18.-(1) Καθιδρύεται Ναυτοδικείο, του οποίου αποκλειστική δικαιοδοσία είναι να ακούει και να αποφασίζει σε πρώτο βαθμό επί πάσης ναυτικής υπόθεσης.
(2)(α) Το Ναυτοδικείο συγκροτείται από δύο (2) δικαστές, οι οποίοι διορίζονται από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο.
(β) Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (α), το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο καθορίζει για όσο χρονικό διάστημα κρίνει σκόπιμο τον διοικητικό πρόεδρο του Ναυτοδικείου:
19.-(1) Απαίτηση κατά προσώπου («in personam») δύναται να καταχωριστεί ενώπιον του Ναυτοδικείου σχετικά με όλες τις ναυτικές υποθέσεις.
(2) Σε περίπτωση απαίτησης η οποία προβλέπεται στις παραγράφους (α), (β), (ε) και (κ) του ορισμού του όρου «ναυτική υπόθεση», δύναται να καταχωριστεί ενώπιον του Ναυτοδικείου απαίτηση κατά πράγματος («in rem») εναντίον πλοίου, αεροσκάφους ή περιουσιακού στοιχείου σχετικά με τα οποία εγείρεται η απαίτηση ή το ζήτημα.
(3) Σε περίπτωση κατά την οποία υπάρχει ναυτικό προνόμιο επίσχεσης ή άλλο εμπράγματο βάρος σε πλοίο, αεροσκάφος ή άλλο περιουσιακό στοιχείο για το ποσό της απαίτησης δύναται να καταχωριστεί ενώπιον του Ναυτοδικείου απαίτηση κατά πράγματος κατά τέτοιου πλοίου, αεροσκάφους ή περιουσιακού στοιχείου.
(4) Σε περίπτωση απαίτησης η οποία προβλέπεται στις παραγράφους (ζ) έως (ιθ) του ορισμού του όρου «ναυτική υπόθεση», όταν η απαίτηση προκύπτει σχετικά με πλοίο ή αεροσκάφος και το πρόσωπο που θα ήταν υπαίτιο σε απαίτηση κατά προσώπου ήταν, κατά τον χρόνο που προέκυψε το δικαίωμα έγερσης της απαίτησης, ο ιδιοκτήτης ή ναυλωτής του πλοίου ή είχε την κατοχή ή τον έλεγχο του πλοίου, δύναται να καταχωριστεί ενώπιον του Ναυτοδικείου απαίτηση κατά πράγματος, ανεξαρτήτως εάν η απαίτηση δύναται να οδηγήσει σε ναυτικό προνόμιο επίσχεσης επί του πλοίου, εναντίον-
(α) του πλοίου, εάν κατά τον χρόνο καταχώρισης της απαίτησης, το εν λόγω πρόσωπο είναι είτε ο κατ’ ωφέλιμη κυριότητα δικαιούχος του πλοίου, κατέχοντας το σύνολο των μεριδίων του πλοίου, είτε ο ναυλωτής, σύμφωνα με ναυλοσύμφωνο κατά παραχώρηση· ή
(β) άλλου πλοίου του οποίου, κατά τον χρόνο καταχώρισης της απαίτησης, το εν λόγω πρόσωπο είναι ο κατ’ ωφέλιμη κυριότητα δικαιούχος, κατέχοντας το σύνολο των μεριδίων αυτού.
(5) Σε περίπτωση απαίτησης για ρυμούλκηση ή πλοήγηση σχετικά με αεροσκάφος, δύναται να καταχωρισθεί ενώπιον του Ναυτοδικείου απαίτηση κατά πράγματος κατά του εν λόγω αεροσκάφους, εφόσον κατά τον χρόνο καταχώρισης της απαίτησης ο κατ’ ωφέλιμη κυριότητα δικαιούχος θα ήταν υπόλογος σε απαίτηση κατά προσώπου.
(6) Σε περίπτωση κατά την οποία το Ναυτοδικείο κατά την άσκηση των εξουσιών του διατάζει την πώληση οποιουδήποτε πλοίου, αεροσκάφους ή άλλου περιουσιακού στοιχείου, έχει δικαιοδοσία να ακούει και να αποφασίζει για οποιοδήποτε ζήτημα προκύπτει ως προς τον δικαιούχο των εσόδων από την πώληση.
(7) Προκειμένου να αποφασισθεί, για τους σκοπούς των διατάξεων των εδαφίων (4) και (5), κατά πόσο πρόσωπο είναι υπόλογο σε απαίτηση κατά προσώπου, θεωρείται ότι το πρόσωπο αυτό έχει τη συνήθη διαμονή του ή διεξάγει επάγγελμα ή έχει ως έδρα των εργασιών του τη Δημοκρατία.
