71.-(1)(α) Σε περίπτωση που η μητρική επιχείρηση είναι μητρική ΕΠΕΥ εγκατεστημένη στη Δημοκρατία και καμία από τις θυγατρικές της δεν είναι πιστωτικό ίδρυμα, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Επιτροπή.
(β) Σε περίπτωση που η μητρική επιχείρηση είναι μητρική ΕΠΕΥ εγκατεστημένη στην Ένωση και καμία από τις θυγατρικές της δεν είναι πιστωτικό ίδρυμα, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Επιτροπή, όταν αποτελεί την αρμόδια αρχή για την εν λόγω ΕΠΕΥ εγκατεστημένη στην Ένωση σε ατομική βάση.
(2) Σε περίπτωση που η μητρική επιχείρηση ΕΠΕΥ είναι μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στη Δημοκρατία ή μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στη Δημοκρατία, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Επιτροπή και σε περίπτωση που η μητρική επιχείρηση ΕΠΕΥ είναι μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Επιτροπή, όταν αποτελεί την αρμόδια αρχή που εποπτεύει την ΕΠΕΥ σε ατομική βάση.
(3) Σε περίπτωση που δύο ή περισσότερες ΕΠΕΥ που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση έχουν την ίδια μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος, ή την ίδια μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος, ή την ίδια μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή την ίδια μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Επιτροπή, όταν αποτελεί την αρμόδια αρχή για την ΕΠΕΥ με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού, όταν ο όμιλος δεν περιλαμβάνει πιστωτικά ιδρύματα.
(4) Σε περίπτωση που απαιτείται ενοποίηση σύμφωνα με το Άρθρο 18, παράγραφος 3 ή 6 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Επιτροπή, όταν ο όμιλος δεν περιλαμβάνει πιστωτικό ίδρυμα και όταν αυτή αποτελεί την αρμόδια αρχή για τη ΚΕΠΕΥ με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού.
(5) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του εδαφίου (3), όταν η Επιτροπή εποπτεύει σε ατομική βάση περισσότερες από μία ΕΠΕΥ εντός ομίλου, αποτελεί την αρχή ενοποιημένης εποπτείας όταν είναι η αρμόδια αρχή που εποπτεύει σε ατομική βάση μία ή περισσότερες ΕΠΕΥ εντός του ομίλου, με το υψηλότερο σύνολο ισολογισμού συνολικά.
(6)(α) Σε ειδικές περιπτώσεις, η Επιτροπή δύναται, σε κοινή συμφωνία με τις άλλες αρμόδιες αρχές, να μην εφαρμόζει τα κριτήρια που αναφέρονται στα εδάφια (1), (3) και (4) και να αναθέτει σε διαφορετική αρμόδια αρχή την άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση, όταν η εφαρμογή των εν λόγω κριτηρίων δεν θα ήταν εν προκειμένω σκόπιμη, λαμβάνοντας υπόψη τις συγκεκριμένες ΕΠΕΥ και τη σχετική σημασία των δραστηριοτήτων τους στα οικεία κράτη μέλη ή την ανάγκη διασφάλισης της συνέχειας της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση από την ίδια αρμόδια αρχή.
(β) Η Επιτροπή, στις περιπτώσεις αυτές, προτού λάβει τέτοια απόφαση, παρέχει στο μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ, στη μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, στη μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή στην ΕΠΕΥ με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού, κατά περίπτωση, το δικαίωμα ακρόασης.
(γ) Η Επιτροπή κοινοποιεί, χωρίς καθυστέρηση, στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στην ΕΑΤ τις συμφωνίες που υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος εδαφίου.
72.-(1) Επιπροσθέτως των υποχρεώσεων που επιβάλλονται από τον παρόντα Νόμο και από τις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες οδηγίες και τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η Επιτροπή, όταν ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, εκτελεί τα ακόλουθα καθήκοντα:
(α) Συντονισμό της συγκέντρωσης και διάδοσης των χρήσιμων ή ουσιωδών πληροφοριών κατά τη συνήθη πορεία των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων καθώς και σε επείγουσες καταστάσεις·
(β) προγραμματισμό και συντονισμό των εποπτικών δραστηριοτήτων, κατά τη συνήθη πορεία των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν τις δραστηριότητες που αναφέρονται στα άρθρα 71 έως 89, σε συνεργασία με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές·
(γ) προγραμματισμό και συντονισμό των εποπτικών δραστηριοτήτων σε συνεργασία με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές και, εφόσον απαιτείται, με τις κεντρικές τράπεζες του ΕΣΚΤ, κατά την προετοιμασία και κατά τη διάρκεια έκτακτων καταστάσεων, συμπεριλαμβανομένων των αρνητικών εξελίξεων σε ΕΠΕΥ ή σε χρηματοοικονομικές αγορές χρησιμοποιώντας, όπου είναι δυνατόν, υπάρχοντες διαύλους επικοινωνίας για τη διευκόλυνση της διαχείρισης κρίσεων.
