ΜΕΡΟΣ ΙΙ ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΕΡΙ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΩΝ ΑΓΩΓΩΝ
Νομιμοποιούμενοι φορείς

4.-(1) Οι αντιπροσωπευτικές αγωγές σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου καταχωρίζονται μόνο από νομιμοποιούμενους φορείς.

(2) Νομιμοποιούμενοι φορείς, περιλαμβανομένων φορέων που εκπροσωπούν μέλη από περισσότερα από ένα κράτη μέλη, δύναται να καταχωρίσουν εγχώριες και/ή διασυνοριακές αντιπροσωπευτικές αγωγές.

(3) Νομιμοποιούμενοι φορείς είναι οι ακόλουθοι:

(α) Οι αρχές οι οποίες είναι επιφορτισμένες με την εποπτεία της εφαρμογής των διατάξεων του ενωσιακού δικαίου που αναφέρονται στο Παράρτημα:

Νοείται ότι, οι δημόσιοι οργανισμοί που έχουν ήδη οριστεί ως νομιμοποιούμενοι φορείς κατά την έννοια του άρθρου 3 των περί της Έκδοσης Δικαστικών Διαταγμάτων για την Προστασία των Συλλογικών Συμφερόντων των Καταναλωτών Νόμων του 2007 έως 2021, οι οποίοι καταργούνται με την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου, εξακολουθούν να θεωρούνται νομιμοποιούμενοι φορείς για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου·

(β) ιδιωτικοί οργανισμοί οι οποίοι πληρούν τα κριτήρια που προβλέπονται στις διατάξεις του εδαφίου (4)·

(γ) νομιμοποιούμενοι φορείς οι οποίοι έχουν οριστεί από άλλο κράτος μέλος:

Νοείται ότι, σε περίπτωση υποβολής αίτησης από ενωσιακό νομιμοποιούμενο φορέα, η κατάθεση της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Δικαστήριο η οποία περιέχει τον κατάλογο νομιμοποιούμενων φορέων στον οποίο περιλαμβάνεται ο εν λόγω φορέας, αποτελεί απόδειξη της νομιμοποίησης αυτού για καταχώριση αίτησης, επιφυλασσόμενων των εξουσιών του Δικαστηρίου να εξετάζει κατά πόσο οι σκοποί του φορέα δικαιολογούν την καταχώριση αίτησης για έκδοση διατάγματος στη συγκεκριμένη περίπτωση.

(4) Για την καταχώριση εγχώριων και/ή διασυνοριακών αντιπροσωπευτικών αγωγών, ιδιωτικοί οργανισμοί νόμιμα εγκατεστημένοι στην Κύπρο δύνανται να καταχωρίσουν αίτηση ενώπιον της αρμόδιας αρχής, προκειμένου να αναγνωριστούν ως νομιμοποιούμενοι φορείς, εφόσον πληρούν τα ακόλουθα κριτήρια:

(α) Είναι νομικά πρόσωπα που συστάθηκαν σύμφωνα με τους Νόμους της Δημοκρατίας και αποδεικνύουν δώδεκα (12) μήνες δημόσιας δραστηριότητας για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών πριν από την καταχώριση αίτησης αναγνώρισής τους·

(β) Αποδεικνύεται, βάσει των σκοπών τους, ως αυτοί διατυπώνονται στην ιδρυτική πράξη ή το καταστατικό τους, η ύπαρξη έννομου συμφέροντος στην προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών, σύμφωνα με τις διατάξεις του ενωσιακού δικαίου όπως καθορίζονται στο Παράρτημα·

(γ) έχουν μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα, όπως ο όρος «μη κερδοσκοπικό» αποδίδεται από το άρθρο 2 του περί Σωματείων και Ιδρυμάτων και για άλλα συναφή θέματα Νόμου·

(δ) δεν υπόκεινται σε διαδικασία αφερεγγυότητας, δεν έχουν τεθεί υπό εκκαθάριση ή διαχείριση και δεν έχουν διαγραφεί·

(ε) είναι ανεξάρτητοι και δεν επηρεάζονται από άλλα πρόσωπα πέραν των καταναλωτών, ιδίως από εμπόρους οι οποίοι έχουν οικονομικό συμφέρον για την άσκηση αντιπροσωπευτικής αγωγής, μεταξύ άλλων και σε περίπτωση χρηματοδότησης από τρίτους και διαθέτει, προς τον σκοπό αυτό, θεσπισμένες διαδικασίες, για να αποκλείει τέτοιου είδους επιρροή και για να αποκλείει την οποιαδήποτε σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ του ίδιου, των χρηματοδοτών του και του συμφέροντος των καταναλωτών·

(στ) δημοσιοποιούν, σε απλή και κατανοητή γλώσσα, με όλα τα κατάλληλα μέσα, ιδίως στον ιστότοπό τους, πληροφορίες που αποδεικνύουν ότι πληρούν τα κριτήρια που προβλέπονται στις διατάξεις των παραγράφων (α) έως (ε), καθώς και πληροφορίες σχετικά με τις πηγές χρηματοδότησής τους γενικά, την οργανωτική και διαχειριστική δομή τους, τη δομή των μελών τους, τον ιδρυτικό ή καταστατικό τους σκοπό και τις δραστηριότητές τους.