(8) Σε περίπτωση απαίτησης η οποία προβλέπεται στις παραγράφους (ζ) έως (ιθ) του ορισμού του όρου «ναυτική υπόθεση», εάν έχει επιδοθεί ένταλμα σε πλοίο ή αυτό έχει κατασχεθεί συντηρητικά στο πλαίσιο απαίτησης κατά πράγματος, που καταχωρίσθηκε για εκτέλεση τέτοιας απαίτησης, σε κανένα άλλο πλοίο δεν επιδίδεται ένταλμα ούτε κατάσχεται συντηρητικά στην ίδια ή άλλη απαίτηση κατά πράγματος που έχει καταχωρισθεί για εκτέλεση μιας τέτοιας απαίτησης:
20.-(1) Οι συνεδρίες του Ναυτοδικείου διεξάγονται στην κύρια πόλη της επαρχίας στην οποία έχει την έδρα του, σε κτίριο το οποίο ήθελε καθορισθεί ειδικά για τον σκοπό αυτό από τον Υπουργό, κατόπιν συνεννόησης με το Ανώτατο Δικαστήριο, με γνωστοποίηση που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, και για τον σκοπό αυτό η Δημοκρατία διαιρείται, ανάλογα, σε επαρχίες.
(2) Το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται με διαδικαστικό κανονισμό να διαφοροποιεί τα όρια των επαρχιών, να ενοποιεί δύο (2) ή περισσότερες επαρχίες ή να διαιρεί οποιαδήποτε επαρχία για σκοπούς λειτουργίας του Ναυτοδικείου.
(3) Εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά από διαδικαστικό κανονισμό, το Ναυτοδικείο λειτουργεί καθ’ όλην τη διάρκεια του έτους.
21. Ουδείς διορίζεται ως Δικαστής του Ναυτοδικείου, εκτός εάν έχει τα προσόντα που απαιτούνται για τον διορισμό στη θέση Προέδρου Επαρχιακού Δικαστηρίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Δικαστηρίων Νόμου, διαθέτει ευρεία γνώση σε θέματα ναυτικών υποθέσεων ή/και αποδεδειγμένη εμπειρία στον χειρισμό δικαστικών υποθέσεων οι οποίες εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του Ναυτοδικείου και έχει πολύ καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας.
22. Ο Δικαστής του Ναυτοδικείου αποτελεί μόνιμο μέλος της δικαστικής υπηρεσίας της Δημοκρατίας και είναι κατά πάντα ισότιμος με Πρόεδρο Επαρχιακού Δικαστηρίου.
23. Ο Δικαστής του Ναυτοδικείου απολαύει της ίδιας μισθοδοσίας και υπηρετεί υπό τους ίδιους όρους με τους οποίους υπηρετούν οι κάτοχοι θέσης Προέδρου Επαρχιακού Δικαστηρίου.
24. Ο Δικαστής του Ναυτοδικείου πριν από την ανάληψη των καθηκόντων του δίδει και υπογράφει ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου ή δύο (2) μελών αυτού τη διαβεβαίωση προς τη Δημοκρατία και τον δικαστικό όρκο που καθορίζονται στον Πίνακα του περί Δικαστηρίων Νόμου.
25. Σε περίπτωση προσωρινής απουσίας, κωλύματος ή ανικανότητας Δικαστή του Ναυτοδικείου να ασκεί τα καθήκοντά του, το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο δύναται να διορίσει άλλο μέλος της δικαστικής υπηρεσίας της Δημοκρατίας για να εκτελεί προσωρινά τα καθήκοντα και να ασκεί τις εξουσίες Δικαστή του Ναυτοδικείου για το χρονικό διάστημα και υπό τους όρους που καθορίζονται στο έγγραφο διορισμού του.