(2) Σε περίπτωση που η Επιτροπή, όταν ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, αδυνατεί να εκτελέσει τα καθήκοντα που προβλέπονται στο εδάφιο (1) ή εάν οι αρμόδιες αρχές δεν συνεργάζονται με την Επιτροπή (ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας) στον βαθμό που απαιτείται για την εκτέλεση των καθηκόντων που προβλέπονται στο εδάφιο (1), η Επιτροπή δύναται να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ και να ζητήσει τη συνδρομή της δυνάμει του Άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
(3) Η Επιτροπή δύναται να ζητήσει τη συμβολή της ΕΑΤ σε περίπτωση διαφωνίας σχετικά με το συντονισμό των εποπτικών δραστηριοτήτων δυνάμει, του παρόντος άρθρου ιδία πρωτοβουλία, σύμφωνα με το Άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
(4) Ο προγραμματισμός και συντονισμός των εποπτικών δραστηριοτήτων που αναφέρεται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) περιλαμβάνει ειδικά μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 77 και στην παράγραφο (β) του εδαφίου (5) του άρθρου 77, τη διεξαγωγή κοινών εκτιμήσεων, την εφαρμογή σχεδίων έκτακτης ανάγκης και την ενημέρωση του κοινού.
73.-(1) Η Επιτροπή, είτε ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας είτε ως αρμόδια αρχή υπεύθυνη για την εποπτεία ΚΕΠΕΥ που είναι θυγατρική ενός μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μιας μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ, πράττει ό,τι είναι δυνατό προκειμένου να καταλήξει με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές σε κοινή απόφαση όσον αφορά τα ακόλουθα:
(α) Την εφαρμογή των άρθρων 34 και 55, για να καθοριστεί η επάρκεια του ενοποιημένου επιπέδου ιδίων κεφαλαίων που βρίσκονται στην κατοχή του ομίλου ιδρυμάτων όσον αφορά στην οικονομική κατάστασή του και στα χαρακτηριστικά κινδύνου και συνεπώς στο απαιτούμενο ύψος ιδίων κεφαλαίων για την εφαρμογή της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 61 σε κάθε οντότητα στο πλαίσιο του ομίλου ιδρυμάτων και σε ενοποιημένη βάση·
(β) τα μέτρα για την αντιμετώπιση ουσιωδών ζητημάτων και σημαντικών ευρημάτων που αφορούν την εποπτεία ρευστότητας, συμπεριλαμβανομένων όσων αφορούν την επάρκεια του οργανισμού και την αντιμετώπιση κινδύνων όπως απαιτείται δυνάμει του άρθρου 47 και όσων αφορούν στην ανάγκη των ειδικών για κάθε ίδρυμα απαιτήσεων ρευστότητας σύμφωνα με το άρθρο 65·
(γ) οποιαδήποτε καθοδήγηση ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια που αναφέρεται στα εδάφια (4) και (5) του άρθρου 63.
(2) Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) λαμβάνονται-
(α) για τους σκοπούς της παραγράφου (α) του εδαφίου (1), εντός τεσσάρων (4) μηνών από την υποβολή έκθεσης εκ μέρους της αρχής ενοποιημένης εποπτείας, η οποία περιλαμβάνει την εκτίμηση κινδύνου του ομίλου ιδρυμάτων σύμφωνα με το άρθρο 62, προς τις άλλες συναφείς αρμόδιες αρχές·
(β) για τους σκοπούς της παραγράφου (β) του εδαφίου (1), εντός τεσσάρων (4) μηνών από την υποβολή έκθεσης εκ μέρους της αρχής ενοποιημένης εποπτείας προς τις άλλες αρμόδιες αρχές, η οποία περιλαμβάνει την εκτίμηση των χαρακτηριστικών του κινδύνου ρευστότητας του ομίλου ιδρυμάτων σύμφωνα με τα άρθρα 47 και 65·
(γ) για τους σκοπούς της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1), εντός τεσσάρων (4) μηνών από την υποβολή έκθεσης εκ μέρους της αρχής ενοποιημένης εποπτείας, η οποία περιλαμβάνει την εκτίμηση κινδύνου του ομίλου ιδρυμάτων σύμφωνα με το άρθρο 63.
