γονικής μέριμνας ή επιτροπείας του παιδιού, ή/και
(γ) σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις, κατά τις οποίες συντρέχει άμεσος κίνδυνος για την υγεία και ευημερία του παιδιού και κρίνεται από τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας ότι ο κίνδυνος είναι τέτοιος, που η αποτροπή του δεν ικανοποιείται με την αναμονή μέχρι την έκδοση διατάγματος όπως προβλέπεται στην παράγραφο (β), οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας δύνανται να αποταθούν στο Οικογενειακό Δικαστήριο για την έκδοση μονομερούς προσωρινού διατάγματος, ούτως ώστε να τοποθετήσουν το παιδί σε χώρο όπου διασφαλίζεται η προστασία και ευημερία του μέχρι την έκδοση διατάγματος αφαίρεσης γονικής μέριμνας ή επιτροπείας.
17. Το Οικογενειακό Συμβούλιο Ευημερίας Παιδιού συγκαλείται από τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, συντονίζεται από Λειτουργό Κοινωνικών Υπηρεσιών που ορίζεται για το σκοπό αυτό και απαρτίζεται από-
(α) το παιδί, για το οποίο συγκλήθηκε,
(β) τους ασκούντες τη γονική μέριμνα του παιδιού,
(γ) τον εκπρόσωπο του παιδιού, σε περίπτωση που έχει οριστεί,
(δ) οποιονδήποτε άλλο συγγενή του παιδιού, όπως δυνατό να καθοριστεί από τον συντονιστή μετά από διαβούλευση με το παιδί και τους ασκούντες τη γονική μέριμνα ή τον εκπρόσωπό του, ανάλογα με την περίπτωση,
(ε) οποιονδήποτε επαγγελματία ο οποίος, κατά την κρίση του συντονιστή, δύναται να συνεισφέρει στις εργασίες του Συμβουλίου, λόγω της εξειδίκευσής του ή λόγω της σχέσης του με το παιδί ή λόγω της γνώσης της περίπτωσης του παιδιού και της οικογένειάς του, περιλαμβανομένου λειτουργού των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας ή/και εκπαιδευτικού ψυχολόγου της σχολικής μονάδας του παιδιού,
(στ) το συντονιστή.
18.-(1) Το Οικογενειακό Συμβούλιο Ευημερίας Παιδιού-
(α) αξιολογεί κατά πόσο το παιδί για το οποίο έχει συγκληθεί χρειάζεται ειδική φροντίδα ή προστασία την οποία είναι απίθανο να λάβει υπό τις συνθήκες που αξιολογήθηκε από τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας ότι επικρατούν στο οικογενειακό και κοινωνικό του περιβάλλον, με απώτερο στόχο την προστασία του παιδιού και την πρόληψη μελλοντικής παραβατικής συμπεριφοράς του παιδιού,
(β) σε περίπτωση που αξιολογεί ότι το παιδί χρειάζεται την αναφερόμενη στην παράγραφο (α) φροντίδα και προστασία, αποφασίζει τη λήψη των απαραίτητων μέτρων στήριξης του παιδιού ή/και της οικογένειάς του ή/και στήριξης του παιδιού στο πλαίσιο της σχολικής του μονάδας, συμπεριλαμβανομένης, όπου κρίνεται απαραίτητο, της συνεργασίας με οποιαδήποτε δημόσια αρχή,
(γ) σε περίπτωση που η αναφερόμενη στην παράγραφο (β) στήριξη δεν επέφερε θετικά αποτελέσματα, την καταχώριση αίτησης για έκδοση διατάγματος αφαίρεσης γονικής μέριμνας ή επιτροπείας για την εν όλω ή εν μέρει άσκηση της γονικής μέριμνας του παιδιού από τον Διευθυντή ή επίτροπο διορισμένο δυνάμει των διατάξεων του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου,
(δ) διαπιστώνει τους λόγους για τους οποίους το παιδί επέδειξε παραβατική συμπεριφορά,
(ε) συζητά τον τρόπο με τον οποίο οι γονείς ή οι ασκούντες τη γονική μέριμνα ή οποιαδήποτε άλλα μέλη της οικογένειας ή άλλοι συγγενείς ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο μπορούν να βοηθήσουν, ώστε να αποφευχθεί η μελλοντική ανάμειξη ή συμμετοχή του παιδιού σε παραβατική συμπεριφορά,
(στ) όπου είναι απαραίτητο, αξιολογεί τη συμπεριφορά του παιδιού από τον χρόνο της σύγκλησης του Συμβουλίου,
(ζ) όπου είναι δυνατό ή σκόπιμο, διαμεσολαβεί μεταξύ του παιδιού και του θύματος.
(2) Σε περίπτωση που, πριν ή κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του Οικογενειακού Συμβουλίου Ευημερίας Παιδιού, ο συντονιστής κρίνει ότι η παρουσία οποιουδήποτε προσώπου στις εργασίες του Συμβουλίου, συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του παιδιού, δεν είναι προς το συμφέρον του παιδιού ή παρεμποδίζει τις εργασίες του Συμβουλίου ή δεν συνάδει με τα καθήκοντα του Συμβουλίου, ο συντονιστής δύναται να αποκλείσει τη συμμετοχή ή οποιαδήποτε μεταγενέστερη συμμετοχή του εν λόγω προσώπου στο Οικογενειακό Συμβούλιο Ευημερίας Παιδιού.