26. Στο Ναυτοδικείο υπηρετεί αριθμός Πρωτοκολλητών και υπαλλήλων, οι εξουσίες, τα καθήκοντα και οι ευθύνες των οποίων καθορίζονται από το Ανώτατο Δικαστήριο με σχετικό διαδικαστικό κανονισμό:
27. Το Ναυτοδικείο έχει πρωτόδικη δικαιοδοσία να ακούει και να αποφασίζει επί πάσης ναυτικής υποθέσεως, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, οποιουδήποτε άλλου Νόμου ή διαδικαστικού κανονισμού ή από οποιαδήποτε συμφωνία των μερών ή που προκύπτει με βάση το ενωσιακό δίκαιο, διεθνή συνθήκη ή οποιονδήποτε κανόνα του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, ανεξαρτήτως-
(α) εάν το πλοίο είναι κυπριακής ιδιοκτησίας ή είναι εγγεγραμμένο στο κυπριακό νηολόγιο·
(β) της μόνιμης κατοικίας ή της διαμονής ή της διεξαγωγής του επαγγέλματος του εναγομένου ή του καθ’ ου η αίτηση ή, σε περίπτωση νομικού προσώπου, του τόπου που βρίσκεται το εγγεγραμμένο γραφείο ή η έδρα των εργασιών του·
(γ) του τόπου που προκύπτουν οι απαιτήσεις·
(δ) εάν σε περίπτωση ύπαρξης υποθηκών ή/και επιβαρύνσεων, αυτές είναι εγγεγραμμένες στην Κύπρο ή όχι, είναι νομικές ή κατά το δίκαιο της επιείκειας, περιλαμβανομένων των υποθηκών και εμπράγματων βαρών και επιβαρύνσεων που δημιουργήθηκαν βάσει αλλοδαπού δικαίου.
28.-(1) Τηρουμένων των προνοιών οποιουδήποτε διαδικαστικού κανονισμού και εξαιρουμένων των ρητά προβλεπόμενων περιπτώσεων, στη διαδικασία ενώπιον του Ναυτοδικείου εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, οι ακόλουθες διατάξεις του περί Δικαστηρίων Νόμου:
(α) Το άρθρο 29 αναφορικά με το εφαρμοζόμενο δίκαιο.
(β) το Μέρος Τέταρτο αναφορικά με τις εξουσίες των δικαστηρίων.
(γ) το Μέρος Πέμπτο αναφορικά με τους μάρτυρες και τις αποδείξεις.
(δ) το Μέρος Έβδομο αναφορικά με την παραπομπή δικών. και
(ε) το Μέρος Όγδοο αναφορικά με την τήρηση αρχείων και τις σφραγίδες.
(2) Η δικαιοδοσία του Ναυτοδικείου διέπεται από δικονομία και πρακτική που καθορίζεται με διαδικαστικό κανονισμό.
29. Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου 4 του Άρθρου 3 του Συντάγματος, Δικαστής του Ναυτοδικείου δύναται, εφόσον το συμφέρον της δικαιοσύνης το απαιτεί, να επιτρέψει τη διεξαγωγή της δικαστικής διαδικασίας και την καταχώριση των εγγράφων στην αγγλική γλώσσα μετά από σχετικό αίτημα ενός εκ των διαδίκων και σε τέτοια περίπτωση, καθορίζει την αγγλική γλώσσα ως τη γλώσσα στην οποία θα διεξαχθεί η διαδικασία και στην οποία θα διατυπωθεί η απόφαση του Ναυτοδικείου.
30.-(1) Τηρουμένων των προνοιών του σχετικού διαδικαστικού κανονισμού, κάθε απόφαση ή διαταγή του Ναυτοδικείου υπόκειται σε έφεση ενώπιον του Εφετείου.
(2) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του εδαφίου (1) και οποιουδήποτε άλλου Νόμου ή διαδικαστικού κανονισμού, η απόφαση του Ναυτοδικείου για προδικαστική παραπομπή ζητήματος στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή για απόρριψη αιτήματος διαδίκου για τέτοια προδικαστική παραπομπή δεν υπόκειται σε έφεση.
(3) Ανεξαρτήτως των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου Νόμου ή διαδικαστικού κανονισμού και επιπροσθέτως οποιωνδήποτε υπό τούτων χορηγούμενων εξουσιών, το Εφετείο, κατά την ακρόαση και τη διάγνωση οποιασδήποτε έφεσης, δεν δεσμεύεται από την απόφαση του Ναυτοδικείου για τα πραγματικά γεγονότα και κέκτηται εξουσία να αναθεωρεί προσαχθείσες αποδείξεις, να συνάγει τα δικά του συμπεράσματα, να ακούει και να δέχεται περαιτέρω αποδεικτικά μέσα και, όπου οι περιστάσεις της υπόθεσης το απαιτούν, να επανακροάται μάρτυρες και να εκδίδει απόφαση ή διάταγμα που δικαιολογείται υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, περιλαμβανομένου διατάγματος για επανακρόαση της υπόθεσης από το Ναυτοδικείο ή άλλο αρμόδιο δικαστήριο.
31. Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 28, το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται να εκδίδει διαδικαστικό κανονισμό για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Μέρους και για τη ρύθμιση κάθε θέματος που εκ της φύσεώς του ρυθμίζεται με διαδικαστικό κανονισμό.