(3) Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1), λαμβάνουν επίσης δεόντως υπόψη την εκτίμηση κινδύνου των θυγατρικών που διενεργείται από τις συναφείς αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τα άρθρα 34, 55, 62 και 63.
(4) Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β) του εδάφιου (1) παρουσιάζονται σε έγγραφα που περιέχουν πλήρη αιτιολόγηση που θα δοθεί στο μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ από την Επιτροπή, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας.
(5) Σε περίπτωση διαφωνίας, η Επιτροπή, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, συμβουλεύεται την ΕΑΤ κατόπιν αιτήματος οποιασδήποτε άλλης ενδιαφερόμενης αρμόδιας αρχής.
(6) Η Επιτροπή, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, δύναται επίσης να συμβουλευτεί την ΕΑΤ με δική της πρωτοβουλία.
(7) Σε περίπτωση που δεν ληφθεί κοινή απόφαση από τις αρμόδιες αρχές εντός των χρονικών περιόδων που αναφέρονται στο εδάφιο (2), η απόφαση για την εφαρμογή των άρθρων 34, 47, 55 και της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 61 και των άρθρων 63 και 65 λαμβάνεται σε ενοποιημένη βάση από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας έπειτα από τη δέουσα συνεκτίμηση της αξιολόγησης κινδύνου για τις θυγατρικές που έχει πραγματοποιηθεί από τις συναφείς αρμόδιες αρχές.
(8) Σε περίπτωση που, κατά τη λήξη των χρονικών περιόδων που αναφέρονται στο εδάφιο (2), οποιαδήποτε από τις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η Επιτροπή, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει την όποια απόφαση μπορεί να λάβει η ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19, παράγραφος 3 του εν λόγω Κανονισμού και λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ.
(9) Οι χρονικές περίοδοι που αναφέρονται στο εδάφιο (2) θεωρούνται ως περίοδοι συμβιβασμού κατά την έννοια του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
(10) Το θέμα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή μετά τη λήψη κοινής απόφασης.
(11) Η απόφαση για την εφαρμογή των άρθρων 34, 47, 55 και της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 61 και των άρθρων 63 και 65 λαμβάνεται από τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των θυγατρικών ενός μητρικού πιστωτικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή μιας μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ σε ατομική ή υποενοποιημένη βάση, έπειτα από τη δέουσα εξέταση των απόψεων και των επιφυλάξεων που διατυπώθηκαν από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας.
(12) Σε περίπτωση που στο τέλος οποιασδήποτε από τις περιόδους που αναφέρονται στο εδάφιο (2) οποιαδήποτε από τις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η Επιτροπή αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει τυχόν απόφαση της ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19, παράγραφος 3 του εν λόγω Κανονισμού και στη συνέχεια λαμβάνει απόφαση που συνάδει με την απόφαση της ΕΑΤ.
(13) Οι χρονικές περίοδοι που αναφέρονται στο εδάφιο (2) θεωρούνται ως περίοδοι συμβιβασμού κατά την έννοια του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
(14) Το θέμα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή μετά τη λήψη κοινής απόφασης.
(15) Οι αποφάσεις παρουσιάζονται σε έγγραφο που περιέχει πλήρη αιτιολόγηση και λαμβάνει υπόψη την εκτίμηση κινδύνου, τις απόψεις και τις επιφυλάξεις των άλλων αρμόδιων αρχών, όπως αυτές εκφράστηκαν κατά τις χρονικές περιόδους που αναφέρονται στο εδάφιο (2) και το οποίο υποβάλλεται από την Επιτροπή, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, στις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές και στο μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ.
(16) Σε περίπτωση που έχει ληφθεί η γνώμη της ΕΑΤ, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τις συστάσεις της και εξηγεί τυχόν ουσιώδη απόκλιση από αυτές.
