ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ ΚΡΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΚΑΙ ΛΗΨΗΣ ΕΝΔΕΔΕΙΓΜΕΝΩΝ ΜΕΤΡΩΝ
Εξουσίες επιθεωρητών

14.-(1)(α) Οι εξουσίες που χορηγούνται από το παρόν άρθρο, αναφορικά με την επιθεώρηση πλοίου, παρέχονται σε-

(i) επιθεωρητή ο οποίος διορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (α) του εδαφίου (2) του άρθρου 3 του περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Νηολόγησις, Πώλησις και Υποθήκευσις Πλοίων) Νόμου· και

(ii) επόπτη πλοίων ο οποίος διορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (β) του εδαφίου (2) του άρθρου 3 του περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Νηολόγησις, Πώλησις και Υποθήκευσις Πλοίων) Νόμου.

(β) Για τους σκοπούς της παραγράφoυ (α) του παρόντος εδαφίου, το εδάφιο (2) του άρθρου 3 του περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Νηολόγησις, Πώλησις και Υποθήκευσις Πλοίων) Νόμου εφαρμόζεται ως εάν η φράση «δια τους σκοπούς του παρόντος Νόμου και του Κώδικος», η οποία περιέχεται σε έκαστη των παραγράφων (α) και (β) του εν λόγω άρθρου, είχε αντικατασταθεί από τη φράση «δια τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, του Κώδικος και του περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Εφαρμογή Αποφάσεων και Κανονισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για ορισμένα Θέματα των Θαλάσσιων Μεταφορών) Νόμου».

(2) Επιθεωρητής έχει εξουσία εντός εύλογου χρόνου και με σκοπό τη διακρίβωση της εκπλήρωσης οποιασδήποτε υποχρέωσης η οποία απορρέει είτε από τις διατάξεις του Μέρους ΙΙ, του Μέρους ΙΙΙ ή του Μέρους IV του παρόντος Νόμου είτε από πρόνοιες Κανονισμών ή διαταγμάτων τα οποία εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων αυτού να-

(α) εισέρχεται, να επιθεωρεί, να ερευνά και να διενεργεί έλεγχο σε οποιοδήποτε υποστατικό ή άλλο χώρο, εκτός από κατοικία, στον οποίο έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι εδρεύει οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

(i) Εταιρεία·

(ii) έχων την εκμετάλλευση πλοίου·

(iii) πράκτορας·

(iv) φορτωτής·

(v) ιδιοκτήτης ρυπογόνων ή επικίνδυνων αγαθών·

(β) ανακόπτει, να εισέρχεται, να επιθεωρεί και να διενεργεί έλεγχο σε οποιοδήποτε πλοίο, είτε αυτό ναυλοχεί είτε είναι εν πλω, και να παρέχει στον πλοίαρχο οποιαδήποτε κατά την κρίση του αναγκαία βοήθεια·

(γ) εξετάζει οποιαδήποτε στοιχεία καταχωρημένα σε μηχανικό, ηλεκτρικό ή ηλεκτρονικό σύστημα δεδομένων και οποιαδήποτε βιβλία και έγγραφα σε έντυπη ή ψηφιακή μορφή, τα οποία βρίσκονται είτε σε υποστατικό ή άλλο χώρο είτε σε πλοίο στο οποίο έχει εξουσία να εισέρχεται δυνάμει των διατάξεων των παραγράφων (α) και (β) και τα οποία έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι περιέχουν πληροφορία ή καταχώρηση σε σχέση με οποιαδήποτε υποχρέωση που απορρέει από τις αναφερόμενες στο παρόν εδάφιο διατάξεις και πρόνοιες, να τα αντιγράφει και φωτοτυπεί και να παίρνει αντίγραφα, φωτοτυπίες και αποσπάσματά τους:

Νοείται ότι, για τη λήψη αποσπασμάτων δυνάμει των διατάξεων της παρούσας παραγράφου, ο επιθεωρητής πρέπει να έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι τα αποσπάσματα αυτά ενδεχομένως να χρειαστούν για αποδεικτικούς σκοπούς σε ποινική διαδικασία αναφορικά με οποιαδήποτε παράβαση ή παράλειψη συμ-μόρφωσης με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή με τις πρόνοιες των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει αυτού ή των αποφάσεων του Υφυπουργού·

(δ) εισέρχεται είτε σε υποστατικό ή άλλο χώρο, εξαιρουμένης κατοικίας, είτε σε πλοίο-

(i) συνοδευόμενος από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, του οποίου την παρουσία κρίνει αναγκαία για οποιονδήποτε σκοπό για τον οποίο ασκεί εξουσία δυνάμει των διατάξεων του παρόντος εδάφιου ή του εδαφίου (3)· και

(ii) φέροντας μαζί του οποιονδήποτε εξοπλισμό ή υλικά που κρίνει αναγκαία για οποιονδήποτε σκοπό για τον οποίο ασκεί εξουσία δυνάμει των διατάξεων του παρόντος εδάφιου· και

(ε) απαιτεί και να λαμβάνει την προβλεπόμενη στο εδάφιο (3) διευκόλυνση, πληροφορία και δήλωση.