Ενημέρωση και παρακολούθηση νομιμοποιούμενων φορέων

5.-(1) Η αρμόδια αρχή κοινοποιεί στην Επιτροπή κατάλογο των κυπριακών νομιμοποιούμενων φορέων, ο οποίος περιλαμβάνει το όνομα και τον καταστατικό σκοπό των εν λόγω νομιμοποιούμενων φορέων και ενημέρωση για κάθε αλλαγή στον κατάλογο αυτό.

(2) Η αρμόδια αρχή δημοσιεύει τον προβλεπόμενο στο εδάφιο (1) κατάλογο στον ιστότοπό της.

(3)(α) Η αρμόδια αρχή αξιολογεί κατά πόσο οι κυπριακοί νομιμοποιούμενοι φορείς εξακολουθούν να πληρούν τα κριτήρια που προβλέπονται στις διατάξεις του άρθρου 4.

(β) Σε περίπτωση μη πλήρωσης ενός ή περισσότερων κριτηρίων, η αρμόδια αρχή θέτει στον συγκεκριμένο νομιμοποιούμενο φορέα εύλογη προθεσμία συμμόρφωσης.

(γ) Μετά την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας συμμόρφωσης ο νομιμοποιούμενος φορέας χάνει την ιδιότητά του.

(δ) Η προβλεπόμενη στην παράγραφο (α) αξιολόγηση γίνεται ανά πενταετία ή κατόπιν λήψης δεόντως αιτιολογημένου αιτήματος για έρευνα.

(ε) Η αρμόδια αρχή έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα διαβίβασης και παραλαβής αιτημάτων για έρευνα κυπριακών και ενωσιακών νομιμοποιούμενων φορέων.

(4) Η απόφαση της αρμόδιας αρχής υπόκειται σε ιεραρχική προσφυγή ενώπιον του Υπουργού εντός τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίησή της στον θιγόμενο νομιμοποιούμενο φορέα.

(5)(α) O Υπουργός εξετάζει, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, κάθε ιεραρχική προσφυγή που υποβάλλεται ενώπιόν του δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (4), και, εάν σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη περίπτωση θεωρήσει αυτό αναγκαίο ή σκόπιμο, ακούει ή με άλλο τρόπο δίνει την ευκαιρία στον προσφεύγοντα να υποστηρίξει τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η προσφυγή.

(β) Ο Υπουργός αποφασίζει για κάθε ιεραρχική προσφυγή το συντομότερο και κοινοποιεί την απόφασή του στον προσφεύγοντα εντός ενενήντα (90) ημερολογιακών ημερών από την ημερομηνία άσκησης της ιεραρχικής προσφυγής.

(6) Κατόπιν εξέτασης της ιεραρχικής προσφυγής, ο Υπουργός δύναται να-

(α)επικυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

(β)ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση· ή

(γ)τροποποιήσει την προσβαλλόμενη απόφαση:

Νοείται ότι, σε περίπτωση ακύρωσης της απόφασης, ο Υπουργός δύναται να προβεί στην έκδοση νέας απόφασης σε αντικατάσταση της προσβαλλόμενης.

(7) Πρόσωπο το οποίο δεν ικανοποιείται από την απόφαση που εκδίδεται από τον Υπουργό δύναται να προσφύγει εντός εβδομήντα πέντε (75) ημερών στο Διοικητικό Δικαστήριο.

Αντιπροσωπευτικές αγωγές

6.-(1) Νομιμοποιούμενοι φορείς δύνανται να καταχωρίζουν αντιπροσωπευτική αγωγή ενώπιον του Δικαστηρίου και να αποτελούν διάδικο στη δικαστική διαδικασία προς το συμφέρον και για λογαριασμό των καταναλωτών που επηρεάζονται από την ισχυριζόμενη παράβαση:

Νοείται ότι, καταναλωτές που εκπροσωπούνται από τον νομιμοποιούμενο φορέα στην αντιπροσωπευτική αγωγή μπορούν να επωφελούνται από τα μέτρα που προβλέπονται στις διατάξεις του εδαφίου (2):

Νοείται περαιτέρω ότι, οι εν λόγω καταναλωτές δεν δικαιούνται να παρεμβαίνουν στις διαδικαστικές αποφάσεις που λαμβάνουν οι νομιμοποιούμενοι φορείς, να ζητούν μεμονωμένα αποδείξεις στο πλαίσιο της διαδικασίας ή να προσφεύγουν μεμονωμένα κατά των αποφάσεων ή διαταγμάτων του Δικαστηρίου.

(2) Οι νομιμοποιούμενοι φορείς έχουν το δικαίωμα να αιτηθούν από το Δικαστήριο-

(α) να εκδώσει διάταγμα, περιλαμβανομένου προσωρινού διατάγματος· και/ή

(β) να διατάξει μέτρα επανόρθωσης και/ή αποκατάστασης των θιγόμενων καταναλωτών:

Νοείται ότι, τα αιτήματα αυτά μπορούν να υποβληθούν στο πλαίσιο μίας ενιαίας αντιπροσωπευτικής αγωγής και το Δικαστήριο έχει τη διακριτική εξουσία να εκδώσει μία ενιαία απόφαση.