(17) Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) και οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές, όταν δεν υπάρχει κοινή απόφαση σύμφωνα με τα εδάφια (7) έως (16), αναγνωρίζονται ως καθοριστικές και εφαρμόζονται από την Επιτροπή.
(18) Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) και οποιαδήποτε απόφαση λαμβάνεται όταν δεν υπάρχει κοινή απόφαση σύμφωνα με τα εδάφια (7) έως (16) επικαιροποιούνται σε ετήσια βάση ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία των θυγατρικών ενός μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μιας μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ υποβάλλει γραπτό και πλήρως αιτιολογημένο αίτημα προς την Επιτροπή, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, προκειμένου να επικαιροποιήσει την απόφαση για την εφαρμογή της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 61 και των άρθρων 63 και 65.
(19) Στις εξαιρετικές περιπτώσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (18), η επικαιροποίηση μπορεί να αντιμετωπίζεται σε διμερή βάση μεταξύ της Επιτροπής, ως αρχής ενοποιημένης εποπτείας, και της αιτούσας αρμόδιας αρχής.
74.-(1) Σε περίπτωση που προκύπτει κατάσταση έκτακτης ανάγκης, συμπερι-λαμβανομένων των καταστάσεων που περιγράφονται στο Άρθρο 18 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 ή κατάσταση με αρνητικές εξελίξεις στις αγορές, η οποία ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο τη ρευστότητα της αγοράς και τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος, σε οποιοδήποτε από τα κράτη μέλη όπου οντότητες του ομίλου έχουν λάβει άδεια λειτουργίας, η Επιτροπή, ως η αρχή ενοποιημένης εποπτείας, σύμφωνα με τα άρθρα 14 έως 24 του παρόντος Νόμου και, κατά περίπτωση, με τα άρθρα 15, 16 και 17 του περί Προληπτικής Εποπτείας ΕΠΕΥ Νόμου, ειδοποιεί το συντομότερο δυνατόν την ΕΑΤ και τις αρχές που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β) του εδαφίου (5) του άρθρου 19 και στο άρθρο 21 του παρόντος Νόμου και διαβιβάζει όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση των εργασιών τους.
(2) Στο μέτρο του δυνατού, η Επιτροπή χρησιμοποιεί τους υπάρχοντες διαύλους επικοινωνίας.
(3) Η Επιτροπή ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, όταν χρειάζεται πληροφορίες που έχουν ήδη παρασχεθεί σε άλλη αρμόδια αρχή, επικοινωνεί με αυτήν, στο μέτρο του δυνατού, προκειμένου να αποφευχθεί η διπλή υποβολή πληροφοριών στις διάφορες αρχές που εμπλέκονται στην εποπτεία.
75.-(1) Προκειμένου να διευκολυνθεί και να καταστεί αποτελεσματική η εποπτεία, η Επιτροπή, όταν είναι επιφορτισμένη με την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση, καθώς και οι άλλες εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές, θεσπίζουν γραπτές ρυθμίσεις σε θέματα συντονισμού και συνεργασίας.
(2) Βάσει των ρυθμίσεων που προβλέπονται στο εδάφιο (1) δύναται να ανατεθούν πρόσθετα καθήκοντα στην Επιτροπή, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας και να προσδιοριστούν διαδικασίες για τη λήψη αποφάσεων και τη συνεργασία με άλλες αρμόδιες αρχές.
(3) Η Επιτροπή ως υπεύθυνη για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας στη θυγατρική μιας μητρικής επιχείρησης η οποία είναι ΕΠΕΥ μπορεί, με διμερή συμφωνία και σύμφωνα με το Άρθρο 28 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, να εκχωρήσει την εποπτική της αρμοδιότητα στις αρμόδιες αρχές που χορήγησαν την άδεια λειτουργίας και εποπτεύουν την εν λόγω μητρική επιχείρηση, με σκοπό οι τελευταίες αρχές να αναλάβουν την εποπτεία της θυγατρικής, σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης, στα οικεία κράτη μέλη των αρμοδίων αυτών αρχών, νομοθεσίας διά των οποίων υιοθετήθηκαν οι διατάξεις της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ.
(4) Η Επιτροπή ενημερώνει τη ΕΑΤ για την ύπαρξη και το περιεχόμενο των συμφωνιών που προβλέπονται στο εδάφιο (3).