(3) Ο συντονιστής λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα, για να διασφαλίσει ότι όλοι οι συμμετέχοντες στο Οικογενειακό Συμβούλιο Ευημερίας Παιδιού λαμβάνουν έγκαιρα γνώση της ημέρας, της ώρας και του τόπου όπου θα πραγματοποιηθεί το Συμβούλιο και μεριμνά για την τήρηση των πρακτικών της συνεδρίας.
(4) Παράλειψη οποιουδήποτε προσώπου έχει ειδοποιηθεί κανονικά από τον συντονιστή να συμμετάσχει στο Οικογενειακό Συμβούλιο Ευημερίας Παιδιού δεν επηρεάζει οποιεσδήποτε αποφάσεις ή εισηγήσεις λαμβάνονται στο Συμβούλιο, εκτός εάν ο συντονιστής κρίνει ότι η απουσία του εν λόγω προσώπου δεν είναι προς το συμφέρον του παιδιού και, στην περίπτωση αυτή, ορίζει άλλη ημερομηνία, για να καταστεί δυνατή η συμμετοχή του.
(5) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, το Οικογενειακό Συμβούλιο Ευημερίας Παιδιού δύναται να καθορίζει τις διαδικασίες που ακολουθεί, λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού.
(6) Οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας παρέχουν τη διοικητική και άλλη απαραίτητη υποστήριξη για την αποτελεσματική λειτουργία του Οικογενειακού Συμβουλίου Ευημερίας Παιδιού.
19. Οι αποφάσεις του Οικογενειακού Συμβουλίου Ευημερίας Παιδιού λαμβάνονται κατά το δυνατό ομόφωνα και, σε περίπτωση που αυτό δεν καταστεί δυνατό, με απλή πλειοψηφία από τους συμμετέχοντες σε αυτό.
20.-(1) Ο συντονιστής του Οικογενειακού Συμβουλίου Ευημερίας Παιδιού κοινοποιεί γραπτώς, οποιεσδήποτε αποφάσεις έχουν ληφθεί από το Συμβούλιο στα ακόλουθα πρόσωπα ή αρχές:
(α) Στο παιδί, στο οποίο αφορούν οι αποφάσεις του Συμβουλίου Ευημερίας Παιδιού·
(β) στους ασκούντες τη γονική μέριμνα του παιδιού ή οποιοδήποτε διορισμένο εκπρόσωπο του παιδιού, όπου αυτό εφαρμόζεται·
(γ) σε οποιοδήποτε πρόσωπο έχει παραστεί στο Συμβούλιο·
(δ) στο Διευθυντή·
(ε) στη Σχολική Μονάδα του παιδιού και την Υπηρεσία Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας, σε περίπτωση που στο Οικογενειακό Συμβούλιο Ευημερίας Παιδιού συμμετέχει εκπρόσωπος Υπηρεσίας του Υπουργείου Παιδείας, Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας ή της σχολικής μονάδας του παιδιού·
(στ) στην Αστυνομία, εφόσον αυτό επιβάλλει το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού·
(ζ) σε οποιαδήποτε άλλη δημόσια αρχή, στην οποία είναι απαραίτητη κατά την κρίση του συντονιστή η κοινοποίηση των αποφάσεων, εφόσον αυτό επιβάλλει το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού.
(2) Ο συντονιστής του Οικογενειακού Συμβουλίου Ευημερίας Παιδιού λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα και προβαίνει σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες για υλοποίηση των αποφάσεων του Συμβουλίου μέσω των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας.
(3) Οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας παρέχουν όλες τις απαραίτητες υπηρεσίες και βοήθεια στο παιδί και την οικογένειά του για την εφαρμογή των αποφάσεων του Οικογενειακού Συμβουλίου Ευημερίας Παιδιού.
21.-(1) Σε περίπτωση που οι ασκούντες τη γονική μέριμνα ή ο εκπρόσωπος του παιδιού ή, εάν το παιδί έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο (18ο) έτος της ηλικίας του, το ίδιο το παιδί, θεωρούν ότι οι αποφάσεις που λαμβάνονται από το Οικογενειακό Συμβούλιο Ευημερίας Παιδιού δεν είναι προς το συμφέρον του παιδιού, έχουν δικαίωμα υποβολής ένστασης στον Διευθυντή εντός επτά (7) ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης.
(2) Ο Διευθυντής, κατά την εξέταση της ένστασης, δύναται να ακούσει οποιοδήποτε μέλος του Οικογενειακού Συμβουλίου Ευημερίας Παιδιού, περιλαμβανομένου του παιδιού, ή οποιοδήποτε άλλο προσωπο κρίνει σκόπιμο και αποφασίζει επί της ένστασης εντός τριάντα (30) ημερών από την υποβολή της.