(3) Κατά την καταχώριση της αντιπροσωπευτικής αγωγής, ο νομιμοποιούμενος φορέας παρέχει στο Δικαστήριο επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τους καταναλωτές τους οποίους αφορά η αντιπροσωπευτική αγωγή, οι οποίες, μεταξύ άλλων-

(α) παρέχουν στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να αποφασίζει κατά πόσο έχει δικαιοδοσία και να καθορίζει το εφαρμοστέο δίκαιο·

(β) εάν η αγωγή αφορά αδικοπραξία, προσδιορίζουν τον τόπο όπου συνέβη, συμβαίνει ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός που επηρεάζει τους καταναλωτές·

(γ) σε περίπτωση που ζητείται από το Δικαστήριο να διατάξει μέτρα επανόρθωσης και/ή αποκατάστασης, περιλαμβάνουν στοιχεία που δεικνύουν την ομοιότητα ή συνάφεια, από πλευράς πραγματικών περιστατικών και νομικής αξιολόγησης, των επιμέρους αξιώσεων των καταναλωτών, τους οποίους αφορούν τα εν λόγω μέτρα.

(4) Το Δικαστήριο δύναται να αξιολογεί το παραδεκτό συγκεκριμένης αντιπροσωπευτικής αγωγής σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, του περί Δικαστηρίων Νόμου, του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου και των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών και να διατάξει τα προβλεπόμενα στις διατάξεις του άρθρου 13.

Αναστολή παραγραφής

7.-(1) Η καταχώριση αντιπροσωπευτικής αγωγής, όπως προβλέπεται στις διατάξεις του Μέρους III, αναστέλλει τις ισχύουσες προθεσμίες παραγραφής ως προς τους καταναλωτές τους οποίους αφορά η εν λόγω αίτηση, ώστε αυτοί να είναι σε θέση να ασκήσουν μεταγενέστερα αγωγή για μέτρα επανόρθωσης και/ή αποκατάστασης σε σχέση με την κατ’ ισχυρισμό παράβαση, όπως προβλέπεται στις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 2.

(2) Η καταχώριση αντιπροσωπευτικής αγωγής, όπως προβλέπεται στις διατάξεις του Μέρους IV, αναστέλλει τις ισχύουσες προθεσμίες παραγραφής ως προς τους καταναλωτές τους οποίους αφορά η εν λόγω αντιπροσωπευτική αγωγή.

(3)(α) Η περίοδος αναστολής άρχεται από την καταχώριση της αίτησης και λήγει με την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή, όσον αφορά την περίπτωση που προβλέπεται στις διατάξεις του εδαφίου (4) του άρθρου 13, με την υποβολή δήλωσης του θιγόμενου καταναλωτή ότι δεν επιθυμεί να εκπροσωπηθεί στη δίκη.

(β) Επιφυλασσόμενων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν οι διατάξεις του περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμου.

Κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων

8.-(1) Όταν νομιμοποιούμενος φορέας έχει ήδη προσκομίσει ευλόγως διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία επαρκούν για την υποστήριξη της αντιπροσωπευτικής αγωγής και έχει υποδείξει ότι επιπρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία βρίσκονται στη σφαίρα επιρροής του εμπορευομένου ή τρίτου μέρους, τότε ο εν λόγω νομιμοποιούμενος φορέας δύναται με αίτησή του στο Δικαστήριο να ζητήσει την έκδοση διατάγματος αποκάλυψης των στοιχείων αυτών και/ή να ζητήσει από το Δικαστήριο να διατάξει την κοινοποίηση των εν λόγω στοιχείων από τον εμπορευόμενο ή τρίτο μέρος, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Δικαστηρίων Νόμου, του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου και των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, με την επιφύλαξη των εφαρμοστέων ενωσιακών και εθνικών κανόνων περί εμπιστευτικότητας και αναλογικότητας.

(2) Το Δικαστήριο δύναται επίσης, εάν ζητηθεί από τον εμπορευόμενο, να διατάξει τον νομιμοποιούμενο φορέα ή τρίτο μέρος να κοινοποιήσει τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Δικαστηρίων Νόμου, του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου και των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.

Παράβαση διαταγμάτων

9. Σε περίπτωση παράλειψης συμμόρφωσης οποιουδήποτε προσώπου με διάταγμα του Δικαστηρίου που εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, τηρουμένων των προνοιών των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, το Δικαστήριο δύναται να εξαναγκάσει σε υπακοή ή/και σε συμμόρφωση, το πρόσωπο που παρακούει ή/και σε εκτέλεση πράξης προς συμμόρφωση με έξοδα εναντίον του προσώπου που παρακούει και τα έξοδα αυτά θεωρούνται ποινή, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου και η πληρωμή τους επιβάλλεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.