(5) Όταν η Επιτροπή αποτελεί την αρχή ενοποιημένης εποπτείας, αλλά δεν αποτελεί την αρμόδια αρχή στο κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένη η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, η οποία έχει λάβει έγκριση σύμφωνα με τις εναρμονιστικές με το Άρθρο 21α της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/878 νομοθετικές διατάξεις κράτους μέλους, οι ρυθμίσεις συντονισμού και συνεργασίας, που αναφέρονται στο εδάφιο (1) συνάπτονται επίσης με την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η μητρική επιχείρηση.
76.-(1) Η Επιτροπή, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, συστήνει σώματα εποπτών για τη διευκόλυνση της εκτέλεσης των εργασιών που μνημονεύονται στα άρθρα 72 και 73 και στο εδάφιο (1) του άρθρου 74 και, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων εμπιστευτικότητας του εδαφίου (4) και του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εξασφαλίζει, κατά περίπτωση, κατάλληλο συντονισμό και συνεργασία με τις σχετικές εποπτικές αρχές τρίτων χωρών.
(2) Τα σώματα εποπτών παρέχουν ένα πλαίσιο για την Επιτροπή (ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας) και τις άλλες ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές, για την εκτέλεση των κάτωθι εργασιών:
(α) Ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ τους και με την ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 21 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010·
(β) συμφωνία σχετικά με την εκούσια ανάθεση εργασιών και την εκούσια ανάθεση αρμοδιοτήτων, κατά περίπτωση·
(γ) καθορισμός προγραμμάτων εποπτικής εξέτασης του άρθρου 57 που βασίζονται σε εκτίμηση κινδύνου του ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 55·
(δ) αύξηση της αποτελεσματικότητας της εποπτείας με κατάργηση της μη απαραίτητης επικάλυψης των εποπτικών απαιτήσεων, μεταξύ άλλων και όσον αφορά τις αιτήσεις πληροφοριών που μνημονεύονται στο άρθρο 74 και στο εδάφιο (4) του άρθρου 77·
(ε) συνεπής εφαρμογή των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας βάσει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών και βάσει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε όλες τις οντότητες ενός ομίλου, με την επιφύλαξη των διαθέσιμων στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εναλλακτικών επιλογών και διακριτικών ευχερειών·
(στ) εφαρμογή της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 72, λαμβάνοντας υπόψη το έργο άλλων φορέων που έχουν ενδεχομένως δημιουργηθεί στον τομέα αυτό.
(3) Για τη διευκόλυνση της εκτέλεσης των καθηκόντων που αναφέρονται στις παραγράφους (α) έως (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 72, στα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 74 και στα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 75, η Επιτροπή, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, συγκροτεί επίσης σώματα εποπτών μεταξύ άλλων σε περιπτώσεις όπου όλες οι διασυνοριακές θυγατρικές μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ, μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ έχουν την έδρα τους σε τρίτες χώρες, υπό την προϋπόθεση ότι οι αρχές εποπτείας των τρίτων χωρών υπόκεινται σε απαιτήσεις εμπιστευτικότητας ισοδύναμες με τις απαιτήσεις του Κεφαλαίου 1, Τμήμα ΙΙ της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ και, κατά περίπτωση, των άρθρων 14 έως 24 του παρόντος Νόμου και, κατά περίπτωση, των Άρθρων 76 και 81 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.
(4)(α) Η Επιτροπή, ως αρμόδια αρχή που συμμετέχει στα σώματα εποπτών, συνεργάζεται στενά με τις άλλες αρμόδιες αρχές που συμμετέχουν στο σώμα εποπτών και με την ΕΑΤ.
(β) Οι απαιτήσεις εμπιστευτικότητας, δυνάμει των άρθρων 14 έως 24 του παρόντος Νόμου και, κατά περίπτωση, των άρθρων 15, 16 και 17 του περί Προληπτικής Εποπτείας ΕΠΕΥ Νόμου, δεν εμποδίζουν την ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών μεταξύ της Επιτροπής και των άλλων αρμόδιων αρχών στο πλαίσιο σωμάτων εποπτών.
(γ) Η σύσταση και λειτουργία σωμάτων εποπτών δεν επηρεάζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της Επιτροπή δυνάμει του παρόντος Νόμου, των εκδιδόμενων δυνάμει αυτού οδηγιών και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καθώς και τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των αρμόδιων αρχών δυνάμει των διατάξεων της κείμενης στα κράτη μέλη των εν λόγω αρμόδιων αρχών νομοθεσίας, διά των οποίων υιοθετούνται διατάξεις της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ και δυνάμει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
(5) Η σύσταση και λειτουργία του σώματος βασίζεται σε γραπτές ρυθμίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 75 και που καθορίζονται έπειτα από διαβούλευση της Επιτροπής, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, με τις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές.