(3) Ο έχων την εκμετάλλευση πλοίου, ο πλοίαρχος πλοίου, εταιρεία, πράκτορας, φορτωτής και ιδιοκτήτης ρυπογόνων ή επικίνδυνων αγαθών παρέχουν έκαστος στον επιθεωρητή, εφόσον αυτός εύλογα το απαιτήσει οποιαδήποτε διευκόλυνση και πληροφορία καθώς και υπογεγραμμένη δήλωση περί του αληθούς των πληροφοριών που παρέχει στον επιθεωρητή.

(4) Επιθεωρητής επιδεικνύει, εφόσον του ζητηθεί, πριν και κατά την άσκηση οποιασδήποτε από τις εξουσίες που του χορηγούνται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2), το δελτίο ταυτότητάς του το οποίο εκδίδεται από τον Υπουργό σύμφωνα με τους περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Δελτία Ταυτότητας Επιθεωρητών Πλοίων και Εποπτών Πλοίων) Κανονισμούς.

(5) Πρόσωπο το οποίο-

(α) υπέχει την προβλεπόμενη στο εδάφιο (3) υποχρέωση και αρνείται ή παραλείπει να παράσχει σε επιθεωρητή σχετική διευκόλυνση ή πληροφορία· ή

(β) αποκρύπτει, καταστρέφει ή παραποιεί πληροφορία, δήλωση, στοιχεία, βιβλίο ή έγγραφο σε έντυπη ή ψηφιακή μορφή, ή παρέχει σε επιθεωρητή ψευδή, ελλιπή, ανακριβή ή παραπλανητική πληροφορία, δήλωση, στοιχεία, βιβλίο ή έγγραφο σε έντυπη ή ψηφιακή μορφή, ή αρνείται ή παραλείπει να παράσχει σε επιθεωρητή πληροφορία, δήλωση, στοιχεία, βιβλίο ή έγγραφο σε έντυπη ή ψηφιακή μορφή, την οποία πληροφορία, δήλωση, στοιχεία, βιβλίο ή έγγραφο,

διαπράττει ποινικό αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται στις ακόλουθες ποινές:

(αα) σε περίπτωση πρώτου αδικήματος, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες πεντακόσια ευρώ (€3.500) ή και στις δύο αυτές ποινές· και

(ββ) σε περίπτωση μεταγενέστερου αδικήματος, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα (12) μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις επτά χιλιάδες ευρώ (€7.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.

(6) Σε περίπτωση ποινικής δίωξης για προβλεπόμενο στο εδάφιο (5) αδίκημα-

(α) αναφορικά με την άρνηση ή παράλειψη συμμόρφωσης με υποχρέωση που επιβάλλεται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3), αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο εάν αποδείξει ότι είχε εύλογη αιτία για την εν λόγω άρνηση ή παράλειψη· και

(β) αναφορικά με την παροχή ψευδούς, ελλιπούς, ανακριβούς ή παραπλα-νητικής πληροφορίας, δήλωσης, στοιχείου, βιβλίου ή εγγράφου σε έντυπη ή ψηφιακή μορφή, αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο εάν αποδείξει ότι παρείχε την πληροφορία, δήλωση, στοιχεία, βιβλίο ή έγγραφο με καλή πίστη και χωρίς να γνωρίζει ότι η παρεχόμενη πληροφορία, δήλωση, στοιχεία, βιβλίο ή έγγραφο ήταν ψευδές, ελλιπές, ανακριβές ή παραπλανητικό.

(7) Τα δεδομένα των επιθεωρήσεων, οι οποίες διενεργούνται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, κοινοποιούνται όταν απαιτείται στις τυχόν άλλες εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας για τις δικές τους ενέργειες που απορρέουν από Κανονισμούς ΕΕ ή/και Αποφάσεις ΕΕ.