(6) Επιτρέπεται να συμμετέχουν στα σώματα εποπτών οι αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία θυγατρικών ενός μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μιας μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ, οι κεντρικές τράπεζες του ΕΣΣΚ κατά περίπτωση, καθώς και οι εποπτικές αρχές τρίτης χώρας, εφόσον συντρέχει λόγος και υπό την επιφύλαξη απαιτήσεων εμπιστευτικότητας που, κατά τη γνώμη όλων των αρμόδιων αρχών, είναι ισοδύναμες με τις απαιτήσεις κατά τα άρθρα 14 έως 24 του παρόντος Νόμου και, όπου συντρέχει περίπτωση, κατά τα άρθρα 15, 16 και 17 του περί Προληπτικής Εποπτείας ΕΠΕΥ Νόμου.
(7) Η Επιτροπή, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών η οποία έχει λάβει έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 79, δύναται να συμμετέχει στο σχετικό σώμα εποπτών.
(8)(α) Η Επιτροπή, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, προεδρεύει στις συνεδριάσεις του σώματος εποπτών και αποφασίζει ποιες αρμόδιες αρχές συμμετέχουν σε μια συνεδρίαση ή σε μια δραστηριότητα του σώματος.
(β) Η Επιτροπή, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, ενημερώνει εκ των προτέρων και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με την οργάνωση των συνεδριάσεων που αναφέρονται στην παράγραφο (α), τα κύρια θέματα προς συζήτηση και τις κυριότερες δραστηριότητες προς εξέταση, όπως επίσης και σχετικά με τις ενέργειες που λαμβάνουν χώρα σε αυτές τις συνεδριάσεις ή με τα μέτρα που λαμβάνονται.
(9) Στην απόφαση της Επιτροπής, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, λαμβάνεται υπόψη η σημασία της εποπτικής δραστηριότητας που θα προγραμματιστεί ή θα συντονιστεί για τις αρχές αυτές, ιδίως δε οι ενδεχόμενες επιπτώσεις στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος στα εμπλεκόμενα κράτη μέλη, όπως προβλέπει το άρθρο 6 του και οι υποχρεώσεις που επιβάλλουν οι υποπαράγραφοι (i) έως (iv) της παραγράφου (α) του εδαφίου (2) του άρθρου 12.
(10) Η Επιτροπή, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων εμπιστευτικότητας δυνάμει των άρθρων 14 έως 24 του παρόντος Νόμου και, όπου συντρέχει περίπτωση, των άρθρων 15, 16 και 17 του περί Προληπτικής Εποπτείας ΕΠΕΥ Νόμου, ενημερώνει την ΕΑΤ σχετικά με τις δραστηριότητες του σώματος εποπτών, μεταξύ άλλων σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, και διαβιβάζει στην ΕΑΤ όλες τις πληροφορίες που έχουν ιδιαίτερη σημασία για τους σκοπούς της εποπτικής σύγκλισης.
(11) Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ αρμόδιων αρχών σχετικά με τη λειτουργία των σωμάτων εποπτών, οποιαδήποτε από τις ενδιαφερόμενες αρχές μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ και να ζητήσει τη συνδρομή της σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
77.-(1)(α) Η Επιτροπή συνεργάζεται στενά με τις υπόλοιπες αρμόδιες αρχές και διαβιβάζει σε αυτές, ιδία πρωτοβουλία, όλες τις πληροφορίες που είναι ουσιώδεις και κατόπιν αιτήσεων όλες τις πληροφορίες που είναι σχετικές με την άσκηση των εποπτικών καθηκόντων που αναλαμβάνουν οι άλλες αρχές, δυνάμει των διατάξεων της κείμενης, στα κράτη μέλη αυτών των αρμοδίων αρχών, νομοθεσίας δια των οποίων υιοθετήθηκαν οι διατάξεις της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
(β) Η Επιτροπή, δύναται να λαμβάνει από τις υπόλοιπες αρμόδιες αρχές, με την πρωτοβουλία αυτών, όλες τις πληροφορίες που είναι ουσιώδεις και κατόπιν αιτήσεων της, όλες τις πληροφορίες που είναι σχετικές με την άσκηση των εποπτικών καθηκόντων που αναλαμβάνει δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
(γ) Η Επιτροπή συνεργάζεται με την ΕΑΤ για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
(δ) Η Επιτροπή παρέχει στην ΕΑΤ όλες τις πληροφορίες που της είναι απαραίτητες για να επιτελέσει το έργο που έχει βάσει της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, βάσει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και βάσει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, σύμφωνα με το Άρθρο 35 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
(ε) Οι πληροφορίες οι οποίες αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β) θεωρούνται ουσιώδεις εάν δύναται να επηρεάσουν ουσιαστικά την εκτίμηση της χρηματοοικονομικής υγείας μιας ΕΠΕΥ ή χρηματοδοτικού ιδρύματος σε άλλο κράτος μέλος.
(στ) Η Επιτροπή, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας μητρικών ιδρυμάτων εγκατεστημένων στην ΕΕ και ιδρυμάτων ελεγχόμενων από μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην ΕΕ ή μητρικές μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην ΕΕ, παρέχει κάθε σχετική πληροφορία στις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών που ασκούν εποπτεία επί θυγατρικών των εν λόγω μητρικών επιχειρήσεων.
(ζ) Κατά τον προσδιορισμό της έκτασης των σχετικών πληροφοριών, λαμβάνεται υπόψη η σπουδαιότητα των εν λόγω θυγατρικών για το χρηματοοικονομικό σύστημα των κρατών μελών αυτών.
(2) Οι ουσιώδεις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) περιλαμβάνουν, ειδικότερα, τα ακόλουθα:
(α) Τον προσδιορισμό της νομικής δομής, της δομής διακυβέρνησης περιλαμβανομένης της οργανωτικής δομής, που καλύπτουν όλες τις ρυθμιζόμενες και μη ρυθμιζόμενες οντότητες, τα μη ρυθμιζόμενα θυγατρικά και σημαντικά υποκαταστήματα που ανήκουν στον όμιλο, τις μητρικές επιχειρήσεις σύμφωνα με τα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 35 και τα εδάφια (2) έως (5) του άρθρου 69 και τις αρμόδιες αρχές των ρυθμιζόμενων οντοτήτων του ομίλου·
(β) διαδικασίες συλλογής πληροφοριών από τα ιδρύματα ενός ομίλου και τον έλεγχο αυτών των πληροφοριών·
(γ) αρνητικές εξελίξεις σε ιδρύματα ή άλλα νομικά πρόσωπα ενός ομίλου που δύνανται να επηρεάσουν σοβαρά τα ιδρύματα·
(δ) σημαντικές κυρώσεις και έκτακτα μέτρα που λαμβάνουν οι αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τις εναρμονιστικές με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ νομοθετικές διατάξεις των οικείων κρατών μελών ή/και με τον παρόντα Νόμο, περιλαμβανομένης της επιβολής ειδικής κεφαλαιακής απαίτησης βάσει του άρθρου 61 και της επιβολής οποιουδήποτε ορίου όσον αφορά τη χρήση της Εξελιγμένης Μεθόδου Μέτρησης για τον υπολογισμό των απαιτήσεων σε ίδια κεφάλαια βάσει του Άρθρου 312, παράγραφος 2 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
(3) Η Επιτροπή δύναται να παραπέμπει στην ΕΑΤ οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) μια αρμόδια αρχή δεν έχει διαβιβάσει απαραίτητες πληροφορίες·
(β) ένα αίτημα συνεργασίας, ιδιαίτερα για την ανταλλαγή σχετικών πληροφοριών, απορρίφθηκε ή δεν απαντήθηκε εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.
(4) Η Επιτροπή, όταν είναι επιφορτισμένη με την εποπτεία ιδρυμάτων ελεγχόμενων από μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ, επικοινωνεί όποτε είναι δυνατόν με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας όταν έχει ανάγκη πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή των μεθόδων που περιλαμβάνονται στον παρόντα Νόμο και στις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες οδηγίες και στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, τις οποίες ενδέχεται να έχει ήδη στη διάθεσή της η αρχή ενοποιημένης εποπτείας.