Διοικητικές αποφάσεις και συμμόρφωση με αυτές

15.-(1) Απόφαση της Αρμόδιας Αρχής η οποία λαμβάνεται δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 12 ή 13 καθίσταται εκτελεστή με τη διαβίβασή της, δια χειρός ή μέσω τηλεομοιότυπου ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή τηλετύπου, στον πλοίαρχο ή/και στο έχοντα την εκμετάλλευση του επηρεαζόμενου πλοίου και ισχύει μέχρις ότου-

(α) ανακληθεί από την Αρμόδια Αρχή κατά τα διαλαμβανόμενα στο εδάφιο (3)·

(β) ακυρωθεί, τροποποιηθεί ή αντικατασταθεί στο πλαίσιο προσφυγής ενώπιον του Υφυπουργού, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 18·ή

(γ) ακυρωθεί από το Διοικητικό Δικαστήριο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 146 του Συντάγματος.

(2) Σε κάθε απόφασή της που λαμβάνεται δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 12 ή 13, η Αρμόδια Αρχή-

(α) παραθέτει τους λόγους έκδοσης της απόφασης· και

(β) πληροφορεί το πρόσωπο στο οποίο η απόφαση διαβιβάζεται περί του δικαιώματος του επηρεαζόμενου προσώπου ή του αντιπροσώπου του στη Δημοκρατία να προσβάλουν την απόφαση με ιεραρχική προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 18 ή με προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

(3) Σε περίπτωση κατά την οποία η Αρμόδια Αρχή ικανοποιείται ότι εξέλιπαν οι λόγοι για τους οποίους εξέδωσε απόφαση δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 12 ή 13, εφόσον καταβληθεί στον Γενικό Διευθυντή τέλος που προβλέπεται στο άρθρο 8 και οποιοδήποτε διοικητικό πρόστιμο επιβλήθηκε δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ανακαλεί την απόφαση γραπτώς και διαβιβάζει την απόφαση αυτή δια χειρός ή μέσω τηλεομοιότυπου ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή τηλετύπου στον πλοίαρχο ή/και στο επηρεαζόμενο πρόσωπο.

(4) Πρόσωπο το οποίο αρνείται ή/και παραλείπει να συμμορφωθεί με υποχρέωση που επιβάλλεται σε αυτό με απόφαση της Αρμόδιας Αρχής, η οποία λαμβάνεται δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 12 ή 13 διαπράττει ποινικό αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.

(5) Πρόσωπο το οποίο είναι αυτουργός, συνεργός ή σύμβουλος, κατά τα άρθρα 20 έως 23 του Ποινικού Κώδικα αναφορικά με τη διάπραξη του προβλεπόμενου στο εδάφιο (4) ποινικού αδικήματος, διαπράττει το εν λόγω ποινικό αδίκημα και υπόκειται στις καθοριζόμενες στο ίδιο εδάφιο ποινές.

Αδικαιολόγητη απαγόρευση απόπλου ή καθυστέρηση πλοίου

16.-(1) Κατά την άσκηση εξουσίας και την εκτέλεση καθήκοντος από επιθεωρητή δυνάμει των διατάξεων του άρθρου του άρθρου 14 ή από την Αρμόδια Αρχή, δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 12 και 13, έκαστος εκ των προαναφερομένων καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε, να αποφεύγεται η αδικαιολόγητη απαγόρευση απόπλου ή η καθυστέρηση πλοίου.

(2)(α) Σε περίπτωση αδικαιολόγητης απαγόρευσης απόπλου ή καθυστέρησης πλοίου, ο έχων την εκμετάλλευση του ούτως επηρεαζόμενου πλοίου δικαιούται αποζημίωση δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 172 του Συντάγματος για τυχόν απώλειες ή ζημιές έχει υποστεί.

(β) Σε περίπτωση κατά την οποία προβάλλεται ο ισχυρισμός της αδικαιολόγητης απαγόρευσης απόπλου ή καθυστέρησης πλοίου, το βάρος της απόδειξης του ισχυρισμού φέρει ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου, ο οποίος προβάλλει τον ισχυρισμό.

Διοικητικό πρόστιμο

17.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία η Αρμόδια Αρχή διαπιστώσει ότι πρόσωπο διά πράξης ή παράλειψης σε σχέση με πλοίο-

(α) παραβαίνει τις διατάξεις των άρθρων 5, 6, 7,10 και 14 του παρόντος Νόμου ή τις πρόνοιες κανονιστικής διοικητικής πράξης που εκδίδεται δυνάμει αυτού ή απόφασης της Αρμόδιας Αρχής· ή

(β) παραβαίνει τις διατάξεις των Κανονισμών ΕΕ και των Αποφάσεων ΕΕ οι οποίες καθορίζονται με διάταγμα που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 23,

η Αρμόδια Αρχή δύναται να επιβάλλει σε αυτό διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες ευρώ (€50.000), αναλόγως της βαρύτητας της παράβασης, ανεξαρτήτως εάν συντρέχει ποινική ευθύνη δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή άλλου Νόμου ή των προνοιών Κανονιστικής Διοικητικής Πράξης.

(2)(α) Πριν από την επιβολή διοικητικού προστίμου η Αρμόδια Αρχή ειδοποιεί, μέσω έντυπης ή ηλεκτρονικής μορφής, το επηρεαζόμενο πρόσωπο για την πρόθεσή της να επιβάλει το διοικητικό πρόστιμο, ενημερώνοντάς το για τους λόγους για τους οποίους προτίθεται να ενεργήσει τοιουτοτρόπως και παρέχοντας σε αυτό το δικαίωμα υποβολής παραστάσεων εντός πέντε (5) εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία της ειδοποίησης.

(β) Αναφορικά με πλοίο που βρίσκεται σε λιμένα της Δημοκρατίας ή αναφορικά με κυπριακό πλοίο στο οποίο επιβλήθηκε απαγόρευση εκτέλεσης πλόων, η Αρμόδια Αρχή δύναται να-

(i) μειώσει την προθεσμία για υποβολή παραστάσεων σε χρονικό διάστημα που δεν είναι μικρότερο των εικοσιτεσσάρων (24) ωρών από την κοινοποίηση της ειδοποίησης, υπό την προϋπόθεση ότι η μείωση της προθεσμίας δικαιολογείται από τα κατά περίπτωση πραγματικά περιστατικά και από τον χρόνο της ειδοποίησης και αιτιολογείται στην ειδοποίηση· και

(ii) επιβάλει διοικητικό πρόστιμο και κατά τις μη εργάσιμες ημέρες.

(3)(α) Η Αρμόδια Αρχή επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) με γραπτή και αιτιολογημένη απόφασή της, την οποία διαβιβάζει στο επηρεαζόμενο πρόσωπο, μέσω έντυπης ή ηλεκτρονικής μορφής, με την οποία-

(i) καθορίζει την παράβαση και∙

(ii) πληροφορεί το επηρεαζόμενο πρόσωπο περί του δικαιώματός του να προσβάλει την απόφαση με προσφυγή ενώπιον του Υφυπουργού, σύμφωνα με το άρθρο 18 ή/και με προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος, καθώς και για τις προθεσμίες εντός των οποίων δύναται να ασκηθούν τα προαναφερόμενα δικαιώματα.

(β) Η προβλεπόμενη στην παράγραφο (α) απόφαση της Αρμόδιας Αρχής καθίσταται εκτελεστή με τη διαβίβαση της στο επηρεαζόμενο πρόσωπο.

(4) Ο Υφυπουργός δύναται να καθορίζει με οδηγίες του τα ενδεικτικά κριτήρια υπολογισμού του ύψους του επιβαλλόμενου δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) διοικητικού προστίμου, χωρίς τούτο να περιορίζει τη διακριτική ευχέρεια της Αρμόδιας Αρχής να αποφασίζει ελεύθερα περί του ύψους του επιβαλλομένου διοικητικού προστίμου με βάση τα κατά περίπτωση πραγματικά περιστατικά:

Νοείται ότι, ο μη καθορισμός ενδεικτικών κριτηρίων δεν επηρεάζει τη δυνατότητα επιβολής διοικητικού προστίμου, νοουμένου ότι το πρόστιμο επιβάλλεται από τον Υφυπουργό ή το ποσόν του προστίμου που επιβάλλεται εγκρίνεται από τον Υφυπουργό.

(5) Επηρεαζόμενο πρόσωπο ή αντιπρόσωπός του στη Δημοκρατία δικαιούται να προσβάλει απόφαση της Αρμόδιας Αρχής για επιβολή διοικητικού προστίμου, η οποία εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, με ιεραρχική προσφυγή ενώπιον του Υφυπουργού σύμφωνα με το άρθρο 18.

(6)(α) Σε περίπτωση κατά την οποία πρόσωπο στο οποίο επιβλήθηκε διοικητικό πρόστιμο δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, αρνείται ή/και παραλείπει να καταβάλει στην Αρμόδια Αρχή τέτοιο πρόστιμο, η Αρμόδια Αρχή λαμβάνει δικαστικά μέτρα και εισπράττει το οφειλόμενο ποσό ως αστικό χρέος οφειλόμενο στη Δημοκρατία.