(5) Η Επιτροπή, προτού λάβει απόφαση, διαβουλεύεται με τις υπόλοιπες αρμόδιες αρχές όσον αφορά στα ακόλουθα θέματα, όταν η εν λόγω απόφαση έχει συνέπειες για τα εποπτικά καθήκοντα άλλων αρμόδιων αρχών:
(α) Μεταβολές στη μετοχική, οργανωτική ή διαχειριστική διάρθρωση των ΕΠΕΥ ενός ομίλου που απαιτούν την έγκριση ή την άδεια των αρμόδιων αρχών· και
(β) σημαντικές κυρώσεις και έκτακτα μέτρα που έλαβαν οι αρμόδιες αρχές, περιλαμβανομένης της επιβολής συγκεκριμένης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων δυνάμει των εναρμονιστικών με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ νομοθετικών διατάξεων των οικείων κρατών μελών και της επιβολής οποιουδήποτε ορίου όσον αφορά στη χρήση της Εξελιγμένης Μεθόδου Μέτρησης για τον υπολογισμό των απαιτήσεων σε ίδια κεφάλαια βάσει του Άρθρου 312, παράγραφος 2 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
(6) Για τους σκοπούς της παραγράφου (β), η Επιτροπή ως αρμόδια αρχή κράτους μέλους υποδοχής ζητεί πάντοτε η γνώμη της αρχής ενοποιημένης εποπτείας.
(7) Η Επιτροπή δύναται να αποφασίσει να μην διαβουλευθεί με άλλες αρμόδιες αρχές σε επείγουσες περιπτώσεις ή σε περιπτώσεις που μια τέτοια διαβούλευση δυνατό να θέσει σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα της απόφασής της.
(8) Στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο εδάφιο (7), η Επιτροπή ενημερώνει, αμελλητί, τις άλλες αρμόδιες αρχές αφού λάβει την απόφασή της.
(9) Η Επιτροπή, ως αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας για την άσκηση των αρμοδιοτήτων και καθηκόντων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο και στις δυνάμει αυτού οδηγίες και ως εποπτική αρχή των ΕΠΕΥ δυνάμει του άρθρου 59 του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου, και η ΜΟΚΑΣ, ως η μονάδα χρηματοοικονομικών πληροφοριών της Δημοκρατίας, ως προς τη συμμόρφωση με τον παρόντα Νόμο και τις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες οδηγίες, συνεργάζονται στενά με αντίστοιχες αρχές άλλου κράτους μέλους στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους και διαβιβάζουν μεταξύ τους τις απαραίτητες πληροφορίες για τα αντίστοιχα καθήκοντά τους δυνάμει του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου, υπό την προϋπόθεση ότι η συνεργασία και η ανταλλαγή πληροφοριών δεν επηρεάζουν διεξαγόμενη έρευνα, διερεύνηση ή διαδικασία, σύμφωνα με το κυπριακό ποινικό ή διοικητικό δίκαιο ή το ποινικό ή διοικητικό δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκονται οι αρμόδιες αρχές.
78.-(1)(α) Σε περίπτωση που, στο πλαίσιο της εφαρμογής του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η Επιτροπή επιθυμεί, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, να ελέγξει πληροφορίες σχετικά με μια ΕΠΕΥ, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, χρηματοδοτικό ίδρυμα, επιχείρηση παροχής επικουρικών τραπεζικών υπηρεσιών, εταιρεία συμμετοχής μεικτών δραστηριοτήτων ή θυγατρική που αναφέρεται στο άρθρο 87 ή θυγατρική που αναφέρεται στα εδάφια (3) και (4) του άρθρου 81, τα οποία είναι εγκατεστημένα σε άλλο κράτος μέλος, πρέπει να ζητήσει από τις αρμόδιες αρχές του άλλου κράτους μέλους τη διενέργεια του ελέγχου αυτού.
(β) Οι αρχές οι οποίες λαμβάνουν την αίτηση που αναφέρεται στην παράγραφο (α), στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, δίνουν συνέχεια είτε διενεργώντας οι ίδιες τον έλεγχο αυτόν, είτε επιτρέποντας στην Επιτροπή να διενεργήσει εκείνη τον έλεγχο, είτε επιτρέποντας τη διενέργειά του από ελεγκτή ή εμπειρογνώμονα.
(γ) Σε περίπτωση που η Επιτροπή δεν πραγματοποιεί η ίδια τον έλεγχο, μπορεί, εάν το επιθυμεί, να συμμετέχει στον έλεγχο.