(β) Απαγορεύεται ο απόπλους πλοίου σε σχέση με το οποίο επιβλήθηκε διοικητικό πρόστιμο δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, η οποία αίρεται μόνον όταν καταβληθεί όλο το ποσό ή δοθεί επαρκής εγγύηση για την κάλυψη των δαπανών:

Νοείται ότι, η εγγύηση για την κάλυψη των δαπανών δύναται να διασφαλίζεται με την κατάθεση τραπεζικής εγγύησης ή άλλης μορφής εξασφάλισης αποδεκτής από την Αρμόδια Αρχή ίσου ποσού από αναγνωρισμένο χρηματοπιστωτικό οργανισμό και με όρους ικανοποιητικούς για την Αρμόδια Αρχή.

(7) Διοικητικό πρόστιμο το οποίο επιβάλλεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, συνιστά επιβάρυνση επί του πλοίου, η οποία ικανοποιείται κατά προτίμηση έναντι των άλλων δανειστών, αλλά έπεται της τελευταίας υποθήκης.

(8) Σε περίπτωση κατά την οποία διοικητικό πρόστιμο που επιβλήθηκε δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, προσβλήθηκε επιτυχώς είτε ενώπιον του Υφυπουργού, κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο, είτε ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου κατά το Άρθρο 146 του Συντάγματος-

(α) αποσύρονται τα δικαστικά μέτρα και αίρονται η απαγόρευση απόπλου που προβλέπονται στο εδάφιο (6) και η προβλεπόμενη στο εδάφιο (7) επιβάρυνση∙ και

(β) η Αρμόδια Aρχή επιστρέφει οποιοδήποτε καταβληθέν προαναφερόμενο διοικητικό πρόστιμο στο πρόσωπο το οποίο είχε καταβάλει.

Ιεραρχική προσφυγή ενώπιον του Υφυπουργού

18.-(1)(α) Επηρεαζόμενο πρόσωπο ή αντιπρόσωπός του στη Δημοκρατία δικαιούται να προσβάλει με ιεραρχική προσφυγή ενώπιον του Υφυπουργού απόφαση της Αρμόδιας Αρχής η οποία εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και η οποία προβλέπει για οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

(i) Aκύρωση απαιτούμενου πιστοποιητικού κατά το εδάφιο (1) του άρθρου 10·

(ii) απαγόρευση κατάπλου πλοίου σε λιμένα της Δημοκρατίας·

(iii) εκδίωξη πλοίου από λιμένα της Δημοκρατίας·

(iv) απαγόρευση απόπλου πλοίου από λιμένα της Δημοκρατίας·

(v) απαγόρευση εκτέλεσης πλόων σε κυπριακό πλοίο·

(vi) διαταγή επί πλοίου όπως μετακινηθεί σε συγκεκριμένο χώρο και παραμείνει εκεί·

(vii) μέτρα που έλαβε ή/και οι ενέργειες στις οποίες προέβηκε η Αρμόδια Αρχή δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (γγ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12 ή την παράγραφο (εε) του εδαφίου (2) του άρθρου 13· και

(viii) επιβολή διοικητικού προστίμου δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 17.

(β) Η προσφυγή ενώπιον του Υφυπουργού ασκείται εγγράφως μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την ημερομηνία επίδοσης δια χειρός ή μέσω έντυπης ή ηλεκτρονικής μορφής της κοινοποίησης της προσβληθείσας απόφασης στο επηρεαζόμενο πρόσωπο ή στον αντιπρόσωπό του στη Δημοκρατία.

(2) Η κατά το εδάφιο (1) προσφυγή δεν αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης.

(3) Ο Υφυπουργός εξετάζει την προσφυγή και, αφού ακούσει τους ενδιαφερομένους ή δώσει την ευκαιρία σε αυτούς να εκθέσουν τις απόψεις τους γραπτώς, αποφασίζει το αργότερο εντός δέκα (10) ημερών να-

(α) επικυρώσει την προσβληθείσα απόφαση·

(β) ακυρώσει την προσβληθείσα απόφαση·

(γ) τροποποιήσει την προσβληθείσα απόφαση· ή

(δ) προβεί σε έκδοση νέας απόφασης σε αντικατάσταση της προσβληθείσας.

(4) Ο Υφυπουργός κοινοποιεί την απόφαση που εκδίδει δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) διά χειρός ή μέσω έντυπης ή ηλεκτρονικής μορφής στον προσφεύγοντα και στο επηρεαζόμενο πρόσωπο ή στον αντιπρόσωπό του στη Δημοκρατία.

(5) Σε περίπτωση κατά την οποία η προβλεπόμενη στο εδάφιο (1) προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε από τον Υφυπουργό ως Αρμόδια Αρχή, οι διατάξεων των εδαφίων (1), (2), (3) και (4) εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, ως εάν να επρόκειτο περί ένστασης στον Υφυπουργό.